Κοινωνία

«Άστεγος σε πρώτο πρόσωπο» γράφει η Σοφία Παυλίδου

Σοφία Παυλίδου

Δε ζυγιάζω, δεν ορίζω, δε βολεύομαι. Ακολουθώ το βαθύ μου μονοπάτι, γιατί έχασα τα σημάδια που θα με φέρουν πάλι πίσω.

Σκέπη μου ο ουρανός, περιπλάνηση στα πολύπλοκα και δαιδαλώδη περάσματα του νου και το παντού είναι πουθενά και μια γούβα όλο βαθιά στη γη είναι αρκετή για να πέσω και να ονειρευτώ. Είναι εκεί που κάθε βράδυ ονειρεύομαι. Είναι κει που ζυγιάζω τις πληγές – και που δεν κλείνουν οι άτιμες – και μετρώ και χάνομαι και ξαναμετρώ. Ω καρδιά μου, στ’ αξεδιάλυτα σκοτάδια σμίλεψα τον εαυτό μου. Όσο άστεγες παραμένουν οι μέρες μου, τόσο άστεγη και η ψυχή μου.

Κάνει κρύο σήμερα. Άναψα το λουξάκι. Είναι η τελευταία μου φιάλη.

  • Δέσποινα, ένα τσιγάρο σου ‘χει μείνει να καπνίσω;

Δεν απαντώ. Η απάντηση κοφτή δόθηκε απ’ τα μάτια. Τα πιο απότομα φαράγγια τα ‘χουν τα μάτια των ανθρώπων.

Δεν έχω όρεξη για κάπνισμα σήμερα. Και το παιδί; Από χθες έχει να φανεί.

Αα! Να μην ξεχάσω: να φάω, να κοιμηθώ, να πιω, να δω τι μέρα είναι στα φύλλα των εφημερίδων.

Να περπατήσω. Να μετρήσω τις μέρες μου. Να ζητιανέψω.

Δεν έχασα μόνο την αίσθηση του χρόνου, έχασα την ταυτότητά μου, τις αυταπάτες μου. Το σήμερα μοιάζει με το χτες και το αύριο με σήμερα. Το μέλλον βιώνεται σε χρόνο ενεστώτα, έναν ενεστώτα που δεν κλίνεται.

Ψάχνω την ταύτισή μου, μα…καλύτερα ξένη με τους ξένους, καλύτερα νύχτες με ποντίκια και γάτες. Προχτές γέννησε μία σ’ ένα κάτεργο, σε μια τρώγλη γεμάτη σκουπίδια. Όλη τη νύχτα έκλαιγαν τα μικρά της, δεν μας άφηναν να κοιμηθούμε.

  • Τ’ ακούς, τ’ ακούς Δέσποινα; Τα σκασμένα. Πού βρίσκουν τόση αντοχή;

Πάλι δεν απάντησα. Μα, το παιδί, ακόμα να φανεί. Μόλις άπλωσα τη μπουγάδα μου στα δέντρα του δρόμου που έγιναν απλώστρες. Μπουγάδα απλωμένη στο δρόμο.

Φυσάει πολύ σήμερα και ο κρύος αέρας διαπερνά με ευκολία την πλαστική σακούλα που τύλιξα με μονωτική την μπλούζα μου. Κι αν πιάσει βροχή; Αν βρέξει; Άντε να στεγνώσεις. Περνάει και το όχημα του Δήμου. Γλιτώνεις απ’ αυτόν τον διάολο; Λούτσα γίνεσαι. Και μη μου πεις ότι δεν σε βλέπει;

Το χέρι χαραγμένο απ’ το κρύο, κολλά τη μονωτική. Τίποτα αυτή. Πείσμωσε. Δε λέει να κολλήσει με τίποτα. Είμαι τυχερή. Βρήκα μια γωνιά που δεν την πιάνει ο αέρας, δυο κουβέρτες για προστασία απ’ το κρύο και πολλά βλέμματα αδιαφορίας. «Μα, όταν ένας άνθρωπος στο δρόμο γυρίσει και σε κοιτάζει με πόνο, η μισή ανθρωπότητα έχει σωθεί». Μα τις νύχτες φοβάμαι τους ανθρώπους κι όχι τα φαντάσματα.

