Απόψεις Ιστορία

Γιώργης Έξαρχος: Διαδρομές… αυτογνωσίας… 10 / Η Ιστορία στη θέση της, αντί της ιστορικής μυθοπλασίας

Κατακαλών Κεκαυμένος

ΓΙΩΡΓΗΣ Σ. ΕΞΑΡΧΟΣ – ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ… ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ… 10

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΜΑΡΤΩΛΟΣ ή ΜΟΝΑΧΟΣ (12ος αι.), ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΕΔΡΗΝΟΣ (11ος–12ος αι.), ΡΩΣΟΣ ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΟΣ ΝΕΣΤΩΡ (1056-1114), ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΖΕΤΖΗΣ (1110-1180 ή 1185), ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ (1115-1195/6), ΡΗΤΟΡΑΣ ΜΙΧΑΗΛ – ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ (1147), ΝΕΙΛΟΣ ΔΟΞΑΠΑΤΡΗΣ (12ος αι.), ΙΩΑΝΝΗΣ ΖΩΝΑΡΑΣ (12ος αι.), ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΤΑΥΡΑΚΙΟΣ (τέλος 13ου – αρχή 14ου αι.), ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ (1256-1317), ΠΑΠΑΣ ΠΙΟΣ Β΄ (1405-1464), ΚΕΚΑΥΜΕΝΟΣ (β’ μισό 10ου έως α’ μισό 11ου αι.)  … ΠΕΡΙ ΑΒΑΡΩΝ, ΣΚΛΑΒΩΝ, ΣΚΛΑΒΗΝΩΝ κ.λπ. ΚΑΙ ΣΧΕΣΕΩΝ ΤΟΥΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΒΛΑΧΟΥΣ … Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΤΗΣ , ΑΝΤΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΜΥΘΟΠΛΑΣΙΑΣ…

«…οι Άβαροι πολεμούσαν εναντίον των Σλάβων, υπέταξαν δε τους Dulebi, που ήταν Σλάβοι, και βίασαν τις γυναίκες των Dulebi: όταν ένας Άβαρος ήθελε να ταξιδέψει κάπου, δεν έβαζε να ζέψει ένα άλογο ή ένα βόδι, αλλά διάταζε να ζευγχθούν στην άμαξα τρεις ή τέσσερις ή πέντε γυναίκες για να σύρουν την άμαξα με τον Άβαρο· »

Η ΑΝΑΠΟΔΕΙΚΤΗ «ΠΡΩΙΜΗ ΚΑΘΟΔΟΣ ΣΛΑΒΩΝ» ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ…

Ακολουθούν κείμενα και άλλων ιστορικών και χρονογράφων σχετικά με τους Σκλαβήνους /Σκλαβινούς ή Σκλάβους, τους Αβάρους, τους Σκύθες, τους Γέτες, τους Δάκες κ.λπ., και άλλα «ονόματα» λαών που βρέθηκαν και εντός των ελληνικών χωρών ως επιδρομείς ή ως ένοικοι ή κάτοικοι, σε διάφορες ιστορικές περιόδους, για να ξεκαθαρίζει σιγά-σιγά το θολό τοπίο και η σύγχυση που έχει προκληθεί –ή προκαλείται και σήμερα– με την «επιβολή» δοξασιών και δογματικών απόψεων, περί (δήθεν) πρώιμης καθόδου Σλάβων… μέχρι και τον Μοριά!… Μη μαρτυρημένης, βέβαια, «καθόδου» (σαν καθόδου Σλάβων) από τις πρωτογενείς πηγές… Είναι, ίσως, λίγο κουραστική η ανάγνωση «αποσπασμάτων» πηγών, αλλά ας την προτιμήσουμε σε σχέση με τις «παραπομπές» και την «ανάλυση» (= υποκειμενική εκδοχή) των ερμηνευτών, εάν αυτή δεν αποτελεί (όπως πολλάκις συμβαίνει) ακούσια ή εκούσια στρέβλωση των όσων οι πηγές «πληροφορούν» με σαφήνεια και απόλυτη καθαρότητα…

  • «Καὶ ἐκ τῶν Γότθων ἔθνη γεγόνασι δʹ, οἵ τε Ὑπόγοτθοι, Γήπεδες καὶ Οὐάνδαλοι, ἐξ ὧν Ἄραβες, [διάβαζε: Αβάρεις] καὶ ἤρξαντο διαπερᾷν ἐν τῇ Ῥωμαίων γῇ.» (Χρονικόν Σύντομον εκ διαφόρων χρονογράφων τε και εξηγητών συλλεγέν και συντεθέν υπό Γεωργίου Αμαρτωλού Μοναχού: •Τόμος Γ΄ [http://www.documentacatholicaomnia.eu/02g/0800-0900, _G eorgius_Monachus,_Chronicon_breve_ [Tomus _3],_MGR.pdf].)

  • «Ἐπὶ τούτου [Μαυρικίου] Χαγάνος ὁ τῶν Ἀβάρων ἀρχηγὸς τὰς σπονδὰς διαλύσας, ἐπὶ τὴν Θρᾴκην χωρεῖ καὶ πολλὰ στρατεύματα τῶν Ῥωμαίων ἀναιρεῖ.» (Ό.π.).

  • «Πρίσκον ὁ βασιλεὺς, τὸν ἴδιον γαμβρὸν, ἀποστείλας κατὰ Σκυθῶν μετὰ παντὸς τοῦ στρατοῦ, οἳ τοὺς Σκύθας νικήσαντες ἀντῆραν κα-τὰ τοῦ βασιλέως. Μηνιῶν δὲ αὐτοῖς ὁ βασιλεὺς, πολέμου συγκροτηθέντος μεταξὺ Ῥωμαίων καὶ βαρβάρων, ὑπέθετο Μαυρίκιος ὁ βασιλεὺς τῷ στρατηγῷ καταπιστευθέντι τὸ στράτευμα προδοῦναι τούτους τοῖς πολεμίοις, δι’ ἣν ἀνταρσίαν κατ’ αὐτοῦ ἐμελέτησαν, ὅπερ καὶ γέγονε. Συνελήφθη οὖν πλῆθος πολὺ, καὶ ἤγαγεν αὐτοὺς ὁ Σκύθης ἐξωνηθῆναι παρὰ Ῥωμαίων. Ἐδήλωσε δὲ ὁ βασιλεὺς τῷ Χαγάνῳ δωρεὰν αὐτῷ πάντας ἀπολυθῆναι.» (Ό.π.).

  • «Τοῦ μετοπώρου δὲ καταλαβόντος καὶ τοῦ βασιλέως γράψαντος Πέτρῳ τῷ στρατηγῷ παραχειμάσαι ἐν τῇ τῶν Σκλάβων χώρᾳ, ἀντεῖπεν ὁ λαός·» )Ό.π.).

  • «Οἱ δὲ Ἀβάρεις τὰς σπονδὰς διαλύσαντες, ἅσπερ Ἡράκλειος δώροις πρὸς αὐτοὺς ἐβεβαίωσε μετὰ γὰρ τὸ αἰχμαλωτῆσαι αὐτοὺς τὴν Θρᾴκην καὶ λαβεῖν οʹ χιλιάδας κατωνείδισεν αὐτοὺς ὡς μὴ φυλάξαντας τὰς συνθήκας· οἱ δὲ αἰσχυνθέντες συνέθεντο φυλάττειν μαθόντες δὲ τὴν τοῦ βασιλέως ἐκστρατείαν, κατέλαβον τὴν Θρᾴκην καὶ χείρονα τῶν πρώην εἰργάσαντο. Ὅθεν διαπονηθέντες οἱ πολῖται καὶ ἀπελπίσαντες, πρὸς τοὺς βαρβάρους πόλεμον συνῆψαν καὶ πολλὰς χιλιάδας ἐξ αὐτῶν κατασφάξαντες, πρὸς τὴν ἰδίαν γῆν αὐτοὺς ἐξήλασαν.» (Ό.π.).

  • «[Ιουστινιανός ο Ρινότμητος: 668-711, βασ. 685-695 και 705-711] Ἔλυσε δὲ καὶ τὴν τῶν Βουλγάρων εἰρήνην. Ἐπιστρατεύσας δὲ ἐπὶ τὰ δυτικὰ μέρη, πολλὰ τῶν Σκλάβων πλήθη, τὰ μὲν πολέμῳ, τὰ δὲ λόγῳ παραλαβὼν, ὑπέστρεψε, ἀφ’ ὧν ἐπιλεξάμενος καὶ στρατεύσας χιλιάδας λʹ λαὸν περιούσιον τούτους ἐπωνόμασεν.» (Ό.π.).

  • «Καὶ ἔκτοτε πλεῖον θρασυνθέντες οἱ Ἀγαρηνοὶ, σφοδρότε-ρον ἐληΐζοντο τὴν Ῥωμανίαν, ἔχοντες εἰς βοήθειαν καὶ τοὺς πρόσφυγας Σκλάβους.» (Ό.π.).

  • «Δεξιωσάμενος δὲ φίλους κρυπτοὺς ἐν Βουλγαρίᾳ, οἳ κατεμήνυον αὐτῷ ἅπαντα τὰ τῷ ἄρχοντι αὐτῶν βουλευόμενα, οἳ καὶ δηλοῦσι τῷ βασιλεῖ, ὅτι ἀποστέλλει ὁ κύριος Βουλγάρων λαὸν πρὸς τὸ αἰχμαλωτίσαι τὴν Βερζητίαν.» (Ό.π.).

  • «Σταυράκιον δὲ τὸν λογοθέτην ἀποστείλασα Εἰρήνη μετὰ δυνάμεως πολλῆς κατὰ τῶν Σκλαβηνῶν ἐθνῶν, ὑπέταξε πάντας καὶ ὑποφόρους ἐποίησε τῇ βασιλείᾳ τῶν Ῥωμαίων.» (Ό.π.).

  • «Οὗτος Ἀλέξανδρος διὰ τὰς ὑπονοίας, ἃς ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ Λέων ἔτι ζῶν εἶχε κατ’ αὐτοῦ, ἀεὶ τοῖς κυνηγεσίοις καὶ τοῖς ἔξω παλατίοις ἐσχόλαζεν, μηδὲν βασιλέως ἔργον διαπραττόμενος, ἀλλὰ διάγων ἐν τρυφαῖς καὶ ἀσελγείαις καὶ μέθαις καὶ περὶ ταῦτα ἀεὶ διακείμενος, ὅθεν ἄρξας αὐτὸς οὐδὲν γενναῖον εἰργάσατο, ἀλλὰ παρευθὺ Ἰαννῆν παπᾶν τὸ ἐπίκλην Λαζάρην ῥαίκτωρα πεποίηκεν, ὃς καὶ κακῶς τὸ ζῇν ἀπέῤῥηξε μετὰ θάνατον Ἀλεξάνδρου ἐν τῷ Ἑβδόμῳ σφαιρίζων· ὡσαύτως καὶ Γαβριηλόπουλον καὶ Βασιλίτζην (ἀπὸ Σκλαβίνων ἔθνους) σφοδρῶς κατεπλούτισεν ἐκ τῶν τοῦ παλατίου χρημάτων· ὥς φασι δὲ, τὸν αὐτὸν Βασιλίτζην καὶ βασιλέα ἠβούλετο ποιῆσαι, ὡς ἄπαις αὐτὸς ὢν), καὶ Κωνσταντῖνον υἱὸν Λέοντος εὐνουχίσαι· ὃ καὶ πολλάκις βουληθεὶς διε-σκεδάσθη παρὰ τῶν ὑπὸ τοῦ Λέοντος εὐεργετηθέντων, ποτὲ μὲν ὡς νήπιον ὑποβαλλόν των, ποτὲ δὲ ὡς ἀσθενοῦντα.» (Χρονικόν Σύντομον εκ διαφόρων χρονογράφων τε και εξηγητών συλλεγέν και συντεθέν υπό Γεωργίου Αμαρτωλού Μοναχού:•Τόμος Δ’ [http://www.documentacatholicaomnia.eu /02g/08000 900_G eorgius_Monachus,_Chronicon_breve[Tomus_4],MGR.pdf].)

  • «Ἀλεξάνδρου (τοῦ) βασιλέως, Ἰωάννην τὸν ῥαίκτωρα καὶ τὸν (λεγόμενον) Γαβριηλόπουλον καὶ Βασιλίτζην καὶ τοὺς λοιπούς. Προχειρίζεται δὲ Ζωὴ Αὐγοῦστα Θεοφύλακτον Δομήνικον ἑταιρειάρχην. Ἰωάννης δὲ μάγιστρος ὁ Ἑλαδᾶς, νόσῳ περιπεσὼν καὶ ἀπαγορευθεὶς παρὰ τῶν ἰατρῶν (κατελθὼν ἐκ τοῦ παλατίου) καὶ ἐν Βλαχέρναις παραγενόμενος καὶ (ὑπὸ) τῆς νόσου βαρηθεὶς, τελευτᾷ.» (Ό.π.).

Ο Γεώργιος ήταν μοναχός που υπέγραφε ως «Αμαρτωλός». Το πραγματικό του όνομα δεν είναι γνωστό. Έζησε στην Κωνσταντινούπολη κατά το πρώτο ήμισυ του 9ου αιώνα, την περίοδο, περίπου, που αυτοκράτορας ήταν ο Μιχαήλ Γ΄ο Μέθυσος (842–867). Με το όνομα «Γεώργιος Αμαρτωλός» ή «Γεώργιος Μοναχός» μας παραδίδεται ένα χρονογραφικό έργο με τίτλο Χρονικόν Σύντομον στο οποίο παραθέτει την ιστορία του κόσμου.

Το τετράτομο έργο του Γεωργίου Αμαρτωλού (12ος αι.) δίνει εκτενείς πληροφορίες για τις συγκρούσεις Ρωμαίων και Βουλγάρων, από επιθέσεις κυρίως των δεύτερων, και πολύτιμες πληροφορίες για Ιλλυριούς, Παίονες, Υπερβορέους, Σκύθες, Γότθους, Υπόγοτθους, Γήπεδες, Ουάνδαλους (Βάνδαλους), Σαυρομάτες, Άβαρεις, Άραβες, Αγαρηνούς, Σκλαβήνους, Ούγγρους, Τούρκους, Ούννους, Σκλάβους, Πατζινάκους, Ρως, Χαζάρους Χρωβάτες, Ασύριους, Κέλτες, Νέμιτζους, πληροφορίες για το ότι η Αδριανούπολη ανήκε στη Μακεδονία, για το ότι υπήρξαν σημαντικοί Μακεδόνες στρατηγοί στη μάχη του Αχελώου μεταξύ Ρωμαίων και Βουλγάρων, ότι συμμάχησαν Ρωμαίοι και Πατζινάκοι κατά των Βουλγάρων, ότι οι Ρωμαίοι διάλεξαν τη διπλωματική οδό γάμων πριγκιπισσών της Ρωμανίας με Βούλγαρους βασιλιάδες κ.λπ.

Ο Γεώργιος Αμαρτωλός τοποθετείται στον 12ο αιώνα και γνωρίζουμε ελάχιστα για τη ζωή του. Συνέθεσε χρονογραφία και το επίθετο «Αμαρτωλός» το αναγράφει στον τίτλο: Χρονικόν Σύντομον εκ διαφόρων χρονογράφων τε και εξηγητών συλλεγέν και συντεθέν υπό Γεωργίου Αμαρτωλού μοναχού.Nothing is known about him except from the internal evidence of his work, which establishes his period (in the preface he speaks of Michael III as the reigning emperor) and his calling (he refers to himself several times as a monk). Τίποτα, λοιπόν, δεν είναι γνωστό γι’ αυτόν, εκτός από την εσωτερική απόδειξη του έργου του, που καθορίζει την περίοδο που έζησε και την κλήση του (ο ίδιος αποκαλεί τον εαυτό του πολλές φορές «μοναχός»).

Από τη Σύνοψη Ιστοριών του Γεωργίου Κεδρηνού
  • Το έτος 548 «επανέστησαν οι Ούννοι οι και Σθλαβίνοι τη Θράκη, και ηχμαλώτευσαν και εφόνευσαν πολλούς, εκράτησαν δε και τον στρατηλάτην και τον στρατηγόν.»» (Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, Editio Emendatior et Coposior, Consilio B.G. Niebuhrii C.F., Instituta Auctoritate Academiae Litterarum Regiae Borussicae Continuata, Georgius Cedrenus, Tomus Prior, Bonnae MDCCCXXXVIII & Tomus Alter, Bonnae MDCCCXXXIX [1839] – Σύνοψις Ιστοριών αρχομένη από κτίσεως κόσμου και μέχρι της βασιλείας Ισαακίου του Κομνηνού, συλλεγείσα παρά του κυρού Γεωργίου του Κεδρηνού εκ διαφόρων βιβλίων, σ. 677).

  • «Τω θ΄ έτει [της βασιλείας του Ιουστίνου, ήτοι το 573] ήλθον οι Άβαρες εις τον Δάνουβιν, και ενίκησαν τους Ρωμαίους.» (Ό.π., σ. 684).

  • «Τω ια΄ έτει ο Πρίσκος [έτος 593, επί Μαυρικίου] μεγάλως επί τοις Σθλαβίνοις ηνδραγάθησε και φόνον πολύν των βαρβάρων ειργάσατο.» (Ό. π., σ. 697-698).

  • «Τω ιβ΄ έτει [594] του Πρίσκου πάλιν Ίστρον καταλαβόντος και τα Σθλαβίνων έθνη πραιδεύσαντος και πολλήν αιχμαλωσίαν τω βασιλεί πέμψαντος…» (Ό.π., σ. 698).

  • «Τω ιδ΄ έτει [596] Πέτρος ο στρατηγός τους Σθλαβίνους επιφερομένους Ρωμαϊκήν αιχμαλωσίαν τρέπει, και οι βάρβαροι την αιχμαλωσίαν αποσφάξαντες έφυγον·» (Ό.π., σ. 698).

  • «Τω ιδ΄ έτει [597] Πέτρος κακώς υπό Σθλαβίνων το στράτευμα αφανίσας διαδέχεται υπό του βασιλέως, και πάλιν Πρίσκος στρατηγός Θράκης αποστέλλεται.» (Ό.π., σ. 699).

