Ιστορία

Οι αστυνομικοί – “Ρομπέν των Δασών” που έκλεβαν τρόφιμα από τους ναζί για να ταΐσουν τους πεινασμένους

Οι βρετανοί αστυνομικοί Κίνγκστον Μπέιλι και Φρανκ Τακ έκλεβαν τρόφιμα από τα ναζιστικά στρατόπεδα για να ταϊσουν τους ανθρώπους που λιμοκτονούσαν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Βασανίστηκαν και βρέθηκαν αντιμέτωποι με τη δικαιοσύνη, μαζί με άλλους συναδέλφους τους που έκαναν ανάλογες πράξεις. Όσοι στάθηκαν «τυχεροί» και επέστρεψαν στα σπίτια τους μετά το τέλος του Πολέμου αντιμετωπίστηκαν ως εγκληματίες, και παρά τα τραύματα και τις ασθένειες δεν έλαβαν καν σύνταξη.

Μιλώντας στο BBC, ο ακαδημαϊκός του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, Δρ Γκίλι Καρ, εξήγησε πως εκείνη την εποχή οι αστυνομικοί υπέφεραν εξίσου ή περισσότερο από τους πολίτες προσπαθώντας να αντέξουν τον γερμανικό ζυγό. «Ήταν υποχρεωμένοι να χαιρετούν τους Γερμανούς αξιωματικούς ακόμα κι αν σφιγγόταν κάθε φορά το στομάχι τους» ανέφερε χαρακτηριστικά, μετά από χρόνια έρευνας πάνω στην πενταετή κατοχή των Channel Islands.

Με άμμο στις δεξαμενές βενζίνης

Οι αστυνομικοί Κίνγκστον Μπέιλι και Φρανκ Τακ ξεκίνησαν την αντίσταση κατά των γερμανών στρατιωτών βάζοντας άμμο στις δεξαμενές βενζίνης των αυτοκινήτων τους και γράφοντας στις πινακίδες του νησιού «V for victory».

Σύμφωνα με τον Δρ Καρ, οι αστυνομικοί εμπνεύστηκαν από τις εκπομπές του BBC που άκουγαν κρυφά, οι οποίες έδιναν οδηγίες για το πώς να υπονομεύσουν τους κατακτητές.

«Για τους νεαρούς άντρες στους οποίους δεν δόθηκε η ευκαιρία να πολεμήσουν στις ένοπλες δυνάμεις, τέτοιες εκπομπές ήταν πολύ ελκυστικές – και ο ρόλος τους -ως αστυνομικοί- τους έδωσε την ευκαιρία να κάνουν κάτι για να φανούν χρήσιμοι», αναφέρει.

Το χειμώνα του 1941-1942, οι δύο τους άρχισαν να μπαίνουν κρυφά στα στρατόπεδα τη νύχτα και να παίρνουν κονσερβοποιημένα τρόφιμα για να τα μοιράσουν στον άμαχο πληθυσμό που υπέφερε από έλλειψη τροφίμων.

Μέχρι τον Φεβρουάριο του 1942, «ολόκληρη η αστυνομική δύναμη του Γκέρνσεϊ» συμμετείχε σε αυτή τη δράση, αναφέρει στα απομνημονεύματά του ο Μπέιλι.

Ο Μπέιλι και ο Τακ σύντομα συνελήφθησαν επ’ αυτοφώρω. Κάποιοι είχαν προδώσει τη δράση τους.

Δέκα επτά αστυνομικοί οδηγήθηκαν συνολικά ενώπιον του Βασιλικού Δικαστηρίου του Γκέρνσεϊ. Ορισμένοι κατηγορήθηκαν για κλοπή μπουκαλιών κρασιού και οινοπνευματωδών ποτών από καταστήματα που ανήκαν στους κατοίκους των νησιών.

Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης κάποιοι από αυτούς βασανίστηκαν από τους Γερμανούς.

Ένας αστυνομικός, ο Άρτσιμπαλντ Τάρντιφ, περιέγραψε πως «του έδειχναν υπογεγραμμένες δηλώσεις από άλλους που είχαν δήθεν ομολογήσει και του είπαν ότι αν δεν υπέγραφε και εκείνος θα τον πυροβολούσαν».

«Όλες οι δήθεν ομολογίες είχαν δακτυλογραφηθεί στα γερμανικά» είπε ο Τάρντιφ, συνεπώς δεν μπορούσαν ούτε να τις διαβάσουν ούτε να τις κατανοήσουν.

Το γερμανικό στρατιωτικό δικαστήριο και το βρετανικό δικαστήριο του Γκέρνσεϊ τους καταδίκασε σε ποινές έως και 1,5 έτους καταναγκαστικής εργασίας.

