Κορωνοϊός Υγεία

Πώς μας μολύνει ο κορωνοϊός / Πρωτοποριακή έρευνα σε εθελοντές

***

Η πρώτη μελέτη σκόπιμης μόλυνσης εξηγεί την πορεία της νόσου πριν εμφανιστούν συμπτώματα. Και υπόσχεται να εξηγήσει γιατί κάποιοι επιμένουν να… μην αρρωσταίνουν

Χρειάζεται μόλις ένα μικροσκοπικό σταγονίδιο φορτωμένο με ιό, περίπου στο πλάτος ενός ανθρώπινου κυττάρου αίματος, για να μολυνθεί κανείς με Covid-19. Αυτό είναι μόνο ένα από τα ευρήματα έρευνας που μόλυνε σκόπιμα με τον ιό SARS-CoV-2 υγιείς εθελοντές και την οποία παρουσιάζει το CNN. Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Nature Medicine.

Η μελέτη μπορεί να θεωρηθεί αμφιλεγόμενη, επειδή προϋποθέτει σκόπιμη παροχή ιού προκειμένου να μελετηθούν οι επιπτώσεις του στο ανθρώπινο σώμα. Παρά το προστατευμένο περιβάλλον και την παρακολούθηση των εθελοντών, ο κίνδυνος δεν εκμηδενίζεται. Ωστόσο, τα ευρήματα θα μπορούσαν να αποβούν πολύτιμα για την κατανόηση της πορείας της μόλυνσης.

«Είναι ο μόνος τύπος μελέτης που το καταφέρνει αυτό, γιατί υπό κανονικές συνθήκες οι ασθενείς παρακολουθούνται μόνο αφού έχουν αναπτύξει συμπτώματα, κι έτσι ερευνητικά χάνεται το προηγούμενο διάστημα, όταν η λοίμωξη ξεκινά», δήλωσε ο επικεφαλής της μελέτης Christopher Chiu, λοιμωξιολόγος και ανοσολόγος στο Imperial College του Λονδίνου.

Η επιλογή των εθελοντών

Η μελέτη ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2021 με 36 εθελοντές ηλικίας 18-30 ετών που δεν ανήκαν σε ευπαθείς ομάδες, δεν είχαν παράγοντες κινδύνου για σοβαρή Covid-19 και οι οποίοι/ες έδωσαν γραπτώς τη συγκατάθεσή τους.

Για να ελαχιστοποιήσουν περαιτέρω τους κινδύνους, οι ερευνητές διεξήγαγαν τη μελέτη σε φάσεις. Οι πρώτοι 10 μολυσμένοι εθελοντές έλαβαν το αντιικό φάρμακο ρεμντεσιβίρη, για να μειωθούν οι πιθανότητες να αναπτύξουν σοβαρή ασθένεια. Επίσης, οι ερευνητές είχαν έτοιμα μονοκλωνικά αντισώματα σε περίπτωση που επιδεινωνόταν η κατάσταση κάποιου. Τελικά, η ρεμντεσιβίρη αποδείχθηκε περιττή και οι ερευνητές δεν χρειάστηκε να δώσουν αντισώματα σε κανέναν.

Μέσω ενός μακρού, λεπτού σωλήνα που εισήχθη στη μύτη τους, οι εθελοντές και οι εθελόντριες έλαβαν μια μικροσκοπική σταγόνα υγρού που περιείχε το αρχικά ανιχνευμένο στέλεχος του ιού. Παρακολουθούνταν ιατρικά 24 ώρες το 24ωρο για δύο εβδομάδες, φιλοξενούμενοι σε δωμάτια του Royal Free Hospital του Λονδίνου.

Μολύνθηκαν οι μισοί 

Μολύνθηκαν συνολικά 18 από τα 36 άτομα, δύο από τα οποία δεν εμφάνισαν ποτέ συμπτώματα. Οι νοσήσαντες είχαν ήπια συμπτώματα: συνάχι, μπούκωμα, φτάρνισμα και πονόλαιμο.

Το 83% όσων κόλλησε έχασε την όσφρησή του, τουλάχιστον σε έναν βαθμό. Εννέα άτομα δεν μπορούσαν να μυρίσουν καθόλου. Εξι μήνες μετά, σε ένα άτομο δεν έχει επανέλθει στο φυσιολογικό η όσφρηση, ωστόσο σταδιακά ανακτάται. Είναι ανησυχητικό αυτό, καθώς άλλη πρόσφατη μελέτη διαπίστωσε ότι η απώλεια όσφρησης συνδέεται με αλλαγές στον εγκέφαλο. Πέρα από την απώλεια όσφρησης, κανένα άλλο σύμπτωμα δεν παρέμεινε.

