Αναγνώστες Κοινωνία

“Το παιδί με το τραυματισμένο όνειρο”

Σοφία Παυλίδου*

Είμαι εγώ που σου μιλώ, το παιδί με το τραυματισμένο όνειρο. Ώρες, μέρες και νύχτες σεργιάνισα με τα αίματα στα πόδια μου και στην καρδιά μου. Χτύπησα την πόρτα τ’ ουρανού μα κανένας δεν μου άνοιξε. Σφαλιστές, σιδερένιες, βαριές οι πόρτες σ’ ένα παιδί με τραυματισμένο  όνειρο.

Και σήμερα, μονάχος μου πέρασα τη νύχτα. Δε με φοβίζουν πια οι νύχτες. Δυνάμωσα μέσα απ’ αυτές. Μον’ η φωνή της μαμάς μου, μου λείπει, που δεν αντηχεί παρά μόνο στην καρδιά μου. Από ‘κει ακούγεται καθαρός ο ήχος της γλυκιάς φωνής της, καθαρή η προσευχή και η προτροπή της. Χαμογέλασε, μαμά. Καλά είμ’ εδώ. Καλα! Έχω δυο φίλους στην παρακάτω γωνία που ακούμε τους ίδιους ήχους και έχουμε και το ίδιο μαξιλάρι τα βράδια. Τα χέρια μας πάνω στα τσιμέντα. Μαλάκωσαν και αυτά! Πιο καλά απ’ την αγκαλιά τ’ ανθρώπου. Αυτά ζεσταίνονται από μια στιγμή και μετά, σ’ αγκαλιάζουν, λυγάν. Πιο σκληρή η ανθρώπινη αγκαλιά. Καλά είμ’ εδώ μαμά. Δεν ακούω πια τις σειρήνες, δεν βλέπω κομμένα πόδια και χέρια. Δεν χρειάζεται να τα παραμερίσω για να περπατήσω. Τώρα βαδίζω σε αυλάκια με νερό κρύο. Τώρα η βροχή μουσκεύει τα ρούχα μου μαζί με τα σωθικά μου. Τώρα το χιόνι γίνεται ένα με τα πόδια μου, καθώς μπαίνει μέσα από τα σχισμένα παπούτσια μου.

Όμως καλύτερα! Καλύτερα απ’ τα άψυχα κορμιά που με έζωναν, για να έρθω στην αγκαλιά σου. Κάθε μέρα που περνά μου λείπεις και περισσότερο.

  • Θα συνηθίσεις, μου λένε. Πως μπορούν να το λένε αυτό; Να συνηθίσω; Την απελπισία, την ωμότητα, την άγρια δυστυχία. Σκληρή είν’ η γη, αφιλόξενες οι πατρίδες, αδιάφοροι οι άνθρωποι.

Κοιτάζω πίσω το σπίτι μας, χαλάσματα. Μέσα σε μια στιγμή. Χαλάσματα παντού τριγύρω. Η οικογένεια, η ελπίδα, η αντοχή … εγώ. Γίνηκα ένα με τα χαλάσματα. Και μετά ήρθαν τα κύματα. Μέσα σε ένα κύμα τόσες προσδοκίες, τόσα απατηλά, τραυματισμένα  όνειρα. Μα ζεις χωρίς τ’ όνειρο, ζεις!

Κάθε μέρα που περνάει με φέρνει πάλι πίσω. Δεν έχω πού να πάω. Μαζεύω κι εγώ τα σύνεργά μου, τον πόνο, το κρύο, την πείνα, τη στέρηση, την υπομονή. Γυρίζω στο σπίτι μου, στο χώμα. Όχι γιατί κουράστηκα, όχι. Μα … να … ο ήλιος βασίλεψε και δε θα με ψάξει κανείς. Είμαι αόρατος, αγνοημένος. Δεν έχω πατρίδα, οικογένεια, όνομα. Δε μου ανήκει τίποτα. Και το δρομάκι, που βγάζει στα πέτρινα μαξιλάρια μου, γεμάτο κραυγές και απόγνωση. Κάτι σαν πόλεμος. Κι εδώ πόλεμος. Πρήστηκαν τα πόδια μου από το περπάτημα. Χλώμιασα από πείνα. Με διώχνουν. Με σπρώχνουν, με προσπερνούν.

Άνθρωπος είμαι κι όλη η περιουσία μου ένα κομμάτι ψωμί κι ένα ξεσκισμένο πουκάμισο. Εδώ στοιβάζονται ανθρώπινα σκουπίδια και η στέρησή μου, η στέρησή μας, έχει γίνει πια κανονικότητα, από την οποία δεν ξεφεύγει κανείς. Σιωπηλή παραίτηση. Τώρα επιλέγει για μας η σιωπή, που κι αυτή σαν κραυγή είναι, ουρλιαχτό είναι. Μα … χάνεται πίσω από την οδυνηρή αδιαφορία. Κανένας δε με έβαλε να κοιμηθώ σε τούτο μαξιλάρι. Κανένας δε με έστειλε να θαλασσοπνιγώ στο Αιγαίο. Δεν είχα καμιά επιλογή. Ο πόλεμος, η πείνα, η φτώχεια, η εκμετάλλευση με ξερίζωσαν και μ’ έφεραν εδώ.

Δεν είμαι απειλή κανενός εγώ. Είμαι παιδί, όπως όλα τα παιδιά του κόσμου. Δε σου τρώω εγώ το ψωμί σου. Το ψωμί σου, τα σπίτια σου, τη ζωή σου δεν τα κλέβω εγώ. Μη με σκοτώνετε μέρα τη μέρα.

Είμ΄ένα παιδί. Σαν και τούτο που κοιμάται πάνω στο πέτρινο μαξιλάρι. Δεν χωράει πουθενά ένα παιδί σαν εμένα;

Μη με φοβάσαι. Με λίγες εκπνοές ακόμη, θα ξεψυχήσω. Κουράστηκα να μετρώ τις αναπνοές βαθιά μέσα στο στέρνο μου. Κουράστηκα να σκέφτομαι. Πώς θα φύγουμε τώρα; Πού θα πάμε; Ποιος θα μας δεχτεί;

Φοβάμαι. Φοβάμαι τους ανθρώπους που αλλάζουν πεζοδρόμιο σαν με βλέπουν. Φοβάμαι τους ανθρώπους που μου κλείνουν την πόρτα σαν καταφέρω και σταθώ στα πόδια μου. Φοβάμαι τα όνειρα που κάνω τα βράδια,εκείνα τα τρομακτικά κόκκινα όνειρα. Το ίδιο κάθε βράδυ. Κόκκινο σαν το αίμα και σιωπηλό σαν το θάνατο.

Ποτάμι το αίμα κι η σιωπή στην ίδια ροή, στον ίδιο ρυθμό, στο ίδιο πρόσωπο…

………………..

* Η Σοφία Παυλίδου είναι εκπαιδευτικός

 

 

 

banner-article

Ροη ειδήσεων