Πρωτόκολλο της Βέρνης (1976) και Συμφωνία της Βουλιαγμένης (1988), που καθόρισαν το πλαίσιο στο οποίο κινούνται οι ελληνοτουρκικές σχέσεις μέχρι και σήμερα. Τα κείμενα αυτά – καθώς και η Συμφωνία της Μαδρίτης (1997), μετά την κρίση των Ιμίων – συνοψίζουν την επιτυχή προσπάθεια της Άγκυρας να διευρύνει το μερίδιό της στην υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου
Οι τιμές που επιφυλάχθηκαν στον σημερινό πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη κατά την επίσκεψή του στην Ουάσιγκτον και η αναγνώρισή του ως στυλοβάτη των αμερικανικών σχεδίων στην περιοχή, συμπεριλαμβανομένων και των αμερικανο-ΝΑΤΟϊκών επιχειρήσεων εφοδιασμού της Ουκρανίας στον πόλεμο κατά της Ρωσίας, περιγράφουν το νήμα που διαχρονικά δένει τη χώρα στο άρμα της υπερδύναμης.
Από την ομιλία του Κυριάκου Μητσοτάκη στο αμερικανικό Κογκρέσο, τον «διαβολικά καλό Τραμπ» του Αλέξη Τσίπρα και το «ευχαριστούμε τις ΗΠΑ» του Κώστα Σημίτη μετά την κρίση των Ιμίων, το νήμα της εξάρτησης φτάνει έως τον «καλύτερο φίλο των ΗΠΑ», πρωθυπουργό της χώρας το 1991, Κωνσταντίνο Μητσοτάκη.
Πράγματι, ο πατέρας του σημερινού πρωθυπουργού επιχείρησε κατά την τριετή διάρκεια της πρωθυπουργίας του να υλοποιήσει το αμερικανικό σχέδιο επίλυσης των ελληνοτουρκικών διαφορών, όπως θα δούμε στη συνέχεια, μέσα από τα έγγραφα του αμερικανικού ΥΠΕΞ και των πρεσβειών των ΗΠΑ σε Αθήνα και Άγκυρα.
Ως κίνητρο / δόλωμα των απαιτούμενων συμβιβασμών για διευθετήσεις οι Αμερικανοί πρόβαλαν τότε τα πλούσια κοιτάσματα ανατολικά της Θάσου που η Ελλάδα δεν μπορούσε / μπορεί να εκμεταλλευτεί εξαιτίας του πρωτοκόλλου της Βέρνης.
Ανάλογο κίνητρο, θα πρέπει να σημειωθεί, προβάλλεται και στις τρέχουσες προσπάθειες ελληνοτουρκικών διευθετήσεων μετά τη διαπιστωμένη ύπαρξη ενεργειακών πόρων στην ανατολική Μεσόγειο,σε περιοχές που η Τουρκία έχει ήδη εγγράψει έμπρακτα (με τις έρευνες του «Ορούτς Ρέις» τις απαιτήσεις της…
Αν και έχουν περάσει τρεις δεκαετίες από τότε, τα αμερικανικά έγγραφα παραμένουν επίκαιρα καθώς αποκαλύπτουν τις μεθοδεύσεις, τις ιδέες και τις διαδικασίες που ακολουθεί η Ουάσιγκτον προκειμένου να εξασφαλίζει την «αμερικανική ειρήνη» στη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ.
Στο «μακρινό» 1991
-
Απρίλιος 1991. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είναι ήδη έναν χρόνο πρωθυπουργός. Μόλις έχει τελειώσει (27 Φεβρουαρίου 1991) ο πρώτος Πόλεμος του Κόλπου. Είναι η εποχή που ανατέλλει η – πρόσκαιρη – αμερικανική μονοκρατορία με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Μέσα σε αυτό το κλίμα που δημιουργεί η υπεροψία της παντοδυναμίας, μάλλον δεν είναι τυχαίο ότι μια από τις πρώτες πρωτοβουλίες που αναλαμβάνει η αμερικανική διπλωματία είναι η προώθηση ελληνοτουρκικής συμφωνίας με στόχο ή δόλωμα την πραγματοποίηση γεωτρήσεων στο Αιγαίο.
