Αυτό που δεν πήραν οι Αμερικανοί από τον Κώστα Καραμανλή (ούτε καν από τον Γιώργο Παπανδρέου που τον διαδέχτηκε ούτε από τις σαμαροβενιζελικές κυβερνήσεις των μνημονίων), το πήραν από τον Τσίπρα και τον Κοτζιά…
Τα θέματα εξωτερικής πολιτικής – δεν είναι μυστικό – προκαλούν αποστροφή στις πολιτικές δυνάμεις του τόπου. Τα κόμματα ασχολούνται συγκυριακά με τα «εθνικά θέματα» και μόνο αν κάποια «καυτή πατάτα» βρεθεί στα χέρια της κυβέρνησης, δίνοντας λαβή για άσκηση μικροπολιτικής κριτικής.
Η εν λόγω διαπίστωση αφορά κατά κύριο λόγο και εξίσου τα λεγόμενα κόμματα εξουσίας, δηλαδή τις πολιτικές δυνάμεις (Ν.Δ. – ΣΥΡΙΖΑ – ΠΑΣΟΚ) που κυβέρνησαν, κυβερνούν και φιλοδοξούν να ξανακυβερνήσουν. Και κινούνται στο εκκρεμές «υπευθυνότητα και ρεαλισμός» όταν βρίσκονται στην κυβέρνηση και «εθνικοπατριωτικός λαϊκισμός» όταν είναι στην αντιπολίτευση και στη γύρα για τα ψηφαλάκια που μπορεί να οδηγήσουν στην εξουσία.
Η αδυναμία αυτών των πολιτικών δυνάμεων να διαμορφώσουν άποψη και προτάσεις για ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής της χώρας, έτσι ώστε να προκληθεί πολιτική συζήτηση που θα μπορούσε να καταλήξει στη διαμόρφωση μιας εθνικής στρατηγικής, έχει να κάνει με το γεγονός ότι η εξωτερική πολιτική της χώρας καθορίζεται, αν δεν διαμορφώνεται απολύτως, από τους δεσμούς εξάρτησης των ελληνικών κυβερνήσεων από ξένα (αμερικανικά κατά κύριο λόγο) κέντρα αποφάσεων.
Παλιές αμαρτίες…
Η «νεκρανάσταση» της «υπόθεσης των Σκοπίων» μετά τις εθνικιστικές κορώνες της νέας Προέδρου της Βόρειας Μακεδονίας και οι αντεγκλήσεις που προκάλεσαν μεταξύ των ελληνικών κομμάτων μέσα στην τρέχουσα ευρω-προεκλογική περίοδο είναι ένα καλό παράδειγμα πώς ένα «εθνικό θέμα» μετατρέπεται σε πρόσχημα μικροκομματικής αντιπαράθεσης. Κι αυτό από όταν ξεκίνησε αυτή η υπόθεση, 30 χρόνια πριν…
Οι παλαιότεροι θυμούνται τα συλλαλητήρια τη δεκαετία του ’90, όταν τα κόμματα (Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ, Συνασπισμός) διαδήλωναν κάτω από το σύνθημα «το όνομά μας είναι η ψυχή μας», πουλώντας πατριωτισμό και οδηγώντας την υπόθεση των Σκοπίων σε ένα διπλωματικό αδιέξοδο…
Ο αείμνηστος Κάρολος Παπούλιας, υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης Παπανδρέου το 1993, σε τετ-α-τετ (και off the record) συζήτηση είχε περιγράψει ως εξής την πατριωτική πλειοδοσία του ΠΑΣΟΚ, που ως αντιπολίτευση ζητούσε από την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη «καμία υποχώρηση στο θέμα του ονόματος». Σύμφωνα με όσα μας είπε τότε (το 1993) ως υπουργός Εξωτερικών ο Κάρολος Παπούλιας, ο Ανδρέας Παπανδρέου «έπαιξε» με το Σκοπιανό για να εντείνει την πίεση και τη φθορά στην κυβέρνηση Μητσοτάκη. «Κάρολε, δεν βλέπεις, αγγίζουμε την πολυθρόνα της εξουσίας» ήταν η επωδός του Ανδρέα Παπανδρέου στις επισημάνσεις του πως η θέση απαλοιφής του όρου Μακεδονία και των παράγωγων της λέξης από το όνομα του κράτους των Σκοπίων οδηγεί σε αδιέξοδο…
Τι ακολούθησε είναι γνωστό: η Ενδιάμεση Συμφωνία Αθηνών – Σκοπίων υπό την πατρωνία των ΗΠΑ όταν το ΠΑΣΟΚ ήρθε στην εξουσία (1993) και οι Αμερικανοί εντεταλμένοι ανακοίνωσαν/διάβασαν ταυτόχρονα το κείμενο (ο Χόλμπρουκ το διάβασε έξω από το σπίτι του Παπανδρέου) «θεσμοθετώντας» με αυτόν τον τρόπο την αμερικανική διαχείριση της εκκρεμότητας.
