Λογοτεχνία Παιδεία

Μάριου Χάκκα “Το ψαράκι της γυάλας” / ανάλυση του διηγήματος | Ηλίας Γιαννακόπουλος

—–

Το διήγημα  δημοσιεύτηκε το 1971, στην περίοδο της δικτατορίας, και το θέμα του σχετίζεται με την ημέρα της επιβολής της (21 Απριλίου 1967).

Μία ερμηνεία – δοκιμή

      *** Η ανάλυση του διηγήματος « Το ψαράκι της γυάλας» μπορεί να αποτελέσει χρήσιμο βοήθημα για το μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας. Ιδιαίτερα εμπλουτίζει τους ερμηνευτικούς κώδικες στην κατανόηση και αποκωδικοποίηση του βασικού μηνύματος του λογοτεχνικού κειμένου ( ε ρ μ η ν ε υ τ ι κ ό   σ χ ό λ ι ο ). Το διήγημα μπορεί να συνοδεύσει κείμενα με αναφορά στα θέματα…Παθητικοποίηση, απολιτικοποίηση, ομοιομορφία, συμμόρφωση, ιδιώτευση, προπαγάνδα, καταναλωτισμός, απο-ηρωοποίηση, αλλοτρίωση, δημοκρατία….

——————-

Στη στήλη αυτή η faretra θα δημοσιεύει κάθε εβδομάδα (Δευτέρα και Πέμπτη) ΚριτήριαΑξιολόγησης στο μάθημα της ΝεοελληνικήςΓλώσσας και Λογοτεχνίας του συνεργάτη μας Ηλία Γιαννακόπουλου, φιλολόγου – συγγραφέα. Φιλοδοξούμε η στήλη αυτή να αποτελέσει σημαντικό βοήθημα για μαθητές και φιλολόγους στο μάθημα της Νεοελληνικής γλώσσας που αποτελεί και τον αναγκαίο όρο για την εισαγωγή στα Α.Ε.Ι. Η παρουσία του μαθήματος και στα τέσσερα πεδία αισθητοποιεί και την αξία – βαρύτητά του. Στόχος αυτών των δημοσιευμάτων είναι να εμπλουτίσουν οι νέοι το λεξιλόγιό τους αλλά και τους κώδικες ερμηνείας της πραγματικότητας με την ποικιλία και την θεματολογική πρωτοτυπία των κριτηρίων αξιολόγησης.

far

Ηλίας Γιαννακόπουλος  / ΙΔΕΟπολις

Κείμενο

  1. Ο άνθρωπος, με τη φρατζόλα υπομάλης, είναι ο ίδιος που πριν δύο χρόνια περίπου κρατούσε καρπούζι. Τότε ήταν Ιούλιος και φυσικά υπήρχαν καρπούζια, ενώ τώρα Απρίλης και πήρε φρατζόλα. Βέβαια και καρπούζια να υπήρχανε, πράγμα αφύσικο για μήνα Απρίλη, αυτός πάλι για φρατζόλα στο φούρνο θα πήγαινε, όπως άλλωστε όλος ο κόσμος.

  2. Μέσα στο γενικό πανικό, πέσαν όλοι στα τρόφιμα. Περίμενε κι αυτός κάπου μισή ώρα σειρά και στο τέλος βρέθηκε με μια ζεματιστή φρατζόλα στο χέρι. Άλλοι παίρνανε τρεις και τέσσερες, αυτός, μόνο μία. Για τη δουλειά που την ήθελε και μία αρκούσε. Την έβαλε κάτω από τη μασχάλη και πήρε τους δρόμους.

  3. Το σωστό είναι, όταν κάποιος κρατάει μία φρατζόλα, να πηγαίνει στο σπίτι του. Όμως ο δικός μας δεν μπορούσε να πάει. Στη συνοικία που έμενε, από τα χαράματα είχαν αρχίσει συλλήψεις και μόλις πρόλαβε να ντυθεί βιαστικά, πετάχτηκε έξω και ξεμάκρυνε γρήγορα, αναζητώντας το πιο κατάλληλο αντικείμενο για καμουφλάζ στις κινήσεις του.

  4. Σ’ όλους τους ανθρώπους, ακόμα και στους πρωτόγονους, είναι γνωστή η αξία χρήσης των αντικειμένων. Στις προηγμένες εμπορευματικές κοινωνίες τα πράγματα φυσικά έχουν και μια άλλη αξία, την ανταλλακτική, όπως συνήθως τη λένε. Στην Ελλάδα εκτός απ’ αυτές τις δυο γνωστές και πολυσυζητημένες αξίες έχει ανακαλυφθεί και μια τρίτη: Η παραλλακτική, που παίζει σημαντικό ρόλο στις έκτακτες περιστάσεις που ζει τόσο συχνά αυτός ο τόπος. Είναι δε η παραλλακτική αξία ενός πράγματος απευθείας ανάλογη της εφευρετικότητας του παραλλάκτη και της αντίληψης του αστυνομικού οργάνου που επιχειρεί να παραπλανήσει. Δηλαδή, όσο πιο ατσίδας είναι ο αστυνομικός, τόσο πιο πειστικό πρέπει να είναι το αντικείμενο που κρατάει ο παραλλάκτης στα χέρια του, για να λειτουργήσει ο νόμος της παραλλαγής.

  5. Στα Ιουλιανά, πηγαίνοντας ο άνθρωπός μας στις συγκεντρώσεις, είναι αλήθεια πάντα στα άκρα, κρατούσε κι ένα καρπούζι. (Αξία παραλλαγής). Αν γινόταν καμιά φασαρία, γλιστρούσε, δείχνοντας στους αστυνομικούς το καρπούζι: «Είμαι ένας φιλήσυχος άνθρωπος και πάω στο σπίτι μου».

  6. Πραγματικά, πήγαινε σπίτι, φορούσε πιζάμες, παντόφλες, κι εκεί στη βεράντα, έκοβε το καρπούζι και το ‘τρωγε, (αξία χρήσης πια τώρα), μέχρι που έκανε τις φλούδες του πάπυρο. Αυτό ήταν και το βραδινό του. Τα τελευταία χρόνια, σαβουρώνοντας ό,τι του λάχαινε, είχε παραβαρύνει από σάλτσες κι αποφάσισε να κάνει πια δίαιτα. Όμως η κοιλιά κρέμονταν πάντα εκεί μπροστά του μακρουλό καρπούζι, κι όσο κι αν έλεγε ν’ αρχίσει την επομένη ασκήσεις, αυτές ποτέ δε γινόντανε. Βαριόντανε. Βαριόντανε ν’ ασχοληθεί ακόμα και με τα φερ – φορζέ, στολίδι της βεράντας του, γιατί το θέλανε πια ένα πέρασμα λευκή λαδομπογιά. Ήταν και το χρυσόψαρο στη γυάλα, και κάθε τόσο έπρεπε ν’ αλλάζει το νερό, μια ασχολία κι αυτή που του φαινόταν βαρετή.