Επιπλέον, οι ερευνητές έδωσαν γνωστικά τεστ στους συμμετέχοντες, ώστε να ελέγξουν τη μνήμη και τον χρόνο αντίδρασής τους. Εξακολουθούν να εξετάζουν αυτά τα δεδομένα, τα οποία αναμένεται να είναι αρκετά διαφωτιστικά, δηλώνει ο δρ Chiu.

Κανένας από τους εθελοντές δεν παρουσίασε πρόβλημα στους πνεύμονες. Ο δρ Chiu πιστεύει ότι αυτό οφείλεται αφενός στο ότι ήταν νέοι και υγιείς, αφετέρου στο ότι μολύνθηκαν με μικροσκοπικές ποσότητες ιού.

Χρήσιμα ευρήματα

Υπό αυτές τις ελεγχόμενες συνθήκες, οι ερευνητές μπόρεσαν να μάθουν πολλά για το πώς κινείται στο σώμα ο ιός:

  • Εξαιρετικά μικρές ποσότητες ιού, μόλις μία σταγόνα βήχα ή φταρνίσματος, μπορεί να μολύνει κάποιον.

  • Η περίοδος επώασης είναι πολύ σύντομη. Σε περίπου δύο ημέρες μπορεί να φθίνει ή να αποβληθεί ο ιός.

  • Αποβάλλονται μεγάλες ποσότητες του ιού προτού εμφανιστούν συμπτώματα (επιβεβαιώνεται κάτι που είχαν αντιληφθεί οι επιδημιολόγοι).

  • Κατά μέσο όρο, οι νέοι και υγιείς εθελοντές απέβαλαν τον ιό σε 6½ ημέρες, αλλά κάποιοι τον απέβαλαν σε 12 ημέρες.

  • Ο ιός μπορούσε να ανιχνευθεί στο πίσω μέρος του λαιμού περίπου 40 ώρες μετά την εισαγωγή του.

  • Χρειάστηκαν περίπου 58 ώρες για να εμφανιστεί ο ιός σε επιχρίσματα από τη μύτη, όπου τελικά αυξήθηκε σε πολύ υψηλότερα επίπεδα.

  • Τα τεστ πλευρικής ροής, τα γνωστά μας σελφ και ράπιντ τεστ, λειτουργούν πολύ καλά για τον εντοπισμό των μεταδοτικών ατόμων. Αυτού του είδους τα τεστ θα μπορούσαν να διαγνώσουν κατά 70% έως 80% τη μόλυνση πριν εδραιωθεί στον οργανισμό ο ιός.

Μελέτες σκόπιμης μόλυνσης θα επαναληφθούν

Η μελέτη σκόπιμης μόλυνσης ήταν τόσο επιτυχημένη, εκτιμά ο Chiu, που σχεδιάζει να την επαναλάβει αυτή τη φορά με εμβολιασμένα άτομα που έχουν μολυνθεί με τη μετάλλαξη Δέλτα, ώστε να μελετηθεί η ανοσολογική τους απόκριση.

Οπως λέει, σχεδιάζει να μελετήσει και όσους δεν αρρώστησαν. Είναι ενδιαφέρον, τονίζει, ότι οι μισοί συμμετέχοντες δεν νόσησαν και δεν ανέπτυξαν αντισώματα, παρότι έλαβαν ακριβώς την ίδια δόση του ιού. Ούτε είχαν αντισώματα από συγγενείς ιούς.

«Υπάρχουν πολλά πράγματα που βοηθούν στην προστασία μας», είπε ο Chiu. «Υπάρχουν φραγμοί στη μύτη. Υπάρχουν διαφορετικά είδη αρχέγονων πρωτεϊνών, προστατευτικά συστήματα που πιθανώς συνέβαλαν ώστε ορισμένοι να μη μολυνθούν. Μας ενδιαφέρει να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τι συστήματα είναι αυτά. Θα μας βοηθήσουν να παρέχουμε πιο γενικευμένη προστασία στους ανθρώπους σε περίπτωση μελλοντικής πανδημίας».

Τα δείγματα αίματος και ιστών που συλλέχθηκαν θα συνεχίσουν να αναλύονται τα επόμενα χρόνια, είπε η δρ Κάθριν Έντουαρντς, ειδικός σε παιδιατρικές λοιμώξεις στο Πανεπιστήμιο Vanderbilt στο Τενεσί.

«Δεν θα κάνουμε μελέτες σκόπιμης μόλυνσης σε μωρά ούτε σε ηλικιωμένους ούτε σε χρονίως πνευμονοπαθείς», είπε. «Αλλά σε νέους και υγιείς νομίζω είναι χρήσιμες», κατέληξε.

Πηγές: euro2day / iatronet.gr

banner-article

Δημοφιλή άρθρα

  • Εβδομάδας