Ο ιστορικός Δρ Πολ Σάντερς, ο οποίος ανέλαβε για λογαριασμό των οικογενειών τους να «καθαρίσει» τα ονόματά τους και να τους δικαιώσει έστω και μετά θάνατον, ανέφερε πως προφανώς δεν έτυχαν μιας δίκαιης δίκης.

Οι Αρχές είχαν πει στους αστυνομικούς να παραδεχτούν την ενοχή τους, έτσι ώστε οι Γερμανοί να τους αφήσουν να δικαστούν στο τοπικό δικαστήριο, όπου οποιαδήποτε καταδίκη «δεν θα μετρούσε μετά τον πόλεμο», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Δεκαέξι αστυνομικοί εξορίστηκαν σε φυλακές και στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας στην Ευρώπη, όπου πολλοί βίωσαν άσχημες συνθήκες.

Τον άφησαν να πεθάνει σε φυλακή της Γκεστάπο

«Με κλωτσούσαν και με χτυπούσαν με καραμπίνες» έγραψε στα απομνημονεύματά του ο Τακ, ενώ για το μοναδικό αστυνομικό που πέθανε στην εξορία – τον Χέρμπερτ Σμιθ- ανέφερε: «λιμοκτονούσε, πέθαινε από το κρύο και οι Γερμανοί τον χτύπησαν με φτυάρι και αξίνα στο στομάχι και τον άφησαν να πεθάνει σε φυλακή της Γκεστάπο».

Άλλος συνάδελφός τους, ο Τσαρλς Φρεντ, ζύγιζε μόλις 45 κιλά όταν απελευθερώθηκε από τις αμερικανικές δυνάμεις και έμεινε παράλυτος. «Υπέφερε για το υπόλοιπο της ζωή του και πέθανε το 1986 από καρδιακή προσβολή πηγαίνοντας σε μια εκδήλωση με θέμα την ιστορία του και τι συνέβη σε αυτόν και τους συναδέλφους του». «Αυτή η εμπειρία τον σημάδεψε τόσο ψυχικά όσο και σωματικά και ποτέ δεν ανέκαμψε από αυτό» αναφέρει ο γιος του.

Εξαιτίας του «λερωμένου» ποινικού τους μητρώου κανείς τους δεν κατάφερε να επιστρέψει στην αστυνομία και να συνταξιοδοτηθεί.

Το γεγονός εξόργισε τον Κιθ Φρέντ. Οι Αρχές του Γκέρνσεϊ τους είχαν υποσχεθεί ότι θα είχαν «τακτοποιήσει τα πάντα όταν θα επέστρεφαν από τη φυλακή» αλλά τους εξαπάτησαν, περιγράφει ο γιος του δηλώνοντας περήφανος για τον πατέρα του.

«Για έμενα ήταν κάτι σαν “Ρομπέν των Δασών”. Δεν έκλεψαν για ίδιον όφελος, ήθελαν να ταΐσουν πεινασμένους ανθρώπους και ως αστυνομικοί είχαν τη δύναμη να το κάνουν», λέει.

Μετά τον πόλεμο, οι περισσότεροι αστυνομικοί ζήτησαν αποζημίωση από την κυβέρνηση της Δυτικής Γερμανίας.

Το 1955, οκτώ εξ αυτών προσπάθησαν μάταια να ασκήσουν έφεση κατά των καταδικαστικών τους αποφάσεων.

Η υπόθεση εκδικάστηκε από το ανώτατο Δικαστήριο για ορισμένα βρετανικά εδάφη, μεταξύ των οποίων και το Γκέρνσεϊ.

«Στη δεκαετία του 1950 κυριαρχούσε το αφήγημα ότι η βρετανική διοίκηση και δικαιοσύνη στο Γκέρνσεϊ δεν επηρεάζονταν πια από τη ναζιστική κατοχή. Αυτό το αφήγημα συνεχίζεται μέχρι και σήμερα» τονίζει ο Δρ Σάντερς.

Το 2018 στο ίδιο δικαστήριο επανεξετάστηκε η έφεση που είχαν καταθέσει το 1955 τρεις αστυνομικοί. Ο Μπάριστερ Πάτρικ Ο’ Κόνορ, που ανέλαβε την υπόθεση αφιλοκερδώς έκανε λόγο για «μια μακροχρόνια αδικία για την οποία ευθύνονταν τα δικαστήρια και έπρεπε εκείνα να την αποκαταστήσουν».

Η έφεση απορρίφθηκε τον περασμένο Μάρτιο.

Πηγή: bbc

banner-article

Ροη ειδήσεων