-
Η πρωτοβουλία που ανέλαβε η Ουάσιγκτον τον Απρίλιο του 1991 για τη διευθέτηση των ελληνοτουρκικών αρχίζει με τηλεγράφημα του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών προς τις αμερικανικές πρεσβείες σε Αθήνα και Άγκυρα. Στο έγγραφο διαβιβάζονται σαφείς οδηγίες στους πρεσβευτές Σωτήρχο (στην Αθήνα) και Αμπράμοβιτς (στην Άγκυρα) για τον τρόπο με τον οποίο θα μεθοδευτεί η διαδικασία.
«Αριθ.: 1835/3.4.91: Οδηγίες του αμερικανικού ΥΠΕΞ σε πρεσβείες Αθήνας και Άγκυρας:
Πρόσφατες ενδείξεις, και από Αθήνα και Άγκυρα, δείχνουν ότι αμφότερες οι κυβερνήσεις πιθανώς ενδιαφέρονται για πρόοδο στο θέμα της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου. Έχουμε ενθαρρυνθεί από αυτές τις υποδηλώσεις και επιθυμούμε να διερευνήσουμε αυτές τις αρχικές ενδείξεις περαιτέρω, προσφέροντας μία πρόταση που οι δύο πλευρές μπορούν να συζητήσουν μεταξύ τους.
Σ’ αυτήν την περίοδο, μετά την κρίση στον Κόλπο, πιστεύουμε ότι είναι σημαντικό να προσπαθήσουμε να απομακρύνουμε τους Έλληνες και τους Τούρκους από τη δημόσια θέση αναμέτρησης, που και οι δύο έχουν πρόσφατα υιοθετήσει, και να τους δούμε να προβαίνουν σε διμερείς συζητήσεις, τις οποίες τώρα φαίνεται ότι έχουν αρχίσει να διεξάγουν με «μισή καρδιά». Θα θέλαμε να προσπαθήσουμε να πυροδοτήσουμε αυτές τις συνομιλίες και να τους ενθαρρύνουμε να κάνουν τα πρώτα βήματα για τη διευθέτηση μερικών εκ των διαφορών τους.
Μια δυσκολία που αντιμετωπίζουμε είναι ότι δεν γνωρίζουμε σαφώς αν ο (Κωνσταντίνος) Μητσοτάκης ενδιαφέρεται για μια αληθινή πρόοδο σ’ άλλα θέματα σε περίπτωση που δεν υπάρξει πρόοδος στο Κυπριακό. Από τα εναπομείναντα θέματα, ο θαλάσσιος βυθός του Αιγαίου θεωρούμε ότι είναι ένα καλό σημείο έναρξης, κυρίως επειδή υπάρχουν κάποιες ενδείξεις και από τις δύο πλευρές ότι υπάρχει ένα ενδιαφέρον για τη διερεύνηση λύσεων σ’ αυτό το πρόβλημα. Ιδανικά, αν και οι δύο χώρες εκδηλώσουν ένα σοβαρό ενδιαφέρον για την πρότασή μας, ακόμη και σε γενικές γραμμές μόνο, ο Πρόεδρος θα μπορούσε προσωπικά να τους ενθαρρύνει να επιδιώξουν προώθηση συζητήσεων.
Για να αποσαφηνιστεί η θέση του (Κωνσταντίνου) Μητσοτάκη και επειδή η Ελλάδα έχει πολλά να χάσει και να κερδίσει από την πρότασή μας, προτείνουμε να αρχίσουμε με μια προσέγγιση στην Αθήνα. Αν οι Έλληνες απαντήσουν θετικά, τότε θα προβούμε σε μια παράλληλη βολιδοσκόπηση στην Άγκυρα.
