Απόψεις Ιστορία

Γιώργης Έξαρχος: “Ηδωνοί και Θεσσαλοί Κένταυροι”

Κένταυρος Χείρων διδάσκει τον Αχιλλέα
———-

Γιώργης Έξαρχος

Το παρόν δημοσίευμα ας θεωρηθεί Παράρτημα 2 στη σειρά «Βλαχολογικοί Ίαμβοι και Ανάπαιστοι», συμπλήρωμα στην όλη σχετική ύλη, και κρίνεται αναγκαίο μετά από τηλεφωνήματα αναγνωστών που έθεσαν το παρακάτω ερώτημα, ώστε να υπάρξουν κάποιες διευκρινίσεις. Ήδη, στο προηγούμενο δημοσίευμα εκθέσαμε το Ερώτημα Πρώτο, και την Απάντηση σε αυτό, οπότε στο παρόν περνούμε στο Ερώτημα Δεύτερο, και στην οφειλόμενη Απάντηση:

ΕΡΩΤΗΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ: Ποιες πηγές μαρτυρούν τη σχέση Ηδωνών – Θεσσαλών, από τους οποίους Ηδωνούς προέρχονται οι Γέτες, δίγλωσσοι όντες αυτοί, όπως ήταν και είναι ανέκαθεν οι νυν ετεροπροσδιοριζόμενοι ως Βλάχοι ή, αλλιώς, οι Αρμάνοι – Ελληνόβλαχοι των ελληνικών χωρών;

Απαντώ, λοιπόν, προσεχτικά, με βάση τα γραφόμενα των πηγών, αφού θυμίσω πρώτα ότι η πρώτη αναγραφή του ονόματος Γέτης/Γέτας, ως βασιλέας των Ηδωνών (λατινιστί: GETAS REX EDONUM), φαίνεται και σε νομίσματα που αποκάλυψε εδώ και δεκαετίες η αρχαιολογική σκαπάνη, και αναφέρω για παράδειγμα τα εξής δύο ασημένια οχτάδραχμα: 1. Ανδρική μορφή με την καυσία, που κρατά δύο δόρατα και οδηγεί ζυγό βοδιών. Γρ. ΓΕΤΑ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΗΔΩΝΑΝ, στις πλευρές εσοχής τετραγώνου, και υποδιαιρείται σε τέσσερα μέρη. AR. ΜΜ. Βάρος, 427 & ¾ γρμμάρια, πλάτος 1, n. 15. (Βρετανικό Μουσείο). 2. Εμπροσθότυπο, ίδιο με το προηγούμενο. Γρ. ΓΕΤΑΣ ΗΔΟΝΕΟΝ ΒΑΣΙΛΕΥΣ, στις πλευρές μιας εσοχής τετραγώνου. όπως το προηγούμενο. AR. ΜΜ. Βάρος, 417 & ¾ γραμμάρια, πλάτος 1, n . 16 (Βρετανικό Μουσείο).

Τα έχουμε παρουσιάσει και σε προηγούμενο δημοσίευμα. (Βλέπε:«Διαδρομές Αυτογνωσίας 3»).

Ας πάρουμε τώρα τα πράγματα με τη σειρά:

Οι πληροφορίες που μας μεταδίδονται από τους αρχαίους ιστορικούς για το αρχαίο κράτος της Θράκης είναι πενιχρές και ατελείς, για «μνημεία» τα οποία θα μπορούσαν να ρίξουν φως σε μια χώρα στην οποία κάποτε γιόρταζαν τόσο πολύ με κάθε ευκαιρία, και έτσι θα ήταν ικανά να δώσουν χρήσιμα στοιχεία για τον πρώιμο πολιτισμό αυτής της γεωγραφικής περιοχής, στοιχεία ιδιαίτερα πολύτιμα και για την εκτίμηση των όποιων σχετικών διαταραχών μπορεί να έχουν υπάρξει και να έχουν λάβει χώρα σε αυτήν, στη διαδρομή της.

Τα δύο ασημένια οχτάδραχμα, που φυλάσσονται στο Βρετανικό Μουσείο (και τα έχουμε ήδη δημοσιοποιήσει), θεωρούνται ως εξαιρετικά σημαντικά, καθότι αποτελούν «μνημεία» που σχετίζονται με τους Ήδωνες / Ηδωνούς, μια από τις θρακικές φυλές, που ανήκουν στις ιδιαίτερα γνωστές στην ιστορία και που μας «γνωρίζουν» έναν βασιλιά αυτού του λαού, ο οποίος παλαιότερα ήταν άγνωστος και ως εκ τούτου απαρατήρητος.

Είναι δύσκολο να προσδιοριστεί η ακριβής έκταση και τα όρια της χώρας που κατέχεται από τους Ηδωνούς, επειδή, όπως και άλλες θρακικές φυλές, δεν ήταν πολύ ακίνητοι, αλλά μετακινούνταν προς διάφορες κατευθύνσεις, ανάλογα με τις πιθανότητες που είχαν να χάσουν ή να κερδίσουν κάποιον πόλεμο. Όντας, με τους Πιερίους, στα πιο εξελιγμένα από όλα τα θρακικά φύλα στο πλευρό της «Ελλάδας», ήταν πιθανώς εκείνοι οι οποίοι, στα πρώτα χρόνια, διείσδυσαν μέχρι και την Φωκίδα, τη Βοιωτία και την Αττική,[1] όπου ορισμένοι από αυτούς ίδρυσαν και οικισμούς: εξ ου και η μεγαλύτερη φήμη των Ηδωνών και η συχνή χρήση του ονόματός τους από τους πρώτους Έλληνες ποιητές (π.χ. ο Σοφοκλής αναφέρει αυτούς στην Αντιγόνη), και τους συγγραφείς γενικότερα, για τον προσδιορισμό του συνόλου του «Θρακικού έθνους».

Όταν εκδιώχθηκαν οι Θράκες από τα νοτιοανατολικά μέρη της Ελλάδας, και επέστρεψαν πίσω, φαίνεται ότι επανήλθαν κουρασμένοι σε διαδοχικά στάδια σε περιοχές δίπλα στον Πηνειό ποταμό και στον Αξιό ποταμό, και ότι για μια αρκρτά μεγάλη περίοδο κατέλαβαν την την περιοχή Μυγδονία, από την οποία εκδιώχθηκαν από τους βασιλείς της Μακεδονίας,[2] λίγο καιρό πριν από τον Μακεδόνα βασιλιά Αλέξανδρο Α΄ (πέθανε το 454 π.Χ., ήταν Βασιλιάς της Μακεδονίας στα έτη: 498 -454 π.Χ.). Στους ιστορικούς χρόνους τους βρίσκουμε στην αριστερή όχθη του Στρυμόνα στα δυτικά, μέχρι τα όρια του Νέστου ανατολικά, έως τον ποταμό Αγγίτη, όπου οι Οδόμαντες στα βόρεια, και μέχρι τη θάλασσα και τους Πιέριους στα νότια. Δικές τους κύριες πόλεις ήταν η Μύρκινος, η Δάτος, η Δραβησκός, η Ηιών [γ. Ηιόνος, Είον ή Ίον], οι Εννέα-Οδοί ή Αμφίπολις, και, εκτός από διάφορες πεδιάδες μεγάλης γονιμότητας, κατείχαν τα πλούσια ορυχεία χρυσού και αργύρου στο όρος Παγγαίον, και στην Δάτο, στις Κρηνίδες και στη Σκαπτή-Ύλη, γνωστές για το ότι σε αυτές διαβιούσαν οι πιο παραγωγικές ηλικίες ανθρώπων, και οι οποίες στη συνέχεια παρείχαν στους Μακεδόνες βασιλείς τα μέσα δημιουργίας μιας τόσο εκτεταμένης αυτοκρατορίας .

Από τις πρώτες ιστορικές αναφορές αυτού του λαού, διαπιστώνουμε ότι υποτάχθηκε, με τις άλλες θρακικές φυλές, από τον Μεγάβαζο,[3] διοικητή του περσικού στρατού, μετά την υποχώρηση του Δαρείου από την εκστρατεία του κατά των Σκυθών. Εκείνος ο «πρίγκιπας», για να ανταμείψει τις υπηρεσίες του τύραννου Ιστιαίου της Μιλήτου, του παραχώρησε την πόλη και την επικράτεια της Μυρκίνου,[4] όπου εκεί εκείνος σχημάτισε οικισμό (το 507 π.Χ.), αλλά υποχρεώθηκε, αμέσως μετά, εκ νέου να επιστρέψει στα Σούσα. Μερικά χρόνια αργότερα, ο Αρισταγόρας, επίσης Μιλήσιος,[5] ο σχεδιαστής της ιωνικής εξέγερσης, υποχρεώθηκε να την εγκαταλείψει, κατέφυγε στη Μύρκινο, όπου σκόπευε να ιδρύσει αποικία, αλλά σκοτώθηκε σε μια ενέργειά του από τους Ήδωνες (το 497 π.Χ.).

Οι Αθηναίοι υπό τον Κίμωνα, έχοντας ολοκληρώσει την εκδίωξη των Περσών από τη Θράκη, κατέλαβαν το Είον, αποικία των Ερετριέων, στο στόμιο του Στρυμόνα, και το οχύρωσε με μεγάλη προσοχή, λόγω της σημαντικής του θέσης. Ως εκ τούτου, προσπάθησαν να ιδρύσουν αποικία στις Εννέα-Οδούς, τριάντα στάδια μακριά από το Είον, αλλά ηττήθηκαν με μεγάλη απώλεια από τους Ηδωνούς. Τριάντα δύο χρόνια μετά, έκαναν εκ νέου απόπειρα, αλλά ηττήθηκαν και πάλι από τους Ηδωνούς στη Δάτο ή στη Δραβησκό.[6]

Είκοσι εννέα χρόνια αργότερα (το 437 π.Χ.), οι Αθηναίοι, υπό τον Άγνωνα (υιό του Νικία), πέτυχαν και ίδρυσαν στην παραπάνω τοποθεσία φημισμένη πόλη, την Αμφίπολη.[7] Οι Ήδωνες/Ηδωνοί, ωστόσο, συνέχισαν να κατέχουν το μεγαλύτερο μέρος της χώρας, και την Μύρσινο/Μύρκινο, το ισχυρό τους κάστρο και πρωτεύουσα, που παρέμεινε στην κατοχή τους μέχρι τον θάνατο του βασιλιά τους Πιττακού,[8] ο οποίος δολοφονήθηκε από τους ανιψιούς του και τη σύζυγό του. Η Μύρσινος στη συνέχεια παραδόθηκε στον Βρασίδα, ο οποίος είχε ήδη καταλάβει την Αμφίπολη. Από αυτή την περίοδο και ύστερα δεν έχουμε άλλες αναφορές για τους Ηδωνούς, οι οποίοι, πιθανώς, όπως και πολλές άλλες θρακικές φυλές, ενσωματώθηκαν στη Σιθωνική αυτοκρατορία, έως ότου οι Ηδωνοί υποτάχθηκαν τελικά στον Φίλιππο, πατέρα του Μεγάλου Αλέξανδρου.