  • «Τω θ΄ έτη [της βασιλείας (610-641) του Ηρακλείου (~575-641), ήτοι το 619] εστράτευσαν οι Άβαρες κατά της Θράκης […] Λαβών δε ο βάρβαρος την τε βασιλικήν αποσκευήν και όσους ηδυνήθη καταλαβείν υπέστρεψε, πολλά χωρία της Θράκης ληϊσάμενος εκ του απροσδοκήτως απατήσαι τη ελπίδι της ειρήνης.» (Ό.π., σ. 716).

  • «κατά της Κωνσταντινουπόλεως έπεμψεν, όπως τοις εκ Δύσεως Ούννοις, ους και Άβαρας καλούσι, μετά και Σθλαβίνων και Γηπέδων συμφωνήσας κατά της πόλεως χωρήσωσι και ταύτην πολιορκήσωσι.» (Ό. π., σ. 728).

  • «Τω ις΄ έτει επεστράτευσεν ο βασιλεύς κατά των Σκλαβίνων, και πολλούς αιχμαλωτίσας, υπέστρεψεν. Ούτως ο Κώνστας…» (Ό.π., σ. 762).

  • «Τω ι΄ έτει [της βασιλείας (668-685) του Κωνσταντίνου Δ΄ Πωγωνάτου (652-685), ήτοι το 678] οι Βούλγαροι επήλθον τη Θράκη, και του βασιλέως κατ’ αυτών στρατεύσαντος ηττώνται Ρωμαίοι και πολλοί πί-πτουσι.» (Ό.π., σ. 766).

  • «Τω ια΄ έτει [ήτοι το 679] το των Βουλγάρων έθνος διαπεράσαι τον Δάνουβιν, και αποχωρισθέν των ομοφύλων αυτού, εσκήνωσεν εν Βάρναις εν τισι οχμαίς και όρεσι. […] και έκτοτε διαπεράσαντες πάντες και θρασυνθέντες και εμπλατυνθέντες την Ρωμαϊκήν χώραν ηχμαλώτιζον. Όθεν και αναγκασθείς ο βασιλεύς ειρήνευσε μετ’ αυτών, ως λέλεκται.» (Ό.π., σ. 771).

  • «Τω β΄ έτει ελθών ο βασιλεύς [Ιουστινιανός Β΄ ο Ρινότμητος: 668-711, βασ. 685-695 και 705-711] . . . παρέλυσε και την μετά των Βουλγάρων ειρήνην, διαταράξας τους του πατρός αυτού τύπους, και διαβιβάζει επί την Θράκην τα καβαλλαρικά θέματα.» (Ό.π., σ. 771).

  • «Τω γ΄ έτει [ήτοι το 688] επεστράτευσεν Ιουστινιανός κατά Σθλαβίνων και Βουλγάρων. Και τους μεν Βουλγάρους προσηπαντικότας ώθησε, μέχρι δε Θεσσαλονίκης εκδραμών πολλά πλήθη των Σθλαβίνων τα μεν προσρυέντα τα δε πολέμω παρέλαβε και εις τα του Οψικίου κατώκισε μέρη. Εν δε τω υποστρέψαι αυτόν ωδοστατήθη υπό των Βουλγάρων εν τω στενώ της κλεισούρας, και μόλις ηδυνήθη παρελθείν, πολλούς των οικείων αποβαλών.» (Ό. π., σ. 772).

  • «Τω ζ΄ έτει [ήτοι το 691] Ιουστινιανός επελέξατο εκ των μετοικισθέντων υπ’ αυτού Σθλαβίνων και εστράτευσε χιλιάδας λ΄, ους επωνόμασε λαόν περιούσιον.» (Ό.π., σ. 773).

  • «συγκινεί πάντα τον λαόν των Βουλγάρων και Σθλάβων, και οπλισθέντες επί την βασιλίδα έρχονται άμα τω Ιουστινιανώ. Ηπλήκευσαν δε εις την Χαρσίου πόρταν και έως των Βλαχερνών.» (Ό.π., σ. 780).

  • «Τω γ΄ έτει ειρηνεύσασα Ειρήνη [αυτοκράτειρα Ειρήνη η Αθηναία: 780-802] μετά των Αράβων [διάβαζε: Αβάρων] αποστέλλει Σταυράκιον πατρίκιον και λογοθέτην [β΄ μισό 8ου αι.] κατά των Σθλαβίνων· ος και κατελθών υπέταξε πάντας και υποφόρους εποίησε της βασιλίδος. Ελθών δε εν Πελοποννήσω και πολλήν αιχμαλωσίαν και λάφυρα λαβών ήγαγε τη βασιλίδι.» (Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, Editio Emendatior et Coposior, Consilio B.G. Niebuhrii C.F., Instituta Auctoritate Academiae Litterarum Regiae Borussicae Continuata, Georgius Cedrenus, Tomus Alter, Bonnae MDCCC XXXIX [1839] – Σύνοψις Ιστοριών αρχομένη από κτίσεως κόσμου και μέχρι της βασιλείας Ισαακίου του Κομνηνού, συλλεγείσα παρά του κυρού Γεωργίου του Κεδρηνού εκ διαφόρων βιβλίων, σ. 21).

  • «Το έθνος των Πατζινάκων Σκυθικόν υπάρχον, από των λεγομένων βασιλείων Σκυθών, μέγα τε εστι και πολυάνθρωπον, προς ο ουδέ έν αυτό καθ’ εαυτό Σκυθικόν γένος αντιστήναι δύναται. Διήρηται δε εις τρισκαίδεκα γενεάς, αίτινες καλούνται μεν πάσαι τω κοινώ ονόματι, έχουσι δε εκάστη και ίδιον από αυτής προγόνου και αρχηγού την προσηγορίαν κληρωσαμένη. Νέμονται δε τας πέραν Ίστρου από Βορυσθένους ποταμού και μέχρι Παννονίας ηπλωμένας πεδιάδας, νομάδες τε όντες και τον σκηνίτην διά παντός ασπαζόμενοι βίον. Τούτου του γένους αρχηγός ην τω τότε Τυράχ ο του Κιλτέρ υιός, ευγενείας ήκων ες το ακρό-τατον, αμβλύς δε άλλως και την ησυχίαν φιλών.» (Ό.π., σ. 581-590, όπου αναλυτικά για Πατζινάκους).

Ο Γεώργιος Κεδρηνός (11ος-12ος αι.) ήταν μοναχός ο οποίος συνέγραψε ένα γενικό χρονικό με τίτλο Σύνοψις Ιστοριών και πρόκειται για σύνθεση πληροφοριών από ποικίλες πηγές, μεταξύ των οποίων το Ανώνυμον Χρονικόν του Ψευδο-Συμεών, αλλά κυρίως πρόκειται για αντιγραφή πληροφοριών από τον Θεοφάνη τον Ομολογητή, τον Γεώργιο Μοναχό, το Ανώνυμον Χρονικόν που χρησιμοποίησε ο Ιωάννης Ζωναράς, γνωστό ως Επιτομή, και από άλλες πηγές, κυρίως εκκλησιαστικές. Για την περίοδο των ετών 811-1057 αντέγραψε επί λέξει το έργο του Ιωάννη Σκυλίτζη, γι’ αυτό και πολλάκις το Χρονικό του αναφέρεται ως των Σκυλίτζη-Κεδρηνού.

Ο Ρώσος χρονογράφος Νέστωρ.

Πηγή: ΧΡΟΝΙΚΟΝ ΤΟΥ «ΝΕΣΤΟΡΟΣ / NESTOR» (1111/1113) – La Chronique de Nestor, Traduite en Francais d’apres l’edition Imperiale de Petersbourg (Manuscrit de Koenigsberg), Accompagnee de Notes et d’un regueil de pieces inedites Touchant les anciennes relations de la Russie avec la France; par Louis Paris, Tome Ier, Paris 1834.

  • Κατά το Χρονικό του Νέστορος οι Σλάβοι έκαναν εμφάνιση στον Δούναβη το έτος 859/860, ενώ οι Βούλγαροι βρισκόταν ήδη στην Ελληνική Χερσόνησο από το έτος 680 (με τον Ασπαρούχ), και το έτος 880 ήταν όλοι τους ήδη βαπτισμένοι!

Ο καλόγερος Νέστωρ (1056-1114) είναι ο πιο γνωστός από τους Ρώσους χρονογράφους, και θεωρείται ως «ο Ηρόδοτος της σλάβικης ιστοριογραφίας». Άρχισε να συντάσσει τη Χρονογραφία του όταν ήταν πια γνωστός συγγραφέας, και έκανε περιγραφή των γεγονότων κατ’ έτος, με γεωγραφικά στοιχεία για τις σλαβικές φυλές και για την εμφάνιση του ρωσικού κράτους, καθώς και για τους πρίγκιπες. Το αυθεντικό κείμενό του δεν έχει διασωθεί ολόκληρο, παρά μόνο αποσπάσματα, και το έργο του αλλοιώθηκε με μεταγενέστερες προσθήκες και αφαιρέσεις, αλλά παρ’ όλα αυτά διατηρεί τη φυσιογνωμία αξιόλογης ιστορικής εργασίας.

Ο Νέστωρ συνδέει την ιστορία των Σλάβων με την παγκόσμια ιστορία, και γράφει για την επαφή τους με το Βυζάντιο, τη Δύση, την Ασία, και εξιστορεί τη μετανάστευση των σλαβικών φυλών από την «πρώτη πατρίδα» τους και περιγράφει έως και τη ζωή των πρώτων Σλάβων του Δνείπερου, κατά τον 2ο και 5ο αιώνα υπογραμμίζοντας τη μεγάλη ανάπτυξη των νοτίων και την καθυστέρηση των βορείων γειτόνων τους, που ζούσαν στα δάση. Δίνει πολύ σημαντικά στοιχεία για τον πρίγκιπα Κιέ, που έζησε τον 6ο αιώνα μ.Χ., για τα ταξίδια του στο Τσάριγκραντ (ΚΠολη) και για τη ζωή στον Δούναβη.

Ο Νέστορας ακολουθεί τις τύχες των Σλάβων στις όχθες του ποταμού Όκα έως τον ποταμό Έλβα και από τη Μαύρη Θάλασσα έως τη Βαλτική. Κεντρική θέση κατέχουν τα φεουδαρχικά σλαβικά κράτη: Ρωσία, Κίεβο, Βουλγαρία, και το μεγάλο Μοραβικό κράτος (Τσέχικες φυλές του 9ου – 10ου αιώνα), και θεωρεί ως το μέγα γεγονός κατά τον 9ο αιώνα, το ότι τότε οι Σλάβοι ασπάστηκαν τον χριστιανισμό ενώ έκανε εμφάνιση και η σλαβική γραφή.

Τα έργα του μοναχού Νέστορα έτυχαν πολλών αντιγραφών από τον 10ο μέχρι τον 17ο αιώνα, και την εποχή του ταταρικού ζυγού η «αφήγηση» ενέπνεε τους Ρώσους και τους υπενθύμιζε τις νίκες τους εναντίον των Πετσενέγκων και των Πολοφτσών.

  • «Εν όσω ο σλαβικός λαός ζούσε στον Δούναβη, όπως ήδη είπα, έφτασαν από τη Σκυθία, πιο συγκεκριμένα από τους Χαζάρους, οι ονομαζόμενοι Βουλγαρικοί λαοί και εγκαταστάθηκαν στον Δούναβη και καταπίεσαν τους Σλάβους. Κατόπιν έφτασαν οι Λευκοί Ούγγροι και άσκησαν κυριαρχία επί της σλαβικής χώρας, αφού προηγουμένως εκδίωξαν τους Βλάχους [Volochi], οι οποίοι είχαν καταλάβει προηγούμενα τη σλαβική χώρα. Τούτοι οι Ούγγροι έκαναν την εμφάνισή τους στα χρόνια του αυτοκράτορα Ηρακλείου [575-641, βασ. 610-641] και πήγαν μαζί του εναντίον του βασιλιά των Περσών Χοσρόη. Κατά την ίδια δε περίοδο εμφανίστηκαν και οι Άβαροι, οι οποίοι κινήθηκαν εναντίον του αυτοκράτορα Ηρακλείου και σχεδόν είχαν φτάσει στο σημείο να τον συλλάβουν και να τον φυλακίσουν. Τούτοι οι Άβαροι πολεμούσαν εναντίον των Σλάβων, υπέταξαν δε τους Dulebi, που ήταν Σλάβοι, και βίασαν τις γυναίκες των Dulebi: όταν ένας Άβαρος ήθελε να ταξιδέψει κάπου, δεν έβαζε να ζέψει ένα άλογο ή ένα βόδι, αλλά διάταζε να ζευγχθούν στην άμαξα τρεις ή τέσσερις ή πέντε γυναίκες για να σύρουν την άμαξα με τον Άβαρο· με αυτόν τον τρόπο κυριαρχούσαν αυτοί –οι Άβαροι– πάνω στους Dulebi. Ήταν τούτοι οι Άβαροι ψηλοί στο ανάστημα, ξιπασμένοι στην ψυχή τους. Ο Θεός τους τιμώρησε και αυτοί πέθαναν όλοι και δεν έμεινε ούτε ένας Άβαρος. Ακόμα και σήμερα υπάρχει στη Ρωσία η παροιμία: Έχουν χαθεί σαν τους Αβάρους, από τους οποίους δεν έμεινε ούτε διάδοχος ούτε κληρονόμος. Μετά από αυτούς έφτασαν ακόμα οι Πετσενέγκοι και μετά, στο τέλος, πέρασαν από το Κίεβο, την εποχή του Όλεγκ, οι Μαύροι Ούγγροι». [Να, λοιπόν, μια ξεκάθαρη σλάβικη μαρτυρία ότι οι Άβαροι δεν ήταν Σλάβοι...]

  • Ο γερμανός ιστορικός Schlozer ο οποίος μελέτησε, στις αρχές του 19ου αιών, τα ρωσικά χρονικά του Νέστορος –έως το έτος 980 (σε μια μελέτη πέντε τόμων)–, πίστεψε, πρώτα, ότι οι Volochi, για τους οποίους ομιλεί το χρονικό, είναι Ιταλοί, είναι το αυτό όνομα Walsche, το οποίο ταυτίζει με το Volochi, και ότι με αυτό νοούνταν οι Ιταλοί και γενικά οι ρωμανικοί λαοί –Walland ήταν η Γαλλία και η Ιταλία–, αλλά αργότερα υιοθέτησε την άποψη του πολωνού ιστορικού Dlugosz, ο οποίος θεώρησε ότι γίνεται λόγος, σε αυτό το εδάφιο του Νέστορος, σε Λογγοβάρδους οι οποίοι έδιωξαν τους Σλάβους, Lomgobardis Slavos e Pannonia pellentibus.

Παρατηρώντας, λοιπόν, ότι δεν πρόκειται για Ιταλούς οι οποίοι, εξ άλλου, δεν υπήρχαν ως λαός εκείνη την εποχή –στην Ιταλία δεν υπήρχαν τον καιρό της συγγραφής του χρονικού παρά μόνο Ρωμάνοι και Βενετοί– και ούτε καν Λογγοβάρδοι, που μετά τη συντριβή των Γέπηδων περνούν στην Ιταλία, διατύπωσε την άποψη που και εμείς συμμεριζόμαστε, ότι στ’ αλήθεια οι Σλάβοι υπέστησαν στην Παννονία μια συντριβή από μέρους των Βλάχων [Volochi], και συνέπειά της ήταν να κινηθούν ορισμένοι προς τον Νότο, ενώ άλλοι προς τον Βορρά. Τούτη τη διάσπαση, πέρα από το Χρονικό του Νέστορος, δεν τη συναντούμε να αναφέρεται σε κάποιου αλλού την ιστορία.

Χάρτης Κεντρικής – Ανατολικής Ευρώπης, με βάση το Χρονικόν του Νέστορος

Πηγή: ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΖΕΤΖΗΣ (1110-1180 ή 1185) – Tzetzae, Allegoriae Iliadis accedvnt Pselli Allegoriae, Qvarvm vna inedita, Cvrante Jo. Fr. Boissonade, Lutetiae, Apvd Dumont, Biblioplam, a l’ Institut, MDCCCLI [1851] – Υπόθεσις του Ομήρου αλληγορηθείσα παρά Ιωάννου Γραμματικού του Τζέτζου, τη κραταιοτάτη βασιλίσση και ομηρικωτάτη κυρά Ειρήνη τη εξ Αλαμανών.

  • «Και τότε πάντες συν ναυσίν ήλθον εις την Αυλίδα, / και Αχιλεύς δε συν αυτοίς, υιός ων του Πηλέως / και Θέτιδος της θυγατρός Χείρωνος φιλοσόφου, / Ούννων Βουλγάρων στράτευμα και Μυρμιδόνων άγων / πεντακοσίους αριθμώ μετά και δισχιλίων, / στόλων νηών πεντήκοντα, στρατοπεδάρχην έχων, / τον Μενοιτίου Πάτροκλον υιόν και Φιλομήλας·» (Ό.π., σ. 26, στ. 424-430). – Παραπέμπει στον Ιωάννη Μαλάλα, που γράφει στη Χρονογραφία: «και απήλθε μετά των Ατρειδών ο αυτός Αχιλλεύς, έχων ίδιον στρατόν των λεγομένων Μυρμιδόνων τότε, νυνί δε λεγομένων Βουλγάρων, τριών χιλιάδων, άμα Πατρόκλω στρατοπεδάρχη και Νέστορι·» (Corpus Scriptorum Historia Byzaninae. Ioannes Malalas, Bonnae 1831, σ. 97).