  7. Τα τελευταία χρόνια είχε κι αυτός την Καπούη του: Ένα σπιτάκι με βεράντα που έβλεπε προς το βουνό. Αφού έζησε τη μισή ζωή του σε θαλάμους φυλακής και σε τσαντήρια εξορίας, μετά από τόσες στερήσεις, όταν κάποτε βρέθηκε ελεύθερος, μπλέχτηκε με κάτι οικόπεδα, κέρδισε ξαφνικά μερικά λεφτουδάκια κι αγόρασε αυτό το σπιτάκι όπου και ζούσε μονάχος.

  8. Για παντρειά δεν αποφάσιζε. «Δεν ξέρεις τι γίνεται πάλι», έλεγε κάθε φορά που του φέρναν εκεί την κουβέντα. «Ο γάμος σε δένει με τούτον τον κόσμο, ευθύνες, παιδιά. Εγώ έχω ένα παρελθόν κι ένα αβέβαιο μέλλον».

  9. Κι όμως, έστω χωρίς γάμο, μα με μόνο το σπίτι, δημιουργούσε γερό δέσιμο με τούτον τον κόσμο κι αγεφύρωτο χάσμα με το παρελθόν. Γιατί δεν ήταν μόνο οι τέσσερες τοίχοι στολισμένοι με κάδρα, παράθυρα δίχως κάγκελα και μια πόρτα που την άνοιγε όποτε ήθελε, δεν ήτανε φυσικά αιτίες να ξεκόψει από την παλιά του ζωή μόνον αυτά. Ήταν κι ένα σαλονάκι δανέζικο. Ήταν κι ένα κρεβάτι μ’ αναπαυτικό στρωματέξ. Σόμπα στα χειμωνιάτικα βράδια, ψυγείο για τα καυτά καλοκαίρια, παγάκια, και μια σειρά άλλα ψιλοπράγματα εκ πρώτης όψεως που δεν είχε συναντήσει στους ηρωικούς αλλά τόσο σκληρούς χώρους της νιότης.

  10. Είναι αλήθεια, καλά καλά δεν είχε ξεκόψει με το παρελθόν. Όσο μπορούσε συνέχιζε, πηγαίνοντας στις συγκεντρώσεις, παραγγελτικά φυσικά, δίνοντας τακτικά τη συνδρομή του κι ακούγοντας στο πικάπ δίσκους που αποκλειστικά αναφέρονταν σε κείνα τα δύσκολα χρόνια.

  11. Ήταν ωραία ν’ ακούς στους δίσκους για καημούς και στερήσεις, για μια υπεράνθρωπη προσπάθεια, άσχετα αν δεν κατάληξε κάπου, για μια στάση ηρωική που μετείχε κι ο ίδιος. Ήταν πολύ ωραία να κάθεσαι στη σαιζλόγκ και ν’ αναπολείς ακόμη και τους περασμένους πόνους σου, απαλότεροι τώρα, τυλιγμένοι στο μύθο, σα να μη συνέβηκαν σε σένα τον ίσιο. «Ε, πάει περάσανε όλα. Δύσκολα χρόνια, αλλά είχε μια ομορφιά αυτή η ιστορία». Ήταν καλά μέσα στο σπίτι του με τις αναμνήσεις και το πικάπ∙ ήταν πολύ καλά έτσι που ζούσε, τι αρχίσανε πάλι να πάρει ο διάβολος, τι φταίει να παίρνει πάλι μπάλα τους δρόμους;

  12. Ήταν μια χαρά βολεμένος και τώρα το κυνηγητό και πού να πάει; Ποια δύσπιστη πόρτα να χτυπήσει, που όλοι, συγγενείς, γνωστοί, φίλοι, θα είχανε την ίδια αιτία; Πολλοί απ’ αυτούς τώρα θα ‘ταν κιόλας πιασμένοι κι άλλοι ίσως τριγυρίζουν όπως κι ο ίδιος με μια φρατζόλα στο χέρι.

  13. Έκανε ένα μεγάλο κύκλο μακριά απ’ το κέντρο. Πέρασε Βύρωνα, Δάφνη κι έπεσε στην Καλλιθέα. Ήταν μια καλή άσκηση. Είχε καιρό να περπατήσει τόσο πολύ. Κι ήταν ένα φωτεινό πρωινό, λες επί τούτου φτιαγμένο για ένα μεγάλο περίπατο. Ασυναίσθητα άρχισε να τσιμπάει τη γωνιά της φρατζόλας, ενώ ταυτόχρονα του ‘ρθανε αισιόδοξες σκέψεις: «Μπα, δεν κρατάει πολύ αυτή η κατάσταση. Όπου να ‘ναι θα πέσουν».

  14. Τώρα όποιος θα ‘θελε να ψιλοκοσκινίσει αυτό το απόφθεγμα θα παρατηρούσε ότι η αοριστία της πρώτης πρότασης συνεχίζεται μέσα στη δεύτερη κι αυτό οφείλεται στη χρησιμοποίηση τρίτου προσώπου. Βέβαια, η χρήση πρώτου προσώπου και μάλιστα ενικού αριθμού στη συγκεκριμένη περίπτωση, θέλει καρδιά και προσωπική προπαρασκευή για τέτοιο ενδεχόμενο. «Πώς θα πέσουν;» άκουσε μια φωνή μέσα του, «όπως τα ώριμα φρούτα από μόνα τους ή τινάζοντας το δέντρο γερά;» «Θα τους ρίξει ο λαός», διόρθωσε πικραμένος λιγάκι, γιατί ήτανε δεδομένο ότι θεωρούσε τον εαυτόν του ένα μ’ αυτόν τον λαό κι επομένως δεν έβγαζε την ουρά του απ’ έξω. Ναι, αλλά τότε, έπρεπε να κινηθεί προς το κέντρο εκεί που μπορούσε να διαδραματιστούν γεγονότα να συμμετάσχει σ’ αυτά ή μήπως πίστευε στη θεωρία της πρωτοπορίας (τα στελέχη χρειάζονται) κι έπρεπε να φυλαχτεί;

  15. «Δεν μπορώ», σκέφτηκε, «προς το κέντρο δεν πάνε τα πόδια μου. Όσο κι αν το βλέπω σωστό, μου είναι αδύνατο. Ας ενεργήσουν οι άλλοι, ας κατεβούνε στο κέντρο οι νέοι».

  16. Είχε φτάσει σε μια περιοχή που κατοικούσε μια μακρινή ξαδέλφη του. Δίστασε να πάει προς το σπίτι της. Όμως το στόμα του ήταν πικρό απ’ τα τσιγάρα και του χρειαζόντανε ένας καφές. Τελικά τ’ αποφάσισε.

  • Τι γίνεται; ρωτούσε της ξαδέρφης ο άντρας, γερό παλικάρι και γερό μεροκάματο.

  • Τι γίνεται; ρώτησε κι ο ίδιος μην ξέροντας τι ν’ απαντήσει.

  • Θα ‘χει την Κυριακή ποδόσφαιρο άραγε;

  • Πού να ξέρω; είπε εκείνος που ερχόνταν απ’ έξω.

