Βέροια Βιβλίο Πολιτισμός Τοπικά

Βέροια – ΑποΜνημοΝεύματα της Μνήμης: “Χαράλαμπος Λευκόπουλος” – “Ο μπαρμπα-Χρήστος & ο γιατρός Γιάννης Ιωακειμίδης” / γράφει ο Στέφανος Ιωακειμίδης

“Χαράλαμπος Λευκόπουλος”

ΜΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΔΟΧΗ ΤΟΥ «ΧΩΡΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ»

Στέφανος Ιωακειμίδης

Εδώ και καιρό ήθελα να διηγηθώ κάποια περιστατικά από τη ζωή ενός παλιού συμμαθητή μου, και η πρόσκληση του Γιάννη Ναζλίδη να συμμετάσχω στην παρούσα έκδοση μου δίνει την ευκαιρία που ζητούσα.

Πρόκειται για τον Χαράλαμπο (Μπάμπη) Λευκόπουλο (πρόσφατη φωτογραφία δίπλα): δεν είναι κάποιος επιφανής, αλλά είναι γνωστός σε πολλούς ανθρώπους της ηλικίας μου. Σήμερα ζει στη Γερμανία.

Στο κείμενο που ακολουθεί ο Μπάμπης έχει ελέγξει αποκλειστικά και μόνο την ακρίβεια των βιογραφικών στοιχείων. Κατά τα άλλα το κείμενο αποτυπώνει τις δικές μου παραστάσεις και αναμνήσεις που είχα από την παιδική ζωή του και αναδεικνύει κάποια σημαντικά για τον ίδιο στοιχεία, όπως τα κατανόησα από τις συζητήσεις που κάναμε κατά καιρούς, καθώς και από τη συνολική εικόνα ζωής που έχω για τον άνθρωπο αυτόν. Δεν έχω σκοπό να τον ηρωοποιήσω, εξάλλου δεν είναι κάτι που ο ίδιος επιθυμεί. Απεναντίας, θέλω να αναδείξω όσο μπορώ, σαν μάθημα ζωής, πώς η προσφορά μικρής έστω βοήθειας που δίνεται με αγάπη μπορεί να σώσει μια ψυχή και έναν καλό χαρακτήρα από καταστροφή. Ο Μπάμπης (τότε τον φωνάζαμε Λάμπη) ήταν συμμαθητής μου από την πρώτη τάξη στο Δημοτικό Σχολείο (1955), και γειτονόπουλο. Τα σπίτια μας χώριζε ένα στενό αδιέξοδο δρομάκι (σήμερα δεν είναι αδιέξοδο), κάθετο στην οδό Βικέλα, καθώς και η μικρή αυλή στο παρεκκλήσι του Αγίου Κωνσταντίνου. Στην αυλή αυτή, καθώς και στην αυλή του σπιτιού μου, που ήταν δίπλα, παίζαμε παρέα.

Σε κάποιο από τα παιγνίδια μας, συνέβη ένα γεγονός, που είναι το πρώτο που θυμάμαι από μία σειρά θλιβερών και σκληρών γεγονότων, μαρτυρίων στην κυριολεξία, που σημάδεψαν τη ζωή του στην τρυφερή του ηλικία. Ακόμη βλέπω ζωντανά στη μνήμη μου τη θετή του μητέρα να τον ξυλοκοπεί με απίστευτη αγριότητα, ενώ παίζαμε, χωρίς να υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος (για νουθεσία ίσως, γιατί τόλμησε να βγει από το σπίτι του).

Ο Μπάμπης γεννήθηκε το 1947 και, σε ηλικία 4,5 ετών, παραδόθηκε από τη βιολογική του μητέρα σε ένα ίδρυμα, τον «Άγιο Στυλιανό» στη Θεσσαλονίκη, για υιοθεσία από τρίτους. Υιοθετήθηκε το 1951, μετά από αίτηση των θετών του γονιών. Από ό,τι μου έχει πει ο Μπάμπης που ερεύνησε την οικογενειακή του προέλευση, οι διαδικασίες ήταν συνοπτικές, και πολύ πιθανόν χωρίς έλεγχο της επάρκειας και καταλληλότητας των θετών γονέων. Ο θετός πατέρας του καταγόταν από τη Ρωσία, ένας καλόβολος αλλά άβουλος άνθρωπος. Η θετή μητέρα του, που καταγόταν από την Κρήτη, είχε ζήσει στην Αμερική (υιοθετημένη από μικρή). Και οι δύο είχαν λίγες γνώσεις της ελληνικής γλώσσας, και ήταν ήδη αρκετά ηλικιωμένοι όταν έγινε η υιοθεσία. Οι θετοί γονείς του εγκαταστάθηκαν στη Βέροια το 1952 και ο πατέρας του λειτουργούσε ένα περίπτερο.