  • «Ως Οδυσσεύς και Νέστωρ δε μετά του Παλαμήδους / απανταχού διήρχοντο πάντας στρατολογούντες, / οι μεν γυναικωδέστεροι και των δειλών ανθρώπων, / οίος ο Σικυώνιος Εχέπωλος εκείνος, / ο Κύπριος Κινύρης δε, και τινες των ετέρων, / ατράκτους επελέγοντο, ήγουν την οικουρίαν. / Και γαρ ο μεν Εχέπωλος διά το μη στρατεύσαι / Αίθην ίππον εξαίρετον τω βασιλεί δωρείται, / ο Κύπριος Κινύρης δε θώρακα, θαύμα ξένον. / Ο δ’ Αχιλεύς, ως ήκουσε δι’ εκστρατείαν λόγους, / ηρωικόν ανα-πηδά και τρέχει προς την μάχην, / αφροντιστήσας και μητρός και ταύτης μαντευμάτων.» (Ό.π., σ. 28, στ. 456-467). – Στη σ. 28, στ. 459, «οίος ο Σικυώνιος Εχέπωλος εκείνος», υπάρχει η υποσημείωση: «(459) Β, οίον ο συκεώνιος εχέπωλος. C οίον et quod scripsi, sequntes Homerum Il. 23. 296, 299. Scholicem in C et in Anecd. Oxon. t. 3, p. 378: Σικυών εστίν η χώρα των Ελλαδικών Βλάχων. Nota res est Malala Hron. 4, init Sicyonios scrioribus temporibus dictos fuisse Ελλαδικούς· των Σικυωνίων, των νυνί λεγομένων Ελλαδικών. Sed in nomine Βλάχων haereo.» Η ίδια διατύπωση υπάρχει και στο Anecdota Graeca E Mss. Bibliothecis Vaticana, Angelica, Barberiana, Vallicelliana, Medicea, Vindobonensi, Deprompta Edit indices Addiadit P.[ietro] Matranga, Bibliothecae Vaticanae Scriptor Graecus Svbstitvtvs. Pars Secvnda, Romae, Typis C.A. Bertinelli, MDCCCL, σ. 604: «V. 458. Ad voc Σικυώνιος – Σικυών εστίν η χώρα Ελλαδικών Βλάχων

  • «Ιππόθοος και Πύλαιος όντες υιοί του Λήθου, / των Λαρισσαίων Πελασγών είχον την στραταρχίαν· / ο Πείρως και Ακάμας δε Θρακών Ελλησποντίων, / Μαρωνειτών ο Εύφημος, υιός ο του Τροιζήνου· / Πυραίχμης των Παιόνων δε, τουτέστι των Βουλγάρων, / των εξ Αξίου ποταμού, τουτέστι του Βαρδάρη.» (Ό.π., Tzetzae, Allegoriae Iliadis σ. 47, στ. 816-821). – Στον στ. 821 γράφεται σε υποσημείωση: «Acerbe, Chiliade 10, 185, eos tangit qui Bulgaros a Paeonibus distinguebant, et credebant Άξιον έτερον του Βαρδάρη, Αξειόν que prononciabant.»

Συνάγεται ότι ο λαός των Μυρμιδόνων του Αχιλλέα, στα χρόνια του Ιωάννη Μαλάλα (~491-578) ως τα χρόνια του Ιωάννη Τζέτζη (1110-1180) ονομαζόταν Βούλγαροι. Τη μια ταυτίζονταν αυτοί με τους Μυρμιδόνες και ονομάζονταν και Ούννοι και από την άλλη ταυτίζονταν με τους Παίονες! Βέβαια, αυτοί οι Βούλγαροι ουδεμία σχέση είχαν με τους μετέπειτα Βούλγαρους του Ασπαρούχ (640-701), απόγονοι των οποίων είναι οι Βούλγαροι της νυν Βουλγαρίας,  ούτε με τους Ούννους του Αττίλα (406-453), κι ούτε με τους Σαβήρους/Σαβείρους Ούννους που είχαν αρχηγό τον Βλαχ (κατά Μαλάλα), Βαλάχ (κατά τον Θεοφάνη), Μαλάχ (κατά τον Κεδρηνό)! – Βλ. και Scholia Graeca in Homeri Iliadem Ex Codicibus Aucta et Emendata, edit Gulielmus Didorfius, tomus IV, Oxonii, E Typographeo Clarendoniano, MDCCCLXXVII [1877].

  • «Κολχίς: Η Μήδεια. Οι δε Κόλχοι, οι και Λαζοί λεγόμενοι, Αιγυπτίων άποικοί εισι, πλησίον οικούντες Αβασγών, των και Μασσαγετών καλουμένων. Λέγονται δε οι Κόλχοι και Σκύθαι Ασιανοί, και Λευκόσυροι· οικούσι δε εν τοις μέρεσι της Ασίας, περί Φάσιν ποταμόν. Η δε Ευρωπαία Σκυθία εστί περί Μαιώτιν και Τάναϊν. Ιώσηπος δε ο Εβραίος και τους Αλανούς Ευρωπαίων Σκυθών γένος φησίν, οικούντας περί την Μαιώτιν την αυτήν και τον Τάναϊν, κατά την των Υρκανίων πάροδον και Κασπίων, ην Αλέξανδρος ο βασιλεύς σιδηραίς πύλαις κλειστήν εποίησεν.» (Ισαακίου και Ιωάννου του Τζέτζου, Σχόλια εις Λυκόφρονα… M. Christ. Gottfried MullerVolumina Tria, Lipsiae MDCCCXI [1811], σ. 862).

  • «Φ ε ρ α ί α ν` Εκάτη ετέρα` Φεραίας της Αιόλου θυγατρός και του Διός τεχθείσα εν τριόδοις ερρίφθη, βουκόλοι δε Φέρητος ευράμενοι αυτήν ανέθρεψαν, όθεν εν ταις τριόδοις αυτή τας θυσίας εποίουν. Φ ε ρ α ί α ν  την εν Φεραίς τιμωμένην. Φέρης γαρ έκτισε πόλιν Φεράς Φεραί κατά τινας αι νυν Σέρραι, ήτις νυν Σέρρα καλείται.» (Ό.π., σ. 947).

  • «Ο Δημοσθένης στρατηγός υιός ην Αλκισθένους, / Ος ην και φιλοινότατος και των φιλαμπελούντων. / Ο ρήτωρ Δημοσθένης δε υιός ην Δημοσθένους, / Ανδρός Παιανιέως τε και ελευθέρου φύσιν, / Μητρός Σκυθίδος δε υιός· όπως δε τούτο μάθε, / Μητρός πατήρ του ρήτορος ην Κεραμεύς τις Γλύκων, / Όσπερ προδούς το Ποντικόν Νυμφαίον πολεμίοις· / Καταγνωσθείς θανάτου τε προς Βόσπορον εκφεύγει, / Και δώρον είλε παρ’ εχθρών τους λεγομενους κήπους, / Και γυναικί συνεύγνυται Σκυθίδι των πλουσίων. / Δύο τεκών εκ ταύτης δε κόρας Αθήναις πέμπει· / Των ων η μία γίνεται μήτηρ του Δημοσθένους, / Η δ’ άλλη άλλω ζεύγνυταί τινι των Αθηναίων. / Σκύθης μεν ην, ως έφημεν, ο ρήτωρ Δημοσθένης.» (Ιωάννου του Τζέτζου Βιβλίον Ιστορικής της διά στίχων πολιτι-κών, Άλφα δε καλουμένης – Ioannis Tzetzae Historiarum Variarum Chiliades . . . Instruxit Theophilus Kiesslingius . . . Lipsiae MDCCCXXVI [1826], σ. 198).

  • «Περί του, παρά τα Θεσσαλονίκης και τα Παιόνων εξέδραμες όρια. τις΄: Η νυν Θεσσαλονίκη μεν πόλις λαμπροτάτη / Υπήρχε κώμη, θερμή δε την κλήσιν εκαλείτο. / Και μέχρι νυν το πέλαγος το της Θεσσαλονίκης / Θερμαίος κόλπος λέγεται, από της θέρμης κώμης. / Ην πόλιν κτίσας Κάσσανδρος, γαμβρός ων του Φιλίππου, / Θεσσαλονίκην κέκληκεν εις όνομα συζύγου / Θεσσαλονίκης, θυγατρός τελούσης του Φιλίππου. / Κτίζει και την Κασσάνδρειαν, εις όνομα οικείον. / Άλλοι τον Φίλιππον φασι κτίσαι Θεσσαλονίκην, / Στοργή παιδός, ης έφημεν άρτι Θεσσαλονίκης· / Άλλοι δ’ ότι ενίκησε τους Θετταλούς πολέμω. || Παίονες δε οι Βούλγαροι. μη πείθου τοις βουβάλοις, / “Άλλους τινάς τους Παίονας νομίζειν παρά τούτους, / Οι Άξιον νομίζουσιν έτερον τον Βαρδάρη, / Και Αξειόν, ουκ Άξιον φασι γραφή διφθόγγω, / Ώσπερ μηδέ ακούσαντες επών των Ομηρείων”. / “Αυτάρ Πυραίχμης άγε Παίονας αγκυλοτόξους, / Τηλόθεν ένθεν έλεξεν, απ’ Αξίου ευρυρέοντος”. || Από του Πίνδου όρους δε και των μερών Λαρίσσης / Και εκ Δυρραχίου δε πάλαι κρατούντες ήσαν, / Μέχρι σχεδόν της πόλεως αυτής της Κωνσταντίνου, / Άχρι του αυτοκράτορος κρατίστου Βασιλείου, / Ος παντελώς συνέτριψεν εκείνων τον αυχένα, / Και δούλους τούτους τέθεικε τω των Ρωμαίων κράτει (Ό.π., σ. 369-370).

Ο Ιωάννης Τζέτζης, με σαφήνεια γράφει ότι οι Παίονες ή Βούλγαροι κατοικούσαν σε χώρο που εκτεινόταν από το όρος Πίνδος, τα μέρη της Θεσσαλικής Λάρισας και το Δυρράχιο έως την Κωνσταντινούπολη, και αυτούς συνέτριψε ο Βασίλειος Β΄ (ο Βουλγαροκτόνος: 958-1025). Πρόκειται για τους ίδιους Βούλγαρους που αναφέρει ο Ιωάννης Μαλάλας (~491-578) ότι υπήρχαν στα χρόνια του μεγάλου Ιουστινιανού (482-565, βασ. 527-565), και οι οποίοι ουδεμία σχέση είχαν με τους Βούλγαρους του Ασπαρούχ (640-701), των οποίων απόγονοι είναι οι κάτοικοι της νυν Βουλγαρίας. Οι Βούλγαροι των Μαλάλα, Κεκαυμένου, Άννας Κομνηνής, Τζέτζη κ.ά., είναι «ελληνολατινόγλωσσοι» πληθυσμοί, όπως με σαφήνεια γράφει ο Ιωάννης Ζωναράς, στο περίφημο Λεξικό του: «Παίονες· γένος Λατίνον ή έθνος Θρακικόν· οι δε Μακεδόνας». (Ιωάννου Ζωναρά, Συναγωγή Λέξεων, συλλεγείσα εκ διαφόρων βιβλίων παλαιάς τε φημί γραφής και της νέας και αυτής δήπου της θύραθεν, JAH Tittmann 1808).

  • «Τους Κιμμερίους οι πολλοί έθνος φασίν υπάρχειν / Περί τον Ταύρον των Σκυθών και την Μαιώτιν λίμνην, / Οίπερ αφώτιστοί εισιν, ήλιον ουχ ορώντες. / […] || Όμηρος Κιμμερίους δε παρ’ Ιταλίαν λέγει, / Και αφωτίστους εισαεί τούτους φησίν υπάρχειν. / Και τούτο θόρυβον πολύν τοις φυσικοίς παρέσχεν. || Εισί δε οι Κιμμέριοι μέρος βραχύ και δήμος / Έθνους τινός Ιταλικού. αι δε οικήσεις τούτοις / Εν φάραγξι και κοίλοις δε καταδένδροις τόποις. / Και ούτω ήλιος αυτοίς ουδόλως επιλάμπει. / Εκεί και λίμνη τις εστι Σιάλα καλουμένη, / Ήι και φύλλα πίπτοντα βυθίζεται των δένδρων.» (Ό.π., σ. 474).

Κατά τον Ιωάννη Τζέτζη, οι Ελλαδικοί της Σικυώνος, ήτοι οι Πελοποννήσιοι, ήταν οι λεγόμενοι Βλάχοι του καιρού του, οι δε Βούλγαροι και Παίονες του καιρού του ήταν οι κάτοικοι των περιοχών της Θεσσαλίας, Λάρισας, Πίνδου, Δυρραχίου έως την Κωνσταντινούπολη (μέγα μέρος των οποίων εξόντωσε ο Βασίλειος Βουλγαροκτόνος), ουδεμία σχέση είχαν με τους Βούλγαρους του Ασπαρούχ, οι δε πρόγονοι αυτών ήταν οι Μυρμιδόνες που είχαν πάει με τον Αχιλλέα στον πόλεμο της Τροίας. Ο Ιωάννης Ζωναράς, στο περίφημο Λεξικό του, τους αναφέρει ως Λατινικού γένους, και άρα «ελληνολατινόγλωσσους» και ότι τέτοιοι ήταν και οι τότε Μακεδόνες: «Παίονες· γένος Λατίνον ή έθνος Θρακικόν· οι δε Μακεδόνας».

Από το σύνολο των ανθολογημένων χωρίων και εδαφίων του Ιωάννη Τζέτζη επισημαίνω εδώ αυτές τις σημαντικές πληροφορίες που δίνει και οι οποίες ανατρέπουν τα όσα έως σήμερα αποτελούν κυρίαρχη (δήθεν επιστημονική!) αντίληψη και άποψη για τους Βλάχους.

Ο Ιωάννης Τζέτζης ήταν λόγιος, συγγραφέας και ποιητής (γραμματικός). Τα πολυάριθμα έργα του αποτελούν σημαντική πηγή για χαμένα αρχαία ελληνικά έργα. Ο Τζέτζης πρώτος έγραψε ποιήματα στον πολιτικό ή δημοτικό στίχο, τον δεκαπεντασύλλαβο, στον οποίο είναι «γραμμένα» τα πιο πολλά ελληνικά δημοτικά τραγούδια. Από την πλευρά της μητέρας του είχε Γεωργιανή καταγωγή, και η γιαγιά του ήταν συγγενής της Γεωργιανής πριγκίπισσας Μαρίας της Αλανίας, συζύγου του αυτοκράτορα Μιχαήλ Ζ΄ Δούκα (1050-1090, βασ. 1067-1071 και 1071-1078), και είχε έλθει μαζί της στην ΚΠολη από τη Γεωργία.

Αδελφός του ήταν ο Ισαάκ Τζέτζης, συγγραφέας του έργου Σχόλια εις Λυκόφρωνα. Το έργο αυτό συνήθως παρουσιάζεται ανάμεσα στα έργα του Ιωάννη, ως «Ισαακίου και Ιωάννου Τζέτζου». Γεννημενος στην ΚΠολη, δούλεψε ως γραμματέας στη Βέροια. Μετά το 1139 γύρισε στην ΚΠολη, όπου εργάστηκε αρχικά ως γραμματέας και στη συνέχεια ως γραμματικός.

Ιωάννης Τζέτζης

Ο Ιωάννης Τζέτζης, στα έργα του, έκανε πολυάριθμες αναφορές σε αρχαίους συγγραφείς, κάτι που κάνει τα γραπτά του σημαντικά. Από την άλλη πλευρά, πολλές από τις αναφορές αυτές έχουν γίνει από μνήμης, καθώς δεν είχε αρκετά χρήματα για βιβλία και (κρίνοντας από τα έργα που δεν έχουν χαθεί) περιέχουν ανακρίβειες. Μερικά από τα έργα του ήταν τα εξής: Ιλιακά, Τα προ Ομήρου, Τα Ομήρου, Τα μεθ` Όμηρον, Βιβλίον ιστορικόν – «Ιωάννου του Τζέτζου βιβλίον ιστορικόν το διά στίχων πολιτικών, άλφα καλούμενον, ων στίχων το ποσόν μυριάς μια και δισχίλιοι επτακόσιοι πεντήκονταεννέα» (γνωστό ως Χιλιάδες, επειδή χωρίζον-ται οι στίχοι ανά χίλιοι, ενώ ο ίδιος το αποκαλεί σύντομα –σε άλλο ποίημα– «Βίβλος Άλφα»), Θεογονία, Περί παίδων αγωγής, Σχόλια, Επιστολαί, Περί μέτρων, Περί ρημάτων αυθυποτάκτων – «Ιωάννου του Τζέ-τζου περί ρημάτων αυθυποτάκτων στίχοι πολιτικοί», Εξήγησις Ιλιάδος – «Εις την Ομήρου Ιλιάδα εξήγησις Ιωάννου γραμματικού του Τζέτζου», Σχόλια εις Ερμογένη, Σχόλια εις Ησίοδον, Σχόλια εις Λυκόφρονα, Ισαακίου και Ιωάννου του Τζέτζου (συν-συγγραφέας ο ή και ο αδελφός του Ισαάκιος), Σχόλια εις Οππιανόν, Περί Ομηρικών αλληγοριών, Περί λογισμών.

Ίσως, όμως, με λόγια του Ι. Τζέτζη, πρέπει να δώσω το κοινωνικό κλίμα της ΚΠολης του καιρού του, όπως αυτός εύγλωττα το περιγράφει σε εξαίσιο ποίημά του, στο οποίο δεν αφήνει περιθώρια παρανοήσεων:

……………………………………………………..

και Σκύθην Σκύθαις εύροις με, Λατίνον τοις Λατίνοις

και πάσιν άλλοις έθνεσιν ως ένα γένος τούτων.

και Σκύθην ασπαζόμενος ούτω προσαγορεύω·

καλή ημέρα σου, αυθέντριά μου, , καλή ημέρα σου, αυθέντα μου.

σαλαμαλέκ αλτή [- – -] σαλαμαλέκ αλτούγεπ.

τοις Πέρσαις [Σελτζούκους] πάλιν περσικώς ούτω προσαγορεύω·

καλή ημέρα σου αδελφέ, πού υπάγεις, πόθεν είσαι, φίλε;

ασάν χαΐς κουρούπαρζα χαντάζαρ χαραντάση.

τω δε Λατίνω προσφωνώ κατά Λατίνων γλώσσαν·

καλώς ήλθες αυθέντα μου, καλώς ήλθες, αδελφέ.

βένε βενέστι δόμινε, βένε βενέστι φράτερ,

πόθεν είσαι και από ποίου θέματος ήλθες;

ούνδε ες ετ δεκούαλε προβίντζια βενέστι;

πώς, αδελφέ, ήλθες εις ταύτην την πόλιν;

κόμοδο φράτερ, βενέστιν ινίσταν τζιβιτάτεμ;

πεζός, καβα<λλά>ριος, διά θαλάσσης, θέλεις αργ[είν];

πεδόνε, καβα>λλά>ριους, περμάρε, βις μοράρ[ι];

τοις Αλανοίς προσφθέγγομαι  κατά την τούτων γλώσσαν·

καλή ημέρα σου, αυθέντα μου, αρχόντισσα, πόθεν είσαι;

ταπαγχάς μέσφιλι χοινά κορθιν [- – – – -]

ουκ αισχύνεσαι         –          αυθέντριά μου

το φάρνετζν κίντζι μέσφιλι καιτερφουά [- -] ούγγε.