  • Τι μας βρήκε! Τι μας βρήκε! έκανε απελπισμένος ο άλλος κι έπιασε το μέτωπό του. Έχεις και το ραδιόφωνο, μόνο εμβατήρια παίζει. Για τα γήπεδα τίποτε.

  1. Ο δικός μας ρούφηξε καυτό τον καφέ του, προσπαθώντας να γλιτώσει το γρηγορότερο από της εξαδέρφης τον άντρα κι από τα άσματα του ραδιοφώνου, και πετάχτηκε πάλι στο δρόμο, αυτή τη φορά μ’ ένα νευρικό σβέλτο βήμα. Πρώτη φορά περπατούσε μ’ αυτό τον τρόπο κι απορούσε κι ο ίδιος όταν τσάκωσε τον εαυτόν του να δουλεύει μέσα του το εμβατήριο, θα μπορούσε να πει πως το σιγομουρμούριζε κιόλας:

Το πυροβολικό, το πυροβολικό,

το πυροβολικό, πολύ το αγαπώ.

  1. Παρατήρησε ότι κι ένας άλλος άνθρωπος που βάδιζε μπρος του πήγαινε με τον ίδιο ρυθμό, τον ίδιο βηματισμό, λες και μικροσκοπικά μεγάφωνα κολλημένα εκεί δίπλα στ’ αυτιά του μετέδιδαν το γνωστό εμβατήριο. Ήταν φορτωμένος μια τσάντα φίσκα με τρόφιμα κι αυτό κάθε φορά τον έκανε να χάνει το βήμα του. Όμως αμέσως ένα πηδηματάκι κουτσό, και το έβρισκε. Τον πήρε από πίσω. Δύο τετράγωνα παραπέρα τον ρούφηξε μια πόρτα. Αυτόν θα τον περίμενε ίσως μια γυναίκα με τα νυχτικά, ο απέναντι γείτονας για κανένα ουζάκι, ο μπατζανάκης μ’ έτοιμο στρωμένο το τάβλι. Τίποτε δεν άλλαζε γι’ αυτόν. Μόνο ένα κουτσό βηματάκι κι αμέσως ήτανε με το ρυθμό της ημέρας κι αυτό του επέτρεπε να κοιμάται στο σπίτι του.

  2. Γιατί λοιπόν να μην κάνει κι ο ίδιος αυτή τη μικρή προσαρμογή, πάντα θα περπατούσε παράταιρα; Ένα τίποτε είναι η αποδοχή της κατάστασης κι έπειτα γυρίζεις στο σπίτι σου. Βέβαια μπορεί εκεί να μην τον περίμενε μια γυναίκα με το νυχτικό, ένας μπατζανάκης, οι γείτονες να κάνουν παρέα, όμως είχε εκείνο το ψαράκι στη γυάλα, ποιος θα του αλλάζει το νερό; Είναι μια ζωούλα κι αυτό, έχει ευθύνη. Το φαντάζονταν να κόβει βόλτες στο στενό χώρο της γυάλας. Έκανε όλο χάρη κινήσεις, δείχνοντας τη χρυσή του κοιλιά, πότε τα πλαϊνά του πτερύγια. Το στόμα του ανοιγόκλεινε ρυθμικά. Και ξαφνικά η αναπνοή του γινόντανε γρήγορη, ασφυκτιούσε. Τώρα σπαρτάραγε, πνίγονταν, έπεφτε μολύβι το σώμα του στον πάτο της γυάλας.

  3. Έβγαλε το μαντίλι απ’ την κωλότσεπη και σφούγγισε το ιδρωμένο του μέτωπο. «Δε γίνεται» σκέφτηκε, «πρέπει να πάω». Έπρεπε να νοιαστεί το ψαράκι. Το μόνο που μπορούσε να κάνει αυτή την κρίσιμη μέρα ήταν ν’ αλλάξει στο ψάρι νερό. Για τ’ άλλα, τα σοβαρά και μεγάλα, δεν είχε δύναμη.

  4. Επέστρεφε μέσα στο απριλιάτικο απόγευμα σπίτι του κι ήταν παρμένη η απόφαση. Εκεί θα κλειδώνονταν κι ας έρχονταν από εκεί να τον πάρουν.

Σουρουπώνοντας έμπαινε στην Καισαριανή.

Το διήγημα  δημοσιεύτηκε το 1971, στην περίοδο της δικτατορίας, και το θέμα του σχετίζεται με την ημέρα της επιβολής της (21 Απριλίου 1967).

Εισαγωγικά

Στην προσπάθειά σου να αναλύσεις – ερμηνεύσεις ένα Λογοτεχνικό κείμενο κινδυνεύεις πάντοτε να «αυθαιρετήσεις», είτε γιατί θα πεις περισσότερα απ’ όσα λέει ή θα ήθελε να πει το κείμενο, είτε γιατί θα πεις λιγότερα ή από σεβασμό προς το κείμενο ή από έλλειψη λογικής και συναισθηματικής κατανόησής του.

Για μεν το ποίημα ο κίνδυνος της ερμηνευτικής αυθαιρεσίας είναι πάντα μεγάλος, για το πεζό δε, κάπως μικρότερος. «Η Λογική κατανόηση και η συναισθηματική συμμετοχή σ’ ένα κείμενο είναι εκτός των άλλων και θέμα εξοικείωσης. Όσο περισσότερο πλησιάζεις την τέχνη τόσο εκείνη σου αποκαλύπτεται. Υπάρχουν γραπτά που θέλουν επιμονή και αντοχή για να σου δοθούν. Υπάρχουν, όμως,. Και κείμενα που σου μεταγγίζονται απλά και αβίαστα μέσα από τις λέξεις, για να σου πουν χωρίς καμιά απ’ έξω ή από μέσα επικουρία ό,τι έχουν να σου πουν, μα κι ό,τι κρύβουν. Σ’ αυτήν την κατηγορία της άμεσης επικοινωνίας ανήκει και ο λόγος του Μάριου Χάκκα». Έτσι σχολίασε η Μαρία Στασινοπούλου την πεζογραφία του Μ. Χάκκα (περ. Διαβάζω, 20).

Οι αναγνώστες θα ‘πρεπε να γνωρίζουν όλο το πολιτικό σκηνικό όχι μόνο του παρόντος – με την ευρύτερη χρονική έννοια – όπου αναφέρεται άμεσα ο Χάκκας (1965-67) αλλά και του απώτερου παρελθόντος, αφού απ’ αυτό αρχίζει η πορεία του ήρωα του διηγήματος. Τα κύρια στοιχεία (δομικά ή μη) που θα ‘πρεπε να αναλυθούν είναι: Ο χρόνος, το περιβάλλον με όλες τις διαστάσεις και αποχρώσεις του (οικονομικό ® κοινωνικό ® πολιτικό ® οικογενειακό – προσωπικό), τα πρόσωπα, η πορεία του ήρωα, το θεματικό κέντρο – κυρίαρχο μήνυμα και η τεχνική.