Τα δύο ασημένια οχτάδραχμα (του Βρετανικού Μουσείου), πιστοποιούν αναμφίβολα τον πλούτο και την χλιδή των Ηδωνών, όπως και την παροιμιώδη αφθονία[9] σε πολύτιμα μέταλλα που τους παρείχαν τα φημισμένα ορυχεία·και δείχνουν ταυτόχρονα ότι η ελληνική γλώσσα ήταν σε χρήση μεταξύ των. Ο δε τύπος των νομισμάτων των Ηδωνέων είναι ακριβώς ίδιος με αυτόν των Ορρησκίων ή Ορεστών: ένας άνδρας με καυσία[10] ή Μακεδονικό καπέλο, που παριστάνεται να κρατάει δύο ακόντια ή δύο δόρατα, και καθοδηγεί ένα ζευγάρι βοδιών.

Αν και είναι του ίδιου τρόπου και μορφής κατασκευής και της ίδιας ηλικίας και τα δύο αυτά νομίσματα, η επιγραφή στο ένα ΓΕΤΑ ΗΔΩΝΑΝ ΒΑΣΙΛΕΩΣ είναι στη Δωρική διάλεκτο ως μια πιο γενικευμένη περίπτωση· ενώ στο άλλο γράφει ΓΕΤΑΣ ΗΔΟΝΕΟΝ ΒΑΣΙΛΕΥΣ, σε ιωνική διάλεκτο και στην ονομαστική πτώση. Η χρήση του ωμέγα στο ένα, και η διατήρηση του αρχαιότερου όμικρον στο άλλο, είναι άξιο να επισημανθεί. Αυτές οι δύο παραλλαγές μπορούν να προκύψουν μόνο εάν ληφθεί υπ’ όψιν η ταυτόχρονη συνύπαρξη η που υφίστατο μεταξύ των Ηδωνών και των Ελλήνων αποίκων διαφορετικής προέλευσης, στις αποικίες τις οποίες  ίδρυσαν στη Θράκη.

Η ιστορία έχει καταγράψει το όνομα ενός μόνο βασιλιά των Ηδωνών, του Πιττακού, ο οποίος πέθανε το 432 π.Χ. Καθώς τα νομίσματα για τον Γέτα είναι μιας περισσότερο πρώιμης περιόδου, υπάρχει λόγος να πιστεύει κανείς ότι μπορεί να ήταν ο προκάτοχος εκείνου του βασιλιά. Η κατασκευή των νομισμάτων αναφέρεται στην εποχή του Αλέξανδρου Α’ της Μακεδονίας, ο οποίος βασίλεψε από το 500 έως το 454 π.Χ.

——————-

*Γιώργης Σ. Έξαρχος /  Συγγραφέας – Ερευνητής / Βιογραφικό

———————

Σημείωση Φαρέτρας: Όλα τα κείμενα / εργασίες του Γιώργη Έξαρχου μπορείτε να τα διαβάζετε κάνοντας κλικ στον σύνδεσμο ΕΔΩ

————————————-

Η εντυπωσιακή ομοιότητα των νομισμάτων των Ηδωνών, που περιγράφονται εδώ, με εκείνα των Ορρησκίων ή Ορρεσκίων, που περιγράφονται στο έργο Ancient coins of Greek Cities and Kings. London, 1831,[11] φαίνεται να υπονοεί γειτνίαση ή κάποια στενή σύνδεση μεταξύ των δύο εθνών. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η έδρα των Ορρησκίων ή Ορρεσκίων ήταν στο όρος Αίμος, όπου κατόπιν χτίστηκε η Αδριανούπολη,[12] εγκατάσταση που βρίσκεται πολύ μακριά και βόρεια από τη Μακεδονία και Ήπειρο, και απομακρυσμένη από τις άλλες ελληνικές παράκτιες πόλεις. Τα νομίσματα με την επιγραφή OPPHΣKION σχετίζονται με τους Ορέστες, που κατοικούσαν σε οικισμό μεταξύ Ηπείρου και Μακεδονίας (αλλά και Θεσσαλίας),[13] κάτι που προτάθηκε για πρώτη φορά από διάφορους αρχαιολόγους, όμως ιδιαίτερα από τον Mr Raoul-Rochette (1790-1854).[14]

Μια περίπτωση νομίσματος με αναπαράσταση των Κενταύρων, που εμφανίζεται μερικές φορές σε νομίσματα των Ορρησκίων, υπονοεί έναν λαό ο οποίος κατοικούσε στη Θεσσαλία ή συνδέθηκε με τη Θεσσαλία, χώρα που όλες οι αρχαίες παραδόσεις συμφωνούν να τη θεωρούν ως την έδρα αυτών των υπέροχων όντων, και επιβεβαιώνει έντονα την άποψη ότι οι Ορέσται ή Ορρήσκιοι, και οι οι Ηδωνοί, που έχουν όμοια νομίσματα με τους Ορέστες, είναι καταγωγής Θεσσαλικής, και κατ’ επέκταση τέτοιας καταγωγής είναι και οι προερχόμενοι από τους Ηδωνούς Γέτες. Έτσι μόνον εξηγείται η ύπαρξη των Κενταύρων και των ταύρων στα νομίσματα Ηδωνών και Γετών, ότι δηλ. είναι Θεσσαλικής προέλευσης λαοί Θρακών ή Θεσσαλοί Θράκες.

Ούτε οι άλλοι τύποι νομισμάτων των Ορρησκίων –οι πανομοιότυποι με εκείνους των νομισμάτων των Ηδωνών (που περιγράφονται εδώ)– είναι ξένοι προς τη Θεσσαλία, και ουσιαστικά είναι ίδιοι με αυτούς που παρατηρούνται συνήθως στα νομίσματα της Λάρισας, της Πέλιννας, της Φαρκαδόνας, της Τρίκκης, των Φερών και άλλων θεσσαλικών πόλεων,[15] και οι οποίοι αναπαριστούν έναν άνδρα με εθνική ενδυμασία, ο οποίος αρπάζει έναν ταύρο. Πρόκειται για θέμα εξ ολοκλήρου θεσσαλικό, και υπαινίσσεται το εθνικό πάθος των Θεσσαλών για το κυνήγι των ταύρων και για την προσπάθειά τους να θέσουν στην υποταγή τους τα πιο άγρια ζώα από αυτά, και να τα θέσουν κατόπιν υπό τον ζυγό στο άροτρο. Ο μύθος των Κενταύρων, και το όνομα που τους δόθηκε, στην πραγματικότητα, προήλθε, σύμφωνα με ορισμένους παλαιούς ετυμολόγους,[16] από αυτό το είδος κυνηγιού (από του κεντείν τους ταύρους),[17] ένα ιδιόρρυθμο είδος για τους Θεσσαλούς. Οι Εορδαίοι, φυλή που συνορεύει/γειτονεύει με τους Ορέστες, λέγεται ότι ονομάζονταν Κένταυροι για αυτόν τον λόγο.[18]

Όσον αφορά στους Ηδωνούς, αν και εγκαταστάθηκαν στους ιστορικούς χρόνους στην αριστερή όχθη του Στρυμόνα,[19] ωστόσο πρέπει να θυμόμαστε ότι αυτοί προηγουμένως καταλάμβαναν όχι μόνον τη Μυγδονία, αλλά και ένα μεγάλο μέρος της Κάτω Μακεδονίας, σε συνδυασμό με τους Πιέριους, μέχρι που εκδιώχθηκαν από τους Τημενίδες, και υποχρεώθηκαν να αποσυρθούν πέρα από τον ποταμό Στρυμόνα. Ήταν ως εκ τούτου, όπως οι Ορέσται, στα όρια της Θεσσαλίας, και κατά συνέπεια, αυτά τα δύο έθνη θα είχαν υιοθετήσει σε πολλές περιπτώσεις τα ήθη και τις συνήθειες των Θεσσαλών, με αρκετά μεγαλύτερη ευκολία, καθότι οι Θράκες, οι Μακεδόνες και οι Θεσσαλοί, είχαν μεταξύ τους μεγάλη εθνολογική συγγένεια.

Το ότι οι Ορέσται ήταν ισχυρός λαός αποδεικνύεται πλήρως από το ότι διατηρούσαν τους εαυτούς τους ανεξάρτητους από τους Μακεδόνες βασιλείς, έως την πολύ πρόσφατη περίοδο, και κυβερνιόνταν από δικούς τους βασιλείς, οι οποίοι, όπως ο Αντίοχος που αναφέρεται από τον Θουκυδίδη, φαίνεται ότι ήταν Ελληνικής φυλής. Επειδή, επομένως, ισχυροί λόγοι εμποδίζουν στο να αποδώσει κάποιος τα νομίσματα που γράφουν ΟΡΡΗΣΚΙΟΝ σε έναν λαό που κατοικούσε στο όρος Αίμος, είναι πολύ πιο συνεπές και λογικό να τους αποδώσει στους Μακεδόνες Ορέστες, ένα ισχυρό και φημισμένο στην ιστορία έθνος, παρά σε μια φυλή που υποτίθεται ότι κατοικούσε κοντά στο όρος Παγγαίον, και της οποίας η ύπαρξη δεν υποστηρίζεται από καμία αρχαία πηγή, αλλά μόνον εικαστικά στα νομίσματα. Και είναι πράγματι πολύ λογικό, υπό αυτές τις συνθήκες, να υπαινιχθεί κανείς ότι οι Ορέσται έπρεπε να είχαν ακολουθήσει το παράδειγμα των γειτονικών βασιλέων της Μακεδονίας και της Παιονίας και της Βισαλτίας, οι οποίοι εξέδιδαν κέρματα παρόμοιας φύσης, όπως ακριβώς το ίδιο έπρατταν και οι Ηδωνοί, και κατ’ επέκτασιν και οι Γέτες, (Βλ. Sylloge of Ancient Unedited Coins of Greek Cities and Kings, From Various Collections Principally in Great Britain by James Millingen… London MDCCCXXXVII [1837], σ. 35-40, από όπου έχουν αντληθεί οι πιο πολλές πληροφορίες του παρόντος).

ΣΥΝΟΨΙΖΟΝΤΑΣ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΠΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΗΔΩΝΟΥΣ

Κατά τον Ηρόδοτο, οι Ηδωνοί συγκαταλέγονται στα τριάντα τρία έθνη των Θρακών, ζούσε στον ευρύτερο χώρο της Θράκης, που έφτανε κάποτε μέχρι την Αθήνα, αλλά οριστικοποίησε την εγκατάστασή του σε τμήμα της νυν Ανατολικής Μακεδονίας, μέχρι και τον ποταμό Στρυμόνα.