Σε ηλικία 10 ετών ο Μπάμπης έφυγε από το σπίτι του για να γλιτώσει από την κακομεταχείριση που υφίστατο. Δεν θυμάμαι να τον αναζήτησε ποτέ και συστηματικά κάποιος από το σπίτι του ή τις κρατικές υπηρεσίες.

Βέροια: Σελίδες από τα “ΑποΜνημοΝεύματα της μνήμης” κάθε Κυριακή πρωί στη Φαρέτρα

Πού κοιμόταν;

Σύγχρονος Γαβριάς, κοιμόταν όπου έβρισκε μη κατοικημένο χώρο, σε χαλάσματα παλιών σπιτιών γύρω από τη γειτονιά Μακαριώτισσα (για όσους γνωρίζουν τη Βέροια). Συχνά κοιμόταν σε έναν αχυρώνα ο οποίος τότε βρισκόταν απέναντι από το Γυμνάσιο Αρρένων που επίσης στέγαζε και το 1ο Δημοτικό Σχολείο, όπου ήμασταν μαθητές. (Ο αχυρώνας ήταν χώρος με παχνιά, που οι επισκέπτες χωρικοί άφηναν τα ζωντανά τους όταν έρχονταν στη Βέροια για δουλειές). Ο αχυρώνας είχε δεμάτια άχυρο και ήταν ζεστός, όχι όμως αρκετά ζεστός για τη βαρυχειμωνιά της Βέροιας. Αναφέρω ένα περιστατικό που το έζησα στην Έκτη Δημοτικού. Ο διευθυντής του σχολείου, μια μέρα, καταχείμωνο, ύστερα από κάποια πληροφορία, έστειλε δύο συμμαθητές μου, οι οποίοι έφεραν σηκωτό τον Μπάμπη από τον αχυρώνα. Ήταν ελαφρά ντυμένος και κυριολεκτικά ξυλιασμένος από το κρύο, με δυσκαμψία στα χέρια και τα πόδια. Τον έβαλαν δίπλα στη σόμπα της τάξης για να ζεσταθεί και να συνέλθει. Η έκφραση στο πρόσωπό του έδειχνε, πέρα από τη φυσική ταλαιπωρία, φόβο και απελπισία, μην τυχόν και επιστρέψει αναγκαστικά στο σπίτι του. Ακόμη και σε αυτήν την κατάσταση ήθελε να φύγει από την τάξη (η συνέχεια δόθηκε στο γραφείο του διευθυντή, δεν ξέρω την εξέλιξη).

Πώς εξασφάλιζε την επιβίωσή του;

Ουδέποτε ζητιάνεψε, αλλά έκανε ό,τι δουλειά μπορούσε: φόρτωνε βαλίτσες στις οροφές των τότε λεωφορείων των ΚΤΕΛ, έκανε τον λούστρο, και πουλούσε κουλούρια με αμοιβή ένα κουλούρι, αν κατάφερνε να πουλήσει όλο το ταψί με 100 κουλούρια.

Ποιες ήταν οι συναναστροφές του;

Ήταν ανύπαρκτες, και ο ίδιος εθεωρείτο απόβλητος. Γονείς απέτρεπαν τα παιδιά τους να συγχρωτίζονται με το «αλητάκι», ενώ συνομήλικοί του του είχαν βγάλει άθλια παρατσούκλια, λες κι έφταιγε ο ίδιος για την κατάστασή του. Περιφρόνηση σχεδόν από παντού. Η φυσική του επιβίωσή, σε αυτήν την ηλικία και κάτω από αυτές τις συνθήκες, εξακολουθεί για μένα να είναι ένα θαύμα.