τοις δ’ Άραψιν ως Άραψ αραβικώς προσ[λέγω]·

πού υπάγεις, πόθεν είσαι, αυθέντριά μου, αυθέντα μου, καλή ημέρα σου,

αλενταμόρ βενένεντε σιτή μουλέ σεπάχα.

πάλιν τοις Ρως ως έχουσιν έθος προσαγορεύω·

υγίαινε, αδελφέ, αδελφίτζα, καλή ημέρα σου

το σδρα πράτε, σέστριτζα και <το> δόβρα δένη λέγω·

τοις δ’ αρ’ Εβραίοις προσφυώς εβραϊκώς προσλέγω·

μεμαγευμένε                                                        τυφλέ

μεμακωμένε βηθφαγή βεελζεβούλ τιμαίε [. . .]

ούτω τοις πάσι προσλαλώ πρόσφορα και πρεπώδη

καλλίστης έργον εγνωκώς οικονομίας τούτο.

……………………………………………………..

(Cyril Mango, «Βυζάντιο, η αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης», ΜΙΕΤ, Αθήνα 1988, σ. 105).

Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, και Χγρφ. από το «Χρονικόν της Αλώσεως» της πόλης

Πηγή: ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ (1115-1195/6) – Geographi Graeci Minores, Carolus Mullerus, Volumen Secundum, … Eustathii Commentarii, Parisiis MDCCCLXI (1861) – Ευσταθίου Παρεκβολαί (σ. 201-407).

  • «Ότι προς βορέαν τω Ίστρω έθνη κείται ταύτα, Γερμανοί, Σαμάται, ήτοι Σαρμάται, κατά έλλειψιν του ρ αμεταβλήτου, ως προγέγραπται, και Γέται και Βαστάρναι, Δακών τε άσπετος γη, και Αλανοί και Ταύροι οι και Ρώσοι, οι περί τον Αχιλλέως δρόμον, και Μελάγχλαινοι και Ιππημολγοί, περί ων εν τοις εις την Ιλιάδα γέγραπται, και Νευροί και Ιππόποδες οι κατά τινας Χάζαροι, και Γελωνοί και Αγάθυρσοι· και ούτοι μεν βόρειοι. Προς νότον δε τω Ίστρω Γέρραι, και Ωρίκια ερυμνά άστεα, και Παννόνιοι οι κατά τινας Βούλγαροι, και Μυσοί Θρακών βορειότεροι, και Θράκες αυτοί απείρονα γαίαν έχοντες. Τούτων δε των εθνών περί μεν Γερμανών ερρέθη το αραούν, περί δε των εφεξής ειρήσεται, ει τι λόγου άξιον τω επιτέμνοντι.» (Ό.π., σ. 269).

  • «Ότι τους Γέτας Διονύσιος μεν προς βορράν του Ίστρου οίδεν, ως ανωτέρω είρηται· καθά και τους Σαρμάτας, οι έθνος εισί Σκυθικόν. […] Εγένοντο δε ποτε οι Γέται, φησί, και τοις Ρωμαίοις φοβεροί, διαβαίνοντες τον Ίστρον, και λεηλατούντες τους τε Ιλλυριούς και τους Θράκας και τους Μακεδόνας.» (Ό.π., σ. 270).

  • «Ότι τους Δάκας Δάους εκάλουν τινές. Φησίν ουν και ο Γεωγράφος, ότι οι Δάκαι Δάοι ποτέ ωνομάζοντο. […] Ο δε Εθνικά γράψας [Στέφανος ο Βυζάντιος] και πλησίον του ποταμού Βορυσθένους φησί την Δακίαν διήκειν, περί ου Βορυσθένους κατωτέρω ρηθήσεται. […] Φέρεται δε ιστορία, και νοτιωτέρους του Ίστρου Δάκας είναι· φασί γαρ ότι Αυρηλιανός τους περί την Δακίαν απωκισμένους Ρωμαίους εκείθεν εξαγαγών διά τους εν τη περαία του Ίστρου κινδύνους εν μέση Μυσία καθίδρυσε, την χώραν ονομάσας Δακίαν.» (Ό.π., σ. 270-271).

  • «Ηρόδοτος δε ου μόνον Γελωνόν και Αγάθυρσον υιούς Ηρακλέος λέγει, αλλά και Σκύθην νεώτατον και γενναιότατον, ους εγέννησε Ηρακλής ελθών εις την των Σκυθών γην […] Τους δε Γελωνούς Έλληνας το αρχαίον είναι φησί γης εργάτας.» (Ό.π., σ. 272).

Ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης δίνει στα έργα του πλήθος εθνολογικών πληροφοριών για τους λαούς της νυν Βαλκανικής Χερσονήσου, από τις οποίες δεν πρέπει να λησμονούμε αυτές που μας λένε: ότι οι Παίονες ήταν πρόσοικοι με τους Δαλμάτες, ότι η Θεσσαλονίκη κτίστηκε στη θέση ης Θέρμης, ότι Δάκες και Γήπαιδες ήταν ομόγλωσσοι και ουσιαστικά ένας λαός, ότι οι Σκύθες ήταν ληστρικός λαός, ότι έγινε Βουλγαρική και Βλαχική έφοδος κατά της Κωνσταντινούπολης, ότι άνω και κάτω από τον Δούναβη υπήρχαν ποικίλα έθνη Σκυθικά (που τα κατονομάζει), ότι ο Αυρηλιανός μετακίνησε Ρωμαίους από τη Δακία στη μέση Μυσία την οποία ονόμασε και αυτή Δακία, και άλλα τέτοια σημαντικά.

Πηγή: ΡΗΤΟΡΑΣ ΜΙΧΑΗΛΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ (1147) – Fontes Rerum Byzantinarum, Sumptibus Academiae Caesareae Scientiarum, Accuravit W. Regel, Tomus I, Fasciculus 1, Petropoli A, MDCCCXCII [1892] – Μιχαήλ Θεσσαλονίκης ρήτορος (σ. 131-182).

  • «Ούτω διέθου τον ημίδουλον Ισμαήλ, ούτω τον παρίστριον Δάκην, ούτω τον Γήπαιδα. Γήπαιδα δε, αλλά τούτον και εξ εθνών απήλειψας μονονού.» (Ό.π., σ. 141).

  • «ακούσατε ταύτα πάντα τα έθνη, όσα Ρωμαίοις ου συμφρονείτε, και ακούσαντα φρίξατε· και μην ηκούσατε αν· ο γαρ της πληγής ήχος ένθα μεν επί Ταυροσκύθας τους ηπειρώτας, ένθα δ’ επί τους νησιώτας ήχησε Σικανούς και τοσούτο κύτος θαλάσσης και στέρνον φης διεμέτρησεν· ο Γήπαις μέσος ήλγησε την καρδίαν πληγείς αυτήν ανιάτρευτα […] ω βασιλεύ, η κατά Δακών και Γηπαίδων δυείν εθνών επιστράτευσις […]· ως γουν εγνώκει το Δακικόν εγγύς επί θύραις είναι σοι το ανυπόστατον κίνημα…» (Ό.π., σ. 142).

  • «Παρά τοσούτον ελθόντα κινδύνου τα Δακών πράγματα διασέσωσται και το λοιπόν συνείποντό σοι το αξιόμαχον Δακικόν επί τους συγγενείς και γειτνιάζοντας Γήπαιδας. Ήλθες γαρ μάχαιραν βαλείν πολεμίαν εις έθνη τόπω συμβαίνοντα· Δάκης γαρ και Γήπαις ομορείτον παρά τοσούτον, όσον ουκ εκ της αυτής όχθης […] μη διεστώτας Δάκας μεν Γηπαίδων γνώμη διέστησας, Γήπαιδας Δακικών αποικίσας έχεις και τόπων, σχεδόν γαρ ηνδραποδίσθησαν παγγενή […]· χείρες δε Γηπαίδων οι Δάκαι πρότερον και τα πολλά συγγενείς·» (Ό.π., σ. 143-144).

  • «Εμνησικάκει μεν σοι ο Γήπαις λείας εκείνης, αφ’ ης ερήμη και κένανδρος η Παννονία γέγονε μονονού…» (¨Ο.π., σ. 158).

  • «εδίδου Σκύθαις, επηγγέλλετο Σκύροις, εις Σαυρομάτας εκείνου, Γήπαιδας εθεράπευεν…» (Ό.π., σ. 158).

  • «περί της πολυγλώσσου των Γηπαίδων παρεμβολής…» (Ό.π., σ. 159).

  • «την Γηπαιδικήν στρατιάν και μόνον, ω βασιλεύ, το σον διέθηκεν όνομα…» (Ό.π., σ. 161).

  • «διττά γαρ έθνη Δάκαι και Γήπαιδες…» (Ό.π., σ. 163).

  • «το γαρ Δακικόν και σου υπήκοον προ πολλού τω Γηπαιδάρχη προσθέμενον·» (Ό.π., σ. 163).

  • «τη των Σθλαβίνων πολύς και άστεκτός τις επιπεσών…» (Ό.π., σ. 175).

Διάφοροι «βυζαντινοί» αξιωματούχοι

«Ο ρήτορας Μιχαήλ, αρχικά υπήρξε πρωτέκδικος της Εκκλησίας της Θεσσαλονίκης και μετά την άφιξή του στην ΚΠολη, λίγο πριν το 1147, διάκονος της Αγίας Σοφίας. Την ίδια περίπου εποχή διορίστηκε στην Πατριαρχική Σχολή ως διδάσκαλος του Ευαγγελίου και αργότερα ως μαΐστωρ των ρητόρων. Μετά από δεκαετή διδασκαλία ως απλός καθηγητής προήχθη γύρω στο 1157, στο αξίωμα του οικουμενικού διδασκάλου, όπως ο ίδιος αναφέρει και ανέλαβε τη διεύθυνση της Σχολής. Ο Μιχαήλ έγινε γνωστός για τους εγκωμιαστικούς του λόγους, μεταξύ των οποίων τρεις προσαγορεύσεις του αυτοκράτορα Μανουήλ Α’ Κομνηνού και για την εγκωμιαστική περιγραφή της Αγίας Σοφίας, την οποία εκφώνησε πιθανόν το 1150 κατά τον ετήσιο εορτασμό των εγκαι-νίων του Ναού την 23η Δεκεμβρίου. Στην εισαγωγή του εγκωμίου διαβάζουμε: “Έκφρασις τῆς ἁγιωτάτης τοῦ Θεοῦ μεγάλης ἐκκλησίας, λεχθεῖσα ἐν τῷ καιρῷ τῶν ἐγκαινίων τῆς αὐτῆς ἁγιωτάτης ἐκκλησίας παρὰ τοῦ σοφωτάτου διακόνου καὶ διδασκάλου τῶν ἐυαγγελίων κυροῦ Μιχαὴλ τοῦ Θεσσαλονίκης, τοῦ καὶ μαΐστωρος τῶν ῥητόρων γεγονότος”. Μετά την εκδίωξη των Φράγκων και την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης το 1261, το Πατριαρχείο μόλις επέστρεψε στην έδρα του, προέβη στη συγκρότηση ανώτερης εκκλησιαστικής σχολής, σκοπός της οποίας ήταν η επιμόρφωση των κληρικών. Η σχολή αυτή που είχε αυστηρά θεολογικό χαρακτήρα, δεν διέθετε ούτε την αίγλη, ούτε την απήχηση, ούτε και την προβολή της πάλαι ποτέ Πατριαρχικής Ακαδημίας και σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ισότιμη εκείνης.» (Σπ. Παναγόπουλος, Η Ανώτατη Εκπαίδευση στο Βυζάντιο).

Οι εθνολογικές παρατηρήσεις του Μιχαήλ είναι σαφείς, ιδίως στα της «συγγένειας» Δακών, Γετών και Γηπαίδων.

Πηγή: ΝΕΙΛΟΣ ΔΟΞΑΠΑΤΡΗΣ (12ος αι.) – J.-Migne, Patrologia Graeca, Tomus CXXXII (132) – Theophanes Cerameus, AliiNilus Doxapatrius (Anno Domini MCXLIII), Notitia – Νείλου Δοξαπατρίου Τάξις των Πατριαρχικών Θρόνων – Nili Doxapatrii Notitia Thronorum Patriarchalium.

  • «Κατείχεν μεν ουν ο Ρώμης πάσαν την Ευρώπην μέχρι των ορίων των Μαζών, και Γάλλων, Ισπανίας, Φραγγίας, και Ιλλυρικού μέχρι Γαδείρων και Ηρακλείων στηλών Ωκεανού έχων εις δυσμάς ηλίου, εν ω εισι νεκρά ύδατα και ιλυώδη, εν ω νήσος και τα άκρα των Ωκεανού πελαγών πολύανδρος Χριστιανών άπειρος πληθύς άχρι Ραβέννης, Λαγγοβάρδων, και Θεσσαλονίκης, Σκλάβων, και Αβάρων, και Σκυθών έως Δανουβίου ποταμού τας εκκλησιαστικάς οροθεσίας, και Μαγκαρίας, και μέρος των εσπερίων, και μέρος της Σικελίας, και Καλαβρίας, εν οις διαπλέουσιν οι άνεμοι Άρκτος, Παραίας, Χώβεως, Ζέφυρος, Δυτικός, και Λιβόνοτος, και άπαν το δυτικόν μέρος έως του Βυζαντίου, και τας εν μέσω νήσους πάσας, οίον Σαρδώ, Σικελίαν, Κρήτην, Εύβοιαν, και αυτήν την Μαϊόρικον. Και η Πελοπόννησος, και η Ελλάς πάσα, και αι επαρχίαι και χώραι πάσαι της Ευρώπης, και η Ισπανία και αι άνω Γαλλίαι, και τα επέκεινα Άλπεων, αι τε Βρετανικαί νήσοι έως του εσπερίου Ωκεανού, και δαδείρων, και Ηρα-κλείων στηλών, και αι κάτω Γαλλίαι, αίτινές εισιν αι Ιταλίαι, ήτοι η Λομ-παρδία, και η νυν η λεγομένη Λογγιβαρδία, και Απουλία, και η Καλαβρία, και η Καμπανία πάσα, αλλά και η επαρχία Βυζακία, εν η η Καρθαγένα, και η Μαυριτανία, και η Βενετία, και αι πέραν του Αδριατικού κόλπου επαρχίαι οίον Παννονία, και το Ιλλυρικόν άπαν, Μακεδονία και Θράκη, όπου το Βυζάντιον, και τα επέκεινα Δυτικά άπαντα ομοίως της Ρώμης ετύγχανον.» (Ό.π., σ. 1085-1088).

Συνάγεται ότι το έτος 1143 τελούσαν υπό τον έλεγχο της εκκλησίας της Ρώμης όλες οι περιοχές του νυν ελλαδικού χώρου, και όχι υπό τον έλεγχο της εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης, ενώ η διάσπαση των εκκλησιών και το σχίσμα υπήρχε ήδη από το έτος 1054.

  • «Ομοίως τη Κύπρω εστίν αυτοκέφαλος μη υποκειμένη τινί των μεγίστων θρόνων, αλλ’ αυτεξούσιος αγομένη, και υπό των ιδίων επισκόπων χειροτονουμένη, και η Βουλγαρία, μη ούσα εξαρχής Βουλγαρία· ύστερον δε διά το αυτήν υπό των Βουλγάρων κυριευθήναι λέγεται Βουλγαρία. Έμεινε ουν και αυτή αυτοκέφαλος διά το υπό βασιλικής εξουσίας αποσπασθήναι της χειρός των Βουλγάρων, ήτοι του βασιλέως Κύρου Βασιλείου Πορφυρογεννήτου, [Βασίλειος Β΄ ο Βουλγαροκτό-νος: 958-1025, βασ. 976-1025] και μη αντατεθήναί ποτε τη Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως. Διό και έως του νυν η Κύπρος και η Βουλγαρία υπό μεν του βασιλέως λαμβάνουσιν επισκόπους, χειροτονούνται δε ούτοι υπό των ιδίων επισκόπων, ως είρηται, και καλούνται αρχιεπισκοπαί, ως αυτοκέφαλοι. Έχει δε και η Βουλγαρία επισκοπάς πλείους των τριάκοντα, ων υπερκάθηται και πόλις Αχρίς εν τούτοις. Και τα περί τούτων.» (Ό.π., σ. 1097).

  • «Κατείχε νουν η Κωνσταντινουπόλεως [Εκκλησία] προ πολλού ανά μέρος και Σικελίαν, και Καλαβρίαν. Και ο Πάπας ολιγοστά τινα, ώσπερ και εν Λογγιβαρδία έως της αλλοτριώσεως του Πάπα. […] Νυν ουν κατέχει ο Θεοφρούρητος θρόνος Κωνσταντινουπόλεως […] άχρι και Χερσώνος, και Χαζαρίας, και Γοτθίας, και Χαλδίας, και Αβασγίας, και Ιβηρίας, και Αλανίας· και γαρ μητροπολίται εν αυτή στέλλονται παρά του πατριάρχου. Αλλά και πάσαι οι παρίστριοι πόλεις αυτώ υπόκεινται, ήτοι αι του Δανουβίου ποταμού, και αι της Καππαδοκίας πόλεις, και μέρη της Αρμενίας, και οι Κυκλάδες νήσοι, και αι λοιπαί άπασαι αι υπό την βασιλείαν Κωνσταντινουπόλεως πολλαί τινες ούσαι, και αι μεγί-σται δύο νήσοι, η Κρήτη και η Εύβοια, όπου ο Εύριπος, αλλά και η Πελοπόννησος, και η Ελλάς· η γαρ Κύπρος αυτοκέφαλός εστιν ως προ-εγράφη. Αλλά και εις την μεγάλην Ρωσίαν από του πατριάρχου Κων-σταντινουπόλεως στέλλεται μητροπολίτης. Εισίν ουν αι αναγεγραμ-μέναι επαρχίαι και μητροπόλεις αι υποκείμεναι τω Κωνσταντινουπό-λεως αύται, αι εν τη ανατολή και τη δύσει και τοις λοιποίς μέρεσιν· […]

ις΄. Η Θεσσαλονίκη της Θεσσαλίας, έχουσα επισκοπάς η΄. […]

κζ΄. Η Κόρινθος Πελοποννήσου, έχουσα επισκοπάς ζ΄. α΄ η του Δαμαλών, β΄ η του Άργου, γ΄ η Μονεμβασίας, δ΄ η Κεφαλληνίας, ε΄ η Ζακύνθου, ς΄ η Ζημενάς, ζ΄ η Μαΐνης.