Κατά τον Θουκυδίδη, σε παλαιότερες εποχές, στον νυν βορειοελλαδικό χώρο οι Ηδωνοί ήταν εγκαταστημένοι μέχρι και τον Αξιό ποταμό, όμως απομακρύνθηκαν από την περιοχή από τους Μακεδόνες, οπότε και εξαναγκάστηκαν να μετακινηθούν ανατολικότερα.

Κατά τον Στέφανο Βυζάντιο, στο λεξικό του Εθνικά, γενάρχης των Ηδωνών ήταν ο Ηδωνός, αδελφός του Οδόμαντα και του Βίστωνα, γιος του θεού Άρη και της νύμφης Καλλιρόης, που ήταν κόρη του ποταμού Νέστου.

Κατά τον Georg Gottfried Gervinus (1805-1871), οι Ηδωνοί πήραν το όνομά τους από το όρος Ηδωνός. Όμως, είναι γνωστοί και με τις ονομασίες: Ηδώνες, Ηδώναι, Ήδωνες, Ηδωνείς και Ηδωνιάται.

Οι Ηδωνοί ήταν εγκατεστημένοι σε περιοχή με πλούσια φύση, εύφορη γη, άφθονα νερά, δάση, μεταλλεία χρυσού και αργύρου, και δημιούργησαν κατά τους αρχαίους ιστορικούς συγγραφείς και γεωγράφους (Ηροδότου, Θουκυδίδη, Πτολεμαίου κ.ά.), πολλές παράκτιες και στεριανές πόλεις, και στα όρια τους αναπτύχθηκαν σημαντικές πόλεις, όπως το Ακόντισμα, η Αμφίπολη, η Γαληψός, η Δάτος, η Δραβησκός, η Ηδώνα, η Ηιόνα, η Μύρκινος ή Μύρσινος, η Σκαπτή Ύλη, οι Φίλιπποι, κ.ά.

Ο φυσικός πλούτος της χώρας των Ηδωνών, και η γεωγραφική θέση της, έδωσαν τη δυνατότητα μεγάλης οικονομικής ανάπτυξης, με συνέπεια την οικονομική ευρωστία τους, η οποία πιστοποιείται από τα τοπικά νομίσματα, όπως τα οχτάδραχμα και τετράδραχμα (520-480 π.Χ.), στα οποία απεικονίζονται οι βασιλείς τους: Γέτας, Λυκούργος και Πιττακός.

Η στρατηγική θέση της χώρας των Ηδωνών, το εύφορο έδαφος, η αφθονία νερών, τα δύο μεγάλα ποτάμια (Στρυμόνας και Νέστος), καθώς και τα δύο μικρότερα (ο Αγγίτης και ο Ζυγάκτης), αλλά και η λίμνη που κάλυπτε τεράστιο μέρος της πεδιάδας της, είχαν κινήσει το ενδιαφέρον διάφορων γειτονικών και μη θρακικών φύλων και φυλών, και ξένων, όπως οι Αθηναίοι και οι Μακεδόνες, και προέβησαν σε πολεμικές ενέργειες κατά αυτού του λαού.

Η Αμφίπολη για παράδειγμα, μες στη χώρα των Ηδωνών, ιδρύθηκε ως αποικία από τους Αθηναίους του Περικλή, στο πλαίσιο του ναυτικού προγράμματος των Αθηνών, με σκοπό την εκμετάλλευση των μεγάλων ποσοτήτων εξαιρετικής ποιότητας ξυλείας από το Παγγαίο, στη θέση ακριβώς της αξιόλογης πόλης Εννέα Οδοί, που είχε επίνειο την Ηιόνα. Μάλιστα, κατά το 436 π.Χ. οι Αθηναίοι έστειλαν δέκα χιλιάδες αποίκους, που βρήκαν οικτρό τέλος μετά από σύγκρουσή τους με τους Ηδωνούς. Τελικά, οι Ηδωνοί υποτάχτηκαν, τον 4ο αιώνα π.Χ., στους Μακεδόνες του Φιλίππου του Β’.

Το Παγγαίο με τα χρυσωρυχεία κι αργυρωρυχεία, εκμεταλλευόμενα από τους Μακεδόνες, ενίσχυσαν το ανερχόμενο βασίλειό τους, το ισχυροποίησαν, και έτσι ξεκίνησε η «πορεία του Μεγαλέξαντρου» προς την αχανή Ασία, και η μεταλαμπάδευση εκεί του «ελληνικού πνεύματος».

Τούτων των Ηδωνών κλάδος υπήρξαν οι Γέτες, και η «προγονική φύτρα» τους βρισκόταν στους Θεσσαλούς Θράκες, όπως προδίδουν και τα νομίσματά τους και η διγλωσσία τους.

*****

Λόγω του ότι –όπως είδαμε– οι Ορρήσκιοι έχουν ίδιον τύπο νομισμάτων με τους Ηδωνούς, συνδεδεμένο με τους Θεσσαλικούς Κενταύρους, γεγονός που οδηγεί πολλούς σύγχρονους αρχαιολόγους και ιστορικούς να «εικάζουν» ή να «βεβαιώνουν» καταγωγή αμφοτέρων από τη Θεσσαλία, θαρρώ πως είναι καλό να πούμε δυο λόγια παραπάνω και γι’ αυτό το θέμα, και να ιδούμε σε τι συμπεράσματα μπορούμε να οδηγηθούμε.

     Οι Ορρήσκιοι ονομάζονταν και Ορρέσκιοι, και κατά τον Leake (Northen Greece, III, σελ. 213) ήταν λαός που ζούσε κοντά στους Σάτρες, συνδέονταν στενά με τους Βεσσούς ή Βησσούς, οι οποίοι ήταν ιερείς του ναού-μαντείου του Θράκα Βάκχου, στο όρος Παγγαίον, όπου είναι πολύ πιθανό να κόπηκαν τα νομίσματα, τα οποία αμέσως θα αναφέρουμε:

    …ναίοι. Επειδή η επιγραφή του νομίσματος τούτου διασώζεται ατελώς, δυνάμεθα να κατατάξωμεν αυτό μόνον επί τη βάσει του τύπου της κατασκευής αυτού, άτινα είνε απαράλλακτα προς τα των νομισμάτων των Ορρεσκίων.

Συνάγεται, λοιπόν, αβίαστα ότι τόσο γραπτές ιστορικές πηγές και μαρτυρίες αρχαίων συγγραφέων, αλλά και «φθεγγόμενοι λίθοι» που ήρθαν στο φως από την αρχαιολογική σκαπάνη, όσο και πλήθος από εγγραφές σε αρχαία νομίσματα διαφόρων ιστορικών περιόδων της αρχαιότητας, μαρτυρούν στενή συγγένεια και κοινή «καταγωγή» από Θεσσαλία των Θρακικών λαών Ηδονέων, Γετών, Ορρεσκίων (και άλλων), με τη «νομισματολογία» να παρέχει χρήσιμες πληροφορίες, και ιδίως σε ότι αφορά την «ελληνογλωσσία» αυτών. Και πρόκειται για τη μια τους γλώσσα, καθότι ήταν «δίγλωσσοι», με μη καταγεγραμμένη τη δεύτερή τους γλώσσα, φαινόμενο που απαντάται σήμερα εν Ελλάδι στους «Πελασγογενείς» Αρμάνους ή Ελληνόβλαχους.

 ΠΗΓΕΣ: Πέρα από τις αναφερόμενες στις παραπομπές, είναι και οι εξείς: 1) Σ. Μερτζίδη, Αι χώραι του παρελθόντος και αι εσφαλμένας τοποθετήσεις των, Κων/πολη, 1885. 2) P. Perdrizet, Contribution a l’ etude macedonienne, Bulletin de Correspondance Hellénique, Année 1911, 35,  pp. 120-131 [BCH 35 (1911)]. 3) Barclay V. Head, Ιστορία των Νομισμάτων, Ήτοι Εγχειρίδιον Ελληνικής Νομισματικής, μεταφρασθέν εκ της αγγλικής και συμπληρωμένη υπό Ιωάννου Ν. Σβορώνου, Τόμος Πρώτος Ευρώπη, Εν Αθήναις 1898.

*****

ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΝ έως και σήμερα βλαχολογοι και λοιποί ιστορικοί (του ακαδημαϊκού χώρου) να ισχυρίζονται ότι η λέξη ΒΛΑΧΟΣ/ΒΛΑΧΟΙ πρωτοεμφανίζεται το 976 μ.Χ. στη γνωστή διατύπωση του Κεδρηνού «…μέσον Καστορίας καὶ Πρέσπας καὶ τὰς λεγομένας Καλὰς δρῦς παρά τινων Βλαχῶν ὁδιτῶν…», και παραβλέπουν τον Βαλάχ βασιλέα Σηγώρ στα π.Χ. έτη της Βίβλου, τις Βλαχέρνες που ιδρύθηκαν τον 1ο μ.Χ. αιώνα στη Βυζαντίδα, τον Βαλλάχο επίσκοπο Πέλλης Συρίας στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας της Βιθυνίας το 325 μ.Χ., τον Βλαχ βασιλιά των Σαβείρων Ούννων στα χρόνια του Ιουστινιανού για τον οποίο γράφει ο χρονογράφος Ιω. Μαλάλας, τον πατριάρχη Κων/πόλεως Αντώνιο Β’ Βλαχέα ή Καυλέα (829-901, πατρ. 893-901) κ.ά. … Και το πράττουν αυτό –ελαφρά τη καρδία– για να στηρίξουν το «σαθρό ιδεολόγημα» περί λατινοφωνίας των Ελληνοβλαχων Αρμάνων, καθώς και περί λατινογέννησης της βλάχικης γλώσσας, και να επιβάλουν έτσι τους αστείους ισχυρισμούς τους περί της «γενέσεως των Βλάχων» άνωθεν και κάτωθεν της Εγνατίας, και άλλες τέτοιες… αφελείς δοξασίες. Άξιος ο μισθός τους. Εύγε τους!…

