Χρονογράφημα

«Το τρένο θα έχει καθυστέρηση» / γράφει η Ειρήνη Δασκιωτάκη

Παρασκευή απόγευμα, μόλις είχε σχολάσει από τη δουλειά, είχε έτοιμες τις αποσκευές από το προηγούμενο βράδυ, τις πήρε και κατευθύνθηκε στο σιδηροδρομικό σταθμό…

Κόσμος λιγοστός

Τα τρένα δεν είναι πλέον ο καλύτερος τρόπος για να ταξιδεύει κανείς αφού τα δρομολόγια μειώθηκαν και ο χρόνος του Σαββατοκύριακου είναι πολύ σημαντικός…

6:15! Έπρεπε να είχε έρθει…

Περίμενε 10 λεπτά, στη συνέχεια μπήκε μέσα για να ρωτήσει

Θα έχει καθυστέρηση, της είπανε, περίπου μισή ώρα.

Έγινε ένα ατύχημα.

Ακόμη δεν έχουμε ενημερωθεί γι’ αυτό!

Ο καιρός ήταν γλυκός.
Τελευταία μέρα του Φλεβάρη.

Κάθισε στο παγκάκι έξω, έβγαλε ένα βιβλίο, προσπάθησε να διαβάσει.

Αδύνατον!

Οι σκέψεις της διαχέονταν διαρκώς…

Προχθές στη δουλειά ο προϊστάμενος της την πίεσε να βγάλει κι άλλη δουλειά, λίγη ώρα πριν σχολάσει…

Υπερωρία απλήρωτη…

Πέρασαν  5 χρόνια… Ακόμη να πάρει αύξηση.

Η υπόσχεση του εργοδότη για μελλοντική αύξηση στην πρώτη τριετία, έμεινε υπόσχεση…

Εκείνος ο συνάδελφός της που έπιασε δουλειά πριν δύο χρόνια στην εταιρεία, αν και με λιγότερα τυπικά προσόντα, την πήρε τελικά την αύξηση που ζήτησε με την καινούργια χρονιά!

Αχ! μαμά μου, πόσο μου λείπεις!

Από τα Χριστούγεννα έχω να σε δω!

Τις σκέψεις της διέκοψε ένα γάβγισμα.

Ένας σκυλάκος αδέσποτος γάβγιζε μια γάτα, αδέσποτη κι αυτή, που έτρεξε γρήγορα και κάπου  κρύφτηκε μάλλον, αφού ο σκύλος άλλαξε διάθεση και κουνώντας την ουρά του ναζιάρικα, κοιτώντας την με εκείνα τα μεγάλα, ζεστά  και παρακλητικά του μάτια, την πλησίασε.

Ήρεμος και φιλικός ήταν.

Πεινούσε μάλλον…

Έβγαλε από την τσάντα της το σάντουιτς που είχε για το ταξίδι και του το έδωσε.
Το καταβρόχθισε, εννοείται!

Μετά έγινε κολλητήρι…

Ήλπιζε ο κακομοίρης ότι θα είχε και συνέχεια…

Ένας ηλικιωμένος άντρας γύρω στα 80, που ψιλοκούτσαινε και κρατούσε μπαστούνι, παρατηρούσε τη σκηνή. Υπέρβαρος και με κόκκινο πρόσωπο, έβριζε μέσα από τα δόντια του και όταν  το καημένο το ζωντανό πέρασε από δίπλα του, του έδωσε μια γερή μπαστουνιά!

Το γάβγισμα του μαχαιριά…

Πόνεσε το καημένο.

«Γιατί το χτυπήσατε, φώναξε!

Σας έκανε κάτι;»

Απάντηση δεν πήρε…

Μόνο ένα …

“Γιατί δεν του παίρν’ς σπίτι σ’;”

Το γνωστό επιχείρημα όλων αυτών που χωρίς συνείδηση θα μπορούσαν να εγκαταλείψουν άνετα ένα ζώο στο πουθενά!

Και δε θα τάιζαν ποτέ ένα ταλαιπωρημένο αδέσποτο, ακόμη κι αν μπορούσαν να του μετρήσουν τα κόκκαλα…

Η ώρα ήταν 18.35…

Οι άνθρωποι που περίμεναν καθισμένοι στον εσωτερικό χώρο του κτιρίου, άρχισαν να βγαίνουν, σιγά σιγά.

Όλοι με ένα κινητό στο χέρι

Το βλέμμα απλανές, καθώς μιλούσαν με τους δικούς τους κι ενημέρωναν για την αργοπορία…

«Σε δέκα λεπτά μαμά, θα έρθει το τρένο.

Έτσι μας είπαν…»

Ξαφνικά ακούστηκε ένας θόρυβος …

Τινάχτηκε επάνω …

Κάτι πιτσιρίκια πετάξανε κροτίδες, φυσώντας σερπαντίνες και ντουντούκες χρωματιστές που στρίγγλιζαν.

