Πολιτισμός

Μίκης Θεοδωράκης: Το «ταξίδι» του στην Έβδομη Τέχνη

—-

Ο Μίκης Θεοδωράκης άφησε το βαθύ αποτύπωμά του και στην Έβδομη Τέχνη, συνθέτοντας μουσική για ταινίες-σταθμούς, συνεργαζόμενος με πολύ σπουδαίους Έλληνες και ξένους σκηνοθέτες.

Η μουσική του ιδιοφυΐα αναγνωρίζεται σε διεθνές επίπεδο όχι μόνο με τις βραβεύσεις (BAFTA, Grammy) που απέσπασε, αλλά και με τις αναφορές των διεθνών μέσων που τον κατατάσσουν ανάμεσα στους πέντε σπουδαιότερους συνθέτες που έγραψαν μουσική για τον κινηματογράφο. Μεγάλη τιμή, ιδίως αν αναλογιστεί κανείς ότι η κινηματογραφική μουσική του δεν ήταν η κύρια ασχολία του, αλλά παράλληλη με το υπόλοιπο τεράστιο έργο του.

Και, βέβαια, είναι πολλά τα κομμάτια που έχουν πάρει τη δική τους ξεχωριστή θέση στην καρδιά του κόσμου, έχοντας αυτονομηθεί από τα κινηματογραφικά έργα για τα οποία γράφτηκαν. Το παράδειγμα της μουσικής του για τον «Αλέξη Ζορμπά» του Μιχάλη Κακογιάννη είναι χαρακτηριστικό.

Σε τούτο το μικρό αφιέρωμα στεκόμαστε σε κάποιες, μόνο, από τις πιο σημαντικές ταινίες από τις περίπου 80 για τις οποίες συνέθεσε μουσική… Και βέβαια, σε δεκάδες ακόμα η μουσική του χρησιμοποιείται μέχρι και σήμερα.

Η πορεία του Θεοδωράκη στο λευκό πανί ξεκινάει το 1953, όταν συνθέτει τη μουσική της ταινίας του Γκρεγκ Τάλλας «Το ξυπόλυτο τάγμα», μια σπουδαία ταινία νεορεαλισμού, που αφηγείται την αληθινή ιστορία 160 παιδιών, που η δράση τους πήρε διαστάσεις μύθου όταν διώχτηκαν από τα ορφανοτροφεία της Θεσσαλονίκης από τους ναζί κατακτητές στα χρόνια της κατοχής του B’ Παγκοσμίου Πολέμου. Τα παιδιά αυτά έγιναν σαλταδόροι και έκλεβαν από τους Γερμανούς και τους μαυραγορίτες τρόφιμα και τα μοίραζαν στους ανθρώπους που πεινούσαν.

Το 1961 ο Αλέκος Αλεξανδράκης γυρίζει μια από τις σπουδαιότερες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, τη «Συνοικία το Όνειρο», σε σενάριο των Τάσου Λειβαδίτη και Κώστα Κοτζιά και σκηνοθεσία του ίδιου του Αλέκου Αλεξανδράκη. Ο Μίκης Θεοδωράκης φτιάχνει εδώ εξαιρετικές μελωδίες που έχουν μείνει ανεξίτηλες στη μνήμη μας, ενώ την ερμηνεία τους ανέλαβε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, που με την αυθεντική λαϊκή φωνή του και τη δραματικότητά του περιγράφει τον σπαραγμό των κατατρεγμένων. Με το «Βρέχει στη φτωχογειτονιά» ενώνει άρρηκτα πια τη λαϊκή μουσική με τη μουσική επένδυση στον κινηματογράφο.


Έκτοτε η μουσική του θα βρεθεί στο πλάι του κοινωνικού κινηματογράφου, αφού ταινίες συνυφασμένες με τους αγώνες και την ιστορία του λαϊκού κινήματος έχουν τις παρτιτούρες του.