κη΄. Αι Αθήναι της Ελλάδος, έχουσα επισκοπάς ια΄, ων η α΄ ο Εύριπος, β΄ η Δαυλίας, γ΄ η Κορωνίας, δ΄ η Άνδρου, ε΄ Ωραιού, ς΄ η Σκύρου, ζ΄ η Καρύστου, η΄ η Πορθμού, θ΄ η Αυλώνος, ι΄ η Σύρας, και Σερίφου, ια΄ η Κέως και η Θερμών.

κθ΄. Η Μωκυσίς της Καππαδοκίας, έχουσα επισκοπάς δ΄.

λ΄. Η Κρήτη έχουσα επισκοπάς ι΄.

λα΄. Το Ρήγιον της Καλαβρίας, έχουσα επισκοπάς ιγ΄.

λβ΄. Αι Πάτραι της Πελοποννήσου, έχουσα επισκοπάς ε΄· α΄ ων πρώτη η Λακεδαίμονος, β΄ η Μεθώνης, γ΄ η Κορώνης, δ΄ ο Βολαίνης, ε΄ ο Έλοος.

λγ΄. Η Τραπεζούς της Λαζικής, έχουσα επισκοπάς ιζ΄.

λδ΄. Η Λάρισσα της Ελλάδος, έχουσα επισκοπάς ιζ΄.

λε΄. Η Ναύπακτος Νικοπόλεως, έχουσα επισκοπάς θ΄.

λς΄. Η Φιλιππούπολις της Θράκης, έχουσα επισκοπάς ι΄.

λζ΄. Η Τραϊανούπολις Ροδόπης, έχουσα επισκοπάς ζ΄.

λη΄. Η Ρόδος των Κυκλάδων νήσων, έχουσα επισκοπάς ιβ΄.

λθ΄. Η Φιλίππων Μακεδονίας, έχουσα επισκοπάς ζ΄. […]

να΄. Η Μυτιλήνη Λέσβου, έχουσα επισκοπάς ς΄.

νγ΄. Αι Θήβαι της Ελλάδος, έχουσα επισκοπάς γ΄.

νδ΄. Αι Σέρραι της Θεσσαλίας, έχουσα επισκοπάς νζ΄. […]

ξγ΄. Η Λακεδαιμονία αποσπασθείσα Πατρών της Πελοπονήσου.» (Ό. π., σ. 1105-1109).

Με βάση τα γραφόμενα του Νείλου Δοξαπατρή, πρέπει να προσεχθούν οι εθνολογικές πληροφορίες που δίνει για Σκλάβους, Αβάρους, Σκύθες του Δούναβη ποταμού, και τα όσα γράφει για τις δύο αυτοκέφαλες εκκλησίες: της Κύπρου και της Βουλγαρίας, με τη δεύτερη να εδρεύει στην Αχρίδα –πρόκειται για την αυτόνομη Εκκλησία «Πρώτη Ιουστινιανή», που ίδρυσε ο μέγας Ιουστινιανός (482-565, βασ. 527-565), το 535 μ.Χ, με έδρα την Αχρίδα, μετέπειτα ονομασθείσα Επισκοπή Βουλ-γαρίας–, και πρέπει να προβληματίσει το αν είχε σχέση με τους Βούλγαρους του Ασπαρούχ, ή με Βούλγαρους – Παίονες λατινικού γένους και «ελληνολατινικής» γλώσσας, κατά τον Ιωάννη Ζωναρά.

Πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα η διοικητική διαίρεση των Εκκλησιών, ιδίως: Η Θεσσαλονίκη της Θεσσαλίας έχουσα επισκοπάς η΄. Αι Αθήναι της Ελλάδος έχουσα επισκοπάς ια΄. Η Λάρισσα της Ελλάδος έχουσα επισκοπάς ιζ΄. Αι Σέρραι της Θεσσαλίας έχουσα επισκοπάς νζ΄. Έτσι μπορούν να αποφευχθούν οι όποιες παρανοήσεις, διότι στον ιστορικό χρόνο και στην ιστορική διαδρομή τα όρια των διοικητικών περιφερειών ουδέποτε υπήρξαν σταθερά.

Ο Νείλος Δοξαπατρής ήταν λόγιος του 12ου αιώνα, διετέλεσε αρχιμανδρίτης της Μεγάλης Εκκλησίας, νοτάριος του Πατριαρχείου, πρωτοπρόεδρος των συγγέλων, και νομοφύλακας. Άκμασε περί το έτος 1140. Αντιτάχτηκε στη γνώμη των Λατίνων, σύμφωνα με την οποία ο πάπας της Ρώμης έλαβε τα πρωτεία από τον απόστολο Πέτρο. Έζησε και στη Σικελία και έγραψε το έτος 1143 το Σύνταγμα περί των πέντε πατριαρχικών θρόνων. Έζησε στα χρόνια του Ιωάννη Β΄ Κομνηνού (1118-1143), περίοδο κατά την οποία υπηρέτησε σε σημαντικές εκκλησιαστικές θέσεις. Φαίνεται να μόνασε μετά τον θάνατο του Ιωάννη, και εκείνα ακριβώς τα χρόνια, μετά από πρόσκληση, πήγε στην αυλή του βασιλιά της Σικελίας Ρογήρου Β΄ (1093 ή 1095-1154), ο οποίος, στο πλαίσιο της Β΄ Σταυροφορίας, το 1147, επιχείρησε να καταλάβει την Κέρκυρα. Ο Νείλος, συνέθεσε Εκκλησιαστική Γεωγραφία, το 1143, και Θεολογική Πραγματεία, την οποία απέδιδαν σε κάποιον Ιωάννη Δοξαπατρή. Έγραψε σχόλια στα έργα των Αγίων Αθανασίου και Γρηγορίου Ναζιανζηνού, ενώ ο γενικότε-ρος προσανατολισμός της γραφής του ήταν μια αντικαθολική πολεμική, αντιτασσόμενος στον έλεγχο ορισμένων περιοχών από τον πάπα, και εναρμονιζόμενος ουσιαστικά με την πολιτική του Νορμανδού βασιλιά Ρογήρου Β΄, του οποίου βασική επιθυμία ήταν να διασφαλίσει την υποστήριξη των Ορθόδοξων Ελληνικών πληθυσμών που τελούσαν υπό την ηγεμονία του, και που δεν είχαν καμιά σχέση με την Εκκλησία της Ρώμης.

Πηγή: ΙΩΑΝΝΗΣ ΖΩΝΑΡΑΣ (12ος αι.) – Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, Editio Emendatior et Coposior, Consilio B.G. Niebuhrii C.F. Instituta, Auctoritate Academiae Litterarum Regiae Borussicae, Continuata, Ioannes Zonaras, Tomus II, Bonnae MDCCC XLIV [1844] – Ioannis Zonarae Annalles, Ex Recensione Mauricii Pinderi, Tomus II, Bonnae MDCCCXLIV [1844] – Ιωάννου Ζωναρά Χρονικόν:

  • «Και ο Κράσσος ο Μάρκος κατά τούτους τους χρόνους εις την Μακεδονίαν και εις την Θράκην και εις την Ελλάδα πεμφθείς πολλοίς επολέμησαν έθνεσι, και τα μεν Μυσοί τε και Γέται εκέκληντο, πάσαν την μεταξύ του τε Αίμου και του Ίστρου ούσαν νεμόμενοι, προϊόντος δε του χρόνου τινές αυτών και άλλοις ονόμασιν επεκλήθησαν. Και μετά ταύτα πάνθ’ όσα ο ποταμός Σαύος εις τον Ίστρον εμβάλλων υπέρ της Δαλματίας και της Μακεδονίας της τε Θράκης από Παννονίας αφορίζει, εις το της Μυσίας προκεχώρηκεν όνομα. Και εν αυτοίς άλλα τε πολλά εισιν έθνη και οι Τριβαλλοί προσαγορευθέντες οι τε κεκλημένοι Δαρδάνιοι.» (Ό.π., σ. 408).

  • «Κτηθέντων δε των Δακών και Σαυροματών και άλλων Παννονικών εθνών, ο Τιβέριος προς αυτούς ανέστρεψεν εκ της Κελτικής.» (Ό. π., σ. 425).

  • «Εστράτευσε [ο Τραϊανός] μέντοι επί Δάκας, ή Δακούς κατά Ίωνας […] Πυθόμενος ουν ο Δεκέβαλος, ος Δακών ήρχει, την του Τραϊανού κατά του έθνους ορμήν, έδεισεν, ειδώς τον άνδρα στρατηγικώτατον. Και πολέ-μου συρραγέντος σφίσι πολλούς μεν των πολεμίων απέκτειναν οι Ρω-μαίοι, ου μείους δε και αυτών ετραυματίσθησαν. […] πρέσβεις ο Δεκέβαλος πέπομφε, συντιθέμενος τα τε όπλα και τα μηχανήματα και τους μηχανοποιούς παραδούναι, και άπαν έτερον ο αν απαιτοίτο ποιήσαι· και προς τον αυτοκράτορα ελθών ες ούδας κατακλιθείς αυτώ προσεκύνησεν. Είτα εις την Ιταλίαν ο Τραϊανός αναζεύξας και τους του Δεκεβάλου πρέσβεις επείγετο. Οίπερ εισαχθέντες εις το συνέδριον, τα όπλα αποθέμενοι και τας χείρας συνάψαντες εν αιχμαλώτων σχήματι, πολλά τε είπον και ικέτευσαν· και ούτω σπονδών τυχόντες αύθις τα όπλα απέλαβον. Τραϊανός δε και εθριάμβευσε και Δακικός ωνομάσθη. Ουχ ως αρήιος δε των άλλων ημέλει ή ήττον εδίκαζεν, αλλά και πολλαχού και πολλάκις επί βήματος έκρινεν.

     Ως δε απηγγέλετο αυτώ ο Δεκέβαλος αύθις νεωτερίζων ταις συνθήκαις ουκ εμμένων, αυτός και πάλιν προς εκείνον εστράτευσε. Και ο Δεκέβαλος ηττώμενος ισχύι, δόλω αυτού περιγενέσθαι διεμελέτησε. […] Γεφυρώσας δε τον Ίστρον ο αυτόκράτωρ […] Καντεύθεν το έθνος το των Δακών και η χώρα σφων Ρωμαίοις υπήκοος γέγονε.» (Ό.π., σ. 508-510).

  • [Ο Αδριανός] «Εντεύθεν τους στρατιώτας τοιούτους εποίησεν ως και ιπποτών ίλην συν γε τοις όπλοις τον Ίστρον ευμαρώς διανήξασθαι, και τους βαρβάρους ταύθ’ ορώντας εκπλήττεσθαι, ώστε και χράσθαι διαλ-λακτή τούτω τω αυτοκράτορι εφ’ οις αλλήλοις εκπεπολέμωντο. Εσπούδαζε και περί θήρας, ως εν ταύταις αλλήλοις εκπεπολέμωντο. Εσπούδαζε και περί θήρας, ων εν ταύταις και τινά οι μέλη κατεαγήναι· και εν Μυσία πόλιν ώκισεν Αδριανού θήρας καλέσας αυτήν.» (Ό.π., σ. 517).

  • «ο δε προς Αλβανούς (εισί δε Μασσαγέται κατά τον Δίωνα) υπό Φαρασμάνου κεκίνητο·» (Ό.π., σ. 519).

  • «Και Σκύθαι δε εις την Ιταλίαν εισέβαλον, πλήθος όντες σχεδόν υπερβαίνον και αριθμόν, και Μακεδονίαν και Θεσσαλίαν και Ελλάδα κατέδραμον. […] Και άλλα δε πολλά των εθνών τότε κατά της Ρωμαϊκής επικρατείας ωρμήκεσαν.» (Ό. π., σ. 590).

  • [Βαλεριανός ή Ουαλεριανός (Caesar Publius Licinius Valerianus Augustus, 193/200–260/264) ήταν Ρωμαίος Αυτοκράτορας, με καταγωγή από αριστοκρατική οικογένεια, ανέβηκε ταχύτατα την ιεραρχία, συγκλητικός το 238, αυτοκράτορας το 253, ήταν ο πρώτος αυτοκράτορας της Ρώμης που αιχμαλωτίστηκε και δολοφονήθηκε, από τον Πέρση βασιλιά Σαπώρ] «Οι τε γαρ Σκύθαι τον Ίστρον διαβάντες και αύθις την Θρακώαν χώραν ηνδραποδίσαντο, και πόλιν περιφανή την Θεσσαλονίκην επολιόρκησαν μεν, ου μέντοι και είλον. Εις δέος δε τοσούτον άπαντας περιέστησαν, ως Αθηναίους μεν ανοικοδομήσαι το τείχος της εαυτών πόλεως, καθηρημένον εκ των του Σύλλα χρόνων, Πελοποννησίους δε διατειχίσαι τον Ισθμόν από θαλάσσης εις θάλασσαν.» (Ό.π., σ. 593).

  • «Αυρίολος δε εκ χώρας Γετικής της ύστερον Δακίας επικληθείσης, και γένους ασήμου (ποιμήν γαρ ετύγχανε πρότερον), της τύχης δε αυτόν εις μέγα βουληθείσης επάραι, εστρατεύσατο, και περιδέξιος γεγονώς, των βασιλικών ίππων φροντιστής προκεχείριστο. Και περί τούτους ευδοκιμών, κεχαρισμένος έδοξε τω κρατούντι. Τω δε εν τη Μυσία στρατιωτών στασιασάντων και Ιγγενούον αυτοκράτορα ανειπόντων, και του Γαλιήνου αυτώ αντιταξαμένου περί το Σίρμιον μετά των άλλων και Μαυρουσίους επαγομένου, οι από Μήδων κατάγεσθαι λέγονται, ο Αυρίολος ιππαρχών γενναίως μετά των ιππέων αγωνισάμενος πολλούς των τα Ιγγενούου φρονούντων διώλεσε και τους λοιπούς ετρέψατο εις φυγήν, ως και αυτόν τον Ιγγενούον φεύγειν απεγνωκότα και εν τω φεύγειν αναιρε-θήναι παρά των δορυφόρων αυτού.» (Ό.π., σ. 597).

  • «Μαξιμίνος δε κοινωνόν της αρχής τον Λικίννιον προσειλήφει, εκ Δακών έλκοντα την του γένους σείραν και γαμβρόν όντα επ’ αδελφή του μεγάλου Κωνσταντίνου.» (Ό.π., σ. 624).

Ιωάννης Ζωναράς

Πηγή: ΙΩΑΝΝΗΣ ΖΩΝΑΡΑΣ (12ος αι.) – Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, Editio Emendatior et Coposior, Consilio B.G. Niebuhrii C.F. Instituta, Auctoritate Academiae Litterarum Regiae Borussicae, Continuata, Ioannes Zonaras, Tomus III, Bonnae MDCCC XCVII [1897] – Ioannis Zonarae Epitomae Historiarum Libri XVIII, Ex Recensione Mauricii Pinderi, Tomus III, Bonnae MDCCCXCVII [1897] – Ioannis Zonarae Epitomae Historiarum Libri XIIIXVIII, Edidit Theodorus ButtnerWobst, Bonnae MDCCCXCVII [1897] – Ιωάννου Ζωναρά Χρονικόν.

  • «Σκυθών δε την Θρακώαν και Μακεδονικήν κατατρεχόντων χώραν εξήει τούτοις αντιταξόμενος.» (Ό.π., σ. 77).

  • «Στρατεύσας ουν [ο Ουάλης] κατά Σκυθών και περί την Θράκην αυτοίς συμβαλών αισχρώς ηττήθη και φεύγων εν οικήματι κατεκρύφθη· παρ’ ω αχυρώδης σεδώρευτο συρφετός. Των ουν Σκυθών μετά την ήτταν του βασιλέως την χώραν εκείνην ληϊζομένων και εμπιπρώντων και τας οικίας, κακείντο το οίκημα καταπέπρηστο, και ο Ουάλης διέφθαρτο εν αυτώ.» (Ό.π., σ. 78-79).

  • «Των δε Σκυθών μετά την Ουάλεντος ήτταν εξογκωθέντων το φρόνημα και την τε Θράκην ληϊζομένων και τα περί αυτήν και ακαθέ-κτων όντων τον εξ Ισπανίας μετεκαλέσαντο Θεοδόσιον (η δ’ Ισπανία της Ευρωπαίας Ιβηρίας εστί πόλις η διαφορωτάτη των εν αυτή), άνδρα γενναιότατόν τε και ευσεβέστατον. Τούτον ουν προχειρισάμενος στρατηγόν μετά στρατιάς κατά βαρβάρων εκπέπομφεν· ος συμβαλών αυτοίς και νικήσας τρόπαιον ήρατο, πλήθους μεν Σκυθικού κατασφαγέντος εν τω πολέμω πολλού, των δε λοιπών εις φυγήν τραπέντων, και των μεν απολλυμένων εν τω καταλαμβάνεσθαι, των δ’ υπ’ αλλήλων διαφθαρέντων εν τη φυγή. […] αυτάγελος εν Παιονία τότε διάγοντα. […] το του έργου ταχύ και το δυσμαχώτατον των Σκυθών. […] Την γουν εώαν άπασαν και την Θράκην αυτώ αναθέμενος εκείνος εαυτώ απεκλήρωσε τα εσπέρια. […]» (Ό.π., σ. 83-84).