Ένας με ποδήλατο πήρε σβάρνα μια μικρή νταμιτζάνα με τσίπουρο που ήταν δίπλα στα μπαγκάζια ενός ζευγαριού από την Αλβανία.
Έπεσε στις ράγες , έσπασε,  μέθυσε ο αέρας και καθάρισαν τα σίδερα…

Οι πέτρες γυάλισαν.

Όλοι σχεδόν πήγανε να δούνε …

Ο έφηβος ποδηλάτης, ζήτησε μια γρήγορη συγνώμη που την ξεφορτώθηκε κι έφυγε προς τον δρόμο, κάνοντας σούζες…

Σηκώθηκε και πήγε προς το ζευγάρι…

Να βοηθήσει να μαζέψουν τα κομμάτια της σπασμένης νταμιτζάνας…

«Κρίμα, είπανε!

Ήταν δώρο από τ’ αφεντικό.

Δουλεύαμε χρόνια στα χωράφια του …

Τώρα γέρασε…

Όμως κάθε χρόνο κάνει το τσίπουρο.

Αυτό το θέλει πολύ…

Αυτός δεν πίνει!

Το μοιράζει…

Το κάνει δώρο…»

Τι ώρα είναι τη ρώτησαν ;

Τα κινητά τους είχαν μείνει από μπαταρία…

«Το τρένο» είπαν και οι τρεις με ένα στόμα!

Ο ήλιος είχε δύσει από ώρα

Η νύχτα κατέβαινε θριαμβευτικά…

Μία λάμψη για ένα δευτερόλεπτο φώτισε τον ουρανό.

Μία περίεργη έξω κοσμική λάμψη…

Νόμιζε πως δεν την είδε.

Πώς έχει παραισθήσεις από την κούραση!
 
Όχι δε γίνεται…Δεν πάω καλά!

Μου φάνηκε, είπε φωναχτά.

«Τι»; Ρώτησε απορημένη μια κυρία που κρατούσε έναν τεράστιο, μοβ φάκελο με χαρτιά που όλο τα κοιτούσε, της έπεφτε από κανένα, το μάζευε και φτου κι απ’ την αρχή…
Φορούσε μαύρα και πρόσεξε κάποια στιγμή ότι πάνω στον φάκελο έγραφε με κεφαλαία γράμματα Μάρθη και δίπλα τον αριθμό 20.

«Τι είπατε;
Σε μένα μιλήσατε;»

Δεν έδωσε συνέχεια και εκνευρισμένη φανερά, πήγε μέσα για να μάθει από την υπάλληλο, πίσω από το γκισέ, τι στο καλό συμβαίνει;

Η υπάλληλος σοκαρισμένη με το τηλέφωνο στο αριστερό χέρι, και με το άλλο κρατώντας το μέτωπο της και με κλειστά μάτια επαναλάμβανε διαρκώς:

«Ποπό!

Τι λες τώρα!

Είσαι σίγουρος;

Σίγουρος είσαι;

Αχ , Θεέ μου

57;

57! 57!»

Δεν πρόλαβε να ρωτήσει.

Έκλεισε το τηλέφωνο κι άρχισε να φωνάζει

«57 νέοι άνθρωποι!

Ακούσατε;

57!

Δεν πάτε πουθενά!

Τρένο δε θα έρθει !

Άδικα περιμένετε!»

Βγήκε έξω.

Ο ήλιος είχε δύσει από ώρα

Η νύχτα κατέβαινε θριαμβευτικά…

Η κομψή κυρία με τον τεράστιο, μοβ φάκελο, φώναξε:

«Είπαμεεεε!
Ποτέ ξανά!

Δε θα φύγει κανείς!

Η νύχτα είναι μεγάλη, όμως θα περάσει!
Έρχεται ημέρα πιο μεγάλη που μεγαλύτερη δε θα έχετε δει και συθέμελα θα γκρεμιστούν τα τείχη…»

Δεν μπορούσε να καταλάβει, δεν ήθελε να καταλάβει, και η μαμά της την περίμενε και τι ακούει, τι συμβαίνει;
Είναι ξύπνια ή ονειρεύεται;

Προσπαθεί να σηκωθεί από το παγκάκι, μα είναι αδύνατον .

Ο σκυλάκος, νάτος πάλι…
Κάθισε δίπλα της, μπροστά στα πόδια της.
Ο ηλικιωμένος με το μπαστούνι του έδωσε μια και τον αποτελείωσε!
Η κυρία με τον φάκελο όρμησε απάνω του του πίεσε το κεφάλι κι αυτός άρχισε να μικραίνει, να μικραίνει μέχρι που έγινε τελεία.

Ξύπνησε κάθιδρη !
Κοίταξε την ώρα.
 Ώρα για δουλειά…

καλή εβδομάδα με υγεία!
Ει. Δα.


banner-article

Ροη ειδήσεων