Απόψεις Κόσμος

“Η Τουρκία σε σταυροδρόμι” / γράφει ο Δημήτρης Μηλάκας

Στην προκειμένη περίπτωση η εμφανής (πρόωρη) βιολογική φθορά του Τούρκου ηγέτη συνοδεύεται από τη ραγδαία το τελευταίο διάστημα πολιτική φθορά του κόμματος που αυτός δημιούργησε και του ευρύτερου (οικονομικού/ πολιτικού/ κοινωνικού) συστήματος που οικοδόμησε.

Πρόκειται για ένα σύστημα εξουσίας που άρχισε να εμφανίζεται και να καταλαμβάνει «μερίδια» στην οικονομική / πολιτική / κοινωνική ζωή της Τουρκίας λίγο πριν από τον πρώτο εκλογικό θρίαμβο του Ερντογάν. Τότε, το 2002, το ισλαμικών καταβολών κόμμα του (AKP – Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης) κέρδισε στις εκλογές αλλά ο ίδιος δεν μπόρεσε να γίνει άμεσα πρωθυπουργός, λόγω κωλύματος εκλογιμότητας. Πρωθυπουργός ορίστηκε αρχικά ο στενός του συνεργάτης Αμπντουλάχ Γκιουλ, μέχρι τις 14 Μαρτίου του 2003, ημερομηνία που ο Ερντογάν έγινε ο 57ος πρωθυπουργός της Τουρκίας.

Μέχρι την εδραίωση του (συστήματος) Ερντογάν στον πρωταγωνιστικό ρόλο στην Τουρκία ήταν κυρίαρχο το «δυτικόστροφο» πολιτικό ρεύμα, με αιχμή του δόρατος το κεμαλικό στρατιωτικό / οικονομικό σύμπλεγμα.

Έφοδος στην εξουσία

Ο στρατός ήταν μέχρι τότε η εγγύηση για την αναπαραγωγή και διαιώνιση της κεμαλικής κληρονομιάς σε πολιτικό [σαφής προσήλωση και υποταγή στους δυτικούς (διεθνείς) μηχανισμούς], οικονομικό (ο στρατός μοίραζε την οικονομική πίτα, κρατώντας λεόντειες μερίδες για λογαριασμό του) και κοινωνικό (συστηματική προσπάθεια εκρίζωσης ισλαμικών «ζιζανίων» ) επίπεδο.

Όλα αυτά άλλαξαν με την εμφάνιση του Ερντογάν και του κόμματός του στη σκηνή. Ο Ερντογάν, παραλαμβάνοντας τη «σκυτάλη» από τον ισλαμιστή ηγέτη Ερμπακάν, ο οποίος δεν πρόλαβε να μακροημερεύσει ως πρωθυπουργός καθότι το κεμαλικό σύστημα τον «εκπαραθύρωσε», κατάφερε να συσπειρώσει γύρω του κάθε κοινωνική / εθνοτική ομάδα η οποία ήταν στην «απ’ έξω». Τηρουμένων των αναλογιών το κόμμα του Ερντογάν κατάφερε ό,τι και το ΠΑΣΟΚ το 1981 στην Ελλάδα, δηλαδή να ανοίξει την πόρτα για συμμετοχή στις ευκαιρίες και στο άλλο μισό της τουρκικής κοινωνίας, το οποίο μέχρι τότε ήταν αποκλεισμένο.

Το στίγμα της νέας τουρκική πραγματικότητας δόθηκε ευθύς εξαρχής, με ευκαιρία την αμερικανική απαίτηση για χρησιμοποίηση τουρκικού εδάφους και υποδομών για τη δεύτερη εισβολή (2003) στο Ιράκ. Από τότε ήταν φανερές οι αποστάσεις που ήθελε να κρατήσει από τη Δύση ο Ερντογάν και οι προθέσεις του να εξασφαλίσει για τη χώρα του αυτόνομη θέση – περιφερειακού παίκτη – στην περιοχή.

Έκτοτε το σύστημα Ερντογάν κυριάρχησε, στηριζόμενο σε ένα δυναμικό ισλαμικό επιχειρηματικό δυναμικό, το οποίο ξαφνικά απέκτησε προσβάσεις που δεν είχε στους κρατικούς μηχανισμούς, με αποτέλεσμα να απογειωθεί και να εκτοπίσει (ή να σταθεί δίπλα) σε πρώην επιχειρηματικά συστήματα, που είχαν ανδρωθεί από (και για χάρη) του κεμαλικού βαθέως κράτους.