  • «Και εις Θεσσαλονίκην ελθών [ο Θεοδόσιος] μετά του στρατεύματος εκείνος μεν υβρίσθη υπό των Θεσσαλονικέων, ο δε έπαρχος εφονεύθη, στασιάσαντος του δήμου δι’ αιτίας τινάς. Τότε μεν ουν επί τη του λαού κινήσει έδοξεν ανεξικακήσαι ο βασιλεύς· μετά δε ταύτα ιππικόν αγώνα εκήρυξε και του λαού αθροισθέντος επί θέατρον περιέστηκεν αυτοίς τα στρατεύματα και κατετόξευσαν τον δήμον και κατηκόντισαν, ώστε θανείν εξ αυτών άχρι των πεντεκαίδεκα χιλιάδων. Και ούτως εκπλήσας ο Θεοδόσιος τον θυμόν, εκείθεν απάρας εις την πόλιν των Μεδιολάνων αφίκετο.» (Ό.π., σ. 86).

  • «Αναστασίου δε [496-498] του της πρεσβυτέρας Ρώμης πάπα θανόντος, και του λαού μερισθέντος, και των μεν Λαυρέντιόν τινα ψηφισαμένων, των ορθοδόξων δε Σύμμαχον [498-514] […]

     Κατά τούτους τους χρόνους ιστορείται το των Βουλγάρων έθνος το Ιλλυρικόν και την Θράκην καταδραμείν, μήπω πριν γινοσκώμενον. Των δε Αγαρινών την εώαν ληϊζομένων, σπονδάς προς αυτούς εποιήσατο Αναστάσιος. Του μέντοι Θρακός Βιταλιανού τυραννίδι επικεχειρηκότος, Μυσούς τε και Σκύθας προσεταιρισαμένου, και άμα τούτοις τα περί την βασιλίδα, ληϊζομένου των πόλεων, αλλά μην και στόλω κατ’ αυτής επελθόντος…» (Ό.π., σ. 137).

  • «Των δε Βουλγάρων αύθις το Ιλλυρικόν καταδραμόντων αντετάξαντο τούτοις τινές των Ρωμαίων ταξιαρχών μετά των υπ’ αυτούς ταγμάτων. Εκείνων δε επωδαίς χρησαμένων και γοητείαις, ηττήθησαν αισχρώς οι Ρωμαίοι και πλην ολίγων άπαντες διεφθάρησαν. Ων την φθοράν κομήτης αστήρ προεμήνυσε και κόρακες πορευομένων αυτών υπεριπτάμενοί τε και προηγούμενοι και οι σαλπιγκταί αντί ενυαλίου ηχής περιπαθές τι και θρηνώδες ηχήσαντες.» (Ό.π., σ. 140-141).

  • «Ούτος ο Αναστάσιος έκτισε το Μακρόν τείχος ούτω λεγόμενον και από της μεγάλης θαλάσσης διήκον άχρι της Σηλυβρίας διά τας εφόδους των τε Μυσών ήγουν Βουλγάρων και των Σκυθών.» (Ό.π., σ. 144).

  • «ανερρήθη δε βασιλεύς Ιουστίνος ο Θραξ [Ιουστίνος Β΄ – Flavius Justinus Junior Augustus: βασ. 565-578], γονέων μεν εκφύς ασήμων και αφανών, και αυτός το πρότερον αυτουργών η βουκόλος τυγχάνων και συφορβός, είτα εις τύχην μεταταταξάμενος στρατιωτικήν και φθάσας μέχρι ταγματαρχίας και κόμης γενόμενος.» (Ό.π., σ. 144).

  • «Ο δε Χαγάνος απληστευόμενος ή προφάσεις του μη ειρηνεύειν ζητών, ετέρας είκοσι χιλιάδας ταις εκατόν προστεθήναι απήτησε. Μη καταδεξαμένου δε και ταύτην την προσθήκην του βασιλέως εστράτευσε κατά των Ρωμαίων εκείνος και πόλεις πολλάς του Ιλλυρικού εχειρώ-σατο· ηπείλει τε και το Μακρόν καταστρέψαι τείχος. Στείλας ουν πρέσβεις προς τον βάρβαρον ο Μαυρίκιος [Φλάβιος Μαυρίκιος Τιβέριος Αύγουστος – Flavius Mauricius Tiberius Augustus: 539-602, βασ. 582-602] σπονδάς έθετο. Ο μέντοι Χαγάνος άπληστος και άπιστος ων, δόλω κατά Ρωμαίων εγίνετο, αυτός μεν ησυχάζων, έθνη δε τινα των Σκλαβηνών παρασκευάσας την υπό Ρωμαίους ληΐζεσθαι, οι και μέχρι του Μακρού τείχους πεφθάκασιν. Ο βασιλεύς δε Κομεντίολον στρατηγόν προβαλό-μενος και δι’ αυτού τοις βαρβάροις αθρόως επεξελθών, των Ρωμαϊκών αυτούς ορίων απήλασεν, αναιρεθέντων πολλών, και την λείαν όσην έλαβον και τους αιχμαλώτους επανεσώσατο.» (Ό.π., σ. 183-184).

  • «Εκ δε της λοιμικής νόσου ου μόνοι οι του Χαγάνου υιοί, ως είρηται, έθανον, αλλά και πλήθος των Αβάρων πολύ·» (Ό.π., σ. 192).

  • «Εν δε τη Ευρώπη Άβαροι την Θράκην εδήωσαν, και τα Ρωμαϊκά στρατόπεδα, α εν αμφοτέροις ήσαν τοις τμήμασι, διεφθάρησαν· και άλλως δε πολλή των ανθρώπων θνήσις εγένετο και αφορία καρπών και ζώων φθορά εκ βαρυτάτων χειμώνων.» (Ό.π., σ. 200).

  • «Και την Ευρώπην οι Άβαροι και οι Σκύθαι ηρήμωσαν. Διό και ηπόρει ο βασιλεύς Ηράκλειος [Φλάβιος Ηράκλειος Αύγουστος – Flavius Heraclius Augustus: ~575-641, βασ. 610-641] ό,τι και δράσει.» (Ό.π., σ. 204).

  • «Το δε των Βουλγάρων έθνος εις τας Ρωμαϊκάς χώρας τας πέραν του Ίστρου γενόμενον ταύταις ακρατώς ελυμαίνετο. Εκστρατεύει τοίνυν κατ’ αυτών ο βασιλεύς Κωνσταντίνος κατά γην τε και θάλασσαν, στόλον πολύν εκ της θαλάσσης εισαγαγών εις τον Δάνουβιν. Οι δε βάρ-βαροι την των Ρωμαίων ιδόντες παρασκευήν εδειλίασαν και εις οχύρωμά τι ποταμοίς στεφανούμενον και τενάγεσι κατακλείσαντες εαυτούς ηρέμουν· αλλ’ ουδ’ η Ρωμαϊκή στρατιά τούτοις προσέβαλεν. Εφ’ ημέραις ουν τισιν ούτω διατιθεμένων των εναντίων αμφοίν, μαλακίαν οι βάρβαροι των Ρωμαίων κατέγνων. Επισυμβέβηκε δε και τι ο θάρσος εκείνος ενήκε της προτέρας δειλίας αντίθετον. […] εις Μεσημβρίαν (χώρα δ’ υπό Ρωμαίους τελούσα αύτη εστί) τον έκπλουν πεποίητο […] Φήμης δε γενομένης εις το στρατόπεδον φόβω των πολεμίων διαδιδράσκειν τον αυτοκράτορα, αισχρώς άπαντες μηδενός διώκοντος έφευγον. Τούτο τοις Βουλγάροις απροσδοκήτως γενόμενον μένος ενέπνευσε και παρέθηξεν εις αλκήν, και οπίσω διώκοντες πολλούς μεν ανήρουν, ου μείους δ’ εζώγρησαν και τον Ίστρον περαιωθέντες εν τη Ρωμαίων επήξαντο τας σκηνάς· και ου διέλιπον εξ εκείνου την υπό Ρωμαίους άπασαν ληϊζόμενοι. Όθεν βιασθείς ο κρατών σπονδάς έθετο προς αυτούς επί συνθήκαις του δασμόν αυτοίς καταβάλλειν ετήσιον, εις αισχύνην της των Ρωμαίων αρχής. Και ην ούτως πάντοθεν ειρηνεύοντα τοις Ρωμαίοις τα πράγματα έως της τελευτής τούδε του αυτοκράτορος. Ετελεύτησε δε επί διαδόχω τω υιώ Ιουστινιανώ, βασιλεύσας ενιαυτούς επτακαίδεκα.» (Ό.π., σ. 226-228).

  • «Στείλας δε τον στρατηγόν Λεόντιον ο Ιουστινιανός [Ιουστινιανός Β΄: βασ. 685-695 και 705-711] υπέταξε δι’ αυτού την Ιβηρίαν και την Αλβανίαν και χώρας ετέρας. Ούτος ο βασιλεύς έλυσε και τας προς Βουλγά-ρους σπονδάς, μη ανεχόμενος δασμούς παρέχειν αυτοίς. Εκστρατεύσας δε κατά τα εσπέρια πολλά των Σθλαβικών εθνών υπηγάγετο, τα μεν εκόντα, ένια δε πολέμου νόμω· εξ ων και νέον συνεστήσατο σύνταγμα. Κατ’ εκλογήν γαρ ειληφώς εκ τούτων άνδρας γενναίους τε και νεάζοντας εις χιλιάδας τριάκοντα, λαόν αυτούς εκάλεσε περιούσιον.» (Ό.π., σ. 229-230).

  • «οι βάρβαροι δε τούτο μαθόντες και ο τούτων έξαρχος ο Σφενδοσθλάβος, τους τε Βουλγάρους οπλίσαντες και συμμάχους προσειληφότες Σκύθας, οι Πατζινάκαι κικλήσκονται, και τους την Πανονίαν οι-κούντας Τούρκους και στρατιάν εις τριάκοντα Πανονίαν οικούντας Τούρκους και στρατιάν εις τριάκοντα μυριάδας αριθμουμένην συστησάμενοι μυριάδας αριθμουμένην συστησάμενοι την Θράκην άπασαν εληΐζον-το.» (Ό.π., σ. 523-524).

  • «ο τους Ταυροσκύθας εις αμηχανίαν ενέβαλε.» (Ό.π., σ. 528).

  • «Ο μέντοι Σφενδοσλάβος μετά των Ρως επ’ οίκου αναζευγνύς λόχοις περιπίπτει των Πατζινάκων, και πάντες αθρόοι απώλοντο.» (Ό. π., σ. 536). [Σφενδοσλάβος: είναι ο Σβιάτοσλαβ Α΄, γιος του βάραγγου πρίγκιπα Ιγκόρ (εξουσία 914-945) του Κιέβου, αρχηγού των Ρως].

  • «το δε των Πατζινάκων έθνος αύθις κατά την Ευρωπαίαν μοίραν κεκίνητο· Σκυθικόν δε το έθνος και πολυάνθρωπον, πέραν Ίστρου νεμόμενον. Ην δε τότε του έθνους άρχων Τυράχ, ανήρ το μεν γένος παρά το έθνος λαμπρός, το δε ήθος νωθής. Έτερος δε τις Κεγένης καλούμενος, άσημος μεν όσον εις γένους αναφοράν, ανήρ δε ρέκτης τε και δραστήριος ων και πολλάκις εν πολέμοις ανδραγαθήσας παρά του έθνους περίλητο.» (Ό.π., σ. 641).

  • «Το πλήθος δε [των Πατζινάκων] το λοιπόν χρήσιμον ενομίσθη γενέσθαι Ρωμαίοις, ει τα όπλα αφαιρεθέν εις την των Βουλγάρων χώραν κατοικισθείη, έρημον ούσαν την πλείονα, προ μικρού του έθνους εκείνου καταλυθέντος· ο και γέγονε του βασιλέως κελεύσαντος. Ο δε γε Τυράχ συν τοις εξόχοις του έθνους ήχθη προς τον κρατούντα και του θείου καταξιωθέντες βαπτίσματος αξιώμασι λαμπροίς ετιμήθησαν. Ως δε μάχαι τότε Ρωμαίοις μετά των Τούρκων ήσαν κατά την εώαν, πεντεκαίδεκα χιλιάδας Πατζινάκων ο αυτοκράτωρ επιλεξάμενος και καθοπλίσας αυτούς ίππους τε παρασχόμενος και επιστήσας στρατάρχας αυτοίς εκ των ομογενών εν Χρυσοπόλει διεπέρασεν, εις Ιβηρίαν κελεύσας απελθείν, τάξας αυτοίς και προηγήτορα της οδού.» (Ό.π., σ. 643).

  • «Ο δε Κομνηνός κατά των Ούγγρων και των Σκυθών, οι Πατζινάκαι λέγονται, εκστρατεύσας τοις μεν Ούγγροις ειρήνην αιτησάμενος εσπείσαντο. Κατά δε των Σκυθών ορμήσαντι οι μεν άλλοι υπέκυψαν και ειρήνευσαν…» (Ό.π., σ. 671).

  • «Του γαρ των Ούζων έθνους (Σκύθαι δε τούτο εστι των Πατζινάκων και κατά γένους υπεροχήν και κατά πλήθους υπερβολήν παρά τοις Σκυθικοίς προτιμώμενον έθνεσι) τον Ιστρον παγγενή διαβαίνοντος, επειράθησαν μεν οι των παριστρίων πόλεων άρχοντες (ήσαν δε ούτοι ο μάγιστρος Νικηφόρος ο Βοτανειάτης [Νικηφόρος Γ΄ Βοτανειάτης: 1002-1081, βασ. 1078-1081] και ο μάγιστρος Βασίλειος ο Αποκάπης [;-1083]) απείρξαι αυτοίς την διάβασιν, ου μέντοι γε ηδυνήθησαν. Αλλά συμμίξαν σφίσι το βάρβαρον την τε συνούσαν αυτοίς κατηγωνίσατο στρατιάν και τους ειρημένους άνδρας και άμφω δορυαλώτους απήγαγον και διαβάντες τον Δάνουβιν την περί αυτόν χώραν επλήρωσαν άπασαν. Ήσαν γαρ, ως λόγος, υπέρ εξήκοντα χιλιάδας οι αίρειν όπλα δυνάμενοι· όθεν ορμώμενοι την τε Μακεδονίαν εληΐζοντο και μέχρις Ελλάδος προήεσαν. […] Ενσκήψαντος γαρ εκείνω λοιμού, και κακωθέντι σφοδρώς εξ αυτού οι τε Πατζινάκαι και οι παρακείμενοι Βούλγαροι ησθενηκότι επέθεντο και άρδην αυτό διεφθάρκασι, μόλις των ηγεμόνων μετ’ ολίγων δυνηθέντων διαβήναι τον Ίστρον.» (Ό.π., σ. 678-679).

  • «της Σαρδικής γεγονώς και Πατζινάκοις εκεί…» (Ό.π., σ. 684).

  • «Τω τρίτω δ’ έτει της βασιλείας αυτού [του Αλεξίου Κομνηνού: 1048/1056-1118, βασ. 1081-1118] το των Χροβάτων έθνος, ους δη και Σέρβους τινές καλούσι, κεκίνητο, την των Βουλγάρων χώραν επικεχειρηκός κατασχείν. Αλλά μην και τινα ταύτης κατεσχηκός, πολλαίς δε μάχαις και φθορά πολλών εκατέρωθεν των τε κατισχημένων εκπέπτωκε και καταπολεμηθέν των Ρωμαϊκών ορίων εξώσθη και εις τα σφέτερα ήθη μένειν ηνάγκαστο.

     Δούλος δε τις του πατρός τούτου του αυτοκράτορος Νέστωρ όνομα, βεστάρχης δε το αξίωμα, δουξ των Παριστρίων προχειρισθείς ήρεν όπλα κατά του βασιλέως. Ομαιχμίαν γαρ θέμενος μετά τινος αρχηγού Πατζινάκων, ος εκαλείτο Τατούς, εις την των πόλεων βασιλεύουσαν παρεγένοντο και παρενέβαλον προ αυτής. […] απανίσταται μεν της πόλεως, τα των Θρακών δε και τα των Μακεδόνων ληΐζεται και όσα τούτοις της Βουλγαρίας παράκεινται και εις την των Πατζινάκων μεταχωρεί.» (Ό.π., σ. 713-714).

  • «Των Μακεδόνων μέντοι καταληφθέντες πολλοί οι μεν έπεσον, οι δ’ εάλωσαν. || Εν τοσούτω δε και Πατζινάκων πλήθος επήλθε κατά της Αδριανουπόλεως και περί ταύτην παρεμβαλόντες την πέριξ αυτών εληΐζοντο χώραν, ους ο Βρυέννιος δεξιωσάμενος χρήμασι μεταναστήναι της πόλεως έπεισε.» (Ό.π., σ. 717).

  • «σύμμικτον πλήθος εκ Θρακών τε και Μακεδόνων και Ρωμαίων άλλων και βαρβάρων συνεστηκός…» (Ό.π., σ. 729).

  • «Κατά τούτους τους χρόνους και του των Πατζινάκων έθνους συγκίνησις γέγονεν, εκ των σφετέρων ηθών μεταναστεύσαντος εις χώραν Ρωμαϊκήν και την Θράκην πάσαν και την Μακεδονίαν ληϊζομένου.» (Ό. π., σ. 740).

  • «Ώλετο μεν ουν πολύ τι του Σκυθικού, οι λοιποί δε συνελαμβάνοντο και ήσαν υπό δεσμοίς και εις δουλείαν οι αιχμαλωτεύσαντες αυτούς απεδίδοντο. Ο δ’ αυτοκράτωρ πλήθος απολεξάμενος σφριγώντων και ρωμαλέων εις το των Μογλένων θέμα τούτους συν γυναιξί και τέκνοις κατώκισε και τάγμα τούτους κατέστησεν ιδιαίτατον· οι και μέχρι το δεύρο κατά διαδοχάς διαμένουσιν, εις επίθετον σχόντες τον τόπον, εν ω κατωκίσθησαν, και Πατζινάκοι Μογλενίται καλούμενοι.» (Ό.π., σ. 740-741).