Χαρακτηριστικά ξεχωρίζουν «Το Μπλόκο» του Άδωνι Κύρου (1965), «Ένας από το εκτελεστικό απόσπασμα (Karatel)» του Μάνου Ζαχαρία (1969), «Ο Άνθρωπος με το Γαρύφαλλο» του Νίκου Τζίμα (1980) στον ελληνικό κινηματογράφο και «Biribi» του Ντάνιελ Μούσμαν (1971), «Η Μάχη της Sutjeska» του Στάιπ Ντέλικ (1973), «Η δοκιμή» του Ζυλ Ντασσέν (1974) και «Actas de Marusia» του Μιγκέλ Λίτιν (1975) στον διεθνή.


Το 1957 ξεκινά η διεθνής καριέρα του Μίκη στον κινηματογράφο με την ταινία «Η απαγωγή του στρατηγού Κράιπε» των Μάικλ Πάουελ και Έμερικ Πρεσμπέργκερ. Το 1959, το μουσικό θέμα της ταινίας «Honeymoon» του Μάικλ Πάουελ, όπου το «Αν θυμηθείς τ’ όνειρό μου» έγινε διεθνές πρώτα με τη φωνή του Μαρίνο Μαρίνι και έπειτα από την περίφημη ηχογράφηση των «Beatles».


Το 1962 είναι μια καθοριστική χρονιά για τον Θεοδωράκη, αφού γράφει το θέμα της ταινίας «Οι εραστές του Τερουέλ» του Ρεϊμόν Ρουλό και το «σπουργιτάκι», η Εντίθ Πιαφ, ερμηνεύει την «Όμορφη πόλη» σε μια συγκλονιστική εκτέλεση.

Παράλληλα ξεκινά και η συνεργασία του με τον Ζυλ Ντασσέν στη «Φαίδρα», με την Μελίνα Μερκούρη να ερμηνεύει «Αστέρι μου, φεγγάρι μου, της άνοιξης κλωνάρι μου, κοντά σου θα ‘ρθω πάλι».


Ξεχωριστό κεφάλαιο στην πορεία του Θεοδωράκη στον κινηματογράφο είναι η συνεργασία του με τον Μιχάλη Κακογιάννη, που μαζί θα γράψουν λαμπρές σελίδες στον παγκόσμιο κινηματογράφο, αφού η «Ηλέκτρα» (1962), ο «Αλέξης Ζορμπάς» (1964), οι «Τρωάδες» (1971) και η «Ιφιγένεια» (1977) κατατάσσονται στα αριστουργήματα και των δύο. Διηγείται χαρακτηριστικά ο Μίκης για το πώς μέσα από τη συνεργασία του με τον Κακογιάννη μπόρεσε να αντιληφθεί τι σημαίνει μουσική για τον κινηματογράφο: «Με την “Ηλέκτρα” μπορώ να πω ότι άνοιξε η πόρτα της αληθινής μουσικής για τον κινηματογράφο. Δηλαδή μιας μουσικής ενταγμένης λειτουργικά στην αντίληψη του σκηνοθέτη, όσο ενταγμένη θα έπρεπε να είναι η ερμηνεία των μουσικών και η κάμερα του εικονολήπτη. Μια μουσική γυμνή όσο το άγονο τοπίο με τα πέτρινα ανάκτορα και παράλληλα δραματική, βίαιη, σπαρακτική, σαν προέκταση των χαρακτήρων.

Με άλλα λόγια, έπρεπε να δημιουργήσω έναν μουσικό και ευρύτερο ηχητικό κόσμο, τον οποίον ο σκηνοθέτης θα χρησιμοποιούσε όπως ακριβώς καθοδηγούσε την κάμερα και τους ηθοποιούς του. Έγραψα έτσι διάφορες αυτοτελείς μουσικές που αντιστοιχούσαν σε πρόσωπα, καταστάσεις και τοπία και τις εμπιστεύτηκα σε μικρά μουσικά σύνολα με τέτοιον τρόπο ώστε να μπορούν να παίζουν το καθένα ξεχωριστά αλλά και ταυτόχρονα, είτε συνηχώντας μεταξύ τους είτε παίζοντας όλα μαζί, χωρίς να δημιουργείται ηχητικό χάος».