Έκτοτε η κυριαρχία του Ερντογάν υπήρξε αδιαμφισβήτητη, καθώς, μετά το 2003, κέρδισε μεγάλες νίκες στις δύο επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις και, αφού άλλαξε το Σύνταγμα, επιφυλάσσοντας τεράστιες εξουσίες στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, το 2014 με εκλογές κατέλαβε τον προεδρικό θώκο.

Φιλόδοξες επιδιώξεις

Οι φιλοδοξίες του Ερντογάν για μια αυτόνομη από ξένες παρεμβολές Τουρκία, η οποία θα διεκδικήσει ευρύτερο ρόλο στην περιοχή ως περιφερειακός παίκτης, υπονομεύτηκε από τους μηχανισμούς εξάρτησης που μεταπολεμικά κρατούσαν την Τουρκία δέσμια στο αμερικανικό άρμα συμφερόντων. Η κορύφωση της σύγκρουσης του Ερντογάν με τη Δύση ήρθε το 2015, με το (αποτυχημένο) πραξικόπημα που οργανώθηκε από μια «κλίκα» στρατιωτικών και το δίκτυο του («φιλοξενούμενου» επί δεκαετίες στις ΗΠΑ και το Λάνγκλεϊ ιμάμη) Γκιουλέν.

Μετά την αποτυχία του πραξικοπήματος η αντίδραση του Ερντογάν και του συστήματος εξουσίας του υπήρξε ακαριαία και σκληρή, κατ’ αρχήν στο εσωτερικό (καταδίκες, απολύσεις, φυλακίσεις εκατοντάδων χιλιάδων στρατιωτικών και άλλων κρατικών υπαλλήλων) και στο εξωτερικό, υπογραμμίζοντας τις τουρκικές δυνατότητες και επιθυμίες για την αναθεώρηση της υφιστάμενης θέσης της χώρας στο διεθνές σκηνικό, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί με τη Συνθήκη της Λωζάννης και υπογραμμίζοντας την αυτονομία κινήσεων έξω από τις ΝΑΤΟϊκές δεσμεύσεις με την καλλιέργεια συνεργασίας (S-400, πυρηνικό πρόγραμμα) με τη Ρωσία

Η ταχύτητα με την οποία ο μεθοδικός Ερντογάν επιδίωξε μείζονες και μακροπρόθεσμους στόχους έχει να κάνει, όπως υποστηρίζουν αναλυτές που γνωρίζουν καλά την τουρκική πραγματικότητα, με τη βιολογική του φθορά. Κανείς δεν γνωρίζει τίποτε περισσότερο από τις φήμες για την κλονισμένη του υγεία οι οποίες κυκλοφορούν εδώ και καιρό, ωστόσο η φυσική κατάπτωση του Τούρκου ηγέτη είναι το τελευταίο διάστημα τόσο εμφανής, που έχουν ήδη αρχίσει «συζητήσεις» για την επόμενη μέρα στην Τουρκία.

Μετά, τι;

Το μείζον ερώτημα έχει να κάνει αν το σύστημα Ερντογάν μπορεί να κυριαρχήσει πολιτικά στη χώρα και ύστερα από την έξοδο του ηγέτη. Ένα παράλληλο ερώτημα είναι αν η «γραμμή» για την αυτόνομη / αυτόφωτη πορεία της Τουρκίας ως περιφερειακού παίκτη θα συνεχίσει να αποτελεί τον γνώμονα της εξωτερικής πολιτικής της χώρας.

Οι απαντήσεις στα εν λόγω ερωτήματα θα έπρεπε ήδη να απασχολούν την ελληνική διπλωματία και τις πολιτικές δυνάμεις της χώρας, καθώς η κατεύθυνση που θα πάρει η Τουρκία μετά την (γρήγορα ή αργά) έξοδο του Ερντογάν είναι κρίσιμη και για την εξέλιξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων.

Στην Αθήνα, ωστόσο, οι πολιτικές δυνάμεις μάλλον θεωρούν ότι τα συμφέροντα της χώρας διασφαλίζονται από την αμερικανογαλλική «προστασία», μετά τις υπογραφές των δύο συμφωνιών με τις δύο αυτές χώρες.

Προφανώς, λησμονούν οι κυβερνώντες μας ότι οι μεγάλες δυνάμεις θεωρούν και αντιμετωπίζουν την Τουρκία ως μεγάλη περιφερειακή δύναμη, με την οποία ανά πάσα στιγμή μπορεί να τα βρουν. Το δυστύχημα είναι ότι σ’ αυτό το παζάρι της Δύσης με την Τουρκία βρίσκονται ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα που αμφισβητεί η Άγκυρα. Και η Κύπρος…

banner-article

Δημοφιλή άρθρα

  • Εβδομάδας