“Στο έρημο χωριό του πατέρα – In memoriam” / γράφει η Δήμητρα Σμυρνή
Σήμερα είναι η γιορτή του πατέρα. Λες και χρειάζεται ιδιαίτερη ημερομηνία για να θυμάσαι τα πρόσωπα που κουβαλάς στην κιβωτό της μνήμης σου, προστατεύοντάς τα από τη λησμονιά κι από την ισοπεδωτική καθημερινότητα και το άγχος της.
Ο δικός μου πατέρας έχει χρόνια που έφυγε απ’ αυτόν τον κόσμο. Πάντα όμως στη μνήμη μου η καλοσύνη και η δοτικότητά του, η καθαρότητα της ματιάς του και η απλότητα, αυτή που χαρακτηρίζει τους λαϊκούς ανθρώπους, ήταν για μένα οι γραμμές που χάραζαν μονοκοντυλιά το πορτρέτο του.
Στη μνήμη του αυτό το καλοκαίρι, πριν λίγες μέρες, ανηφορίσαμε για το χωριό του. Το έρημο πια και ερειπωμένο χωριό, που η φύση, ανεξέλεγκτη και γιγαντωμένη, σε πείσμα του ανθρώπου, τα σκέπασε σχεδόν όλα.
Αλέσταινα Καλαβρύτων, στη μακρινή Πελοπόννησο. Χιλιόμετρα φιδωτού δρόμου για να φτάσεις τελικά στην πλήρη εγκατάλειψη.
Τα σπίτια ακατοίκητα, μόλις που φαίνονται μέσα στο πράσινο. Να και η παλιά βρύση, και οι δύο εκκλησιές με το φτωχικό νεκροταφείο η μία, η παλιά. Λίγοι άνθρωποι θαμμένοι εκεί. Κι ανάμεσά τους ο παππούς και η γιαγιά μου. Μου φαίνεται παράξενο που πάνω στην παλιά πλάκα γράφει το όνομά μου “Δήμητρα Σμυρνή, 1896 – 1969″… Το αναπότρεπτο για όλους μας τέλος…
Για να φτάσουμε μέχρι πάνω παλέψαμε με τα αγριόχορτα που μας έζωναν από παντού. Η βροχή ξεκίνησε μόλις φτάσαμε στο χωριό. Θαρρείς πως έκλαιγε το χωριό, που κανείς πια δεν το θυμάται. Ανεβαίναμε και γλιστρούσαμε και ξαναπροσπαθούσαμε. Κλειστά παραθυρόφυλλα, το σπίτι του πατέρα θαμμένο στη λησμονιά.
Εδώ γεννήθηκε, εδώ έζησε με τα 8 αδέλφια του, εδώ έζησε τη φτώχεια που τον έφερε στη Μακεδονία, σε καιρούς δύσκολους, τότε που ο Εμφύλιος άνοιγε πληγές ανεπούλωτες, κι αυτός τότε γνώρισε τη μάνα μου κ έμεινε εδώ. Εγώ, αργότερα, ήμουν το πρώτο τους παιδί.
Τον θυμόμουν πάντα να μιλά για το χωριό του με τη νοσταλγία του ξενιτεμένου. Έτσι πριν 33 χρόνια τον βάλαμε με τον άντρα μου να καθίσει μπροστά στο παλιό χελωνάκι μας και πίσω εγώ με τα δυο του εγγόνια, το τρίτο ήταν πολύ μικρό ακόμα, τον πήγαμε στην πατρίδα, στο χωριό του.
Θυμάμαι την παιδική χαρά του, όταν απέναντι από την Αγία Λαύρα, μόλις την είδε, έβγαλε ένα μαντήλι και άρχισε να χορεύει… Η παλιά φωτογραφία, που απαθανάτισε τη σκηνή, είναι συγκινητική. Πάντα μου θυμίζει τον Μάνο Κατράκη να κάνει το ίδιο στο “Ταξίδι στα Κύθηρα” του Αγγελόπουλου. Και φυσικά ο πατέρας ούτε που ήξερε τον Αγγελόπουλο, ούτε και την ταινία του… Όμως το άλγος της επιστροφής, η νοσταλγία είναι πάντα και για όλους ίδια.
Μας έδειχνε τότε το χωριό του με τέτοια λαχτάρα! Για μένα ήταν η πρώτη φορά. Υπήρχαν τότε κάποιοι κάτοικοι. “Να, το σπίτι, να, εδώ έκανα αυτό, εδώ εκείνο…”. Για μένα ήταν προσκύνημα και για εκείνον το τελευταίο του ταξίδι…
Έκλεψα ένα λουλούδι από το σπίτι του, το κράτησα μέχρι που πέθανε, και ξερό τότε το έβαλα ανάμεσα στα χέρια του.
Ήξερα πως θα ταφεί εδώ μαζί με τη μάνα μου, όταν έρθει η ώρα. Κι αυτό, το λουλούδι,θα ήταν κάτι από την πατρίδα…
Φεύγοντας τότε από το χωριό του κάθισε σ΄ένα παλιό παγκάκι στο ύψωμα και το ξανακοίταξε.” Διακρίνεις το σπίτι μας ανάμεσα στα άλλα;” με ρώτησε. Έχω ακόμα τη φωτογραφία με τη θλίψη της αναχώρησης στο πρόσωπό του.
Πριν λίγες μέρες, που ξαναανεβήκαμε στο χωριό, ενώ η βροχή μάς έδιωχνε, βρήκαμε το ίδιο παγκάκι φαγωμένο από το χρόνο και τους σκληρούς χειμώνες. Κάθισα μόνη τώρα πια εκεί και αποχαιρέτησα το σπίτι, το χωριό και τις ρίζες μου από κείνον.
Έκλεψα για δεύτερη φορά λουλούδια για να τα πάω στον τάφο του, εδώ, στη Μακεδονία.
Κατηφορίσαμε μέσα στη βροχή. Το χωριό χάθηκε πίσω από το βουνό κι έμεινε μόνο στην ομίχλη το όνομά του, “Αλέσταινα”…
………………..
Φωτογραφίες: faretra.info
…………………
*Οι «Παρενθέσεις» είναι μικρά κείμενα, μικρές πινελιές, σε θέματα πολιτισμού ή ζωής, που φωτίζουν γωνιές από μεγαλύτερα θέματα, λειτουργώντας σαν παρ-εν-θέσεις.
……………………….