Το σχέδιο της Ουάσιγκτον
Κάθε πλευρά θα πρέπει να αποδεχθεί ότι η άλλη θα μπορεί να αρχίσει σεισμολογικές εργασίες ή ενέργειες γεωτρήσεων επί μιας περιορισμένης περιοχής της αμφισβητούμενης υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου, επί τη βάσει της αμοιβαιότητας. Έτσι, κάθε πλευρά θα πρέπει, κατά πρώτον λόγο, να μας δείξει ότι είναι πρόθυμη να κάνει μια χειρονομία προς την άλλη, ώστε να δεχθεί από την άλλη πλευρά μια αντίστοιχη χειρονομία, η οποία θα επικυρώνει τη συναίνεση για την έναρξη δραστηριοτήτων σε μια περιορισμένη περιοχή
Εάν οι δύο πλευρές πιστεύουν ότι αυτή η βασική ιδέα αξίζει να διερευνηθεί, τότε θα απαιτηθούν συζητήσεις μεταξύ των κυβερνήσεων Ελλάδος και Τουρκίας σχετικά με τη θέση και την έκταση των δύο περιοχών και άλλες λεπτομέρειες, για να επιτευχθεί η βασική αμοιβαία συμφωνία. Παραδείγματος χάριν, η ελληνική πλευρά πιθανόν να επιθυμεί να κάνει γεωτρήσεις στην περιοχή της Θάσου και η τουρκική πλευρά να θέλει να κάνει έρευνες εντός των ορίων μιας περιοχής (βορειοδυτικά των νήσων Λέσβου και Χίου και νοτιοανατολικά και ανατολικά των νήσων Σαμοθράκης, Λήμνου και Αγίου Ευστρατίου, η οποία «παραχωρήθηκε» στην κρατική τουρκική πετρελαϊκή εταιρεία ΤΡΑΟ το 1973) που στο παρελθόν είχε παραχωρήσει σε μια τουρκική εταιρεία γι’ αυτόν τον σκοπό.
Αποφύγαμε να θίξουμε το ζήτημα των χωρικών υδάτων γύρω από τα ελληνικά νησιά στο Αιγαίο. Στο σύνολο, πιστεύουμε ότι είναι καλύτερα για εμάς να μην προσπαθήσουμε να υποδείξουμε πώς να αντιμετωπιστεί αυτό το ζήτημα στο πλαίσιο της πρότασής μας. Η Ελλάδα και η Τουρκία γνωρίζουν αυτό το ζήτημα και οι δύο «καλύτερα» από ό,τι εμείς και μπορούν να το χειριστούν οι ίδιες εάν παραστεί ανάγκη κατά τη διάρκεια των συνομιλιών τους».
Παζάρια με την εθνική κυριαρχία
Οι ελληνοτουρκικές κρίσεις του 1974 και του 1987 κατέληξαν στο Πρωτόκολλο της Βέρνης (1976) και τη Συμφωνία της Βουλιαγμένης (1988), που καθόρισαν το πλαίσιο στο οποίο κινούνται οι ελληνοτουρκικές σχέσεις μέχρι και σήμερα. Τα κείμενα αυτά – καθώς και η Συμφωνία της Μαδρίτης (1997), μετά την κρίση των Ιμίων – συνοψίζουν την επιτυχή προσπάθεια της Άγκυρας να διευρύνει το μερίδιό της στην υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου. Με τα εν λόγω διπλωματικά έγγραφα η Τουρκία κατάφερε να περιορίσει / αναστείλει de jure την ελληνική κυριαρχία, καθώς η χώρα δεν μπορεί να κάνει έρευνες / εκμετάλλευση ούτε 1 μέτρο πέρα από τα 6 μίλια των ακτών του Σουνίου, για παράδειγμα.
Ταυτόχρονα, όμως, η εξέλιξη της ελληνοτουρκικής διένεξης μετέτρεψε το Αιγαίο σε «γκρίζα ζώνη», μέσα στην οποία ήταν αδύνατη η οποιαδήποτε έρευνα για εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου δίχως την αμερικανική διαμεσολάβηση.
Είδαμε πιο πάνω το σχέδιο και τις οδηγίες που διαβίβασε το αμερικανικό ΥΠΕΞ στους πρεσβευτές της χώρας Σωτήρχο (στην Αθήνα) και Αμπράμοβιτς (στην Άγκυρα). Θα δούμε τώρα συνοπτικά τις απαντήσεις των δύο διπλωματών στην κεντρική τους υπηρεσία.
Στο έγγραφο που ακολουθεί ο Αμερικανός πρεσβευτής στην Αθήνα Μάικλ Σωτήρχος καταγράφει γλαφυρά με την πένα του πώς σκοπεύει να προσφέρει το «δόλωμα» του πετρελαίου στην κυβέρνηση Μητσοτάκη.