Δίδραχμο

—————————————————–

[1] Θουκυδίδης, βιβλ. ΙΙ, κεφ. 29 [Μτφρ. Ελ. Βενιζέλου]: «29.  Συμμαχία Αθηναίων και Θρακών: Κατά το ίδιον θέρος, οι Αθηναίοι, θέλοντες επίσης να επιτύχουν την συμμαχίαν του βασιλέως των Θρακών Σιτάλκου, υιού του Τήρεω, διώρισαν πρόξενόν των τον Αβδηρίτην Νυμφόδωρον, υιόν του Πύθεω, τον οποίον εθεώρουν προηγουμένως εχθρόν, και τον προσεκάλεσαν εις τας Αθήνας, διότι ήτο γυναικάδελφος του Σιτάλκου, επί του οποίου ήσκει μεγάλην επιρροήν. Ο Τήρης αυτός, ο πατήρ του Σιτάλκου, υπήρξεν ο πρώτος ιδρυτής του μεγάλου εκείνου βασιλείου των Οδρυσών, το οποίον είχεν έκτασιν μεγαλυτέραν από την επίλοιπον Θράκην, καθόσον υπάρχουν και πολλοί ανεξάρτητοι Θράκες. Προς τον Τηρέα, ο οποίος είχε νυμφευθή από τας Αθήνας την Πρόκνην, θυγατέρα του Πανδίονος, καμμίαν δεν έχει συγγένειαν ο Τήρης αυτός, ουδέ καν από την ιδίαν Θράκην κατήγοντο. Ο Τηρεύς τωόντι κατώκει εις την Δαύλειαν, της περιφερείας, η οποία σήμερον ονομάζεται Φωκίς, και η οποία τότε κατωκείτο από Θράκας, και εις την χώραν αυτήν αι δύο γυναίκες, Πρόκνη και Φιλομήλα, διέπραξαν το εναντίον του Ίτυος ανοσιούργημα. Πολλοί από τους ποιητάς μάλιστα, οσάκις μνημονεύουν την αηδόνα, επονομάζουν το πτηνόν τούτο Δαυλιάδα. Άλλωστε ο Πανδίων φυσικώτερον ήτο να δώση εις γάμον την θυγατέρα του εις τόσον μικράν απόστασιν, χάριν αμοιβαίας υποστηρίξεως, παρά μεταξύ των Οδρυσών, εις απόστασιν τόσων ημερών δρόμου. Ενώ ο Τήρης, περί του οποίου ενταύθα ο λόγος, και ο οποίος υπήρξεν ο πρώτος κραταιός βασιλεύς των Οδρυσών, ούτε καν το ίδιον όνομα είχε. Τούτου ακριβώς τον υιόν Σιτάλκην επεδίωκαν να καταστήσουν σύμμαχον οι Αθηναίοι, διότι ήθελαν να τους συνδράμη να καθυποτάξουν τας πόλεις της Χαλκιδικής και νικήσουν τον Περδίκκαν. Ο Νυμφόδωρος, ελθών εις τας Αθήνας, συνεπεία της προσκλήσεως αυτής, επέτυχεν όχι μόνον την συμμαχίαν προς τον Σιτάλκην να πραγματοποιήση, αλλά και τον υιόν του Σιτάλκου, Σάδοκον, να πολιτογραφήση Αθηναίον. Υπεσχέθη προς τούτοις να τερματίση τον πόλεμον της Χαλκιδικής, πείθων τον Σιτάλκην να στείλη εις τους Αθηναίους στρατόν από Θράκας ιππείς και πελταστάς. Συγχρόνως εσυμβίβασε τους Αθηναίους και με τον Περδίκκαν, πείσας αυτούς να του αποδώσουν την Θέρμην. Συνεπεία τούτου ο Περδίκκας εξεστράτευσεν ευθύς εναντίον των Χαλκιδέων, ενωθείς με τους Αθηναίους και ιδίως με τον Φορμίωνα. Και κατ’ αυτόν τον τρόπον σύμμαχος των Αθηναίων έγινεν όχι μόνον ο Σιτάλκης, ο υιός του Τήρεω και βασιλεύς των Θρακών, αλλά και ο Περδίκκας, υιός του Αλεξάνδρου και βασιλεύς των Μακεδόνων.» – Στράβων, βιβλ. ΙΧ: «[…] Μινύας προσαγορεύσας μετ᾽ ἐκείνων ἐξέβαλον τοὺς μὲν Πελασγοὺς εἰς Ἀθήνας, ἀφ᾽ ὧν ἐκλήθη μέρος τι τῆς πόλεως Πελασγικόν ὤικησαν δὲ ὑπὸ τῶι Ὑμηττῶι , τοὺς δὲ Θρᾶικας ἐπὶ τὸν Παρνασσόν. Ὕαντες δὲ τῆς Φωκίδος Ὕανπόλιν ὤικισαν. 2.4 Φησὶ δ᾽ Ἔφορος τοὺς μὲν Θρᾶικας ποιησαμένους σπονδὰς πρὸς τοὺς Βοιωτοὺς ἐπιθέσθαι νύκτωρ στρατοπεδεύουσιν ὀλιγωρότερον ὡς εἰρήνης γεγονυίας· διακρουσαμένων δ᾽ αὐτοὺς αἰτιωμένων τε ἅμα ὅτι τὰς σπονδὰς παρέβαινον, μὴ παραβῆναι φάσκειν ἐκείνους· συνθέσθαι γὰρ ἡμέρας, νύκτωρ δ᾽ ἐπιθέσθαι· ἀφ᾽ οὗ δὴ καὶ τὴν παροιμίαν εἰρῆσθαι «Θραικία παρεύρεσις.» Τοὺς δὲ Πελασγοὺς μένοντος ἔτι τοῦ πολέμου χρηστηριασομένους ἀπελθεῖν, ἀπελθεῖν δὲ καὶ τοὺς Βοιωτούς· τὸν μὲν οὖν τοῖς Πελασγοῖς δοθέντα χρησμὸν ἔφη μὴ ἔχειν εἰπεῖν, τοῖς δὲ Βοιωτοῖς ἀνελεῖν τὴν προφῆτιν ἀσεβήσαντας εὖ πράξειν· τοὺς δὲ θεωροὺς ὑπονοήσαντας χαριζομένην τοῖς Πελασγοῖς τὴν προφῆτιν κατὰ τὸ συγγενὲς ἐπειδὴ καὶ τὸ ἱερὸν Πελασγικὸν ἐξἀρχῆς ὑπῆρξεν οὕτως ἀνελεῖν, ἁρπάσαντας τὴν ἄνθρωπον εἰς πυρὰν ἐμβαλεῖν ἐνθυμηθέντας, εἴτε κακουργήσασαν εἴτε μή, πρὸς ἀμφότερα ὀρθῶς ἔχειν, εἰ μὲν παρεχρηστηρίασε, κολασθείσης αὐτῆς, εἰ δ᾽ οὐδὲν ἐκακούργησε, τὸ προσταχθὲν αὐτῶν πραξάντων. Τοὺς δὲ περὶ τὸ ἱερὸν τὸ μὲν ἀκρίτους κτείνειν τοὺς πράξαντας, καὶ ταῦτ᾽ ἐν ἱερῶι, μὴ δοκιμάσαι, καθιστάναι δ᾽ εἰς κρίσιν, καλεῖν δ᾽ ἐπὶ τὰς ἱερείας, ταύτας δὲ εἶναι τὰς προφήτιδας αἳ λοιπαὶ τριῶν οὐσῶν περιῆσαν· λεγόντων δ᾽ ὡς οὐδαμοῦ νόμος εἴη δικάζειν γυναῖκας, προσελέσθαι καὶ ἄνδρας ἴσους ταῖς γυναιξὶ τὸν ἀριθμόν· τοὺς μὲν οὖν ἄνδρας ἀπογνῶναι, τὰς δὲ γυναῖκας καταγνῶναι, ἴσων δὲ τῶν ψήφων γενομένων τὰς ἀπολυούσας νικῆσαι· ἐκ δὲ τούτων Βοιωτοῖς μόνοις ἄνδρας προθεσπίζειν ἐν Δωδώνηι. Τὰς μέντοι προφήτιδας ἐξηγουμένας τὸ μαντεῖον εἰπεῖν, ὅτι προστάττοι ὁ θεὸς τοῖς Βοιωτοῖς τοὺς παρ᾽ αὐτοῖς τρίποδας συλήσαντας ἕνα εἰς Δωδώνην πέμπειν κατ᾽ ἔτος· καὶ δὴ καὶ ποιεῖν τοῦτο·ἀεὶ γάρ τινα τῶν ἀνακειμένων τριπόδων νύκτωρ καθαιροῦντας καὶ κατακαλύπτοντας ἱματίοις ὡς ἂν λάθραι τριποδηφορεῖν εἰς Δωδώνην.». – Παυσανίας, βιβλ. Ι, κεφ. 38: «I.38 [38.1] οἱ δὲ Ῥειτοὶ καλούμενοι ῥεῦμα μόνον παρέχονται ποταμῶν, ἐπεὶ τό γε ὕδωρ θάλασσά ἐστί σφισι· πείθοιτο δὲ ἄν τις καὶ ὡς ἀπὸ τοῦ Χαλκιδέων Εὐρίπου ῥέουσιν ὑπὸ τῆς γῆς ἐς θάλασσαν κοιλοτέραν ἐμπίπτοντες. λέγονται δὲ οἱ Ῥειτοὶ Κόρης ἱεροὶ καὶ Δήμητρος εἶναι, καὶ τοὺς ἰχθῦς ἐξ αὐτῶν τοῖς ἱερεῦσιν ἔστιν αἱρεῖν μόνοις. οὗτοι τὸ ἀρχαῖον, ὡς ἐγὼ πυνθάνομαι, πρὸς Ἀθηναίους τοὺς ἄλλους ὅροι τῆς γῆς Ἐλευσινίοις ἦσαν, καὶ διαβᾶσι τοὺς Ῥειτοὺς πρῶτος ᾤκει [38.2] Κρόκων, ἔνθα καὶ νῦν ἔτι βασίλεια καλεῖται Κρόκωνος. τοῦτον Ἀθηναῖοι τὸν Κρόκωνα Κελεοῦ θυγατρί συνοικῆσαι Σαισάρᾳ λέγουσι· λέγουσι δὲ οὐ πάντες, ἀλλ᾽ ὅσοι τοῦ δήμου τοῦ Σκαμβωνιδῶν εἰσιν· ἐγὼ δὲ Κρόκωνος μὲν ἀνευρεῖν τάφον οὐχ οἷός τε ἐγενόμην, τὸ δὲ Εὐμόλπου μνῆμα κατὰ ταὐτὰ Ἐλευσινίοις ἀπέφαινον καὶ Ἀθηναῖοι. τοῦτον τὸν Εὔμολπον ἀφικέσθαι λέγουσιν ἐκ Θρᾴκης Ποσειδῶνος παῖδα ὄντα καὶ Χιόνης· τὴν δὲ Χιόνην Βορέου θυγατέρα τοῦ ἀνέμου καὶ Ὠρειθυίας φασὶν εἶναι. Ὁμήρῳ δὲ ἐς μὲν τὸ γένος ἐστὶν οὐδὲν αὐτοῦ πεποιημένον, ἐπονομάζει δὲ ἀγήνορα ἐν τοῖς ἔπεσι τὸν Εὔμολπον. [38.3] γενομένης δὲ Ἐλευσινίοις μάχης πρὸς Ἀθηναίους ἀπέθανε μὲν Ἐρεχθεὺς Ἀθηναίων βασιλεύς, ἀπέθανε δὲ Ἰμμάραδος Εὐμόλπου· καταλύονται δὲ ἐπὶ τοῖσδε τὸν πόλεμον, ὡς Ἐλευσινίους ἐς τὰ ἄλλα Ἀθηναίων κατηκόους ὄντας ἰδίᾳ τελεῖν τὴν τελετήν. τὰ δὲ ἱερὰ τοῖν θεοῖν Εὔμολπος καὶ αἱ θυγατέρες δρῶσιν αἱ Κελεοῦ, καλοῦσι δὲ σφᾶς Πάμφως τε κατὰ ταὐτὰ καὶ Ὅμηρος Διογένειαν καὶ Παμμερόπην καὶ τρίτην Σαισάραν· τελευτήσαντος δὲ Εὐμόλπου Κήρυξ νεώτερος λείπεται τῶν παίδων, ὃν αὐτοὶ Κήρυκες θυγατρὸς Κέκροπος Ἀγλαύρου καὶ Ἑρμοῦ παῖδα εἶναι λέγουσιν, ἀλλ᾽ οὐκ Εὐμόλπου.» – Ώστε, οι Θράκες ζούσαν και υπήρχαν μέχρι και την Αττική και μέσα στην Αθήνα, οπότε καλό είναι να μην το λησμονούμε αυτό, που οι αρχαιότερες πηγές πειστικά μας αποκαλύπτουν.

