Χρονογράφημα

Ειρήνη Δασκιωτάκη “Ποίηση… υφάδι συναισθημάτων και λογικής”

——–

21 Μαρτίου

Ποίηση…
υφάδι συναισθημάτων και λογικής

 Η λογική το φόντο.
Κεντίδια τα συναισθήματα.
Με σαϊτιές βαράει η έμπνευση ,
άλλοτε αργά κι άλλοτε γρήγορα…
Απλά ή σύνθετα τα λογοχρώματα.

Αν δεν τα πει, θα είναι βαριά
Ο νους δεν αλαφρώνει.
Μα σαν τα πει, βγάζει φτερά .
Δειλά στο φως τα απλώνει…

Ανασκαλεύοντας χθες τα συρτάρια όπου φυλάγω υλικό –  μνήμες, ανακάλυψα ένα ξεχασμένο τετραδιάκι με χοντρό εξώφυλλο καλυμμένο με τζιν ύφασμα.

Μέσα καλά κρυμμένα τα εφηβικά μου χρόνια  μέχρι τη νιότη των είκοσι χρόνων.
Διάλεξα ένα που έγραψα κοντά στα είκοσι.
Έμενα στη Χαριλάου τότε.
Οδός Μαρασλή λίγο πριν το ένωμά της με την Κωνσταντινουπόλεως.
Δε άλλαξα τίποτε επίτηδες!
Πρώτη φορά τολμώ να δημοσιεύσω ποιήματα εκείνης της εποχής που μοιάζει τόσο μακρινή…
Ιδού λοιπόν!

Άτιτλο

Ξέρω τα μαύρα σύννεφα θα φέρουν βροχή.
Όταν πάψει ο αγέρας, ο ουρανός θα δακρύσει,
τα ποτάμια θα γεμίσουν χρυσάφι και σκόνη,
τα πεσμένα πλατανόφυλλα θα ξεδιψάσουν,
η θάλασσα θα οργιστεί και θα θυμώσει.
Τα κυπαρίσσια τους νεκρούς θα καλέσουν
για να στήσουν χορό
και να ενώσουν τον κόσμο.
Οι σκάλες στις εξώθυρες θα ξεπλυθούν και θα λάμπουν ξεδιάντροπες .
Ο καπνός θα ανεβαίνει νικητής στα συντρίμμια
και στα ξέθωρα σπίτια, ομοιότης του φόβου,
οι κεραίες γυμνές, σκελετοί που μακάβρια χάσκουν.

Ξέρω τα ποτάμια θα πλημμυρίσουν
η θάλασσα θα γλυκάνει
και θα μυρίσει εγκατάλειψη.
Οι καρδιές μας θα ταξιδέψουν σε ομόκεντρους κύκλους,
θα πλανηθούμε γύρω από το νοητό μας άξονα.
Θα στροβιλιστούμε στον χορό των αγγέλων
που δεν μάθαμε ποτέ,
σαν ταξιδιώτες που χάσαν τον δρόμο τους.
Θα πλανηθούμε αδέσποτοι ,
για να δρέψουμε ξέφωτα
στον δασών την ψυχρότητα
που ζεσταίνει ο έρωτας.
Θα ταξιδέψουμε μόνοι
όταν ο ήλιος δε θα ανατείλει
και θα ξεχάσει την αιώνια
ρουτινιαρισμένη πορεία του,
μια μέρα που θα σ’ αγαπώ και δεν θα ξέρω γιατί.

Ξέρω πως αύριο θα ξημερώσει χωρίς αλλαγές.
Οι άνθρωποι θα ξεχυθούν στην πόλη
πάμπολλες μηχανές
με σκουριασμένα συστήματα
και σακατεμένες ιδέες,
που κοιτάνε τους σηματοδότες
γιατί αγαπούν τη ζωή τους.
Πώς τα παιδιά πάλι
θα ονειρευτούν ένα δικό τους κόσμο
Χωρίς «αράχνες» και «κατσαρίδες…»

…………………………………………………………………………………………

Πέρασαν τα χρόνια εκείνα που ήθελα
τον ουρανό να αγγίξω με τα καλάμια
πού κρυφά έβγαζα από τον αχερώνα του παππού
κι ένωνα με σύρματα και παιδική σοφία.
Τότε που με άφηναν τα καλοκαίρια,
ξυπόλητη να περπατώ κάτω απ’ τον ήλιο
που ‘καιγε το χώμα του δρόμου
που τόσο αγάπαγα να  διέρχομαι.
Πέρασαν τα χρόνια εκείνα
που χωρούσα όλη τη θάλασσα στη στέρνα,
που γέμιζα χτυπώντας την αντλία
κι έκλεβα το λουλάκι από της μάνας μου τα σύνεργα,
για να φτιάξω τη θάλασσά μου,
που ακόμη τη σαγήνη της δεν είχα δοκιμάσει,
μέσα στον κάμπο που μεγάλωσα και τράνεψα
με τις πολλές δουλειές των άλλων
που ξεχνούσαν τα παιδιά τους.