Ο Χρόνος και ο Χώρος

Έχουμε μια σύζευξη των δύο διαστάσεων του Χρόνου, του παρόντος και του Παρελθόντος, με άμεσες ή έμμεσες χρονολογικές αναφορές (1967-1965…). Έχουμε μια συναίρεση του παρελθόντος με το παρόν, όπου κάθε φορά ο Χάκκας δίνει την πολιτική ταυτότητα και συμπεριφορά του ήρωά του. Έχουμε το χρονικό πλαίσιο όπου κινούνται και καταγράφονται τα πολιτικά γεγονότα που καθορίζουν ή αποκαλύπτουν αντίστοιχες συμπεριφορές και στάσεις – θέσεις των ανθρώπων. Δίνεται η διαχρονική πορεία ενός ατόμου από το κοντινό παρελθόν μέχρι το παρόν. Η εξέταση και φωτογράφιση του ήρωα του διηγήματος είναι διαχρονική και συγχρονική. Βέβαια, το παρόν αποσπά και φωτίζει το μεγαλύτερο τμήμα της πορείας ενός ανθρώπου από την αγωνιστική πολιτικοποίηση στην πολιτική του εφησυχασμού και της αδράνειας. Σαν παρόν μπορούμε να λάβουμε το 1965 και 1967. Το παρελθόν μόνο συμπτωματικά δίνεται για να βοηθήσει τον αναγνώστη να δει και να εξηγήσει την πολιτική ταυτότητα του ήρωα στο παρόν. Όχι βέβαια για να την δικαιολογήσει αλλά ίσως για να την αιτιολογήσει.

Ο χώρος είναι ενιαίος και ο ίδιος τουλάχιστον γεωγραφικά και για το παρόν και για το παρελθόν. Αν, όμως, δούμε το χώρο και από την κοινωνική πλευρά θα παρατηρήσουμε πως συμβάλλει κι αυτός σε κάποιο βαθμό στην αλλοίωση της πολιτικής φυσιογνωμίας του ανθρώπου του διηγήματος.

Χρόνος, λοιπόν, και Χώρος άρρηκτα δεμένοι αποτελούν το απαραίτητο πλαίσιο από το οποίο θα πρέπει να παρακολουθήσουμε όλες τις μεταπτώσεις του πρωταγωνιστή του κειμένου.

Το Περιβάλλον

Χρωματίζεται ιδιαίτερα ή τονίζεται κατ’ εξοχήν το πολιτικό και οικονομικο-κοινωνικό πλαίσιο και πως αυτό καθορίζει και διαμορφώνει την αντίστοιχη στάση ζωής, τρόπο σκέψης και πολιτικής δράσης των ανθρώπων. Σε τι ποσοστό ευθύνεται το περιβάλλον για τη συγκεκριμένη στάση του Ατόμου; Ποιοι είναι οι μηχανισμοί του περιβάλλοντος που καθορίζουν έμμεσα ή άμεσα αυτή τη στάση; Ποια είναι τα πρότυπα που επιβάλλει το περιβάλλον και προς τα οποία συνήθως προσαρμόζεται το άτομο και τα εσωτερικεύει με τη διαδικασία – τεχνική της κοινωνικοποίησης; Ποια είναι η ιδιαίτερη αυτή πτυχή (δύναμη) του που οδηγεί τον πολίτη στην υποταγή, υποχώρηση, συμβιβασμό και ίσως, αλλοίωση του «Εγώ» του και της Ιδεολογίας του;

Οι ιδιαίτερες συνθήκες οικονομικής και κοινωνικής ζωής δένονται άρρηκτα με τα συγκεκριμένα πολιτικά γεγονότα του παρόντος και φωτίζουν εναργέστερα την καταλυτική τους επίδραση στο Ιδεολογικό «είναι» του Ήρωα του διηγήματος. Είναι στιγμές ή γεγονότα στη ζωή που ωθούν το συγκεκριμένο άτομο αλλά και τον καθένα μας να πάρει θέση ή να εκδηλωθεί πολιτικά ενώ ίσως ποτέ δεν του δόθηκε αυτή η ευκαιρία ή τέτοια ευκαιρία και αυτή η θέση ή είναι συνεπής με το παρελθόν του ή είναι εντελώς διάφορη και αντίθετη με αυτό. Στη δεύτερη περίπτωση, που μας αφορά στο διήγημα, πρέπει να εξετασθούν όλα τα αίτια της διαφοροποίησης (πολιτικής), αλλά ιδιαίτερα το συγκεκριμένο γεγονός που στάθηκε η αιτία και αφορμή συνάμα γι’ αυτή την εκδήλωση της πολιτικής διαφοροποίησης. Είναι γεγονότα που κάνουν τον Άνθρωπο ανθρωπάκι και το ανθρωπάκι Άνθρωπο.

Ποιο είναι το περιβάλλον, όπου ο ήρωας χαρακτηριζόταν από έντονη πολιτική δραστηριότητα και αγωνιστική διάθεση με τη συνακόλουθη συμμετοχική του παρουσία στα κοινά, είναι γνωστό, αφού αναφέρεται σε χρονική περίοδο τουλάχιστον από το 1944…1967 «Ε, πάει περάσανε όλα. Δύσκολα χρόνια, αλλά είχε μια ομορφιά αυτή η ιστορία».

Το περιβάλλον του παρόντος πιο γνωστό και διαμορφώσιμο. Πρέπει εδώ να βρεθούν τυχόν ομοιότητες μεταξύ των συνθηκών και γεγονότων του 1965 και 1967 ή διαφορές και αυτές να συνεξετασθούν με την αντίστοιχη συμπεριφορά του ήρωα, που ο Χάκκας στην πρώτη παράγραφο μας εξομολογείται πως είναι η ίδια, μόνο το αντικείμενο που κρατά αλλάζει. Από τους θαλάμους της φυλακής και από τα τσαντήρια της εξορίας όπου έζησε τη μισή του ζωή, όπως αναφέρει ο συγγραφέας στην παράγραφο 6, τώρα ο ήρωάς μας παρουσιάζεται μ’ ένα καρπούζι υπομάλης το 1965 και με μία φρατζόλα υπομάλης το 1967. Ο ίδιος άνθρωπος σ διαφορετικούς χώρους εκφραστής και φορέας αντιθέτων πολιτικών επιλογών και ιδεολογικών προσανατολισμών.

Ίσως θα ‘ταν μια απλοϊκή, από κοινωνιολογικής απόψεως, άποψη αν ισχυριζόταν κανείς πως οι στερήσεις του παρελθόντος δημιούργησαν ένα πολιτικό άτομο, ενώ οι ανέσεις του παρόντος μεταμόρφωσαν αυτό το ίδιο το άτομο σ’ ένα αδρανοποιημένο και αποστασιοποιημένο από τα μεγάλα και σπουδαία ανθρωπάκι.