[2] Θουκυδίδης, βιβλ. ΙΙ, κεφ. 99. [Μτφρ. Ελ. Βενιζέλου]: «99. Ο στρατός λοιπόν του Σιτάλκου συνεκεντρώνετο εις την Δόβηρον και ητοιμάζετο να κατέλθη από τα υψώματα, διά να εισβάλη εις την Κάτω Μακεδονίαν, επί της οποίας εβασίλευεν ο Περδίκκας. Διότι υπάρχει και Άνω Μακεδονία, εις την οποίαν κατοικούν οι Λυγκησταί και οι Ελιμιώται και άλλα φύλα, τα οποία είναι μεν σύμμαχα και υπήκοα των κάτω Μακεδόνων, αλλ’ έχουν βασιλείς ιδικούς των. Αλλά την περί την θάλασσαν εκτεινομένην χώραν, η οποία καλείται σήμερον Μακεδονία, κατέκτησαν πρώτον και εβασίλευσαν επ’ αυτής ο πατήρ του Περδίκκα Αλέξανδρος και οι πρόγονοί του Τημενίδαι, οι οποίοι κατήγοντο αρχικώς από το Άργος, και οι οποίοι εξεδίωξαν δια της βίας των όπλων από μεν την Πιερίαν τους Πίερας, οι οποίοι εγκατεστάθησαν βραδύτερον εκείθεν του Στρυμόνος εις Φάγρητα και άλλα μέρη υπό το Παγγαίον (και μέχρι σήμερον δ’ ακόμη η εις τους πρόποδας του Παγγαίου προς την θάλασσαν χώρα καλείται κοιλάς της Πιερίας), και από την καλουμένην Βοττίαν τους Βοττιαίους, οι οποίοι είναι σήμερον γείτονες της Χαλκιδικής. Κατέκτησαν ωσαύτως από την Παιονίαν λωρίδα γης, εκτεινομένην από το εσωτερικόν κατά μήκος του Αξιού προς την Πέλλαν και την θάλασσαν, και εξουσιάζουν ήδη πέραν του Αξιού μέχρι του Στρυμόνος την καλουμένην Μυγδονίαν, εκδιώξαντες απ’ αυτήν τους Ηδώνας. Επίσης εξεδίωξαν από την καλουμένην σήμερον Εορδίαν τους Εορδούς, εκ των οποίων οι μεν πολλοί κατεστράφησαν, ολίγοι δε έχουν εγκατασταθή περί την Φύσκαν, και από την Αλμωπίαν τους Άλμωπας. Το ούτω συγκροτηθέν βασίλειον των Τημενιδών κατέκτησε και εξουσιάζει μέχρι σήμερον τα διαμερίσματα άλλων φύλων, όπως τον Ανθεμούντα, την Γρηστωνίαν, την Βισαλτίαν, και πολύ μέρος της καθαυτό Μακεδονίας. Ολόκληρον, εν τούτοις, το κράτος τούτο ονομάζεται Μακεδονία, και βασιλεύς αυτού, κατά τον χρόνον της εισβολής του Σιτάλκου, ήτο ο υιός του Αλεξάνδρου Περδίκκας.»

[3] Ηρόδοτος, βιβλ. V, κεφ. 1 [Μτφρ. Η Σπυρόπουλος]: «[5.1.1] Κι οι Πέρσες που ο Δαρείος άφησε πίσω, στην Ευρώπη, με αρχηγό τον Μεγάβαζο, πρώτους από τους Ελλησποντίους υπόταξαν τους Περινθίους, που δε δέχτηκαν να γίνουν υπήκοοι του Δαρείου με τη θέλησή τους και που στο παρελθόν είχαν χτυπηθεί άγρια από τους Παίονες. [5.1.2] Γιατί οι Παίονες της περιοχής του Στρυμόνα πήραν χρησμό από το θεό να εκστρατεύσουν εναντίον των Περινθίων· κι αν οι Περίνθιοι αντιπαραταχτούν και τους προκαλέσουν, φωνάζοντάς τους δυνατά με τ᾽ όνομά τους, αυτοί να κάνουν επίθεση, αν όμως δεν τους φωνάξουν με τ᾽ όνομά τους, να μην κάνουν επίθεση· οι Παίονες ενέργησαν σύμφωνα με το χρησμό. Οι Περίνθιοι τους αντιπαρατάχτηκαν έξω από την πόλη τους κι εκεί, ύστερ᾽ από πρόκληση, αναμετρήθηκαν σε τριπλή μονομαχία· δηλαδή έβαλαν να μονομαχήσουν άντρας με άντρα κι άλογο με άλογο και σκύλος με σκύλο. [5.1.3] Από τις τρεις στις δύο νίκησαν οι Περίνθιοι κι ενθουσιασμένοι έβγαλαν κραυγή στο θεό: «Ιή Παιάν, Ιή Παιάν» — οι Παίονες, ακούγοντας κραυγή που ηχούσε όπως τ᾽ όνομά τους, κατάλαβαν πως αυτή ήταν η έννοια του χρησμού κι αντάλλαξαν ανάμεσά τους λόγια σαν κι αυτά: «Τώρα θα ᾽ναι που ο χρησμός μας εκπληρώνεται, τώρα ώρα να τον κάνουμε πράξη εμείς». Έτσι, εναντίον των Περινθίων που έβγαλαν κραυγή στο θεό «Ιή Παιάν, Ιή Παιάν», οι Παίονες επιτέθηκαν κι επήραν μεγάλη νίκη και λίγους απ᾽ αυτούς άφησαν ζωντανούς. [5.2.1] Έτσι έγινε λοιπόν το παλιότερο πάθημά τους από τους Παίονες, αλλά τότε, μόλο που οι Περίνθιοι αναδείχτηκαν άντρες γενναίοι για την ελευθερία τους, οι Πέρσες κι ο Μεγάβαζος τους νίκησαν, με το πλήθος του στρατού τους. [5.2.2] Κι αφού έβαλε στο χέρι του την Πέρινθο, ο Μεγάβαζος οδηγούσε το στρατό του μέσ᾽ από τα μέρη της Θράκης, φέρνοντας στην εξουσία του βασιλιά κάθε πόλη και κάθε φυλή αυτών που κατοικούσαν σ᾽ αυτή την περιοχή· γιατί η εντολή που είχε πάρει από τον Δαρείο ήταν αυτή, να υποτάξει τη Θράκη. [5.3.1] Λοιπόν, των Θρακών το έθνος είναι το πιο μεγάλο στον κόσμο, ύστερα βέβαια από τους Ινδούς. Κι αν ήταν ενωμένοι κάτω από έναν αρχηγό ή είχαν ομοφροσύνη, θα ήταν ακαταμάχητο κι απ᾽ όλα τα έθνη, κατά τη γνώμη μου, ασύγκριτα ισχυρότερο. Όμως κάτι τέτοιο δεν υπάρχει δυνατότητα ούτε τρόπος να γίνει ποτέ· κι αυτό είναι που τους κάνει αδύναμους. [5.3.2] Και καθώς ζουν η κάθε φυλή χωριστά, έχουν πολλά ονόματα, κρατούν όμως όλοι τους σ᾽ όλα τις ίδιες σχεδόν συνήθειες, εκτός από τους Γέτες και τους Τραυσούς κι εκείνους που κατοικούν πιο πάνω από τους Κρηστωναίους. [5.4.1] Κι όσο γι᾽ αυτούς, έχω κιόλας πει τί κάνουν οι Γέτες που πιστεύουν πως είναι αθάνατοι· οι Τραυσοί πάλι κρατούν γι᾽ όλα τ᾽ άλλα τις ίδιες συνήθειες με τους άλλους Θράκες, όμως για όποιον έρχεται ή φεύγει από τη ζωή νά τί κάνουν: [5.4.2] μαζεύονται όλη η οικογένεια γύρω απ᾽ το παιδί που ήρθε στη ζωή κι αρχίζουν θρήνο, πόσες συμφορές τού μέλλεται να δοκιμάσει μια κι ήρθε στον κόσμο, αραδιάζοντας όλα τα βάσανα του ανθρώπου, όμως αυτόν που φεύγει απ᾽ τη ζωή τον θάβουν στη γη με χωρατά και χαρές, αναφέροντας από πόσα βάσανα γλίτωσε κι είναι τώρα τρισευτυχισμένος. [5.5.1] Κι αυτοί που ζουν πιο πάνω από τους Κρηστωναίους κάνουν τα ακόλουθα· καθένας τους έχει πολλές γυναίκες· λοιπόν, όταν κάποιος απ᾽ αυτούς πεθάνει, οι γυναίκες αρχίζουν μεγάλους καυγάδες ανάμεσά τους κι οι φίλοι τους μπαίνουν σε μεγάλη σκοτούρα για το ποιάν είχε πρώτη στην αγάπη του ο άντρας τους· κι όποια βγει πρώτη και πάρει αυτή την τιμή, άντρες και γυναίκες πλέκουν το εγκώμιό της· και κατόπι ο πιο στενός συγγενής της τη σφάζει πάνω στον τάφο, και μετά τη σφαγή τη θάβουν μαζί με τον άντρα της· οι άλλες πέφτουν σε μεγάλη στενοχώρια· γιατί δεν υπάρχει γι᾽ αυτές ντροπή μεγαλύτερη. […]»

[4] Ό.π. βιβλ. V, κεφ. 11, 1-2: «[5.11.1] Ο Δαρείος διάβηκε με την πιο μεγάλη βιασύνη τον Ελλήσποντο κι έφτασε στις Σάρδεις· και τότε θυμήθηκε και τις καλές υπηρεσίες του Ιστιαίου του Μιλησίου και τη συμβουλή του Κώη του Μυτιληναίου· έστειλε λοιπόν και τους κάλεσε στις Σάρδεις και τους είπε να του ζητήσουν ό,τι ήθελε ο καθένας τους. [5.11.2] Λοιπόν ο Ιστιαίος, που έτσι κι αλλιώς ήταν τύραννος της Μιλήτου, δεν είχε καμιά ανάγκη να ζητήσει εξουσία τυράννου, αλλά ζητά τη Μύρκινο, στη χώρα των Ηδωνών, θέλοντας να χτίσει πόλη εκεί. Αυτός λοιπόν αυτή την επιλογή έκανε, ενώ ο Κώης, μια και δεν ήταν τύραννος αλλά απλός πολίτης, ζητά να γίνει τύραννος της Μυτιλήνης. Πήραν λοιπόν κι οι δυο την αμοιβή τους και τράβηξαν ο καθένας τους στον τόπο που διάλεξε.»