Ξέρω πέρασαν τα χρόνια εκείνα
που έφυγα με βιάση περνώντας τα χωράφια
στα βουνά να φτάσω,
τι μου φαινόταν κοντινά
κι ο δρόμος λιγοστός…

Τώρα  αργώ να κοιμηθώ τα βράδια
γιατί τρίζουν τα παραθυρόφυλλα
από το θόρυβο τον μεγάλο των αυτοκινήτων
κι απ’ τις βρισιές των αγοριών
που κάθε βράδυ στο εντευκτήριο μαζεύονται
για να βριστούνε μεταξύ τους για ποδόσφαιρο,
ή να «κολλήσουν» τα κορίτσια που περνάνε
κάνοντας τους  ψευτόμαγκεεες
κι όλο  «να πούμε»
κι υστερικές τσιρίδες για τον Άρη.

Ξέρω! τα κλαδιά των δέντρων
θα πονέσουν στη δύναμη του αέρα.
Οι στέγες των σπιτιών
θα καλέσουν τα περιστέρια,
οι σκάλες της ξώθυρας
θα περιμαζέψουν τη σκόνη.
Τα παιδιά θα φτιάξουν χαρταετούς
και θα κυνηγήσουν τον άνεμο με χέρια και πόδια .

Τα παιδιά ξέρουν να χαίρονται!
Χαίρονται το σήκωμα του φουστανιού
και το τρύπημα του αγέρα
στις μπλούζες και στα πανωφόρια τους…

Πόσο φυσά απόψε ο αγέρας!
Βάλθηκε λες να ρίξει τ αστέρια.
Κι όπως φυσά αυτά τρεμοσβήνουν
και τα παιδιά τα χέρια απλώνουν,
Τα χέρια απλώνουν, στρέφουν τα μάτια,
λεν…Τέτοιος αγέρας τα ξεριζώνει
και τα σκορπίζει βροχή από φως
για τα παιχνίδια και τα όνειρά τους …

Πώς να γελάσεις…
πώς να σκοτώσεις τη σιγουριά τους;
Πώς να τα πεις ότι τ’ αστέρια
ποτέ δεν πέφτουν
ούτε σκορπίζουν βροχή από φως.
Δεν πέφτουν χάμω, τι στέκουν μόνα και δυνατά.
Δεν ξεριζώνονται γιατί τις ρίζες
τις έχουν μέσα στην ύπαρξή τους
κι όχι στο βάθος του ουρανού…

Ξέρω θα ταξιδέψουν τα καράβια
για ταξίδια μακρινά ,
οι γλάροι θα συντροφέψουν τα μάτια
της μοναξιάς και της στέρησης,
τα κύματα θα υψωθούνε οργισμένα
προσμένοντας τους διαβρωμένους βράχους,
το δεκτικό κορμί του λεύτερου
τις ξέθωρες βάρκες με τα ξενικά σημάδια.

Ξέρω ότι οι άνθρωποι δεν έχουν ρίζες…

Ει. Δα.

Να κι ένα ποίημα που αναδύθηκε!
Το έχει η μέρα σήμερα…

Τάτου τάτου  τατού τατού  τάραρα

Συνεχής επανάληψη.
Κάποιος κάνει πρόβα στην καφετέρια;
Δεν ήταν εκεί, την είχα προσπεράσει,
λιγνό κορίτσι, με την άκρη του ματιού μου.
Παράδοξο πουλί στεκόταν,
στην πόρτα ενός σκοτεινού γκαράζ που έχασκε,
στην είσοδο του Άδη και με καλούσε.
Ντράπηκα, είχα ήδη προσπεράσει.
Δεν ήθελα να την κοιτάξω.
Aνάγκη ή τρέλα;
Στεκόταν εκεί όρθια
και από ένα μακρύ αυλό,
φυσούσε μόνο πέντε νότες.

Γιάννης Σαββαϊδης ( Μάρτιος  2022)

………………..

καλή εβδομάδα με υγεία!

banner-article

Δημοφιλή άρθρα

  • Εβδομάδας