«Αριθ. 1839/3.4.91 ΠΕΡΙΛΗΨΗ: Η πρεσβεία επιδοκιμάζει την προσέγγιση (μεθόδευση) της πρωτοβουλίας για γεώτρηση στον θαλάσσιο βυθό του Αιγαίου. Όσον αφορά τους Έλληνες πρώτα, προχωρήστε μόνο εάν δείξουν ενδιαφέρον και χειριστείτε το θέμα σαν κοινού ελληνοτουρκικού ενδιαφέροντος, με την κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών απλώς σαν «διευκολύνοντα». Κατά την άποψή μας, οι Έλληνες θα ανταποκριθούν μόνο εάν υπάρξει κίνηση στο Κυπριακό και οικονομικό πλεονέκτημα για την Ελλάδα. Ο πρέσβης θα προσεγγίσει τον υπουργό Οικονομικών για να προσπαθήσει να του κινήσει το ενδιαφέρον στο τελευταίο σημείο (το οικονομικό), με την ελπίδα ότι θα συστήσει στον Μητσοτάκη η ελληνική κυβέρνηση να προσεγγίσει την Άγκυρα για περαιτέρω συνομιλίες. Το μυστικό κανάλι ΒOZER – PAPOULIA θα αποτελούσε μια λογική οδό για εναρκτήριες συζητήσεις».
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι το μυστικό κανάλι ελληνοτουρκικής επικοινωνίας είναι μια πρακτική που ακολουθεί και ο σημερινός πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, όπως τρεις δεκαετίες πριν «δίδαξε» ο πατέρας του Κωνσταντίνος. Τότε, τις μυστικές επαφές είχε αναλάβει ο διπλωμάτης Γεώργιος Παπούλιας (1927-2009, ο οποίος μετά τη συνταξιοδότησή του διετέλεσε αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση Τζαννετάκη και υπουργός Εξωτερικών για ένα δίμηνο στην κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Τώρα τις εν λόγω μυστικές ελληνοτουρκικές διαβουλεύσεις έχει αναλάβει, όπως αποκαλύφθηκε μετά τη συνάντησή της με τον Ιμπραήμ Καλίν το καλοκαίρι του 2022, η διευθύντρια του διπλωματικού γραφείου του Κυριάκου Μητσοτάκη Κατερίνα Μπούρα. Στο ίδιο πλαίσιο (εμπιστευτικό για τις ελληνοτουρκικές διαβουλεύσεις) πρέπει να ενταχθεί και η επιλογή του πρωθυπουργού για την ηγεσία του ΥΠΕΞ στην κυβέρνηση που σχημάτισε μετά τις εκλογές του Ιουνίου του 2023 τοποθετώντας τους εξωκοινοβουλευτικούς Γ. Γεραπετρίτη ως ΥΠΕΞ και ως ΥΦΥΠΕ τη διπλωμάτη Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου.
Το Αιγαίο «κομμένο» στη μέση
Ο Αμερικανός πρεσβευτής στην Άγκυρα Αμπράμοβιτς, με το έγγραφο που ακολουθεί, υποβάλλει στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ τα σχόλια και τις παρατηρήσεις του σχετικά με την πρωτοβουλία για την «πυροδότηση διμερών ελληνοτουρκικών διαπραγματεύσεων» προκειμένου να αρχίσουν έρευνες για πετρέλαιο στο Αιγαίο.
Ο Αμπράμοβιτς, λιγότερο φλύαρος και περισσότερο επιφυλακτικός από τον Σωτήρχο, στο τηλεγράφημά του δίνει μεν τα εύσημα στους προϊσταμένους του για τους σχεδιασμούς τους, φροντίζει όμως ταυτόχρονα να επισημάνει τις δυσκολίες για την επιτυχία του εγχειρήματος, οι οποίες έχουν να κάνουν με τις μεγάλες υποχωρήσεις τις οποίες η Ουάσιγκτον ζητά από την Ελλάδα και την κυβέρνηση Μητσοτάκη.