[5] Ό.π. βιβλ. V, κεφ. 30.1-35.4.: «[5.30.1] Μ᾽ αυτό τον τρόπο λοιπόν οι Πάριοι ξανάφεραν την τάξη στη Μίλητο· αλλά τότε έτσι ξεκίνησαν απ᾽ αυτές τις πόλεις οι συμφορές να χτυπούν την Ιωνία. Ο λαός της Νάξου εξόρισε πολίτες ευκατάστατους, κι οι εξόριστοι έφτασαν στη Μίλητο. [5.30.2] Συνέβαινε τότε να είναι τοποτηρητής του τυράννου στη Μίλητο ο Αρισταγόρας, γιος του Μολπαγόρα, που ήταν γαμπρός κι εξάδερφος του Ιστιαίου, του γιου του Λυσαγόρα, εκείνου που ο Δαρείος κρατούσε στα Σούσα. Γιατί τύραννος της Μιλήτου ήταν ο Ιστιαίος και συνέβαινε αυτό τον καιρό, όταν ήρθαν οι Νάξιοι, που στο παρελθόν είχαν δεσμό από φιλοξενία με τον Ιστιαίο, αυτός να βρίσκεται στα Σούσα. [5.30.3] Φτάνοντας οι Νάξιοι στη Μίλητο παρακαλούσαν τον Αρισταγόρα, αν είχε τρόπο, να τους διαθέσει κάποια στρατιωτική δύναμη, για να γυρίσουν από την εξορία στο νησί τους. Κι αυτός, κάνοντας τη σκέψη πως, αν με τη δική του συνδρομή γύριζαν από την εξορία στην πόλη τους, θα εξουσιάσει τη Νάξο, χρησιμοποιώντας ως πρόσχημα τους φιλικούς δεσμούς τους με τον Ιστιαίο, τους μίλησε έτσι: [5.30.4] «Εγώ δεν μπορώ από μόνος μου να δεσμευτώ να διαθέσω για σας τόσο μεγάλη στρατιωτική δύναμη, ώστε να σας αποκαταστήσω στην πατρίδα σας, την ώρα που οι Νάξιοι που κρατούν την πόλη δε δέχονται κάτι τέτοιο· γιατί ακούω πως οι Νάξιοι έχουν οχτώ χιλιάδες ασπιδοφόρους και πολλά πολεμικά καράβια· όμως, κάνοντας ό,τι περνά από το χέρι μου, θα βρω τρόπο· [5.30.5] και νά ποιά ιδέα μού ήρθε: συμβαίνει να είναι φίλος μου ο Αρταφρένης, κι είναι γιος του Υστάσπη κι αδερφός του βασιλιά Δαρείου ο Αρταφρένης, κι έχει στην εξουσία του όλες τις παραθαλάσσιες περιοχές της Μικράς Ασίας, έχοντας και μεγάλο στρατό και πολλά καράβια. Πιστεύω λοιπόν πως ο άντρας αυτός θα κάνει ό,τι του ζητήσουμε». [5.30.6] Ακούοντας αυτά οι Νάξιοι ανέθεσαν στον Αρισταγόρα να ενεργήσει όσο μπορούσε καλύτερα, και του έδωσαν την εξουσιοδότηση να υποσχεθεί δώρα και τα έξοδα για το εκστρατευτικό σώμα —τα χρήματα θα τα ᾽βαζαν απ᾽ τα δικά τους—, επειδή είχαν μεγάλες ελπίδες πως, με το που θα εμφανίζονταν οι Πέρσες στη Νάξο, οι Νάξιοι θα υπάκουαν σ᾽ ό,τι τους πρόσταζαν, και το ίδιο θα έκαναν κι οι υπόλοιποι νησιώτες· γιατί ώς εκείνη τη μέρα κανένα από τα νησιά αυτά [τις Κυκλάδες] δε βρισκόταν στην επικράτεια του Δαρείου. [5.31.1] Φτάνοντας λοιπόν ο Αρισταγόρας στις Σάρδεις λέει στον Αρταφρένη πως η Νάξος είναι νησί όχι και τόσο μεγάλο σε έκταση, απ᾽ την άλλη όμως όμορφο και με καλή γη και κοντά στην Ιωνία, κι έχει πολλά χρήματα και δούλους. «Λοιπόν, στείλε εσύ το στρατό σου εναντίον αυτής της χώρας, βοηθώντας τους εξορισμένους απ᾽ αυτή να γυρίσουν στην πόλη τους. [5.31.2] Κι αν κάνεις αυτά, πρώτα πρώτα έχουν εξασφαλίσει πολλά χρήματα, ξέχωρα απ᾽ τις δαπάνες για το εκστρατευτικό σώμα (γιατί αυτές είμαστε υποχρεωμένοι να καταβάλουμε εμείς που σε προσκαλούμε), κι ύστερα θα προσθέσεις στην επικράτεια του βασιλιά νησιά, την ίδια τη Νάξο κι όσα είναι δεμένα στο άρμα της, την Πάρο και την Άνδρο και τ᾽ άλλα, που τα ονομάζουμε Κυκλάδες. [5.31.3] Κι έχοντάς τες για ορμητήριο εύκολα θα επιτεθείς εναντίον της Εύβοιας — νησί μεγάλο και πλούσιο, όχι μικρότερο από την Κύπρο, και που η κατάκτησή του είναι πολύ εύκολη υπόθεση. Εκατό καράβια φτάνουν για να βάλεις στο χέρι σου όλ᾽ αυτά τα νησιά». Κι αυτός του αποκρίθηκε έτσι: [5.31.4] «Εσύ έρχεσαι στην αυλή του βασιλιά να εισηγηθείς καλές επιχειρήσεις, κι όλες οι προτάσεις σου είναι σωστές, εκτός από τον αριθμό των καραβιών. Λοιπόν, όχι εκατό, αλλά διακόσια θα τα ᾽χεις σίγουρα με τον ερχομό της άνοιξης. Πρέπει όμως γι᾽ αυτά να πει το ναι και ο βασιλιάς». [5.32.1] Λοιπόν, όταν τ᾽ άκουσε αυτά ο Αρισταγόρας, καταχαρούμενος γύρισε στη Μίλητο· κι ο Αρταφρένης, καθώς κι ο ίδιος ο Δαρείος έδωσε τη συγκατάθεσή του, όταν έστειλε αγγελιοφόρο στα Σούσα και ζήτησε την έγκριση της πρότασής του, αμέσως ετοίμασε διακόσιες τριήρεις και πάρα πολύ μεγάλο στρατό από Πέρσες κι από τους διάφορους συμμάχους τους και διόρισε στρατηγό τους τον Μεγαβάτη, Πέρση απ᾽ τη γενιά των Αχαιμενιδών, ξάδερφο δικό του και του Δαρείου, αυτουνού που αργότερα, αν αληθεύει η φήμη, ο Παυσανίας, ο γιος του Κλεομβρότου ο Λακεδαιμόνιος, αρραβωνιάστηκε τη θυγατέρα, έρωτα νιώθοντας να γίνει τύραννος της Ελλάδας. Διόρισε λοιπόν ο Αρταφρένης τον Μεγαβάτη στρατηγό κι έστειλε το εκστρατευτικό σώμα στον Αρισταγόρα. [5.33.1] Κι ο Μεγαβάτης πήρε μαζί του από τη Μίλητο τον Αρισταγόρα και το εκστρατευτικό σώμα της Ιωνίας και τους Ναξίους κι έβαλε πλώρη δήθεν εναντίον του Ελλησπόντου, όταν όμως έφτασε στη Χίο, έριξε άγκυρα στα Καύκασα με σκοπό, άμα πάρει να φυσά βοριάς, να περάσει απ᾽ εκεί απέναντι, στη Νάξο. [5.33.2] Και —γιατί δεν ήταν γραφτό ν᾽ αφανιστούν οι Νάξιοι απ᾽ αυτό το εκστρατευτικό σώμα— το ᾽φερε η τύχη να γίνει ένα τέτοιο περιστατικό: καθώς ο Μεγαβάτης έκανε επιθεώρηση στους σκοπούς των καραβιών, έτυχε πάνω σ᾽ ένα καράβι από τη Μύνδο να μη βρίσκεται κανένας σκοπός· κι αυτός αγανάχτησε και διέταξε τους δορυφόρους τους να ψάξουν και να βρουν τον κυβερνήτη αυτού του πλοίου, που τον έλεγαν Σκύλακα, και να τον αλυσοδέσουν, αφού περάσουν το κεφάλι του από μια θαλαμιά του καραβιού, έτσι που το κορμί του να είναι στο μέσα του καραβιού και το κεφάλι απ᾽ έξω. [5.33.3] Κι όταν αλυσόδεσαν τον Σκύλακα, κάποιος φέρνει τα νέα στον Αρισταγόρα, πως τον φίλο του από τη Μύνδο ο Μεγαβάτης τον αλυσόδεσε και τον βασανίζει. Κι αυτός πήγε και ζήτησε από τον Πέρση να δώσει χάρη, αλλά τα παρακάλια του δεν έπιασαν τόπο κι έτσι πήγε μόνος του και τον έλυσε. Το έμαθε ο Μεγαβάτης κι αγανάχτησε πολύ και φουρκίστηκε με τον Αρισταγόρα. Κι αυτός του είπε: [5.33.4] «Εσύ τί δουλειά έχεις μ᾽ αυτά τα πράματα; Δε σου έδωσε εντολή ο Αρταφρένης να με υπακούς και να οδηγείς το στόλο όπου εγώ διατάζω; Γιατί φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρνουν;». Αυτά είπε ο Αρισταγόρας. Κι ο άλλος θύμωσε μ᾽ αυτά, κι όταν έπεσε η νύχτα έστειλε στη Νάξο ανθρώπους με καράβι, για να πουν στους Ναξίους τα πάντα για τον κίνδυνο που τους έζωνε. [5.34.1] Λοιπόν οι Νάξιοι, ούτε που πέρασε απ᾽ το νου τους πως προορισμός αυτού του εκστρατευτικού σώματος ήταν το νησί τους. Όταν όμως πήραν την είδηση, αμέσως ό,τι είχαν στα χωράφια τους τα κουβαλούσαν μέσα στο τείχος κι έκαναν τις απαραίτητες προετοιμασίες για την πολιορκία, και προμηθεύτηκαν τρόφιμα και ποτά κι επισκεύασαν το τείχος. [5.34.2] Κι αυτοί απ᾽ τη μεριά τους είχαν πάρει τα μέτρα τους, μια κι όπου να ᾽ταν τους ερχόταν πόλεμος, κι όσο για τους άλλους, όταν πέρασαν τα καράβια τους από τη Χίο στη Νάξο, η επίθεσή τους βρήκε τον εχθρό οχυρωμένο και πολιορκούσαν την πόλη τέσσερες μήνες. [5.34.3] Όμως και τα χρήματα που είχαν μαζί τους οι Πέρσες όταν ήρθαν σώθηκαν εντελώς και κοντά σ᾽ αυτά ξοδεύτηκαν κι όσα έβαλε από τα δικά του ο Αρισταγόρας, κι η πολιορκία απαιτούσε όλο και περισσότερα· τότε λοιπόν έχτισαν κάστρο για τους εξορισμένους Ναξίους και σηκώθηκαν και γύρισαν στην Ασία, κι ήταν να τους κλαις. [5.35.1] Ο Αρισταγόρας λοιπόν δεν είχε τρόπο να εκπληρώσει τις υποσχέσεις που έδωσε στον Αρταφρένη· συνάμα τον πίεζαν τα έξοδα που απαιτούσε το εκστρατευτικό σώμα και τον έπιασε φόβος που η εκστρατεία απέτυχε και τον κατέτρεχε ο Μεγαβάτης· και το πήρε απόφαση πως θα χάσει τη βασιλική εξουσία της Μιλήτου. [5.35.2] Λοιπόν, καθώς το καθένα απ᾽ αυτά τον φόβιζε, άρχισε να σκέφτεται να επαναστατήσει. Μάλιστα σ᾽ αυτό το μεταξύ κατά σύμπτωση έφτασε από τα Σούσα ο άνθρωπος του Ιστιαίου με τα στίγματα στο κεφάλι, που έδιναν στον Αρισταγόρα το σύνθημα να σηκώσει επανάσταση εναντίον του βασιλιά. [5.35.3] Γιατί ο Ιστιαίος, θέλοντας να δώσει το σύνθημα της επανάστασης, δεν είχε κανέναν άλλο σίγουρο τρόπο να δώσει το σύνθημα, έτσι που οι δρόμοι είχαν φρουρές, και λοιπόν ξύρισε σύρριζα το κεφάλι του πιο πιστού του δούλου, το χάραξε με στίγματα και περίμενε να ξαναβγάλει μαλλιά. Και μόλις ξαναβγήκαν, χωρίς να χάσει στιγμή τον έστειλε στη Μίλητο, χωρίς καμιά άλλη παραγγελία παρά, μόλις φτάσει στη Μίλητο, να προστάξει τον Αρισταγόρα να του ξουρίσει τα μαλλιά και να παρατηρήσει προσεχτικά το κεφάλι του· και τα στίγματα σχημάτιζαν, όπως είπα και παραπάνω, το σύνθημα «επανάσταση». [5.35.4] Κι έπραξε έτσι ο Ιστιαίος, γιατί ένιωθε πολύ δυστυχισμένος με τον περιορισμό του στα Σούσα· αν λοιπόν γινόταν επανάσταση, είχε πολλές ελπίδες να τον στείλουν στις παραθαλάσσιες περιοχές, αν όμως η Μίλητος δεν έκανε κανένα κίνημα, σκεφτόταν πως δεν υπήρχε πια καμιά πιθανότητα να γυρίσει σ᾽ αυτή. […]»