Κάποιες φορές μέσα στη μέρα κοιτάζω τη γούβα και η γούβα με κοιτάζει και η γούβα δακρύζει. Ναι, δακρύζει, το νιώθω. Δεν ντρέπομαι για τίποτα. Μάλλον ο Θεός θα τα εννούσε όλα. Όταν τα φλογερά όνειρα καταλάγιασαν, η παγωνιά έγινε μια περιπλάνηση.

  • Το παιδί;

Χωρίς κουβέρτα πόσο σου μοιάζω. Μπορεί να είσαι άστεγος κι εσύ. Από μεσοαστή, έγινα μικροαστή. Φτωχή δεν πρόλαβα να γίνω. Έμεινα κατευθείαν άστεγη. Όταν είσαι άστεγος, οι περισσότεροι σ’ αντιμετωπίζουν σαν ένα σωρό από κουβέρτες.

  • Έχεις μυρίσει, Δέσποινα, ποτέ την εξαθλίωση;

  • Ναι. Γράμμα – γράμμα. Να μην μπορείς να φτάσεις στην ήττα.

Μόνη μας ελπίδα οι αβάπτιστοι δρόμοι. Κι ενώ ορίζω ολόκληρο τον ορίζοντα, ολόκληρο τον έναστρο ουρανό της νύχτας, δεν έχω μία ασπιρίνη για τον πονοκέφαλο.

Άρχισε να χιονίζει. Το παιδί; Θα πάω στην «καβάτζα» του, εκεί θα είναι. θα κούρνιασε το πουλάκι μου, μην το βρει ο χιονιάς. Ο χειμώνας, το κρύο, η ερήμωση, η απόγνωση μπορούν να απαλυνθούν με την όψη του…

Ανεβαίνω το χιονισμένο μονοπάτι, αναπολώ το παρελθόν. «Λαμποκοπούσες ω ψυχή μου σ’ ασάλευτους σταυρούς». Τώρα ονειρεύομαι έναν τάφο καλό. Αν έχω έναν όμορφο τάφο, θα λένε: τι όμορφος αυτός που είναι μέσα…

Πολλή ησυχία σήμερα. Ησυχία. Ακούς μόνο καρδιές να χτυπάνε. Η δική μου λίγο πιο γρήγορα. Δεν έχω ούτε μια φωτογραφία του γιου μου. Τρομάζω. Το δέρμα μου έχει σκουρύνει

Τρέχω το μονοπάτι σα θηρίο έτοιμο να επιτεθεί. Τρέχω! Χιονίζει! Κρυώνω! Δεν σκέφτομαι. Δεν έχω ανάσες. Τώρα κατάλαβα. Μπορεί να ζήσεις και χωρίς ανάσες.

Το βήμα ταχύ. Δεν θέλω να δω. Βλέπω μια χιονισμένη στοίβα στην «καβάτζα». Δεν θέλω να πλησιάσω … είναι το σήμερα αίμα ζεστό, ένα τσιγάρο σου ‘χει μείνει να καπνίσεις , δεν έχει αλλού, δεν έχει αλλιώς. Μόνο εδώ να χιονίζει!

Στις χίλιες σιωπές σε ψάχνω. Στ’ αγιοκέρια που ευωδιάζουν, στις ρυτίδες των απελπισμένων. Με χρώματα ανεξίτηλα, με το χρυσάφι του ήλιου στεφάνι θα σε στέψω. Έφτασα! «Ήταν ένας νέος ωχρός, καθόταν στο πεζοδρόμιο, χειμώνας, κρύωνε … «Τι περιμένεις;», του λέω. «Τον άλλο αιώνα», μου λέει.

«Και χιόνιζε ήσυχα, ήσυχα, όπως πάνω από έναν τάφο», Τ. Λειβαδίτης.

Σημείωση Φαρέτρας: Η Σοφία Παυλίδου είναι εκπαιδευτικός

banner-article

Δημοφιλή άρθρα

  • Εβδομάδας