Απόψεις Πολιτική

“Κατακλυσμός χυδαιότητας” γράφει ο Σταύρος Χριστακόπουλος

Αρένα θυμίζει το πολιτικό σκηνικό, καθώς οι εντάσεις έχουν αρχίσει να παραβιάζουν κατά πολύ το όριο του λεγόμενου «πολιτικού πολιτισμού» και οι ακρότητες διαδέχονται η μια την άλλη. Κύριο χαρακτηριστικό – και πιο αντιαισθητικό απ’ όλα – οι εμφυλιοπολεμικές κραυγές.

Δεν είναι πολύ μακριά ο καιρός που ο ΣΥΡΙΖΑ καταγγελλόταν ως ένα συνονθύλευμα επικίνδυνων εξτρεμιστών, οι οποίοι δεν διστάζουν να μετέλθουν οποιουδήποτε αθέμιτου αντιπολιτευτικού μέσου προκειμένου να ανέλθουν στην εξουσία. Υποτίθεται δε ότι το φαινόμενο αυτό απειλούσε τους θεσμούς και την ίδια την υπόσταση του κράτους, διότι, επιπλέον, επρόκειτο για κομμουνιστές έτοιμους για τον… «τρίτο γύρο».

Αυτού του είδους τα «επιχειρήματα» έχουν ειπωθεί και γραφτεί, μάλιστα, με εντυπωσιακή συχνότητα όχι μόνο από φανατικούς και δεδηλωμένους αντικομμουνιστές και λαϊκιστές ακροδεξιάς κοπής, αλλά και – κατά κόρον – από «θεσμικούς» πολιτικούς και διαμορφωτές της κοινής γνώμης, θητεύοντες σε έγκριτα έντυπα και ηλεκτρονικά ΜΜΕ.

Οι εν λόγω έξαλλοι ενδεχομένως βρήκαν κάποιου είδους ανεπαίσθητη δικαίωση όταν κάποιοι ελαφρόμυαλοι από την πρώτη μεγάλη φουρνιά βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ τον Ιανουάριο του 2015 φαντασιώθηκαν ότι η εκλογική τους νίκη αποτέλεσε κάποιου είδους δικαίωση του… Άρη Βελουχιώτη και ολόκληρης της γενιάς της Εθνικής Αντίστασης.

Το γλυκό μεθύσι της «πρώτης φοράς Αριστερά» ωστόσο πέρασε σύντομα και το τρίτο μνημόνιο ήρθε να αφήσει ένα έντονο αίσθημα χανγκόβερ. Μαζί με το μεθύσι εξαφανίστηκαν και οι σχετικές ανοησίες και αυτοί που τις έλεγαν. Έμειναν βεβαίως οι λεκτικές ακρότητες κάποιων θερμόαιμων, αλλά οι αναγωγές στη δύσκολη και τραυματική δεκαετία του 1940 αποδυναμώθηκαν μέχρι εξαφανίσεως.

Δυστυχώς η ρητορική εμφυλίου παρέμεινε, και μάλιστα με έντονο το άρωμα του ρεβανσισμού, στην πλευρά του πάλαι ποτέ «δικομματισμού» (Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ), ο οποίος, στην προσπάθειά του να πάρει όντως τη ρεβάνς – κοινώς να ανακτήσει τα χαμένα μεγαλεία της αποκλειστικής νομής της εξουσίας – αποχαλινώθηκε μετατρέποντας σε ρουτίνα ένα απίστευτο προσωπικό υβρεολόγιο.

Αυτές τις μέρες, μάλιστα, στα διάφορα τετριμμένα περί «κομμουνιστών», «μαδουριστών» κ.λπ. προστέθηκε και ο εξωφρενικός παραλληλισμός του Τσίπρα με τον δικτάτορα Ιωαννίδη και του Κοτζιά με τον πραξικοπηματία της Κύπρου Σαμψών.

Ο προφανής κίνδυνος

Η ωμή πραγματικότητα είναι ότι η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛΛ, ως κυβέρνηση που έχει εφαρμόσει ένα μνημόνιο, το οποίο κουβαλούσε όχι μόνο πολλές ζόρικες εκκρεμότητες από τα προηγούμενα δύο, αλλά και το προβληματικό πρώτο «εξάμηνο Βαρουφάκη», μπορεί ευλόγως να κατηγορηθεί για πλείστα όσα. Η δε εξωτερική της πολιτική σηκώνει πράγματι πολλή – και σοβαρή – συζήτηση. Όλα όμως έχουν ένα όριο. Κι αυτό δεν αφορά τους κανόνες της πολιτικής ή αστικής ευγένειας, αλλά την ίδια την ποιότητα της πολιτικής.