Όλα αυτά ήταν γνωστά στην τοπική κοινωνία, αλλά η αντίδραση και η αρωγή από την επίσημη Πολιτεία ήταν ανεπαρκής (ή τουλάχιστον σκόνταφτε σε κάθε είδους γραφειοκρατικά εμπόδια). Μάλιστα, είχαν ακουστεί και γνώμες που υποστήριζαν σαν λύση τον εγκλεισμό του σε αναμορφωτήριο (!), δηλαδή από τη μία δυστυχία σε μία άλλη.

Η ζωή του κάπως ομαλοποιήθηκε όταν βρήκε, για ένα διάστημα τεσσάρων ετών, μία σταθερή δουλειά εξασφαλίζοντας έτσι ένα μικρό εισόδημα, που τερματίστηκε το 1966, έπειτα από αλλαγές που έγιναν στον οργανισμό όπου δούλευε.

Ήταν τότε σε στρατεύσιμη ηλικία. Υπηρέτησε τη θητεία του, και μη βλέποντας άλλη διέξοδο, έφυγε το 1970 στη Γερμανία, έχοντας σύμβαση εργασίας, στο πλαίσιο διακρατικής συμφωνίας Ελλάδας-Γερμανίας. Εργάστηκε ως εργάτης σε εργοστάσιο, και άρχισε να κάνει κανονική ζωή. Παντρεύτηκε, και έχει δύο κόρες και δύο εγγόνια. Τώρα είναι συνταξιούχος.

Εδώ τελειώνω την αφήγηση της παιδικής ηλικίας που θα μπορούσε να τροφοδοτήσει βιβλίο ολόκληρο. Δεν θα μακρηγορήσω περισσότερο, πιστεύω ότι έδωσα επαρκώς το στίγμα του περιβάλλοντος. Απεναντίας, θέλω να σταθώ σε κάποια σημεία που ο ίδιος, στις συζητήσεις που κατά καιρούς κάνουμε, και αποστασιοποιημένος πλέον από την αθλιότητα της παιδικής ηλικίας, τα αξιολογεί πολύ σημαντικά, γιατί του έδωσαν κουράγιο και κυρίως σημεία αναφοράς, που στήριξαν προς το θετικό τη ζωή του, όσο ήταν μικρό παιδί.

Αυτό αφορά κάποιους λίγους ανθρώπους, που νοιάστηκαν με πραγματικά ενεργό τρόπο για την περίπτωσή του. Η καλή του νεράιδα βρέθηκε κυρίως στο πρόσωπο της δασκάλας Γιόλας Χατζηδημητρίου. Τον βοήθησε με πολλούς τρόπους, όπως να βρει δουλειά και, το πιο σημαντικό όπως λέει ο ίδιος, με το να του δίνει τακτικά συμβουλές σε πολλά θέματα. Η Γιόλα αντιστάθηκε σθεναρά σε κάθε ιδέα εγκλεισμού του σε αναμορφωτήριο και έδωσε δικαστικό αγώνα, αλλά χωρίς επιτυχία, για την ακύρωση της υιοθεσίας, με σκοπό την τοποθέτησή του ως οικότροφου σε τεχνική σχολή στη Θεσσαλονίκη.

Φεύγοντας από την Ελλάδα, ο Μπάμπης δεν έριξε πέτρα πίσω του απαρνούμενος κάθε σχέση με το περιβάλλον που τόσο άσχημα του φέρθηκε. Κράτησε ζωντανούς τους δεσμούς με ανθρώπους που, όπως επανειλημμένα μου λέει, τους έχει βαθιά στην καρδιά του, και πολύ ψηλά στην ψυχή του. Ανθρώπους που του έδειξαν αγάπη και τον έκαναν να αισθάνεται ότι μπορούσε κατά κάποιο τρόπο να «ανήκει» σε οικογένεια, κάτι που τόσο πολύ του έλειψε, έστω και σαν όχι κανονικό μέλος. Τη Γιόλα την επισκεπτόταν κάθε φορά που ερχόταν στη Βέροια. Ανάμεσα στους ανθρώπους που μνημονεύει εμφατικά είναι η μητέρα μου (Δήμητρα Ιωακειμίδου), για το ότι τον αποδέχτηκε και του έδωσε όποτε μπορούσε μητρικό χάδι και στοργή (καθώς και ρούχα, κάτι που το έμαθα τελευταία από τον ίδιο). Ο Μπάμπης τής έστελνε ανελλιπώς ευχές στη γιορτή της (η μητέρα μου ζούσε πλέον στην Αθήνα). Επίσης, είναι και μία θεία μου, η Μάγδα Ναζλίδου, που ζούσε γειτονικά στην περιοχή που ο Μπάμπης «κατοικούσε» και του προσέφερε φαγητό. Την επισκεπτόταν κάθε φορά όταν ερχόταν στη Βέροια όσο η θεία μου ζούσε.