Οι εμβληματικές ταινίες του Κώστα Γαβρά «Ζ» το 1969 και «Κατάσταση Πολιορκίας» το 1972 είναι και αυτές «ντυμένες» με τη μουσική του Μίκη.

Η συμμετοχή του στο «Ζ» είχε μια ιδιομορφία, καθώς εκείνον τον καιρό βρισκόταν εξόριστος στη Ζάτουνα και το σενάριο δεν μπόρεσε να φτάσει στα χέρια του παρά τις προσπάθειες του Γαβρά. «Επομένως η επιλογή της μουσικής πρέπει να έγινε από τον Κώστα Γαβρά και τον Γάλλο υπεύθυνο για τη μουσική του φιλμ. Νομίζω πως το βασικό κριτήριο στην επιλογή τους θα έπαιξε το γεγονός ότι τα έργα μου “Ένας Όμηρος” και “Mauthausen”, από τα οποία άντλησαν τα κύρια θέματα, ήταν πολύ συγγενικά προς την ιστορία του “Z”. Άλλωστε το “Γελαστό παιδί” ο ελληνικός λαός το είχε απολύτως συνδέσει με τον Γρηγόρη Λαμπράκη, μετά τον θάνατό του», διηγείται χαρακτηριστικά ο Μίκης.


Στην «Κατάσταση Πολιορκίας» εκτός από τους μουσικούς της ορχήστρας του χρησιμοποίησε και τους Χιλιανούς «Los Calchakis». «Κι αυτό γιατί είδα το φιλμ σαν μια πτυχή του έπους του αγώνα των Νοτιοαμερικανών εναντίον του βορειοαμερικανικού ιμπεριαλισμού και των μεθόδων του, όπως τις περιγράφει και ο Pablo Neruda στο “Canto General”, που κατά σύμπτωση συνέθετα εκείνο τον καιρό. Άλλωστε, μόλις είχα επιστρέφει από τη Χιλή του Αλιέντε και ήμουν γεμάτος από εμπειρίες, συναισθήματα και ήχους».


Οι «Δρόμοι παλιοί» ταξίδεψαν στο Χόλιγουντ το 1975 μετά από επιθυμία του παραγωγού του Σίντνεϊ Λιούμετ, Ντίνο ντε Λαουρέντις, για την ταινία «Serpico» και «περπατήθηκαν» από τον Αλ Πατσίνο.


Το ταλέντο του Μ. Θεοδωράκη στη μουσική αναγνωρίστηκε και από το Χόλιγουντ, που από το 1965 του έκανε προτάσεις για να εγκατασταθεί εκεί. Αυτός, όπως έλεγε, «δεν μπορούσε να αφήσει το γάμο για πουρνάρια», «όπου γάμος φυσικά ήταν το κίνημα των Λαμπράκηδων και ο “αγώνας για την Ελλάδα”». Όπως σημείωνε και ο ίδιος: «Ακόμα και οι συνεργασίες μου στην περίοδο της δικτατορίας στις ΗΠΑ, στο Παρίσι και το Λονδίνο, με τους Λούμετ, Κακογιάννη, Γαβρά και άλλους, γίνονταν κάτω απ’ τον αστερισμό και πάλι του αγώνα κατά της χούντας. Εκεί βρισκόταν η ψυχή μου. Έτσι δεν μπόρεσα να έχω με τον κινηματογράφο τη σχέση που θα ήθελα. Αν το πετύχαινα τότε θα μπορούσα να πω πως ίσως η μουσική στο σινεμά θα ήταν εξίσου σημαντική με το τραγούδι».

Το ερώτημα, βέβαια, εάν ο Μίκης Θεοδωράκης θα μπορούσε να κάνει μια ακόμα μεγαλύτερη διεθνή καριέρα στον κινηματογράφο είναι ρητορικό, αφού ο ίδιος προτίμησε να αφήσει παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές το «σάουντρακ» της συλλογικότητας και του αγώνα…

 902.gr

banner-article

Δημοφιλή άρθρα

  • Εβδομάδας