Αναγνώστες Λογοτεχνία Πολιτισμός

Διονύσης Διαμαντόπουλος “Euphoria”

Με μια δόση ικανοποίησης ζωγραφισμένη ανεπαίσθητα στα χείλη του, ακολουθούσε τον νεαρό που έσπρωχνε το καρότσι, με τις ρόδες του να κροταλίζουν δυνατά καθώς σερνόταν πάνω στον χαλικοστρωμένο διάδρομο.

Μόλις βγήκαν από το φυτώριο έβαλαν οι δυο τους σε ένα τελάρο στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου τα νέα φυτά: Ένα λεμονοκυπάρισσο, που θα αντικαθιστούσε αυτό που είχε ξεραθεί,  και από δύο γλαστράκια με βιγόνιες, κατιφέδες και πανσέδες. Ένα μεγάλο σακί φυλλόχωμα, ένα πράσινο μπουκάλι με υγρό λίπασμα και ένα βιολογικό φάρμακο για τα κοκκοειδή και τη μελίγκρα είχαν συμπληρώσει την αγορά του.   

Ίσως ήταν τα γονίδια από τη μάνα του που είχε την αυλή της γεμάτη από λογής λουλούδια και κυρίως από τριανταφυλλιές κάθε χρώματος. Ίσως οι παιδικές του παραστάσεις από το χωριό όπου το πράσινο από τα λιβάδια και τα δέντρα κατέκλυζε κάθε μέρα τους φωτοϋποδοχείς του αμφιβληστροειδή του. Μπορεί να ήταν και τα δύο. Όποιος κι αν ήταν ο λόγος πάντως, αυτός συνήθεια το είχε κάθε χρόνο, με το που έπιαναν οι πρώτες ζέστες της Άνοιξης, να επισκέπτεται το γνωστό μεγάλο φυτώριο λίγο έξω από την πόλη για να ανανεώσει τα φυτά του μπαλκονιού που, χρόνο με τον χρόνο, το είχε μετατρέψει σ’ έναν πραγματικό κήπο γεμάτο με όμορφα και ανθεκτικά φυτά. Γεράνια, λεβάντες και αρμπαρόριζες σε μικρές και μεγαλύτερες πήλινες γλάστρες. Λιγούστρες, αγγελικούλες και καμέλιες σε βαθιές ζαρντινιέρες. Πικροδάφνες, φωτίνιες και τούγιες σε πλαστικά βαρέλια που τα είχε βάψει ο ίδιος με μεράκι. Και  στην πλαϊνή ξύλινη πέργκολα σκαρφαλωμένο ένα αρωματικό γιασεμί με λευκά τρίφυλλα άνθη που ευωδίαζε τα καλοκαιρινά βράδια.

Ένα απ’ αυτά τα ζεστά βράδια, πήρε από το κομοδίνο του το βιβλίο που είχε αφήσει μισοδιαβασμένο,  μαζί κι ένα μπλοκ για τις σημειώσεις που συνήθιζε να κρατάει σε ό,τι ενδιαφέρον έβλεπε να ξεπηδάει από τις σελίδες που διάβαζε, γέμισε κι ένα γυάλινο μπουκάλι με δροσερό νερό για να συμπληρώσει τα δύο λίτρα την ημέρα, όπως τον είχε συμβουλεύσει ο φίλος του ο γιατρός, και βγήκε στο μπαλκόνι.

Ήταν η στιγμή που τον ευχαριστούσε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Το ασημένιο φως του φεγγαριού, η ηρεμία της νύχτας, η μυρωδιά από το γιασεμί στην πέργκολα, τα ψηλά φυτά που στέκονταν δίπλα του σαν σιωπηλοί φίλοι κι ένα καλό βιβλίο στο χέρι, τον έκαναν να νιώθει πως βρίσκεται στον δικό του παράδεισο.  Κλασικός σπιτόγατος, του έλεγε πειραχτικά η γυναίκα του που δεν σύγκρινε με τίποτα το μπαλκόνι τους με μια νυχτερινή βόλτα στην πόλη.