Με τον Μπάμπη επικοινωνώ μέσω Skype, και αρκετές φορές συζητάμε παλιά γεγονότα από την παιδική του ζωή. Βέβαια, δεν περιοριζόμαστε μόνο σε αυτό, κάνουμε και πολιτικές συζητήσεις, κυρίως για τη Γερμανία.

Στις συζητήσεις μας δεν διακρίνω κακία ή πικρία για τα όσα πέρασε. Στωικά δέχτηκε την κατάστασή του και δεν αναφέρεται στις κακουχίες που υπέστη, παρά μόνο σαν απλά γεγονότα ζωής που του συνέβησαν. Τον ίδιο ποτέ δεν τον άκουσα να καταφέρεται εναντίον των θετών του γονιών, μιλάει με συγκατάβαση γι’ αυτούς. Απεναντίας, αυτό που κάθε φορά μου τονίζει είναι η ευγνωμοσύνη του στους ανθρώπους που τον βοήθησαν, και κυρίως το πόσο σημαντική υπήρξε η έστω και μικρή συμπαράσταση που του δόθηκε και τον στήριξε στα δύσκολα παιδικά του χρόνια. Αναφέρω ένα και μόνο παράπονο που εξέφρασε για την παιδική του ηλικία. Σε ένα γράμμα του από τη Γερμανία μάς έγραψε ότι δεν θα μπορούσε να έχει αξιόλογη επαγγελματική εξέλιξη λόγω ανεπάρκειας στη γερμανική γλώσσα. Εμπόδιο στη σωστή εκμάθηση της γερμανικής ήταν η ανεπαρκής του γνώση της ελληνικής γλώσσας (γραμματική και συντακτικό), ώστε να στηριχτεί σε αυτήν τη γνώση και να προοδεύσει στα γερμανικά.

Για μένα και για τους παλιούς γνωστούς μου που τον γνώρισαν η περίπτωση του Μπάμπη είναι ένα μάθημα ζωής. Όλοι συμφωνούν ότι κάποιος άλλος στην περίπτωσή του, άστεγος από μικρή ηλικία, χωρίς οικογενειακή επιτήρηση και καθοδήγηση, θα μπορούσε να έχει εξελιχθεί σε ένα αντικοινωνικό στοιχείο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Εδώ όλοι συμφωνούν ότι σίγουρα ο Μπάμπης είναι αυτό που λέμε «καλή πάστα» ανθρώπου, και αυτό έπαιξε σημαντικό ρόλο στο να αποτρέψει μια αρνητική εξέλιξη στη ζωή του. Επιπλέον, σε αυτό συνέβαλε και μια ισχυρή θέληση για επιβίωση.

Διερωτώμαι όμως αν αυτά από μόνα τους επαρκούν.

Και εδώ έρχεται το μάθημα που παίρνω από τον Μπάμπη: δεν είναι τόσο ο αγώνας της ζωής του, αλλά κάτι πιο σημαντικό: μεγαλωμένος χωρίς οικογένεια, είναι ζωντανό παράδειγμα που δείχνει το πώς μια ανθρώπινη συμπαράσταση από τρίτους, όταν αυτή η προσφέρεται ειλικρινά, με αγάπη και χωρίς υπεροψία, γίνεται αποδεκτή και πολύτιμη από τον αποδέκτη και του δίνει δυνάμεις. Αυτή η συμπαράσταση αποδεικνύεται (τουλάχιστον στην περίπτωση του Μπάμπη) ισχυρότερη από κάθε εισπραττόμενη αδικία και κακία, κρατάει όρθια μια ψυχή και αναδεικνύει την «καλή πάστα» ενός ανθρώπου σε αντίξοες συνθήκες.