«Αριθ. 1850/4.4.91: Η πρωτοβουλία που προτείνεται, όπως αναφέρετε στο σχετικό σας έγγραφο, αποτελεί ένα λογικό έναυσμα για την πυροδότηση έναρξης διμερών διαπραγματεύσεων τις οποίες επιδοκιμάζουμε. Ενσωματώνει δύο στοιχεία τα οποία πιστεύουμε ότι θα είναι βασικά για την αποδοχή οιασδήποτε προσέγγισης αυτού του είδους: το ότι, δηλαδή, δεν βλάπτει νομικές θέσεις και το ότι οι χειρονομίες (υποχωρήσεις) θα είναι αμοιβαίες.
O προσδιορισμός του δεύτερου στοιχείου, πάντως, θα μπορούσε να παρουσιάσει τις μεγαλύτερες δυσκολίες για συμφωνία μεταξύ των δύο κυβερνήσεων. Ελληνική έρευνα ανατολικά της Θάσου, μόλις πέρα από το εθνικό όριο των έξι μιλίων, όπως προτείνει το υπουργείο, ίσως στα μάτια των Ελλήνων δεν αποτελεί ένα αποδεκτό αντικείμενο ανταλλαγής με τουρκική έρευνα δυτικά των ελληνικών νήσων (όπως π.χ. της Χίου, Λέσβου ή Σαμοθράκης), όπου οι Τούρκοι είχαν πριν προβεί σε έρευνες.
Σε ό,τι αφορά το πρώτο στοιχείο (τις νομικές θέσεις των δύο πλευρών), η Τουρκία αμφισβητεί το δικαίωμα της Ελλάδος για έρευνες προτού συμφωνηθεί η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, αλλά, απ’ ό,τι μέχρι τώρα γνωρίζουμε, δεν ισχυρίζεται συγκεκριμένα ότι η περιοχή θα έπρεπε να αποτελεί μέρος της τουρκικής υφαλοκρηπίδας. Για το δεύτερο στοιχείο, και οι δύο χώρες ισχυρίζονται ότι η περιοχή αποτελεί μέρος της υφαλοκρηπίδας τους.
Ενόσω υποτασσόμεθα στην κρίση των Αθηνών, διερωτώμεθα εάν οι Έλληνες θα ήταν έτοιμοι να δεσμευτούν σε μια τέτοια πρωτοβουλία χωρίς να θέσουν αυστηρές προϋποθέσεις για τις περιοχές όπου οι Τούρκοι θα μπορούσαν να διεξαγάγουν έρευνες σε μια βάση αμοιβαιότητας. Οι Τούρκοι ίσως απέρριπταν τέτοιους περιορισμούς ως επιζήμιους. Στην περίπτωση απουσίας μιας συμφωνηθείσας γεωγραφικής οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας (ή μιας ελληνικής δέσμευσης να αρχίσει τέτοιες συζητήσεις και να εγκαταλείψει την από μακρού υφιστάμενη θέση ότι το διεθνές δικαστήριο θα πρέπει να αποφασίσει), οι Τούρκοι ίσως είναι απρόθυμοι να επιτρέψουν στους Έλληνες να προχωρήσουν (σε έρευνες) σε περιοχές όπου είναι γνωστό ότι υπάρχουν αποθέματα πετρελαίου (π.χ. Θάσος), ως ανταλλαγή για μια τουρκική έναρξη (ερευνών) σε πιο προβληματικές περιοχές. Μια εχέγγυα συμφωνία θα μπορούσε να μειώσει τέτοιους φόβους παρόλο που διερωτώμεθα, πάλι, αν οι Έλληνες θα την έβρισκαν ελκυστική».
***
Το «ναι» του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη
Ας δούμε τώρα την περίληψη του τηλεγραφήματος που έστειλε στο αμερικανικό ΥΠΕΞ ο πρεσβευτής Σωτήρχος μετά τη συνάντηση που είχε με τον Κων. Μητσοτάκη και την απάντηση που έλαβε επί των αμερικανικών «ιδεών» για ελληνοτουρκική συνεκμετάλλευση του Αιγαίου.
«Αριθ. 1890/21.4.91: ΠΕΡΙΛΗΨΗ: Κατά την επίσκεψή του στις 16 Απριλίου 1991 στον πρωθυπουργό Μητσοτάκη, ο πρέσβης Σωτήρχος έθιξε το θέμα δυνατότητας μιας ελληνοτουρκικής συμφωνίας που θα επέτρεπε την εκμετάλλευση του θαλάσσιου βυθού (SEABED) του Αιγαίου, σύμφωνα με τις οδηγίες σας.