Πλησίασε στο κάγκελο και περιέφερε άσκοπα το βλέμμα του στις οικοδομές στην άλλη πλευρά του δρόμου. Τα περισσότερα μπαλκόνια σκοτεινά, βυθισμένα στην άπνοια και την ησυχία. Λίγα τα αυτοκίνητα που περνούσαν από κάτω κι ακόμα λιγότερα τα νεανικά γέλια και τα χαρούμενα ξεφωνητά από το κοντινό καφέ που λίγους μήνες πριν χαλούσαν τον κόσμο και δεν ήταν λίγες οι φορές που τον κρατούσαν ξάγρυπνο ως τα χαράματα. Αν και το καλοκαίρι ξεψυχούσε, ο παρατεταμένος καύσωνας εκείνης της χρονιάς κρατούσε τους περισσότερους στη δροσιά της θάλασσας, μακριά από το πυρωμένο μπετόν της πόλης.

Χρειάζεσαι κάτι; Ένα γιαούρτι; Μήπως ένα φρούτο; ακούστηκε από την κουζίνα η φωνή της γυναίκας του. Μπα, εντάξει είμαι, ίσως αργότερα, απάντησε κοιτάζοντάς την χαμογελαστά πάνω από τον ώμο του.

Ύστερα, έσυρε προς τα πίσω τη μία καρέκλα από το σαλόνι μπαμπού και μόλις κάθισε στο αναπαυτικό μαξιλάρι τράβηξε αμέσως και την άλλη απέναντί του για ν’ απλώσει πάνω της τα πόδια του. Ήταν η πιο βολική στάση γι’ αυτόν που χρόνια τον ταλαιπωρούσε η μέση.

Ψαχούλεψε με τον δείκτη του δεξιού χεριού το πάνω μέρος του βιβλίου αναζητώντας τον μικρό, σαν μεταλλικό κλιπ, σελιδοδείκτη και μόλις εντόπισε τη σελίδα, που τον περίμενε υπομονετικά από την προηγούμενη μέρα, φόρεσε τα πρεσβυωπικά γυαλιά στην άκρη της μύτης του και ρίχτηκε χωρίς καθυστέρηση στο διάβασμα.

Βυθίστηκε αμέσως στις λέξεις σαν τον  δύτη που βουτάει απότομα από τη βάρκα στα βαθιά νερά. Λίγο η αγάπη του για τη λογοτεχνία, λίγο τα λόγια του Uberto Eco που θεωρούσε το διάβασμα «αθανασία προς τα πίσω», τον είχαν κάνει να ξεκοκαλίζει τα βιβλία το ένα μετά το άλλο.

Σκυφτός και απορροφημένος, γύριζε τις σελίδες στον αργό ρυθμό της προσηλωμένης σκέψης κυλώντας προσεκτικά το βλέμμα του πάνω από κάθε σειρά. Κι όταν έπεφτε σε προτάσεις που έδιναν εκφραστική δύναμη, ζωντάνια και αισθητική αξία στον λόγο, τις υπογράμμιζε προσεκτικά για να τις μεταφέρει στο τέλος στο μπλοκάκι του. Πού ξέρεις, κάποτε μπορεί να γράψω κι εγώ ένα βιβλίο, έλεγε μέσα του και το κρατούσε μυστικό απ’ όλους, σαν τα κρυφά λόγια της εξομολόγησης που τ’ ακούει μόνο ο παπάς.

Κι όσο περισσότερο βυθιζόταν στα νοήματα του βιβλίου του, τόσο πιο πολύ αιχμαλωτιζόταν μέσα στις σελίδες σβήνοντας από τις αισθήσεις του κάθε ήχο και κίνηση γύρω του. Ακόμα και το μεταλλικό ουρλιαχτό της μηχανής χωρίς εξάτμιση που είχε σχίσει απότομα την ησυχία της νύχτας, ακόμα κι εκείνο δεν απέσπασε το βλέμμα του από το βιβλίο.

Μόνο το φως που άναψε πίσω από μια ανοιχτή μπαλκονόπορτα στην απέναντι πολυκατοικία και έμοιαζε με ξαφνικό βραδινό αστροπελέκι, μόνο εκείνο τον έκανε να σηκώσει ενστικτωδώς τα μάτια του. Έγειρε το κεφάλι του στο πλάι για να βλέπει καλύτερα μέσα από το μικρό άνοιγμα που άφηναν οι δύο ψηλές πικροδάφνες που είχε μπροστά του, όταν στο πλαίσιο της ανοιχτής πόρτας είχε προβάλει, σαν φωτογραφία σε λευκή κορνίζα, η σιλουέτα μιας νέας κοπέλας. Γύρω στα είκοσι πέντε την έκαναν τα μάτια του. Τα μαλλιά της μαύρα και ριχτά ως τους ώμους. Φορούσε ένα σκουρόχρωμο κοντό αθλητικό σορτς και πάνω ένα στενό αμάνικο λευκό μπλουζάκι. Δεν την είχε ξαναδεί. Ίσως καινούργια νοικάρισσα. Καμιά φοιτήτρια, σκέφτηκε.