Τα Πρόσωπα – Η Πορεία

Ο ήρωας είναι ένας και τα άλλα πρόσωπα είναι μάλλον αχνά και ενταγμένα δορυφορικά στην υπόθεση και στην πορεία του ίδιου. Λίγο ή πολύ, όμως, επηρεάζουν τον ήρωα ή δίνονται για να τονίσουν το μέτρο και τη σημασία της συμπεριφοράς του. Κατ’ εξοχήν το κυρίαρχο πρόσωπο είναι πρώτα πολιτικό και μετά οτιδήποτε άλλο. Υπερτονίζεται κατ’ εξοχήν η πολιτική του διάσταση και οι άλλες δύο – οικονομική και κοινωνική – αναφέρονται στο βαθμό που φωτίζουν καλύτερα και αιτιολογούν την πολιτική αυτή διάσταση.

Η πορεία του ήρωα του διηγήματος δίνεται μέσα από μια σειρά χρονολογική (παρόν – παρελθόν). Η πορεία αυτή έχει αφετηρία το χρονικό διάστημα πριν το 1965 και ίσως αφορά την Μετακατοχική Ελλάδα και τέλος το 1967. Η πολιτική συμπεριφορά του ήρωα πριν το 1965 δίνεται άμεσα ή έμμεσα με αναφορές όπως στις παρ. 7, 9, 11. Η αντίστοιχη αλλά και εκ διαμέτρου αντίθετη πολιτική του στάση στο παρόν (1965…1967) δίνεται πιο άμεσα  και μέσα από αντίστοιχες ενέργειες και σκέψεις (1, 5, 10, 12, 15, 20, 22 παράγραφοι κειμένου).

Η πορεία: Στο διήγημα έχουμε την καθοδική πορεία ενός ανθρώπου από τη θέση του ενεργά πολιτικού ατόμου και ίσως με κάποιο αγωνιστικό και ηρωικό παρελθόν (εξορίες, φυλακές, παρ. 7), στη θέση του ανενεργού πολιτικά ατόμου ή του πολιτικά ουδέτερου και τέλος ίσως – ίσως του α-πολιτικού (5), αν μπορούμε να δεχτούμε μια τέτοια συμπεριφορά ανθρώπου που ζει και εκφράζεται μέσα σε μια καθαρά πολιτική κοινωνία.

Το παρόν αποκαλύπτει καλύτερα αυτή την έκπτωση του Ήρωα με τη συγκεκριμένη στάση του στα Ιουλιανά και την ημέρα επιβολής της δικτατορίας. Ίδια συμπεριφορά, ίδια στάση (1). Το μόνο που αλλάζει, ίσως, είναι το αντικείμενο που κρατά κι αυτό λόγω εποχής.

Το πορτρέτο του ήρωα δίνεται μέσα από τις καθημερινές του ασχολίες, σκέψεις και αντιλήψεις, απέναντι στη ζωή γενικά και σε όσα σημαντικά ή ασήμαντα συμβαίνουν γύρω του (6-9, 12, 20).

Στην αρχή ο Χάκκας παρουσιάζει τον πρωταγωνιστή του με μια χαρακτηριστική εικόνα, γνωστή σε περιόδους πολιτικής αστάθειας και ρευστότητας που δημιουργούν αντίστοιχα συναισθήματα ανασφάλειας στο Λαό που η πρώτη του αντίδραση και φροντίδα είναι η εξασφάλιση του «άρτου» (1-2). Ενώ η δράση του ήρωα εκτυλίσσεται στο παρόν με φόντο τα γεγονότα του Απριλίου 1967, συχνά ο συγγραφέας δίνει τις αντιστοιχίες της συμπεριφοράς του στην περίοδο του 1965 (5). Η στάση που τήρησε τότε συμπυκνώνεται στο «είμαι ένας φιλήσυχος άνθρωπος και πάω σπίτι μου» και θα ‘ναι ανάλογη με την τελική στάση που θα κρατήσει στα γεγονότα του 1967 (22). Πριν παρουσιάσει τον ήρωά του ο Χάκκας στο συγκεκριμένο πολιτικό γεγονός του παρόντος (1967), δίνει όλη τη ζωή του πριν το 1967. Ίσως αυτό να θεωρηθεί σαν κάποια παρέκβαση και ίσως μερικούς να κουράζει. Κάθε άλλο όμως. Με τις παρ. 6-9δίνει ακριβώς εκείνες τις συνθήκες ζωής, που θα οδηγήσουν τον ήρωα να πάρει την α΄ ή β΄ στάση απέναντι στη δικτατορία.

Η αστικοποίηση του ήρωα, ο νεοπλουτισμός και η λογική της ιδιωτικής ευτυχίας είναι το τέλος μιας πορείας (αγωνιστικής και ηρωικής) και η αρχή μιας άλλης. Εκεί τελειώνει ένα αγωνιστικό παρελθόν, χωρίς βέβαια να δικαιώνεται αυτό από το παρόν και αρχίζει ένα παρόν και ένα συνεπές προς αυτό μέλλον σύμφωνο με τις πολιτικές και οικονομικές επιλογές του πρωταγωγιστή του διηγήματος.

Βέβαια, ο ήρωας δεν ξέκοψε από το παρελθόν του, αλλά τώρα το ατενίζει ή το ζει μόνο μέσα από τα καινούρια κανάλια του αστικού τρόπου ζωής (πικ-απ, δίσκοι, φερφορζέ…) και μόνο ακαδημαϊκά ή πλατωνικά επικοινωνεί μ’ αυτό. Βλέπει και θυμάται τώρα το παρελθόν, όχι από την ηρωική πλευρά αλλά από την πλευρά του «βολεμένου» και φιλήσυχου (11-12).

Με την μικρή παρέκβαση ο Χάκκας επαναφέρει τον ήρωα στο παρόν και τον τοποθετεί απέναντι στα συγκεκριμένα πολιτικά γεγονότα. Φαίνεται να προβληματίζεται για την κατάσταση που επικρατεί, για το μέλλον, για το τέλος της και τον τρόπο που θα έλθει αυτό. Ένας προβληματισμός που ενώ έχει κάποια υγιή στοιχεία του ηρωικού και αγωνιστικού παρελθόντος που επιβιώνουν ή αναβιώνουν ανάλογα μέσα του, αυτά όμως αργότερα χάνονται στη σκοπιμότητα του παρόντος για ήσυχη, σίγουρη και καλή ζωή (13-14). Την ευθύνη τελικά της πτώσης της Δικτατορίας την αφήνει για τους άλλους. Απόσειση ευθυνών. Αφήνει την πρωτοπορία στη νεολαία (15). Σωματική κούραση και ιδεολογική αποστράτευση.

Στην παρ. 17 γίνεται ένας διάλογος του ήρωα με συγγενή του πρόσωπα. Ο διάλογος αυτός είναι αποκαλυπτικός της θέσης των συγγενικών του προσώπων (που ίσως να εκφράζουν και ένα μεγάλο μέρος λαού) απέναντι στα συμβαίνοντα (άγνοια – αδιαφορία – συνειδητή αδράνεια). Το ποδόσφαιρο είναι το μέλημα όλων. Το όπιο που ρίχνουν οι δικτάτορες στο λαό για αποπροσανατολισμό με απώτερο στόχο τη δημιουργία ατόμων που είναι έτοιμοι να θυσιαστούν για την ομάδα τους όχι όμως ικανοί να κρίνουν και να αμφισβητήσουν την περιβάλλουσα κοινωνία και τους μηχανισμούς της. Το ποδόσφαιρο τελικά καταντά κι αυτό να ‘ναι στο τέλος ένας από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους, όπως ίσως κατ’ αναλογίαν με άλλα θα ‘λεγε ο Αλτουσέρ.