[6] Θουκυδίδης, βιβλ. Ι, κεφ. 100: «100. Μετά ταύτα έγινε και η παρά τον Ευρυμέδοντα ποταμόν, εις την Παμφυλίαν, πεζομαχία και ναυμαχία των Αθηναίων και των συμμάχων των προς τους Πέρσας, κατά την οποίαν οι Αθηναίοι, υπό την αρχηγίαν του Κίμωνος, υιού του Μιλτιάδου, ανεδείχθησαν νικηταί εις μίαν και την αυτήν ημέραν κατά γην και κατά θάλασσαν, και εκυρίευσαν και κατέστρεψαν διακοσίας το όλον Φοινικικάς τριήρεις. Βραδύτερον ακόμη συνέβη να επαναστατήσουν εναντίον των οι Θάσιοι, ένεκα διαφοράς εγερθείσης διά τους επί της απέναντι Θρακικής ακτής εμπορικούς λιμένας και τα μεταλλεία, τα οποία ενέμοντο οι Θάσιοι. Πλεύσαντες με τον στόλον των εναντίον της Θάσου, ενίκησαν οι Αθηναίοι κατά την συγκροτηθείσαν ναυμαχίαν, και ενήργησαν απόβασιν. Κατά τον ίδιον, άλλωστε, καιρόν απέστειλαν εις τον Στρυμόνα δέκα χιλιάδας Αθηναίους και συμμάχους αποίκους, διά να εποικίσουν την σημερινήν Αμφίπολιν, η οποία τότε ωνομάζετο Εννέα Οδοί. Οι άποικοι αυτοί κατώρθωσαν να καταλάβουν τας Εννέα Οδούς, τας οποίας κατείχαν έως τότε οι Ηδωνοί, αλλ’ όταν επροχώρησαν εις το εσωτερικόν της Θράκης, κατεστράφησαν εις Δραβησκόν της Ηδωνικής από τας ηνωμένος δυνάμεις των Θρακών εκείνων, διά τους οποίους η εγκατάστασις της αποικίας αυτής απετέλει απειλήν

[7] Ό.π., βιβλ. ΙV, κεφ. 102: «Ο Βρασίδας καταλαμβάνει την Αμφίπολιν:102. Κατά την διάρκειαν του ιδίου χειμώνος, ο Βρασίδας, επί κεφαλής του συμμαχικού στρατού της Χαλκιδικής, εξεστράτευσεν εναντίον της Αμφιπόλεως, αποικίας των Αθηναίων κειμένης εις τας όχθας του ποταμού Στρυμόνος. Την θέσιν εις την οποίαν κείται σήμερον η πόλις, επεχείρησε ν’ αποικίση προηγουμένως ο Μιλήσιος Αρισταγόρας, όταν, καταδιωκόμενος από τον βασιλέα Δαρείον, ηναγκάσθη να φύγη, αλλ’ εξετοπίσθη από τους Ηδώνας. Την ιδίαν απόπειραν έκαμαν ακολούθως και οι Αθηναίοι, οι οποίοι, τριάντα δυο έτη βραδύτερον, έστειλαν δέκα χιλιάδας αποίκους, αποτελουμένους εν μέρει από ιδικούς των πολίτας και εν μέρει από ξένους, όσοι ηθέλησαν να λάβουν μέρος εις την αποικίαν, αλλά και αυτοί εξωλοθρεύθησαν εις τον Δραβησκόν από τους Θράκας. Ύστερον από είκοσι εννέα έτη οι Αθηναίοι ήλθαν πάλιν, υπό την αρχηγίαν του Άγνωνος, υιού του Νικίου ως οργανωτού της αποικίας, και αφού εξεδίωξαν τους Ηδώνας, έκτισαν την Αμφίπολιν εις την θέσιν, η οποία ωνομάζετο από τότε Εννέα Οδοί. Βάσις της επιχειρήσεώς των εχρησίμευσεν η Ηιών, εμπορικός λιμήν ο οποίος τους ανήκεν ήδη, και ο οποίος κείται εις το στόμιον του ποταμού, εις απόστασιν είκοσι πέντε σταδίων από την σημερινήν πόλιν, την οποίαν ο Άγνων ωνόμασεν Αμφίπολιν, διότι, καθώς ο ποταμός Στρυμών σχηματίζει αγκώνα, περιρρέοντα αυτήν από βορρά μέχρι νότου, κατεσκεύασεν από εν σημείον του ποταμού εις άλλο μακρόν τείχος, χωρίσας τον αγκώνα αυτόν, εντός του οποίου ίδρυσε την πόλιν, περίβλεπτον και από ξηράς και από θαλάσσης.»

[8] Ό.π., βιβλ. ΙV, κεφ. 107: «107. Μετά τούτο, ο Θουκυδίδης κατέγινε με την διευθέτησιν των πραγμάτων της Ηιόνος, εις τρόπον ώστε να εξασφαλίση αυτήν και διά το παρόν, εναντίον ενδεχομένης επιθέσεως του Βρασίδα, και δια το μέλλον, και εδέχθη όσους επροτίμησαν, κατά τους όρους της συνθηκολογίας, να εγκαταλείψουν την Αμφίπολιν και εγκατασταθούν εκεί. Ο Βρασίδας, εξ άλλου, κατέπλευσεν αιφνιδίως με αρκετά πλοία διά του ποταμού προς την Ηιόνα, με την ελπίδα ότι θα ημπορούσε να καταλάβη το ακρωτήριον που προεξέχει από το τείχος και γίνη τοιουτοτρόπως κύριος του στομίου του ποταμού. Συγχρόνως επετέθη και δια ξηράς, αλλά και αι δύο απόπειραί του απεκρούσθησαν. Κατεγίνετο επίσης με την ρύθμισιν των πραγμάτων της Αμφιπόλεως και της περιφερείας της. Η Μύρκινος, εξ άλλου, πόλις Ηδωνική προσεχώρησε προς αυτόν, αφού ο βασιλεύς των Ηδώνων Πιττακός εδολοφονήθη υπό των υιών του Γοάξιος και της συζύγου του Βραυρούς. Το παράδειγμα της Μυρκίνου ηκολούθησαν μετ’ ολίγον η Γαληψός και η Οισύμη, αποικία των Θασίων. Και ο Περδίκκας, ο οποίος ήλθεν ευθύς μετά την άλωσιν, συνεργάσθη με τον Βρασίδαν εις την τακτοποίησιν των μερών αυτών.»

[9] Δάτος αγαθών. – «Δάτος: πόλις εστί Θράκης σφόδρα ευδαίμων· από ταύτης γουν ελέγετό τις και παροιμία, Δάτος αγαθών. δεδηλώκασι δε περί τε αυτής και της παρακειμένης χώρας οτέ μεν το Δάτον ουδετέρως λέγοντες, οτέ δε την Δάτον θηλυκώς, ως αεί Έφορος εν τη δ΄· άπαξ δε δ΄ αρσενικώς τον Δάτον Θεόπομπος γ΄ Φιλιππικών. μετωνομάσθη μέντοι η πόλις των Δατηνών Φίλιπποι, Φιλίππου του Μακεδόνος βασιλέως κρατήσαντος αυτής, ως Έφορός τε φησι και Φιλόχορος εν τη ε΄.» (Harpocrationis Lexicon in Decem Oratores Atticos ec recensione Gulielmi Dindorfii. Tomus I., Oxonii, E Typographeo Academico, MDCCCLIII [1853], σ. 84-85). – Σουΐδας, βλ. Δάτος.