Η επόμενη ελληνική κυβέρνηση της Ν.Δ. του Κώστα Καραμανλή (2004) δεν ενέδωσε στην ασφυκτική αμερικανική πίεση για ένταξη των Σκοπίων (υπό την προσωρινή της ονομασία FYROM) στο ΝΑΤΟ σε μια θυελλώδη σύνοδο κορυφής της Συμμαχίας στο Βουκουρέστι.
Οι… επίμονες ΗΠΑ
Αυτό που δεν πήραν οι Αμερικανοί από τον Κώστα Καραμανλή (ούτε καν από τον Γιώργο Παπανδρέου που τον διαδέχτηκε ούτε από τις σαμαροβενιζελικές κυβερνήσεις των μνημονίων), το πήραν από τον Τσίπρα και τον Κοτζιά με το «κομψοτέχνημα» της Συμφωνίας των Πρεσπών, η οποία, όπως αποδεικνύεται, λειτούργησε άψογα για την επίτευξη των αμερικανικών επιδιώξεων (ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ), χωρίς ωστόσο να κλείσει οριστικά και τελεσίδικα το θέμα, όπως φαίνεται μετά το πρόσφατο εκλογικό αποτέλεσμα στη γειτονική χώρα, το οποίο περιγράφει εύγλωττα ο αυτοπροσδιορισμός της νέας «Προέδρου της Μακεδονίας» – «σκέτο».
Η σημερινή κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη αντιμετώπισε τη Συμφωνία των Πρεσπών του Τσίπρα/Κοτζιά όπως είχε αντιμετωπίσει ο Ανδρέας Παπανδρέου ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης τις προσπάθειες (1992) της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη να καταλήξει εγκαίρως σε έναν συμβιβασμό.
Ό,τι πει η Ουάσιγκτον
Όταν τελικά κάθισε στην πολυθρόνα της εξουσίας ο Κυριάκος Μητσοτάκης αποδέχτηκε σιωπηρά τη Συμφωνία των Πρεσπών, έστω κι αν απέφυγε να κυρώσει τα τρία πρωτόκολλα που τη συνοδεύουν.
Δεν θα ήταν, άλλωστε, η κυβέρνηση που οδήγησε τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις στο υψηλότερο επίπεδο της ιστορίας τους (όπως επανειλημμένα έχουν δηλώσει Αμερικανοί και Έλληνες αξιωματούχοι) αυτή που θα δημιουργούσε προβλήματα στα σχέδια της Ουάσιγκτον στην περιοχή. Άλλωστε, οι όροι αυτών των εξαιρετικών ελληνοαμερικανικών σχέσεων είχαν δρομολογηθεί επί κυβέρνησης Τσίπρα, η οποία προετοίμασε στους τελευταίους μήνες της θητείας της τη νέα ελληνοαμερικανική στρατιωτική συμφωνία (για βάσεις παντού στην ελληνική επικράτεια), η οποία ήταν και η πρώτη διεθνής συμφωνία που υπέγραψε αναλαμβάνοντας την κυβέρνηση ο Μητσοτάκης…
Ανεπίδεκτοι μαθήσεως
Τώρα, μετά το εθνικιστικό κρεσέντο της νέας Προέδρου της Βόρειας Μακεδονίας ο Μητσοτάκης υπερασπίζεται τη Συμφωνία των Πρεσπών και απειλεί πως η μη τήρησή της από τα Σκόπια θα κόψει τον δρόμο αυτής της χώρας προς την Ε.Ε.
Γνωρίζει, προφανώς, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, όπως και οι κύριοι Στέφανος Κασσελάκης του ΣΥΡΙΖΑ και Νίκος Ανδρουλάκης του ΠΑΣΟΚ, ότι οι εν λόγω απειλές (περί φραγμού του δρόμου της Β. Μακεδονίας στην Ε.Ε.) είναι χωρίς αντίκρισμα για τον απλούστατο λόγο ότι η εν λόγω χώρα απέχει δεκαετίες από το να φτάσει στην πύλη της εισόδου.
Αυτό που επίσης γνωρίζουν και οι τρεις πολιτικοί αρχηγοί είναι πως η γειτονική χώρα βρίσκεται στο ΝΑΤΟ, άρα και το πρόβλημα της ονομασίας/ταυτότητας των βόρειων γειτόνων παραμένει προς διαχείριση ή εκμετάλλευση σε αμερικανικά χέρια, γεγονός που κανείς τους δεν τολμά να αμφισβητήσει.
Αυτό ωστόσο που και οι τρεις δεν φαίνεται να αντιλαμβάνονται είναι πως ο πολιτικός καιροσκοπισμός υπονομεύει κάθε πιθανότητα οικοδόμησης εθνικής θέσης, γεγονός που επιτρέπει στους Αμερικανούς «διαχειριστές» του προβλήματος να το αξιοποιούν κατά το δοκούν, συντηρώντας αιωνίως τους δεσμούς εξάρτησης και υποτέλειας της χώρας…