Από εδώ και πέρα αρχίζει πλέον η διαδικασία προσαρμογής του ανθρώπου με τους άλλους και την επιβληθείσα πλέον κατάσταση και μάλιστα με επιταχυνόμενη κίνηση.

Η τεχνική του εμβατηρίου

Η τεχνική του εμβατηρίου πολύ επιτυχής. Η φανφάρα του εμβατηρίου οδηγεί ασυνείδητα όλες τις πολιτικά αλλοτριωμένες συνειδήσεις. «Το εμβατήριο ευνουχίζει τον προσωπικό στοχασμό, μεταμορφώνει τον ένα σε πλήθος. Σημαίνει: «θα πας με τους άλλους». Το εμβατήριο που μαζοποιεί το σύγχρονο άνθρωπο και ναρκώνει την πολιτική του κρίση. Ο συμβιβασμός του ανθρώπου και η επιθυμία του για ομοιομορφία με τους γύρω του ασυνείδητα στην αρχή και συνειδητά αργότερα μπορεί να επιτευχθεί και με τον πιο απλό τρόπο και μάλιστα ανώδυνο για το καθεστώς. Η χρήση δε από το καθεστώς της έννοιας της πατρίδας και του στρατού – όπως δηλώνει και το δίστιχο (το πυροβολικό… το αγαπώ) – είναι κύριο και κοινό γνώρισμα όλων των δικτατοριών. Κι αυτό, βέβαια, γίνεται για να ευαισθητοποιήσει την πλατειά μάζα του λαού σε θέματα λεπτά και που κατά ένα μεγάλο ποσοστό κατέχει ο στρατός σαν θεματοφύλακας του έθνους από «παντοίους» εχθρούς της πατρίδας, της θρησκείας και της οικογένειας που αποτελούν για τους εκάστοτε τυραννίσκους τη μπροσούρα του ιδεολογικού τους μανιφέστου.

Στην παρ. 19 περιγράφεται πιο καθαρά η απάθεια και η πολιτική αδρανοποίηση όλων, οπότε ο Χάκκας έξυπνα διευκολύνει πλέον τον ήρωά του να προσαρμοστεί μ’ αυτή την ήσυχη και ακίνδυνη αδρανοποίηση παρά να αποτελεί μια ζωή αυτός την εξαίρεση «Γιατί λοιπόν… θα περπατούσε παράταιρα;». Εξάλλου η σκέψη για δυναμική αντιπαράθεση και ρήξη με το καθεστώς απορρίφθηκε. Η υποχώρηση και ο συμβιβασμός συντελέστηκαν πλέον. Απλώς τώρα μένει να βρεθεί η δικαιολογία αυτής της προσαρμογής, αφού η αιτιολόγηση έγινε πολύ πριν (6, 7, 8). Η δικαιολόγηση, σαν τεχνική, πολύ επιτυχής και δείχνει κάποιο ανθρωπισμό. Έπρεπε κάποιος να περιποιηθεί το «ψαράκι της γυάλας». Η ειρωνεία και ο σαρκασμός του Χάκκα εδώ είναι χαρακτηριστική.

Την τελεσίδικη απόφαση του ανθρώπου, ο συγγραφέας τη δίνει μέσα από τη φράση «Δε γίνεται, πρέπει να πάω» (21). Τα καθημερινά, τα μικρά και τα ασήμαντα κερδίζουν τον ήρωά μας – ή μάλλον αποτελούν μιαν εύσχημη δικαιολογία – ενώ τα σοβαρά και μεγάλα τον απωθούν ή και τον τρομάζουν πλέον. Το ηρωικό παρελθόν θρυμματίζεται μπροστά στη συμβιβαστική συμπεριφορά του παρόντος. Από εδώ και στο εξής θα «ιδιωτεύει» πια. Το τέρμα της πορείας η Καισαριανή και μάλιστα σούρουπο. Ο νομιμόφρων, ο νομοταγής πολίτης πλέον. Ο τρόφιμος των θαλάμων της εξορίας και της φυλακής θα βρίσκεται τώρα ξαπλωμένος στο δανέζικο σαλονάκι του.

Οι παράγοντες της προσαρμογής

Αν και λίγο ή πολύ οι παράγοντες – αίτια που οδήγησαν τον ήρωα από τη μία θέση στην άλλη έχουν δοθεί, θα ‘ταν σκόπιμο κάπως λακωνικά, να δοθούν πάλι, βοηθώντας ίσως καλύτερα έτσι την αιτιολόγηση της έκπτωσης του ήρωα από το ηρωικό παρελθόν στο παρόν της προσαρμογής. Ο Χάκκας άμεσα ή έμμεσα αποδίδει την ευθύνη αυτής της πορείας του ήρωα από το παρελθόν με τις φυλακές και τις εξορίες στο παρόν με το «ψαράκι της γυάλας» στις παρακάτω αιτίες.

Αστικοποίηση του ανθρώπου (οικονομική αποκατάσταση ® αντίστοιχος τρόπος ζωής και σκέψης ® ανάλογη πολιτική συμπεριφορά και σύμφωνη με την ιδεολογία ενός νεόπλουτου και βολεμένου). Τα πράγματα και ο χώρος δένουν και αφομοιώνουν στη λογική τους το πνευματικό άϋλο υπόβαθρο του ήρωα. Η αλλαγή της πολιτικής θέσης έρχεται σαν επακόλουθο της αλλαγής της οικονομικής κατάστασης του ήρωα. Η υλική πραγματικότητα παρασύρει με τους μηχανισμούς της και την πολιτική συμπεριφορά του ατόμου. Ίσως όλα αυτά να θυμίζουν τη γνωστή θεωρία του Μαρξ περί βάσεως του οικοδομήματος (οικονομικός υλισμός) και εποικοδόμημα – υπερδομή (πολιτική συμπεριφορά). Οι κοινωνικές συνθήκες (θεοποίηση του επιτυχημένου βολεμένου και η ευτυχία της ομοιομορφίας – ο κομφορμισμός σαν στάση ζωής και ιδεολογικό πιστεύω).