[10] καυσία: Ονομαζόταν «καυσία» ο τυπικός μπερές των αρχαίων Μακεδόνων και θεωρούνταν ως εθνική κεφαλίδα. Φορέθηκε στα Ελληνιστικά χρόνια, ίσως και πριν την εποχή του Μεγσλέξαντρου και κατόπιν για προστασία από τον ήλιο από τους φτωχούς στη Ρώμη.

[11] Ancient coins of Greek Cities and Kings. From Various Collections Principally in Great Britain. Illustrated Explained et James Millingen, Esq. R.A.R.S.L. and Member of Various Foreign Academies London MDCCCXXXI [1831], pag. 39-42.

[12] «Ωδρυσος και Ορεστία η νυν Αδριανοπόλις» (Αποσπάσματα στο Geogr. Min. tom IV, pag. 42. 43). – «Περί Αδριανού πόλιν. / Το πριν μικρόν πολίχνιον κλήσιν Ορεστίαδα, / Ο Αγαμέμνονος υιός πριν ήγειρεν Ορέστης.» (Tzetzes. Chiliad. VIII, Hist. 247). – «Ούτος τοίνυν την Ορεστιάδα οικεί, (ούτω δε πάλαι η πόλις εκαλείτο, του Βασιλέως Αδριανού εξ Ορέστου του Αγαμέμνονος,)» (Zonaras, lib. XII, cap. 23).

[13] Στην έκδοση Ancient coins of Greek…, 1831, είναι σαφής η θέση: «Ο τύπος του νομίσματος που έχουμε μπροστά μας, παραπέμπει σε άφθονα κοπάδια βοδιών, που αποτελούσαν τον κύριο πλούτο των Θρακών, και παραπέμπει, ταυτόχρονα, στην ικανότητα του λαού να δαμάζει τους πιο άγριους ταύρους και να τους υποβάλλει στον ζυγό. Οι Θεσσαλοί και οι Μακεδόνες, που ήταν της ίδιας φυλής με τους Θράκες, διέπρεψαν επίσης σε παρόμοιες επιδιώξεις. Ο άνδρας είναι οπλισμένος με δύο δόρατα, το κεφάλι του είναι καλυμμένο με καυσία. | Αυτός ο τρόπος κυνηγιού πιθανότατα ώθησε τους Θεσσαλούς ποιητές να αποδώσουν στον ήρωά τους Ιάσονα το κατόρθωμα να δαμάσει τους θρασύδειλους χαλκοπόδαρους ταύρους με τα ηφαίστεια στα ρουθούνια, που φύλαγαν το χρυσόμαλλο δέρας. Η περιγραφή του Οβιδίου μπορεί να απεικονίζεται στην παράσταση που υπάρχει στο νόμισμα: | Η τολμηρή βουκέντρα με το δεξί χέρι χαϊδεύει το πέλμα. / Το μεγάλο βάρος από το αλέτρι στέκεται κάτω από τον ζυγό / Έτσι σχεδιάστε και κόψετε το ακαλλιέργητο χωράφι με ένα μαχαίρι. | Το εκπληκτικό μέγεθος του νομίσματος αυτού, το οποίο είναι διπλάσιο στο βάρος από οποιουδήποτε άλλο κέρμα που κόπηκε στην Ελλάδα, μαρτυρά τον πλούτο των πρώιμων Θρακών, που προήλθε από τα ορυχεία αργύρου τους τα τόσο γνωστά στην ιστορία. | Ένα νόμισμα του Γέτα, του θρυλικού βασιλιά των Hδωνέων, ΓΕΤΑΣ ΗΔΟΝΕΟΝ ΒΑΣΙΛΕΥΣ, ίδιου τύπου και του ίδιου βάρους με αυτό το τωρινό νόμισμα, που θα δημοσιεύσω σε κάποια περίοδο, θα μου δώσει την ευκαιρία να παράσχω μερικές περαιτέρω παρατηρήσεις για τα νομίσματα της Θράκης.» (Ό.π., σ. 41-42).

[14] Deux Lettres a Mylord Comte d’Aberdeen, Sur L’Authenticite des Inscriptions de Fourmont. Par M. Raoul-Rochette, A Paris, De L’Imprimerie Royale, 1819, pag. 115, 116.

[15] Pellerin Joseph (1684-1782): Récueil de médailles de Peuples et de Villes… Tome troisième: contenant les médailles d’Afrique; des Isle… / Joseph Pellerin. 1763, tom. I, pl. 27, 28, s. 165-175.

[16] Servius in Virgil. Georg., lib. III, vers 115. – Για τον Κένταυρο Κύλλαρο, σε μτφρ. Γ. Θεοτόκη: «Κ’ ἔχει παρόμοιο διάλεγμα κ’ ἡ φάρα τῶν ἀλόγων. / Ἐκεῖνα ποῦ ἀποφάσισες ἐσὺ ν’ ἀναλικώσεις / Ἐλπίζοντας νὰ γενειαστεῖς τὸ σόϊ, θὰ τὰ φροντίζεις / Ἀπὸ τὰ χρόνια τὰ μικρὰ περίσσια. Τὸ πουλάρι / Τοῦ εὐγενικοῦ τοῦ ζωντανοῦ περήφανα στοὺς κάμπους / Βαδίζει εὐτὺς καὶ τ’ ἀπαλὰ μεριά του τἀνεμίζει. / Νὰ τρέχει πρῶτο ἀποκοτᾶ στὸ δρόμο καὶ νὰ μπαίνει / Σ’ ἀγροικωμένους ποταμοὺς καὶ σ’ ἄγνωρο γιοφύρι / Μπιστεύεται καὶ περιττοὺς δὲ σκιάζεται σαλάγους. / Κ’ ἔχει τὸν τράχηλον ὀρθό, καὶ νόστιμο κεφάλι, / Μικρὴ κοιλιὰ καὶ παχουλὰ καπούλια, καὶ τὸ στῆθι / Τὸ ψυχερὸ ἀπὸ μούσκουλα τριοντίζει. (Προτιμιῶνται / Τὰ καστανὰ καὶ τὰ ψαριά, τὸ μούρτζινο καὶ τἆσπρα / Εἶνε τὰ πλιὸ χειρότερα στὸ χρῶμα.) Κι’ ἂ σημάνουν / Κάπως μακρόθε τἄρματα νὰ στέκεται δὲν ξέρει / Στὸν τόπο του· καὶ τράζονται τὰ μέλη του καὶ σειοῦνται / Ταὐτιά του, καὶ φρουμάζοντας τὴ συναγμένη φλόγα / Κυλᾶ ἀπὸ τὰ ρουθούνια του· κ’ ἔχει πυκνὴ τὴ χήτη / Ποῦ πέφτει ἀπάνου στὸ δεξιὸ τὸν ὧμο του ριγμένη, / Κι’ ἀπὸ τὰ ἀπάκια του περνᾶ διχαλωτὴ ἡ καρήνα, / Καὶ σκάφτει μὲ τὸ πόδι του τὴ γῆς καὶ τοῦ νυχιοῦ του / Βαρειὰ τὸ στέριο κέρατο σημαίνει. Τέτοιος ἦταν / Ὁ Κύλλαρος ποῦ τὰ λουριὰ τὸν στρῶσαν τοῦ Ἀμυκλαίου / Τοῦ Πολυδεύκη καὶ τὰ δυὸ τὰ ταληγάρια τοῦ Ἄρη, / Ποῦ οἱ ποιητὲς οἱ Ἔλληνες συχνὰ τὰ μνημονεύουν, / Καὶ τὰ ἁμαξάδικα φαριὰ τοῦ ξακουστοῦ Ἀχιλλέα. / Τέτοιος κι’ ὁ Κρονος ὁ γοργὸς περίχυσε τὴ χήτη / Στὸν τράχηλο, καὶ φεύγοντας, σὰ φάνηκε ἡ συμβία, / Ἐγιόμισε χρημητισμοὺς ψιλοὺς τὸ μέγα Πήλιο.»

[17] «Κεντόταυρος, ου κένταυρος, εκ του κεντείν τους ταύρους» (Ι. Τζέτζης, Περί του Ιξίονος τροχού, στ. 426, σ. 340, στο Johannes Tzetzes, Historiarum variarum Chiliades, Instruxit Theophilus Kiesslingius, Lipsiae 1836).

[18] Στέφανος Βυζάντιος, βλ. Άμυρος. «Άμυρος, πόλις Θεσσαλίας, από ενός των Αργοναυτών [πολυβότρυος αυταμύροιο] … η πόλις θηλυκόν. άδηλον δε το Ησιόδειον “Δωτίω εν πεδίω πολυβότρυος αντ’ Αμύροιο”. το εθνικόν Αμυρεύς, ως Κάμειρος Καμειρεύς. και το κτητικόν Αμυρήιος .και Αμυρηίς το θηλυκόν. Εύπολις δε Αμύρους αυτούς λέγει, πλησιοχώρους της Μολοττίας. εκ τούτου και Αμυραίοι λέγονται. Σουίδας δ’ εν ταις γενεαλογίαις ότι ούτοι εκαλούντο Εορδοί, ύστερον δε Λέλεγες. οι αυτοί και Κένταυροι και Ιπποκένταυροι. και την πόλιν Αμυρικήν καλεί

[19] Οι Ηδωνοί φαίνεται να ήταν σε μια περίοδο ευρέως εκτεταμένοι. Κατά τον Στέφανο Βυζάντιο, κάποτε κατέλαβαν την Άντανδρο στη Μυσία (βλ. Άντανδρος). Πιθανολογείται επίσης ότι κατείχαν το νησί της Θάσου του οποίου η αρχαία ονομασία ήταν Οδωνίς, και φαίνεται ότι είναι μια Αιολική μορφή της λ. Ηδωνίς (Ησύχιος, βλ. Οδωνίς). – «Άντανδρος, πόλις υπό την Ίδην προς τη Μυσία της Αιολίδος, από Αντάνδρου του στρατηγού Αιολέων, το εθνικόν Αντάδριος. Αριστοτέλης φησί ταύτην ωνομάσθαι Ηδωνίδα διά το Θράκας Ηδωνούς όντας οικήσαι, ή Κιμμερίδα Κιμμερίων ενοικούντων εκατόν έτη. τα εθνικά της μεν Ηδωνίδος Ηδωνοί, της δε Κιμμερίδος Κιμμέριοι.» (Στ. Βυζάντιος). – «Οδωνίς· η Θάσος το πάλαι [Ωδονίς]» (Ησύχιος).

banner-article

Ροη ειδήσεων