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης έδωσε πράσινο φως να θίξουμε την ιδέα με έναν αθόρυβο, ουδέτερο τρόπο στην τουρκική κυβέρνηση στην Άγκυρα. Πρότεινε τη διερεύνηση για επίτευξη μιας συμφωνίας που θα επέτρεπε και στις δύο χώρες την εκμετάλλευση του θαλάσσιου βυθού του Αιγαίου σε «μη αμφισβητούμενες περιοχές» ως ένα μέτρο οικοδόμησης εμπιστοσύνης. Ένα Σύμφωνο μη Επιθέσεως, βασισμένο προσεκτικά στο STATUS QUO του Αιγαίου, θα αποτελούσε ένα άλλο μέτρο οικοδόμησης εμπιστοσύνης.
Ο Μητσοτάκης φαντάστηκε (ότι θα μπορούσε να υπογράψει τέτοιες συμφωνίες κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης στην Άγκυρα».
Αξίζει να σημειωθεί ότι λίγες μέρες έπειτα από αυτή τη συνάντηση Μητσοτάκη – Σωτήρχου είχε ήδη συνταχθεί ένα σχέδιο συμφώνου μη επίθεσης Ελλάδας – Τουρκίας. «Ο Σαμαράς μου διαβίβασε προς σχολιασμό στις 29 Απριλίου ένα σχέδιο συμφώνου μη επιθέσεως με την Τουρκία υπό τον τίτλο “Protocol of friendship and co-operation”» γράφει ο πρεσβευτής της Ελλάδας στην Ουάσιγκτον Χρ. Ζαχαράκις («Άκρως Απόρρητο – Ειδικού Χειρισμού», Λιβάνης, 2008). Μάλιστα, ο Χρ. Ζαχαράκις υπέβαλε στον Αντώνη Σαμαρά «μια εξασέλιδη απάντηση με παρατηρήσεις». Από το βιβλίο του Χρ. Ζαχαράκι αποκτούμε μια ιδέα για το περιεχόμενο του συμφώνου μη επίθεσης. Σύμφωνα με όσα γράφει ο πρέσβης στο βιβλίο του: «Επεσήμανα ότι η μνεία “σταθερών και απαραβίαστων συνόρων” θα μπορούσε να δώσει, κακοβούλως έστω, την εντύπωση παραιτήσεώς μας από του δικαιώματος επεκτάσεως των ελληνικών χωρικών υδάτων σε 12 ν.μ., πράγμα που επαναλαμβάνεται και σε άλλα σημεία του σχεδίου, το οποίο ομιλεί περί υποχρεώσεως διατηρήσεως του status quo, μέχρις να αποφασιστεί “από κοινού” η μεταβολή του».
Επίσης, στις 18 Ιουλίου 1991, τρεις μήνες έπειτα από αυτή τη συνάντηση Σωτήρχου – Μητσοτάκη, έφτασε στην Αθήνα ο πρόεδρος Μπους και, όπως μπορούμε να διαπιστώσουμε από το βιβλίο «Άκρως απόρρητο – Ειδικού χειρισμού» (Λιβάνης, 2008)» του τότε πρεσβευτή της Ελλάδας στην Ουάσιγκτον Χρήστου Ζαχαράκι ο Μητσοτάκης είχε «δαγκώσει» για τα καλά το δόλωμα των πετρελαίων και στις συζητήσεις του με τον Αμερικανό πρόεδρο «ο πρωθυπουργός ζήτησε τη βοήθεια των ΗΠΑ στο θέμα της υφαλοκρηπίδας και στις προσπάθειές του να υπάρξει σχετική συμφωνία με τους Τούρκους, τους οποίους έχει προειδοποιήσει ότι, όπου δεν αμφισβητείται η περιοχή, η Ελλάς θα προχωρήσει σε γεωτρήσεις, γιατί δεν μπορεί να αγνοήσει το σοβαρό ενδεχόμενο εξορύξεως πετρελαίου αξίας 10 δισεκατομμυρίων δολαρίων».