———————————-

Ο μπαρμπα-Χρήστος & ο γιατρός Γιάννης Ιωακειμίδης

Για πρώτη φορά αντιλήφθηκα την ύπαρξη του μπαρμπα-Χρήστου σε ηλικία περίπου 10 χρόνων (τώρα είμαι 70+), όταν ένα απόγευμα, μπροστά από το σπίτι μου, ένα τσούρμο παιδιά είχαν πάρει στο κατόπι ένα γεροντάκι που προσπαθούσε να τα απωθήσει με το μπαστούνι του, εκφοβίζοντάς τα με την κραυγή «μπρρρρρ».

Όσο τον θυμάμαι φορούσε πάντα σακάκι και κασκέτο, και περπατούσε με δυσκολία, σε κατάσταση φυσικής αδυναμίας (λόγω γηρατειών, αν και κάποιοι λέγανε λόγω ποτού), με συνοδεία «ακολούθων», που την αποτελούσαν πιτσιρίκια ηλικίας γύρω στα 10-11. Αυτή η συνοδεία τον πείραζε με διάφορους τρόπους (παρατσούκλια, τράβηγμα από τα ρούχα, πέταγμα από πετραδάκια) προσπαθώντας να προκαλέσουν την κραυγή «μπρρρρρ». Και όταν το κατάφερναν, ξεσπούσανε σε ασυγκράτητα γέλια.

Μου είναι άγνωστα τα οικογενειακά του στοιχεία, ίσως άλλοι πιο παλιοί από μένα να γνωρίζουν περισσότερα. Ο μπαρμπα-Χρήστος δεν ήταν ο μόνος «γραφικός» τύπος που υπέμενε τέτοια γελοιοποίηση και χλευασμό. Ωστόσο, ήταν ο μόνος απ’ ό,τι θυμάμαι, για τον οποίο γράφτηκε ένα τραγούδι (ο συνθέτης είναι άγνωστος), που τραγουδούσαν οι «ακόλουθοι», με τους εξής στίχους:

«Μπάρμπα Χρήστο, με
τα κορίτσια σου με πειράζουνε,
θα τα δώσω εγώ
σκουλαρίκια και
δαχτυλίδια εγώ».

Στη γειτονιά μου, στην οδό Βικέλα, το πέρασμα του μπαρμπα-Χρήστου, συνήθως απόγευμα, ήταν το γεγονός της ημέρας για μάζωξη των πιτσιρικιών και το σχετικό «γλέντι». Ένα τέτοιο απόγευμα, με τη φασαρία που γινόταν, βγήκε ο πατέρας μου (ο γιατρός Γιάννης Ιωακειμίδης) από το γραφείο του, παρατήρησε τη σκηνή και με ήπιο αλλά επιτιμητικό ύφος απευθύνθηκε κυρίως σε μένα, αλλά αρκετά φωναχτά, ώστε να το ακούσουν και τα άλλα παιδιά. Μας είπε: «Γιατί πειράζετε τον κύριο Χρήστο;». Έμεινα κόκαλο. Θα περίμενα κάποια νουθεσία της μορφής «να αποφύγεις πράγματα που θα σε φέρουν σε τέτοια κατάντια» ή τέλος πάντων κάτι παρόμοιο, αλλά αντ’ αυτού «κύριος Χρήστος;» Πώς μπορεί ένα αντικείμενο χλευασμού να είναι κύριος; Προσπάθησα να αιτιολογήσω, χωρίς βέβαια επιτυχία, τη συμπεριφορά μου και των άλλων παιδιών.

Και από τότε τα πράγματα άρχισαν να παίρνουν άλλη διάσταση. Με κυρίευσε αρχικά ένα αίσθημα ντροπής και είδα διαφορετικά αυτόν τον ανυπεράσπιστο άνθρωπο, και κυρίως την ανάγκη του για αξιοπρέπεια και σεβασμό.

Το τσούρμο διαλύθηκε και από τότε δεν θυμάμαι άλλο τέτοιο επεισόδιο.

banner-article

Ροη ειδήσεων