Τουλάχιστον οι σχετικά ευπρεπώς εκφραζόμενοι από τους αντιπάλους του ΣΥΡΙΖΑ, όσοι έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου που πηγάζει από τον άκρατο λαϊκισμό, όσοι θεωρούσαν σε προηγούμενη φάση ότι ο λαϊκισμός εκτρέφει τον φασισμό, όσοι έβλεπαν προφανείς κινδύνους για τη χώρα στην αναβίωση εμφυλιοπολεμικών ενστίκτων έχουν την ευκαιρία να ανατρέξουν στα γραπτά τους, όπου θα βρουν κάμποσους λόγους για να φρενάρουν την πλήρη έκπτωση του πολιτικού λόγου σε φρασεολογία χαμαιτυπείου.

Σε ό,τι αφορά και τα δύο «στρατόπεδα», προφανώς η ένταση της πολιτικής διαμάχης δεν θα κοπάσει ούτε οι προσωπικοί χαρακτηρισμοί (και οι χυδαιότητες) θα εκλείψουν. Ας κατανοήσουμε όμως ότι οι – άνευ οποιουδήποτε περιεχομένου – απόπειρες αναβίωσης του εμφυλίου, ο εκχυδαϊσμός και η απαξίωση της πολιτικής στο τέλος δεν ευνοούν κάποιον από τους αντιμαχομένους, αλλά αυτούς τους οποίους κανείς, σε καμιά περίπτωση, δεν θα ήθελε στα πόδια του. Η νεοναζιστική απειλή δεν έχει εκλείψει.

Στροφή στην πολιτική

Προφανώς, πέρα από τον σφοδρό ρεβανσισμό του παλαιού δικομματισμού και τον ζηλωτισμό κάποιων στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, μια ακόμη αιτία τροφοδοτεί το εν λόγω φαινόμενο: η απουσία μεγαλεπήβολων οραμάτων εξ αιτίας των μνημονιακών και μεταμνημονιακών δεσμών, οι οποίοι επέφεραν έναν αξιοσημείωτο βαθμό ομογενοποίησης των πολιτικών προταγμάτων, τα οποία διαφοροποιούνται ουσιαστικά κυρίως στο πεδίο της διαχείρισης και αισθητά λιγότερο σε αυτό του οράματος.

Η αλήθεια είναι ότι η τυπική λήξη του μνημονίου διευρύνει σε έναν βαθμό τα περιθώρια μιας πολιτικής αντιπαράθεσης επί της ουσίας, όμως σοβαρό εμπόδιο παραμένουν οι μακροχρόνιες δεσμεύσεις για τον τρόπο εξόδου από το καθεστώς χρεοκοπίας, αλλά και οι εγγενείς αδυναμίες και τα θεμελιώδη διαχρονικά προβλήματα στο επίπεδο του μοντέλου παραγωγής και ανάπτυξης, των θεσμών, αλλά και σε αυτό της γεωπολιτικής αναταραχής, η οποία δεν αναμένεται να κοπάσει σύντομα.

Αν κάποιος επιχειρήσει να βγει από το κλίμα πόλωσης μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων και να απομονώσει – όσο αυτό είναι δυνατόν – τα προβλήματα, θα διαπιστώσει ότι, σε δύο κομβικά ζητήματα, τα κόμματα που φιλοδοξούν να κυβερνήσουν κατά τη μεταμνημονιακή περίοδο συμφωνούν. Αυτά είναι:

● Ο ΝΑΤΟϊκός προσανατολισμός της χώρας ως προς τα γεωπολιτικά, με όλες τις δεσμεύσεις και τις επιμέρους συμμαχίες που αυτός συνεπάγεται.

● Η συμμετοχή στην Ε.Ε. και το ευρώ, με όλες τις υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτήν.

Αυτά τα δύο επαρκούν – και με το παραπάνω – για να εγκαταλειφθούν πολλές από τις ανοησίες και τις χυδαιότητες που σήμερα απωθούν ένα υπολογίσιμο τμήμα σοβαρών και σκεπτόμενων πολιτών. Και το επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης να μετατοπιστεί στα πολιτικά σχέδια που φιλοδοξούν να προτείνουν. Ίσως έτσι η παράσταση να έχει θεατές και το εκλογικό σώμα να μην στρέψει τα νώτα στην επόμενη κάλπη. Ήδη η μείωσή του τα προηγούμενα χρόνια υπήρξε αρκούντως δραματική…

topontiki

banner-article

Δημοφιλή άρθρα

  • Εβδομάδας