Στεκόταν ασάλευτη στη μέση του δωματίου, με τις παλάμες κολλημένες στους γοφούς και το κορμί ολόισιο, σαν τεντωμένη χορδή. Η μαρμαρωμένη στάση του σώματός της, που έδινε την αίσθηση μιας αόριστης σιωπηλής προσμονής, κέντρισε την περιέργειά του. Ακούμπησε το βιβλίο στα γόνατα, άφησε στο τραπέζι τα γυαλιά και ανακάθισε στην καρέκλα του.

Δευτερόλεπτα μετά ακούστηκε να ξεπηδάει δυνατά από το διαμέρισμά της ο ρυθμικός ήχος ποπ μουσικής. Ήταν το Euphoria της Λορίν. Το αγγλόφωνο χορευτικό τραγούδι που, χρόνια πριν, είχε χαρίσει στη Σουηδία την πρώτη θέση στον διαγωνισμό της Eurovision.

Στο άκουσμα του πρώτου στίχου, «Why, why can’t this moment last forevermore?», το άγνωστο κορίτσι άρχισε να ανεβοκατεβάζει τα χέρια ως το ύψος των ώμων. Ύστερα να σκύβει χαμηλά, ακουμπώντας τα δάχτυλά των χεριών της στις μύτες των παπουτσιών, με τις κινήσεις της να είναι προσεκτικές και μετρημένες. Οι εισπνοές και οι εκπνοές της συνεχείς και ρυθμικές. Ένας αρμονικός συντονισμός διάτασης των μυών του σώματος που φανέρωνε προθέρμανση ασκήσεων γυμναστικής.

Το τραγούδι εξακολουθούσε να παίζει δυνατά. «Tonight, tonight eternity’s an open door…»  κι εκείνη σήκωσε τα χέρια της ψηλά, σαν να αγκάλιαζε τον ουρανό και μετά τα άφησε να κατέβουν αργά, σαν φθινοπωρινά φύλλα που πέφτουν απαλά στη γη. Ύστερα, έφερε το ένα πόδι μπροστά, το άλλο πίσω και έγειρε το κορμί της προς τα εμπρός, με τα χέρια τεντωμένα σαν φτερούγες και τους μυς της να σφίγγονται και να χαλαρώνουν σε κάθε αναπνοή.

Δυναμώνοντας ο ρυθμός της μουσικής επιτάχυνε κι αυτή τις κινήσεις της. Χοροπηδούσε και σε κάθε πήδημα έκανε εκτάσεις των χεριών στο ύψος των ώμων. Επαναλάμβανε την άσκηση σηκώνοντας τα χέρια στην ανάταση. Συνέχισε με κάμψεις του κορμού της μια δεξιά και μια αριστερά με το κεφάλι να ακολουθεί την κατεύθυνση του σώματος.

Η φωνή της Λορίν δονούσε τον αέρα. «Forever and ever together, we sail into infinity…» κι αυτή εκτελούσε με δύναμη και χάρη τις ασκήσεις της σουηδικής γυμναστικής. Λύγιζε τα χέρια μπροστά κι αμέσως μετά πάνω ενωμένα στην κορυφή κι ύστερα πάλι κάτω. Έσπαγε τα γόνατα, ένωνε τις παλάμες της στο ύψος του στήθους κι αμέσως τέντωνε και μάζευε τα χέρια της μπροστά. Συνεχώς, ασταμάτητα.

«Euphoriaaaa …» ύψωνε μακρόσυρτα τη φωνή της η Λορίν κι αυτή τέντωνε το κορμί της σηκώνοντας εναλλάξ τα γόνατα με αντίστροφη κίνηση του κορμού και των χεριών σαν μια όμορφη ρυθμική χορογραφία.

Συνέχιζε ακούραστα. Με πόδια κολλητά και γόνατα λυγισμένα σήκωνε τους αγκώνες της με τις παλάμες ενωμένες. Ξανά και ξανά. Χωρίς ίχνος κόπωσης. Κι αμέσως μετά, με τα χέρια λυγισμένα στο πλάι κουνούσε ρυθμικά τα πόδια της δεξιά κι αριστερά. Αδιάκοπα, με ατσάλινη αντοχή και δύναμη.