     Τα ιστορικά γεγονότα που περιέχονται στα ανωτέρω έργα – πηγές, ο συγγραφέας τα συμπεριλαμβάνει –πολλάκις και υπό διαφορετική διατύπωση–, στην Ιστορική Επιτομή του, έργο σημαντικό και πολύτιμο, το οποίο κυκλοφόρησε ως: Ioannis Zonarae Epitome Historiarum, Cum Caroli Ducangii Suisque Annotationibus, Edidit Ludovicus Dindorfius, Vol. I. Lipsiae MDCCCLXVIII [1868] – Επιτομή Ιστοριών Συλλεγείσα και Συγγραφείσα παρά Ιωάννου Μοναχού του Ζωναρά του γεγονότος μεγάλου δρουγγαρίου της βίγλας και πρωτοασηκρήτις. –Vol. II, Lipsiae MDCCCLXIX [1869]. –Vol. III, Lipsiae MDCCCLXX [1870]. –Vol. IV, Lipsiae MDCCCLXXI [1871]. –Vol. V, Lipsiae MDCCCLXXIV [1874]. –Vol. VI, Lipsiae MDCCCLXXXV [1885]. Ένα παράδειγμα διαφορετικής διατύπωσης: {•«Των δ’ Ιεροσολύμων μετά Ζάβδαν επί δέκατον λελειτουργικότα ενιαυτόν Έρμων εκληρώσατο τον θρό-νον τον αρχιερατικόν.» (Ό. π., σ. 625)} – •«Της δε των Ιεροσολύμων εκκλησίας μετά τον Υμέναιον προέστη Ζάβδας, ου κεκοιμημένου μετ’ ου πολύ Έρμων τον θρόνον τούτον εκόσμησεν.» (Ioannis Zonarae Epitome Histori-arum,Vol. III, Lipsiae MDCCCLXX [1870], σ. 158).

     Πηγή: ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΤΑΥΡΑΚΙΟΣ (τέλος 13ου – αρχή 14ου αι.) – Νέος Ελληνομνήμων τχ. Β΄-Γ΄, 1921, σ. 189-216.

  • «Μετά δε ολίγον εκίνησαν πάλι έθνη πολλά κατά της Θεσσαλονίκης, τουτέστι Ρυγχίνοι, Στρυμόνιοι και Σαγουδάτιοι, έθνη του Παραδούναβι, Τάταροι και Σθλαβίνοι, θηριώδεις και βάρβαροι. Είχαν δε και αρχηγόν έναν ομότροπόν τους, Περβούνον το όνομα.» (Ό.π., σ. 199).

  • «Και ως έφθασαν [ως την Θεσσαλονίκην], εμοιράσθησαν εις δύο μέρη, και οι μεν Στρυμόνιοι επίασαν το βορεινόν μέρος του κάστρου και του Βαρδαρίου, οι δε Ρυγχίνοι πάλιν και Σαγουδάτιοι το δυτικόν μέρος και την θάλασσαν.» (Ό.π., σ. 200).

  • «Τότε και αι μικραί αυθεντίαι, ήγουν τα εκείθεν του Ντούναβι ποταμού έθνη, ώρμησαν κατά των Ρωμαίων και εκούρσευον χώρας και τόπους. Τότε και ο αυθέντης των Βουλγάρων Ιωάννης, ο και Ιωαννίτζης ονομαζόμενος, εστράτευσε και αυτός κατά των Ρωμαίων, και ερημάζοντας και χαλώντας τας χώρας και κάστρη όλα της Μακεδονίας, έφθασε και εις την μεγαλόπολιν Θεσσαλονίκην με ορμήν ακράτητον και φουσάτον αμέτρητον ως την άμμον της θαλάσσης, το οποίον είχε συναγμένον από διάφορα έθνη οπού ευρίσκονται πέρα από τον Δούναβιν, και ήσαν όλοι σιδερωμένοι και αρματωμένοι με κάθε λογής όργανον πολεμικόν. Υπήγαινε δε εμπρός απ’ αυτόν ο αρχιστράτηγός του, ονόματι Μαναστράς. Ελθών δε αυτός ο Μαναστράς, εκόνευσεν εις τον ποταμόν Γαλλικόν να αναπαύση το στράτευμά του, διότι είναι ο τόπος εκείνος εύμορφος και έχει λιβάδια διά τα άλογα. Ο δε Ιωαννίτζης εκόνευσεν εις του Λαγκαδά, ο οποίος τόπος είναι σιμά εις την Θεσσαλονίκην.» (Ό.π., σ. 211-212).

Πηγή: Μακεδονικά, τ. Α΄, Θεσσαλονίκη 1940, Ιωακείμ Ιβηρίτου, Ιωάννου Σταυρακίου λόγος εις τα θαύματα του Αγίου Δημητρίου, σ. 324-376.

  • «Γίγνεται γουν περί την των Θεσσαλονικέων, ην ο λόγος φθάσας εγνώρισεν, Ύπαρχος, τη κατά Δάκας μεν πορεία ερχόμενος οι σκοπός ην τούτω γενέσθαι επί καταστάσει τυρβασμάτων τινών κοσμικών, τη αιφνη-δόν δε καταστρατευσάση τούτον νόσω, καθαπερεί οδοστατηθείς, γίγνε-ται·» (Ό.π., σ. 338).

  • «Επί τοίνυν φιλοτίμως ούτω περί το μαρτυρικόν διατίθεται τέμενος, της προκειμένης αυτώ περί της Δακών πορείς εφάπτεται και τι των μαρτυρικών λειψάνων μεθ’ εαυτού συλλαβέσθαι υπολογίζεται, ανακόπτεται του βουλήματος […] Ως ουν την του μάρτυρος ιεράν χλαμύδα λάβοι ο Ύπαρχος συνοδοιπόρον ομού και συνέριθον, ην φαιδρώ τω προσώπω την προς τους Δάκας ευθυπορών, φθάνει τα της οδοιπορίας τον Ίστρον· ποταμός δε ούτος κυματίας τε και ναυσίπορος·» (Ό.π., σ. 339).

  • «Σκλαβίνοι, έθνος τούτο παρίστριον και αιμοχορές.» (Ό.π., σ. 345).

  • «τρέπεται μεν το των Σκλαβίνων έθνος κατά κράτος τω μάρτυρι.» (Ό.π., σ. 347).

  • «Επεί γαρ ο των Σκλαβίνων άρχων, Χάτζων όνομα τούτω» (Ό.π., σ. 347).

  • «περίπου τους της Ελλάδος τόπους απροσδόκητα τω των Σκλαβίνων λόχω ενήδρευται.» (Ό.π., σ. 354).

  • «Τα δε κατά τους Άβαρας, Χαγάνος άρχων αυτοίς, έθνος τούτο Ουνικόν ομού και Βουλγαρικόν…» (Ό.π., σ. 358).

  • «Εκράτει Βουλγάρων πρώην και ου πάνυ τοι πρώην Σαμουήλ εκείνος ο μέχρι του δεύρο τοις των Βουλγάρων περιλαλούμενος στόμασιν. Ούτος συν τοις άλλοις και το προς εσπέραν της των Θεσσαλονικέων άπαν βουλγαρικόν ομού και ρωμαϊκόν χειρωσάμενος, ισχυρώς ετυράννει στρατηγετών. Τω δε παις εξ οσφύος γεγένητο, όνομα τούτω Ροδομίρος …» (Ό.π., σ. 360).

  • «Άθρει δη μοι και πάλιν εθνών πανσπερμίαν την καθ’ ημών οργώσαν και αύθις επικουρίαν μαρτυρικήν· Ρυγχίνοι, Στρυμόνιοί τε και Σαγουδάτιοι, έθνη όμορα σκυθικά τε και σκλαβινίσια, θηριώδη και βάρβα-ρα· αρχηγός αυτοίς ανήρ τις ομότροπος, Περβούντος τούτω το όνομα.» (Ό.π., σ. 361).

  • «αλλά πανσπερμία έθνους παντός, ότε και των Βουλγάρων ο τόρε κρατών Ιωάννης, Ιωαννίτζην δε μάλλον η φήμη έως άρτι τούτον κατονομάζει. Ούτος κατά πάσαν του κωλύοντος ερημίαν εκστρατεύει κατά Ρωμαίων και πάσαν την Μακεδόνων διαδραμών, χώρας αφανίζει, φρούρια πάντα πορθεί και εδαφίζει εξ αυτών κρηπίδων εις γην· προνομεύει, λεηλατεί, μετοικίζει το πλήθος άπαν και παροχθίους ποταμώ τω Ίστρω ποιεί και απλώς ειπείν πάσαν όσην επέδραμεν ερημοί. Ορμά και προς την των Θεσσαλονικέων πόλιν ακρατήτω φορά, στρατόν υπέρ την ψάμαθον επαγόμενος εκ Βουλγάρων, εκ δρομάδων νομάδων, Σκυθών, εκ Χαζάρων, εκ Ρωμαίων, εξ Αλβανών εκ των Ρως, πανσπερμίαν παντός εκ γένους, οπόσα βόσκει κλίμα το υπερβόρειον […] αιχμηταί ήσαν εκεί, τοξόται, κορυνηφόροι, ασπιδιώται, σφενδονήται, ακοντισταί και άπαν άλλο πολεμικής παρατάξεως εύρημα. Προτρέχει τούτου ο της στρατιάς αυτού αρχιστράτηγος Μαναστράς.» (Ό.π., σ. 369-370).

Τα γεγονότα που αναφέρει ο Ιωάννης Σταυράκιος, διάκονος στη Θεσσαλονίκη στα τέλη του 12ου και στις αρχές του 13ου αιώνα, είναι παλαιότερα της εποχής του. Στο με αρ. ΡΜΗ΄ κατάλοιπον του Σπυρίδωνος Λάμπρου βρέθηκε το «Ιωάννου Σταυρακίου λόγος εις τα θαύματα του αγίου Δημητρίου παράφρασις εις την καθωμιλουμένην εκ του κώδ. Μον. Εσφιγμένου 134», που αφορά στην πρώτη Πηγή.

Ο Ιωάννης Σταυράκιος «φιλόσοφος ανήρ ων και την της γεωμετρίας ισότητα επαινών και προς γε χαρτοφύλακος έχων αξίωμα εν ούτω περιφανεί και μεγάλη τη πόλει και του δικαίου περιβεβλημένος, ει και τις έτερος εν Θεσσαλονίκη.» Άκμασε λίγο μετά την άλωση της ΚΠολης από τους Φράγκους, το 1204.

     Πηγή: Ιωακείμ Ιβηρίτης, Ιωάννου Σταυρακίου Λόγος εις τα Θαύματα του Αγίου Δημητρίου, Μακεδονικά τ. 1, 1940, σ. 324-376, κείμενο 334-376.

  • «Γίγνεται γουν περί την των Θεσσαλονικέων, ην ο λόγος φθάσας εγνώρισεν, Ύπαρχος, τη κατά Δάκας μεν πορεία ερχόμενος οι σκοπός ην τούτω γενέσθαι επί καταστάσει τυρβασμάτων τινών κοσμικών, τη αιφνηδόν δε καταστρατευσάση τούτον νόσω, καθαπερεί οδοσταθείς, γίγνεται·» (Ό.π., σ. 338).

  • «Επεί τοίνυν φιλοτίμως ούτω περί το μαρτυρικόν διατίθεται τέμενος, της προκειμένης αυτώ περί των Δακών πορείας εφάπτεται και τι των μαρτυρικών λειψάνων μεθ’ εαυτού συλλαβέσθαι υπολογίζεται, ανακόπτεται του βουλήματος, νύκτωρ επιφανέντος και μη εώντος του μάρτυρος, γνωσιμαχεί προς την όψιν, ετέραν οδόν εξανάγκης υπέρχεται… Ως ουν την του μάρτυρος ιεράν χλαμύδα λάβοι ο Ύπατος συνοδοιπόρον ομού και συνέριθρον, ην φαιδρώ τω προσώπω την προς τους Δάκας ευθυπορών, φθάνει τα της οδοιπορίας τον Ίστρον· ποταμός δε ούτος κυματίας τε και ναυσίπορος· ο δε του αέρος ψύχει κεκρυστάλλωτο άπας και προς λίθου αντιτυπίαν μετεστοιχείωτο· είτα δη και βιαίω τω πνεύματι όλος καταθραυόμενος, πάγους καταφερόμενος ην, ίσα και ορών κορυφαίς. […]

Είτα δη και περί το Σίρμιον γεγονός, εκείσε ναόν εγείρει τω μάρτυρι και την ιεράν και μαρτυρικήν χλαμύδα τούτου εντίθησι, θαύμα τούτο της Δημητριακής χλαμύδος, της του Ηλιού μηλωτής, δι’ ης Ελισαιέ το του Ιορδάνου ρείθρον επέζευσεν, ισοστάσιόν τε και ισοδύναμον· επεί και χαρισμία ενταύθα, κακεί θαυματουργούσα και τους οικείους θερά-ποντας μεγαλύνουσα.» (Ό.π., σ. 339).

  • «Σκλαβίνοι, έθνος τούτο παρίστριον και αιμοχαρές, της λαμπράς ταυτησί πύλεως, ην γαρ παντοίοις μεν ούτοι μάλιστα τοις αγαθοίς επιβρίθουσα κάλλους δε ευ και πλούτου περιττώς έχουσα, ακηρυκτεί κατε-στράτευσαν· η γαρ μαγνήτις των ευθηνουμένων αυτή αγαθών είλκε σίδηρον τον βαρβαρικόν και ο της φαιδρότητος ταύτης ήλεκτρος τα άχυρα των εθνών. Καιρός τον τροχόν του χρόνου διέτρεχε, καθ’ ον ειώθει τελείσθαι η φαιδρά τω μάρτυρι εορτή· ούτω γαρ γνώμης είχον οι βάρβαροι, ως επεί κατ’ αυτήν την εορτάσιμον του Μεγάλου νύκτα το πλήθος άπαν διανυκτερεύει πανηγυρίζον, κατά πάσαν αυτοί την άδει-αν ραδίως όσα και κύμα τη πόλει επιρρήσονται.» (Ό.π., σ. 343).

  • «Αλλά γαρ, ίνα τον λόγον του θαύματος και αύθις επαναλάβοιμι, τρέπεται μεν το των Σκλαβίνων έθνος κατά κράτος τω μάρτυρι, λίαν ευαριθμήτους ανασωσάμενον· […] Επεί γαρ ο των Σκλαβίνων άρχων, Χάτζων όνομα τούτω, ηττηθείη ούτως τω μάρτυρι, ήτταν αξίαν δυνάμεως τηλικούτου στρατιώτου Θεού…» (Ό.π., σ. 347).

  • «περίπου τους της Ελλάδος τόπους απροσδόκητα τω των Σκλαβίνων λόχω ενήδρευται.» (Ό.π., σ. 354).

  • «ΙΓ΄. 23. Τα δε κατά τους Άβαρας, Χαγάνος άρχων αυτοίς, έθνος τούτο Ουνικόν ομού και Βουλγαρικόν, ποίαν ουχ υπερβαίνει θαυμάτων υπερβολήν; Ορμά και τούτο το βάρβαρον κατά της κληρονομίας του Χριστιανομάρτυρος, πλήθος ότι μάλα πολύ, χιλιάδες περίπου φθάνοντας εκατόν, νέφος άντικρυς σκοτεινόν, τραφέν και παχυνθέν αχλύϊ θυμού και μανίας καπνώ. Και πρώτον μεν ακηρυκτεί αθρόον εμπεσόν πόλει, διά των κλιμάκων ένδον εισπηδάν ταύτης εφιλονείκησεν·» (Ό.π., σ. 358).

  • «ΙΔ΄. 25. Εκράτει Βουλγάρων πρώην και ου πάνυ τι πρώην Σαμουήλ ο μέχρι του δεύρο τοις των Βουλγάρων περιπλανούμενος στόμα-σιν. Ούτος συν τοις άλλοις και το προς εσπέραν της των Θεσσαλονικέων άπαν βουλγαρικόν ομού και ρωμαϊκόν χειρωσάμενος, ισχυρώς ετυράννει στρατηγετών.» (Ό.π., σ. 360).

  • «ΙΕ΄. 26. Άθροι δη μοι και πάλιν εθνών πανσπερμίαν την καθ’ ημών οργώσαν και αύθις επικουρίαν μαρτυρικήν· Ρυγχίνοι, Στρυμόνιοί τε και Σαγουδάτιοι, έθνη όμορα σκυθικά τε και σκλαβινίσια, θηριώδη και βάρβαρα· αρχηγός αυτοίς ανήρ τις ομότροπος, Περβούντος τούτω το όνομα.» (Ό. π., σ. 361).

Ακολουθεί παράφραση του κειμένου –του 18ου αιώνα–, που δημοσίευσε ο Σπυρίδων Λάμπρος, «Νέος Ελληνομνήμων» Τόμος ΙΕ΄/1921, σ. 189-216:

  • «Μετά δε ολίγον εκίνησαν έθνη πολλά κατά της Θεσσαλονίκης, τουτέστι Ρυγχίνοι, Στρυμόνιοι και Σαγουδάτιοι, έθνη του Παραδούναβι, Τάταροι και Σθλαβίνοι, θηριώδεις και βάρβαροι. Είχαν δε και αρχηγόν έναν ομότροπόν τους. Περβούνον το όνομα. Ετούτος ο Περβούνος είχεν αγάπην με τον Κωνσταντινουπόλεως βασιλέα Λέοντα τον μέγαν [Λέων Ε΄ ο Αρμένιος, βασ. 813-820], αλλά κρυφίως εμελέτα κακά κατά των Ρωμαίων, και εζήτει καιρόν να σηκώση πόλεμον. Λοιπόν έμαθεν ο βασιλεύς την επιβουλήν του, και έστειλε και τον επίασαν και τον εβάλαν εις την φυλακήν, και είπεν όλην την βουλήν οπού είχεν, ότι έκαμεν όρκον να μην παύση ποτέ να κουρσεύη τους Ρωμαίους και όσους ανθρώπους πιάση να τους θανατώνη ανηλεώς χωρίς καμμίαν λύπην. Και έτζι τον εφόνευσεν ο βασιλεύς. Tούτο ως το έμαθαν τα βάρβαρα εκείνα έθνη, έκαμαν βουλήν πονηράν και ώρμησαν κατά των Ρωμαίων και ήλθον κουρσεύοντες τους τόπους, και την Θεσσαλονίκην. Και ως έφθασαν, εμοιράσθησαν εις δύο μέρη· και οι μεν Στρυμόνιοι επίασαν το βορεινόν μέρος του κάστρου και του Βαρδαρίου, οι δε Ρυγχίνοι πάλιν και Σαγουδάτιοι το δυτικόν μέρος και την θάλασσαν. Και ήτον πανταχού το κακόν, και κατά τον ειπόντα κακόν επάνω εις κακόν εγίνετο, διότι δύο σωστούς χρόνους εστέκονταν έξω του κάστρου οι βάρβαροι και επο-λεμούσαν.» (Ό.π., σ. 199-200).