Βέβαια, αυτές οι κοινωνικές συνθήκες είναι το αποτέλεσμα των αντίστοιχων οικονομικών. Πολιτικές συνθήκες (αποθέωση του φιλήσυχου και του πολιτικά ουδέτερου – κούραση ιδεολογική – διάψευση ελπίδων – προδοσία αγώνων – συντηρητισμός – σκληρή δικτατορία – πολιτική ρευστότητα – επιφανειακή επαναστατικότητα – ένταξη στο σύστημα και στη λογική των μηχανισμών του…). Ίσως θα μπορούσαμε να επισημάνουμε μέσα από όλο το διήγημα την πικρή διαπίστωση της καθημερινής φθοράς, της διάβρωσης που μας σαπίζει, των ιδανικών που βγήκαν όλα πλάνες, της μάχης που χάθηκε, της γενιάς που προδόθηκε αλλά δεν δικαιώθηκε. Βέβαια, για όλα τα παραπάνω υπεύθυνος είναι ο πολιτισμός μας που οικοδομήθηκε πάνω στη λογική του «έχειν» και όχι του «είναι». Ίσως θα ‘ταν απαραίτητο εδώ να γράψω αυτούσιο ένα απόσπασμα από το έργο του Μαρκούζε «Ο Μονοδιάστατος άνθρωπος» που νομίζω πως είναι συγγενές με τις παρ. 6-9 του διηγήματος.

Ο Μονοδιάστατος άνθρωπος

«Οι άνθρωποι αναγνωρίζουν του εαυτούς τους στα εμπορεύματά τους, βρίσκουν την ψυχή τους στο αυτοκίνητό τους, στην ταινία υψηλής πιστότητας που έχουν, στο σπίτι τους με τα δυο επίπεδα, στον τεχνικό εξοπλισμό της κουζίνας τους. Ο μηχανισμός που συνδέει το άτομο με την κοινωνία του άλλαξε και ο κοινωνικός έλεγχος βρίσκεται μέσα στις καινούριες ανάγκες που γέννησε». Κι αλλού που θυμίζει περισσότερο τον κομφορμισμό του ήρωα του Χάκκα. «Στα πιο προχωρημένα τμήματα αυτού του πολιτισμού, ο κοινωνικός έλεγχος έχει εναγωγηθεί τόσο βαθειά ώστε δεν πρέπει να μας ξαφνιάζει το γεγονός ότι οι δυνάμεις αντίδρασης του ατόμου έχουν υποστεί έντονη αλλοίωση. Η πνευματική και συναισθηματική άρνηση του κονφορμισμού θεωρούνται σαν δείγματα νεύρωσης και αδυναμίας. Αυτή είναι η κοινωνικοψυχολογική πλευρά του σημαντικότερου πολιτικού γεγονότος της σύγχρονης εποχής: της εξαφάνισης των ιστορικών εκείνων δυνάμεων που, στο προηγούμενο στάδιο, εκπροσωπούσαν καινούριες δυνατότητες και μορφές ζωής» και αλλού «τα προϊόντα διαπλάθουν και καθορίζουν μια ψυχολογία. Διαμορφώνουν μια πλαστή συνείδηση, ανίκανη να αισθανθεί την πλαστότητά της. Κι όταν τα προϊόντα αυτά γίνουν προσιτά σ’ ένα μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων και σε πολυπληθέστερα κοινωνικά στρώματα, τότε η δημοσιότητα δημιουργεί ένα τρόπο ζωής. Είναι ένας τρόπος ζωής καλύτερος από τον προηγούμενο και γι’ αυτό, σαν τέτοιος, αντιστέκεται σε κάθε ποιοτική αλλαγή. Έτσι διαμορφώνεται η μονοδιάστατη σκέψη και συμπεριφορά, όπου οι ιδέες, οι επιθυμίες, οι στόχοι που, με το περιεχόμενό τους ξεπερνούν το κατεστημένο του λόγου και της πράξης είτε απορρίπτονται, είτε περιορίζονται στο ρόλο των έσχατων προεκτάσεων αυτού του κατεστημένου».

Η κοινωνία, λοιπόν, του ανθρώπου του διηγήματος μάχεται κάθε ενέργεια, κάθε εκδήλωση αντιπολιτευτικού χαρακτήρα και η χρήση από τις δικτατορικές εξουσίες των μέσων μαζικής πληροφόρησης οδηγούν στην παρουσία και προβολή ενός ιδιόμορφου Λόγου, που με την ασταμάτητη και πυκνή επανάληψή του γίνεται στο τέλος υπνωτική φόρμουλα, μανιφέστο και ένας ρυθμός που καθορίζει το βηματισμό όλων σε μια κοινή πορεία που μαθηματικά οδηγεί στην παθητικοποίηση των μαζών μπροστά και στο σκληρότερο χτύπημα.

Στόχος της Κοινωνίας είναι ο Πολιτικός Άνθρωπος που μέσα από τις ανέσεις (δανέζικο σαλονάκι – κρεβάτι μ’ αναπαυτικό στρωματέξ – φερφορζέ – πικάπ…) που προσφέρει, προσπαθεί να ποδηγετεί την πολιτική σκέψη και στο τέλος να την ναρκώσει και να πλάσει τον α-πολιτικό άνθρωπο ή τον «τιποτόφρονα».

Το Θεματικό κέντρο

Το Θεματικό Κέντρο του διηγήματος και το κυρίαρχο μήνυμά του είναι: Η προσαρμογή, η υποχώρηση και τελικά η υποταγή του Ατόμου στην επικρατούσα πολιτική κατάσταση και στους μηχανισμούς της. Η αλλοίωση του πολιτικού «εγώ» του ανθρώπου από εξωπροσωπικούς παράγοντες (πολιτική αλλοτρίωση). Το οδοιπορικό ενός προοδευτικού αγωνιστή της μετακατοχικής Ελλάδας από τη θέση του ασυμβίβαστου στην ατιμία του συμβιβασμού. Αν σε γενικές γραμμές και κάπως τηλεγραφικά όλα τα παραπάνω αποτελούν το θεματικό κέντρο και την κυρίαρχη Ιδέα, όσα ακολουθούν, θα μπορούσαν να εξαχθούν σαν επιμέρους – απότοκες της κυρίαρχης – ιδέες.

Η Θεοποίηση της ομοιομορφίας και η απώθηση της διαφοροποίησης και εξαίρεσης. Η πολιτική αποστράτευση και η απολιτική επιστράτευση. Η συντηρητικοποίηση ενός «ήρωα» ή η αποηρωοποίηση ενός προοδευτικού αγωνιστή. Η αποκαθήλωση του πολιτικά ενεργού ατόμου, η ανύψωση και η καταξίωση του πολιτικά ουδέτερου. Η αξία της πολιτικής αχρωματοψίας και το επικίνδυνο της πολιτικής αντιπαλότητας μέσα από τα χρώματα μιας διαφοροποίησης ή και ρήξης με το κατεστημένο. Η μικροαστική αντίληψη για τα δημόσια και η προβολή της αξίας για το «ίδιον» συμφέρον. Η αφομοιωτική ικανότητα της αστικής ιδεολογίας. Η απορρόφηση και η ένταξη στο σύστημα ατόμων πρόσκαιρα και επιφανειακά πολιτικοποιημένων και επιδερμικά επαναστατικοποιημένων. Η αστική ιδεολογία που διαμορφώνει τις μικροαστικές, απολιτικές και αλλοτριωμένες συνειδήσεις που πάντα είναι πρόθυμες να κινούνται μέσα στα όρια που θέτει η εκάστοτε πολιτική κατάσταση, να την αποδέχονται ή να την υπηρετούν. Η διάπλαση μοιρολατρικών πολιτών, καρτερικών και πρόθυμων να δέχονται την υποταγή τους και να ζουν αδιαμαρτύρητα. Η καταπιεστική δομή της όποιας εξουσίας και κυρίως της δικτατορικής και η αλλοτρίωση του ανθρώπου μέσα στη λογική της αναγκαιότητας του συστήματος οδηγούν σε κάθε μορφής προσαρμογή και συμβιβασμό. Το «εμείς» αντικαθίσταται από το «εγώ». Η ισοπεδωτική αρμονία της κοινωνίας με τις εξαίσιες ισορροπίες και με τα ομοιόμορφα άτομα. Μορφές πολιτικής απάθειας και αδιαφορίας μπορούν να καταλήξουν στη στήριξη αυταρχικών ή ολοκληρωτικών καθεστώτων.