«Euphoriaaaa…», φώναξε κι αυτή δυνατά μαζί με τη Λορίν, ενώ το βλέμμα της έμενε καρφωμένο ψηλά, σαν να αναζητούσε την πληρότητα και την ευφορία της ψυχής της στο άπειρο, σε κάποιον τόπο μακρινό.

Ανακάθισε πάλι στο μαλακό μαξιλάρι του και συνέχισε να την κοιτάζει. Το ευλύγιστο κορμί που χάριζε στη νεαρή κοπέλα η νεότητα, η ανεξάντλητη δύναμή της και ο ξέφρενος ρυθμός της μουσικής τον είχαν αποσπάσει τελείως από το διάβασμα. «We are here, we’re all alone in our own universe…» τραγουδούσε  η Λορίν και μια απρόσμενη μελαγχολία ήρθε σαν τον απρόσκλητο επισκέπτη να σκεπάσει τα μάτια του καθώς ο νους του, σαν αστραπή, ταξίδεψε πολλά χρόνια πίσω. Στην εποχή της δικής του νιότης. Τότε που το κορμί του δεν γνώριζε από κούραση. Που δεν λογάριαζε ούτε τα ματωμένα γόνατα ούτε τα τρύπια πέλματα από τις θερισμένες καλαμιές. Που έπαιζε μπάλα με τους φίλους του ως τη δύση του ήλιου στο χωμάτινο γήπεδο του χωριού. Τότε που σκαρφάλωνε άφοβα στα πιο ψηλά δέντρα κι έτρεχε λαχανιασμένος και ξυπόλυτος στους δρόμους και τις αλάνες.

Βυθισμένος στη γλυκιά νοσταλγία περιέφερε ασυναίσθητα την παλάμη του πάνω στο τραπέζι ψάχνοντας στα τυφλά το κουτί με τα τσιγάρα. Είχε  πεθυμήσει εκείνη την απολαυστική αίσθηση του γαλαζωπού καπνού που συνήθιζε να ξεφυσά δυνατά μέσα από τα χείλη του και ταξίδευε ψηλά τις πιο μύχιες σκέψεις της ψυχής του, σαν το λιβάνι που μεταφέρει στον ουρανό τις προσευχές των πιστών στην εκκλησία. Δεν βρήκε το πακέτο. Αφηρημένος καθώς ήταν, είχε ξεχάσει πως, μήνες πριν, ο γιατρός τού είχε κόψει μαχαίρι το κάπνισμα και ο ασημί  Zippo, δώρο πριν χρόνια της γυναίκας του με χαραγμένα πάνω τα αρχικά του ονόματός του, στέγνωνε το φυτίλι του ξεχασμένος στο βάθος ενός συρταριού.

«Euphoriaaaa…», ξανακούστηκε πάλι δυνατά η Λορίν, μαζί και η φωνή της άγνωστης κοπέλας που συνέχιζε ακούραστα τις ασκήσεις της, βυθίζοντάς τον ακόμα πιο βαθιά στην ευφορία των παιδικών του αναμνήσεων.

«Forever, ‘til the end of time…»,  συνέχιζε μελωδικά κι αυτός, με τα μάτια κλειστά, νοσταλγούσε μέσα από την ακούσια μνήμη, σαν άλλος Μαρσέλ Προύστ, τον χαμένο χρόνο  και την παντοτινή απώλεια της νιότης.

«Euphoria, euphoria. We’re going up, up, up» και το ρυθμικό τέλος του τραγουδιού τον έκανε να ξανανοίξει τα μάτια. Κοίταξε απέναντι. Η νεαρή κοπέλα ήταν ακόμα εκεί. Όρθια, στη μέση της ανοιχτής μπαλκονόπορτας. Με  τις κοντές ανάσες της να ανεβοκατεβάζουν βιαστικά το σφριγηλό της στήθος. Λαχανιασμένη, αλλά με μια φανερή ευφορία στην όψη που της προσέφερε η απελευθέρωση των ενδοφρινών στο σώμα. Με μια μικρή πετσέτα στο χέρι σκούπιζε το καταϊδρωμένο πρόσωπό της. Έτοιμη για το επόμενο τραγούδι.

«Μην το ξεχάσεις», ακούστηκε ξαφνικά η στοργική φωνή της γυναίκας του, καθώς ακουμπούσε δίπλα του στο τραπέζι το βραδινό του χάπι. Σήκωσε τα μάτια και την κοίταξε τρυφερά. Γεμάτος ευφορία.

…………………….

Loreen – Euphoria (Official Music Video)

 

……………………….

banner-article

Δημοφιλή άρθρα

  • Εβδομάδας