Η ομαλοποίηση, λοιπόν, και η προσαρμογή συνεπάγεται πάντα την απολιτική συμπεριφορά. Η διαφορά ενός θυμικού προοδευτισμού με τον αντίστοιχο πολιτικό (έλλογο) προοδευτισμό. Η ομαλοποίηση του ήρωα του διηγήματος που επιτεύχθηκε κάτω από την έμμεση ή και άμεση πίεση που εξασκούσε η εξουσία τότε (1967), που σκοπός της ήταν η υποταγή του «εσωτερικού εχθρού», δηλαδή, των αντιφρονούντων. Η προβολή του προτύπου πολίτη που υπακούει και προσαρμόζεται. Η διοχέτευση και επιβολή της άποψης ότι η υπακοή είναι αρετή και η ανυπακοή αμαρτία. Ίσως εδώ θα ‘θελα να κλείσω τον κύκλο των επιμέρους ιδεών μ’ ένα απόσπασμα του ΈριχΦρομ: «Η ανθρώπινη ιστορία άρχισε με μια πράξη ανυπακοής και είναι πολύ πιθανό να τελειώσει με μια πράξη υπακοής». Νομίζω πως αυτό το παράθεμα του Φρομ δηλώνει σαφέστερα και τους δύο πόλους της πορείας του ήρω α του διηγήματος.

Η τεχνική

Θέλοντας ο Χάκκας να περιγράψει την πορεία ενός ατόμου από το πολιτικά έγχρωμο παρελθόν στο πολιτικά άχρωμο παρόν, εφευρίσκει μία απλή αλλά ουσιαστικά πολύ επιτυχή τεχνική. Δίνει αυτή την πορεία και βέβαια το μήνυμα μέσα από την καθημερινότητα της ζωής του ήρωα, πότε σαρκάζοντας και ειρωνευόμενος τις επιλογές του και πότε αιτιολογώντας επιστημονικά – χωρίς τη χρησιμοποίηση αντίστοιχων βαρύγδουπων εννοιών και όρων και βέβαια χωρίς να κουράζει – τη στάση αλλά και το τέρμα αυτής της πορείας. Η τεχνική της φρατζόλας και του καρπουζιού, της διογκωμένης κοιλιάς (δείγμα αστισμού και πλουτισμού), του φερφορζέ, του εμβατηρίου και κύρια του ψαριού της γυάλας είναι πειστική και ενισχυτική του προτύπου ενός αστού ή καλύτερα ενός νεόπλουτου αστού, που απορρίπτει το παρελθόν για να χαρεί το παρόν. Το παρόν με τη σειρά του θα πλάσει ένα κοινωνικό τύπο ο οποίος θα γίνει φορέας μιας συντηρητικής και απολιτικής ιδεολογίας που κι αυτή με τη σειρά της θα διαμορφώσει ή θα τροφοδοτήσει το ίδιο το σύστημα – το οικονομικό κατά κύριο λόγο – με τα καινούρια δεδομένα (ιδανικά – αξίες).

Η πορεία δίνεται σε τρία επίπεδα που μεταξύ τους αποτελούν κλίμακα με καθοδική φορά. Το επίπεδο του παρελθόντος, το επίπεδο του 1965 (Ιουλιανά) και το επίπεδο του 1967 (Δικτατορία). Μια διάχυτη αίσθηση τραγικότητας που δίνεται με χιούμορ, πίκρα, ειρωνεία και σαρκασμό, που βγαίνει μέσα από την αναγκαιότητα των καταστάσεων και που δείχνει ότι το παιχνίδι παίζεται έξω από εμάς, ακόμα κι όταν είμαστε πρωταγωνιστές, τραγικές φιγούρες υπαρξιακές. Κάπου αλλού ο Χάκκας γράφει: «Δε φταίγαμε εμείς αν αφεθήκαμε στη φθορά των πραγμάτων» ή «είχαμε φαγωθεί μέσα μας χωρίς να το πάρουμε είδηση». Αυτό θυμίζει βάδισμα σύμφωνα με το σκοπό και ρυθμό του εμβατηρίου που στην αρχή ήταν ασυνείδητο, κι όταν πια έγινε συνειδητό ήταν πλέον αργά.

Η δικαιολόγηση του ήρωα για την αποχή του από τα μεγάλα και σπουδαία και για την αυτόβουλη περιθωριοποίησή του στον ιδιωτικό χώρο του σπιτιού (άνετο πια και τίποτα δε θυμίζει εκεί μέσα παρελθόν που είχε ταυτιστεί με στερήσεις, εξορίες, φυλακές…) δίνεται έξυπνα και πολύ εφευρετικά με το τέχνασμα του ψαριού της γυάλας. Εδώ ο Χάκκας έψαξε να βρει το πιο απλό πράγμα, την πιο ασήμαντη ενασχόληση για να αυτοδικαιολογηθεί ο ήρωάς του.

Το σημαντικότερο, όμως, από όλη την τεχνική του, όπως ανέφερα και στην αρχή, είναι ότι παρακολουθεί τον ήρωά του ο συγγραφέας μέσα από απλές καθημερινές πράξεις και σκέψεις και, που αυτή η καθημερινότητα με τη διαβρωτική της τριβή θα οδηγήσει τον άνθρωπο στο πολιτικό του ναυάγιο.

Τα Χρονικά Επίπεδα

  • Στη σχηματική παράσταση πρέπει να ληφθεί το Β και Γ επίπεδο σαν ενιαίος χρόνος – παρόν, αφού και χρονολογικά κοντά είναι το 1965 και 1967 αλλά και επειδή η συμπεριφορά του ήρωα είναι σχεδόν η ίδια, όπως εξάλλου αναφέρει και ο συγγραφέας στην 1η παράγραφο.

  • Οι αριθμοί που βρίσκονται στην παρένθεση παραπέμπουν στις αντίστοιχες § του διηγήματος.

  • Ως βοηθητικό στοιχείο θα μπορούσε να ακουστεί το τραγούδι του Πάνου Τζαβέλα «Ο Κυρ Παντελής».

ΙΔΕΟπολις

https://iliasgiannakopoulos.blogspot.com

banner-article

Δημοφιλή άρθρα

  • Εβδομάδας