  • «Τότε [το 1204, μετά την άλωση της Πόλης από τους Λατίνους] και αι μικραί αυθεντίαι, ήγουν τα εκείθεν του Ντούναβι ποταμού έθνη, ώρμησαν κατά των Ρωμαίων και εκούρσευον χώρας και τόπους. Τότε και ο αυθέντης των Βουλγάρων Ιωάννης, ο και Ιωαννίτζης ονομαζό-μενος, εστράτευσε και αυτός κατά των Ρωμαίων, και ερημάζοντας και χαλώντας τας χώρας και κάστρη όλα της Μακεδονίας, έφθασε και εις την μεγαλόπολιν Θεσσαλονίκην με ορμήν ακράτητον και φουσσάτον αμέτρητον ως την άμμον της θαλάσσης, το οποίον είχε συναγερμένον εις διάφορα έθνη οπού ευρίσκονται πέρα από τον Δούναβιν, και ήσαν όλοι σιδερωμένοι και αρματωμένοι με κάθε λογής όργανον πολεμικόν. Υπήγαινε δε εμπρός απ’ αυτόν ο αρχιστράτηγός του, ονόματι Μαναστράς. Ελθών δε αυτός ο Μαναστράς, εκόνευσεν εις τον ποταμόν Γαλλικόν να αναπαύση το στράτευμά του, διότι είναι ο τόπος εκείνος εύμορφος και έχει λιβάδια διά τα άλογα. Ο δε Ιωαννίτζης εκόνευσεν εις του Λαγκαδά, ο οποίος τόπος είναι σιμά εις την Θεσσαλονίκην.» (Ό.π., σ. 211-212).

Ο Ιωάννης Σταυράκιος, διάκονος Θεσσαλονίκης, στα τέλη του 12ου με αρχές του 13ου αιώνα, έγραψε το «Λόγος εις τα Θαύματα του Αγίου Δημητρίου», και αυτό το Χειρόγραφο 677, φυλάσσεται στη μονή Ιβήρων [Athus 4797], όπου και η νεοελληνική παράφρασή του [Athus 2177]. Πρωτοδημοσιεύτηκαν, η μεν παράφραση στο «Νέος Ελληνομνήμων» το 1921, το δε χειρόγραφο στα «Μακεδονικά» το 1940.

Για τις απόπειρες των «Αβαροσλάβων» [όρος που θαρρώ ότι δεν είναι καθόλου ακριβής] να καταλάβουν τη Θεσσαλονίκη βλ. Θεόδωρος Κορρές, «Παρατηρήσεις σχετικές με τις δύο πρώτες απόπειρες των Αβαροσλάβων να καταλάβουν τη Θεσσαλονίκη (596 & 614)», στο Μακεδονία. Ιστορία και Πολιτισμός. Παιδαγωγική Σχολή Φλώρινας. Διημερίδα (20 και 21 Οκτωβρίου 1995), Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη «Βασιλική Πιτόσκα», Φλώρινα 1997, σ. 11-29. Χαράλαμπος Μπακιρτζής (εισαγωγή, σχόλια, επιμέλεια), Αγίου Δημητρίου Θαύματα. Οι συλλογές Αρχιεπισκόπου Ιωάννου και Ανωνύμου. Ο βίος, τα θαύματα και η Θεσσαλονίκη του Αγίου Δημητρίου, Άγρας, Θεσσαλονίκη 1997. Παναγιώτης Χρήστου (κείμενο, μετάφραση, εισαγωγή, σχόλια), Η γραμματεία των Δημητρείων. Α΄. Διηγήσεις περί των θαυμάτων του Αγίου Δημητρίου, Κέντρο Αγιολογικών Μελετών Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1993, όπου: «Τα θαύματα του Αγίου Δημητρίου» είναι η μόνη βυζαντινή πηγή που διασώζει πληροφορίες για έλευση ή εγκατάσταση σλαβικών φύλων στον μακεδονικό χώρο.» (;!)

Για τις «σλαβικές εγκαταστάσεις» στη Μακεδονία, ή γενικά στη μεσαιωνική Ελλάδα, βλ. Νεκτάριος Δαπέργολας, Σλαβικές εγκαταστάσεις στη Μακεδονία. Από τον 7ο έως τον 9ο αι., Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2009. Γιάννα Κατσόβσκα-Μαλιγκούδη, Οι Σλάβοι των Βαλκανίων. Εισαγωγή στην Ιστορία και τον Πολιτισμό τους, Αθήνα: Gutenberg, 2007, σ. 291-311. Φαίδων Μαλιγκούδης, Ελληνισμός και σλαβικός κόσμος, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2006. Βασιλική Παπούλια, «Το Πρόβλημα της ειρηνικής διεισδύσεως των Σλάβων στην Ελλάδα», Από τον αρχαίο στον νεότερο πολυμερισμό, τόμος α΄, αρχαία φύλα – βυζαντινή οικουμένη, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2002, σ. 264-282. Μαρία Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, Σλαβικές εγκαταστάσεις στη μεσαιωνική Ελλάδα. Γενική επισκόπηση, Ίδρυμα Γουλανδρή – Χορν, Αθήνα 1993. Φαίδων Μαλιγκούδης, Σλάβοι στη Μεσαιωνική Ελλάδα, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1991. Διονυσίου Ζακυθηνού, Οι Σλάβοι εν Ελλάδι. Συμβολαί εις την Ιστορίαν του Μεσαιωνικού Ελληνι-σμού, Αετός, Αθήνα 1945.

Για τους πολέμους Βουλγάρων και Ρωμαίων, στα βυζαντινά χρόνια, και δη κατά τη Μέση Βυζαντινή Περίοδο (565-1081), βλ. ενδεικτικά: A. A. Vasiliev, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας 324-1453, Πελεκάνος, Αθήνα 2006, σ. 392-398. Georg Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τ. Β΄, Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, Αθήνα 2002, σ. 137-197. Αικατερίνης Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ιστορία. Β΄2 867-1081, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 84-175. Ιωάννου Καραγιαννόπουλου, Ιστορία Βυζαντι-νού Κράτους, τ. β΄, Ιστορία Μέσης Βυζαντινής Περιόδου (565-1081), Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1993, σ. 315-480. Διον. Α. Ζακυθηνού, Βυζαντινή Ιστορία 324-1071, Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα 1989, σ. 364-462.

     Οι «Ρυγχίνοι, Στρυμόνιοί τε και Σαγουδάτιοι, έθνη όμορα σκυθικά τε και σκλαβινίσια», από όλους τους ανωτέρω συγγραφείς εκλαμβάνονται σαν… Σλάβοι (!), με καταφανή αγνόηση των μαρτυριών του Σιμοκάττη και του πατριάρχη Φώτιου, μα και άλλων –όπως έχουμε ιδεί σε άλλα κεφάλαια και θα ιδούμε και στη συνέχεια–, οι οποίοι τονίζουν ότι πρόκειται για «έθνη» λατινόλωσσα, καθότι ήταν Γέτες, ότι ήταν «Βλάχοι». Παρ’ όλα αυτά εμμένουν –οι… ειδήμονες– να τους θεωρούν… Σλάβους! – Βλ. P.G., τόμος 116, S. Demetri Martyris ActaMiracolorum Liber IIAuctore Anonymo, στ. 1325-1376, για σκλαβινούς, βλαχορρηχίνους, σαγουδάτειους κ.ά. – Βλ. ακόμα: Θύρα της Μετανοίας, ήτοι Βίβλος Κατανυκτική και Ψυχωφελεστάτη, Περιέχουσα τα τέσσαρα Έσχατα του Ανθρώπου, Θάνατον, Κρίσιν, Άδην, και Παράδεισον· Δι’ ων γίνεται η θαυμαστή Μεταμόρφωσις του Παλαιού Ανθρώπου, και του Νέου η Γέννησις. Συντεθείσα μεν πριν παρά τινος σοφού Ανδρός, καλλωπισθείσα δε νυν, και διορθωθείσα μετ’ επιμελείας ως και συνδρομής της Σκήτεως του Αγίου Δημητρίου, της εν τω Αγίω Όρει τω Άθω, εις το Βατοπαίδιον κει-μένης. Ή τινι Βίβλω προσετέθησαν και Θαύματα τινά Ανέκδοτα, και Οκτώηχοι Κανόνες του αυτού Αγίου Δημητρίου. Άπαντα δε ταύτα πρώτον νεοά τύποις εξεδόθησαν, διά δαπάνης του Τιμιωτάτου και Φιλοχρίστου εν Πραγματευταίς Κυρίου Δημητρίου Πελοποννησίου Καριτζιώτου, Εις κοινήν των Ορθοδόξων ωφέλειαν. ,αψηε΄. Ενετίησι, 1795. Παρά Νικολάω Γλυκεί των εξ Ιωαννίνων. Con Licenza De Superiori, E Privilegio. Σελίδες 267-284: ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΑΡΤΟΦΥΛΑΚΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΙΚΙΟΥ ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΜΥΡΟΡΡΟΑ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ.

Ο Ιωάννης Σταυρίκιος της έκδοσης του 1795,  έγινε Ιωάννης Σταυράκιος στην έκδοση του 1940, χωρίς να γνωρίζω το πώς και το γιατί.

«Είναι άγνωστοι ο χρόνος και ο τόπος της γέννησης του Σταυρακίου, αλλά είναι βέβαιο ότι έζησε κατά τις τελευταίες δεκαετίες του δέκατου τρίτου αιώνα, σύμφωνα με τις πληροφορίες έγγραφου της μονής Λαύρας με τη διαθήκη Θεοδώρου Κεραμέα, πρώην αρχιεπισκόπου Άχρίδας. Η διαθήκη συντάχθηκε από τον δικαιοφύλακα Λέοντα Φοβηνό στις 12 Απριλίου 1284 με την παρουσία των εκκλησιαστικών αρχόντων της μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, της Αγίας Σοφίας, των θεοφιλέστατων αρχόντων της αγιωτάτης μητροπόλεως Θεσσαλονίκης του χαρτοφύλακος κυρ Ιωάννου του Σταυρακίου, του μεγάλου σακελλαρίου κυρ Ιωάννου του Πόθου και του σακελλίου κυρ Λέοντος του Περατικού…

Ό Ιωάννης Σταυράκιος με την ιδιότητα του χαρτοφύλακος και αυτήν του ταβουλλαρίου, δίδει εντολή να αντιγραφεί το έγγραφο της Διαθήκης και τέλος υπογράφει ως μάρτυρας στη διαθήκη. Τό ενδιαφέρον έγγραφο διασαφηνίζει τον χρόνο δράσης του Σταυρακίου στη Θεσσαλονίκη, όσο και τα οφφίκια που έφερε εκείνη την εποχή. Η άσκηση καθηκόντων ταβουλλαρίου προϋποθέτει ότι είχε ακολουθήσει νομικές σπουδές, για τις όποιες όμως δεν διαθέτουμε περισσότερες πληροφορί-ες. Σημειώνουμε, πάντως, ότι σε επιστολή του προς τον Σταυράκιο, ο Γεώργιος-Γρηγόριος Β’ Κύπριος επαινεί τη νομομάθειά του: και του δικαίου προβεβλημένος, ει και τις έτερος εν Θεσσαλονίκη. […]

Ώς αξιωματούχος της μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, ο Σταυράκιος συνεργάσθηκε με λογίους της πόλης: με τον Καβάσιλα, πρόκειται για τον Ιωάννη Καβάσιλα, που αντέγραψε το Όργανον του Αριστοτέλη το 1285, και που συνεργάστηκε στην αντιγραφή του πλατωνικού κώδικα που είχε αποστείλει από την Κωνσταντινούπολη ο Γρηγόριος ο Κύπριος· ο μέγας οικονόμος της μητροπόλεως Δημήτριος Βεάσκος (1295) μελοποίησε το Στιχηρόν του Σταυρακίου για τον άγιο Δημήτριο. Στο προαναφερθέν έγγραφο της Λαύρας μνημονεύονται και άλλοι αξιωματούχοι της μητρόπολης Θεσσαλονίκης – γνωστοί λόγιοι της Θεσσαλονίκης: ό σακελλάριος Λέων Περατικός, ο ρεφερενδάριος Γεώργιος Φάσος, ο δικαιοφύλαξ Γεώργιος Φοβηνός και ο γραφέας Λέων Φοβηνός, που συνδέονταν μεταξύ τους με κοινά έδιαφέροντα και δεσμούς φιλίας. Στον ίδιο κύκλο ανήκαν επίσης ό Γρηγόριος ο Κύπριος και ο Ιωάννης Πεδιάσιμος Πόθος, όπως προκύπτει από την αλληλογραφία τους. Είναι, επομένως, εύλογο να υποθέσουμε ότι ο Ιωάννης Σταυράκιος, που είχε συνδεθεί με τον Κύπριο κατά τη διάρκεια των σπουδών του στην ΚΠολη, μετείχε και ο ίδιος στον κύκλο των λογίων της Θεσσαλονίκης, ορισμένοι τουλάχιστον από τους οποίους είχαν επίσης σπουδάσει στη Βασιλεύουσα και είχαν ακολουθήσει αντίστοιχη σταδιοδρομία. […]

Συνοψίζοντας τα όσα λέχθηκαν φαίνεται ότι ο λόγιος καί ανώτερος εκκλησιαστικός αξιωματούχος της μητρόπολης Θεσσαλονίκης Ιωάννης Σταυράκιος είχε μαθητεύσει στο κλίμα της σχολής του Γεωργίου Ακροπολίτη, ίσως και στο αντίστοιχο του Μανουήλ Μάξιμου Ολόβωλου. Από τήν εποχή των σπουδών του συνδέθηκε με δεσμούς φιλίας με τον Γεώργιο-Γρηγόριο Β’ τον Κύπριο· οι επιστολές του τελευταίου αποτελούν πηγή πληροφοριών για τον χαρτοφύλακα της Θεσσαλονίκης, όπως επί-σης αποτυπώνουν το δυσάρεστο κλίμα στην πρωτεύουσα την εποχή της διαμάχης μεταξύ των ενωτικών και των ανθενωτικών. Τό κλίμα αυτό ο Ιωάννης Σταυράκιος το γνώρισε και το έζησε από κοντά, γιατί ο Κύπριος το μνημονεύει στις επιστολές του.

Η λογοκρισία και ο αυστηρός έλεγχος των γραπτών κειμένων στην Κωνσταντινούπολη αναμφίβολα οδήγησαν πολλούς στη φυγή. Γύρω στο 1280, την εποχή που ο ιστορικός «προτιμά να την περιγράψει με δάκρυα και όχι με μελάνι», ίσως και λίγο νωρίτερα, ο Σταυράκιος καταφεύγει στη Θεσσαλονίκη, η μητρόπολη της οποίας λειτούργησε ως πόλος συσπείρωσης λογίων. Η γενικότερη στάση του Σταυρακίου, οι συνεχείς αναφορές στην ενιαία Τριαδική θεότητα και στη μοναδική θέση της Ορθοδοξίας, όπως και το έργο του για την οσία Θεοδοσία υπο-δηλώνουν ότι συμπαρατάχθηκε με τους ανθενωτικούς λογίους της εποχής.» (Ελεωνόρα Κουντουρά-Γαλάκη, Ιωάννης Σταυράκιος: Ένας λόγιος στη Θεσσαλονίκη της πρώιμης Παλαιολόγειας εποχής, «Βυζαντι-νά Σύμμεικτα», τόμος 5, 1983, σ. 379-394).

     Πηγή: ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ (1256-1317) – J.-P. Migne, PG, 145 (1904), στ. 557-1332, Νικηφόρου Καλλίστου του Ξανθοπούλου Εκκλησιαστικής Ιστορίας Βιβλία ΙΗ΄.

  • «και η αναστήλωσις των αγίων εικόνων εγένετο [842]· […] και ως το των Βουλγάρων έθνος τον Χριστιανισμόν προσεδέξατο·» (Ό.π., στ. 617).

  • «διά τον Φώτιον· και όπως το έθνος των Ρως τον Χριστιανισμόν παρεδέξατο·» (Ό.π., στ. 620).

  • «Παρήσαν γαρ εξ απάσης γης σχεδόν διά το της ημέρας επίσημον Πάρθοι, Μήδοι και Ελαμίται, Σύροι τε άμα και Άραβες, Ρωμαίοι και Ιουδαίοι, Φρύγες και Καππαδόκαι· και τοσούτον κατάπληκτοι ήσαν τω θαύματι.» (Ό.π., στ. 753).

  • «Ανδρέα δε τα περί τον Εύξεινον και την Σκυθίαν πάσαν, Βυζάντιόν τε, Μακεδονία τε, και η περί την Ελλάδα ήπειρος ο κλήρος ην.» (Ό.π., στ. 892).

  • «εν οις και προς Λαρισσαίους, και προς Θεσσαλονικείς και προς πάντας Έλληνας.» (Ό.π., στ. 1000).

     Πηγή: ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ (1256-1317) –  J.-P. Migne, PG, 146 (1865), στ. 9-1274.

  • «Ήδη δε και Πέρσης επίσκοπος τη συνόδω παρήν. Ούτε Σκύθης απελιμπάνετο της χορείας. Πόντος τε και Ασία, Φρυγία τε και Παμφυλία τους παρ’ αυταίς είχον εκκρίτους. Αλλά και Θράκες και Μακεδόνες, Αχαιοί τε και Ηπειρώται· τούτων τε οι έτι προσωτάτω οικούντες απήντων·» (Ό.π., στ. 60).

  • «Αι μεν ουν Ιούλιαι Άλπεις τας Γαλλίας των Ιταλών διορίζουσιν· αι δε Άλπεις αι καλούνται Σουσάκεις μεταξύ Δακίας και Θράκης εισί.» (Ό.π., στ. 353).

  • «Γότθοι γαρ οι τα μεν πρώτα πέραν Ίστρου τας οικήσεις είχον, των εκείσε βαρβάρων το κράτος αυχούντες, παρά δε των Ούννων εκείθεν εξελαθέντες, περί τα Ρωμαίων όρια διεπεραιώθησαν. Είεν δ’ αν Ούννοι ούτοι, ους οι παλαιοί Νεβρούς κατωνόμαζον, παρά τα Ριπαία όρη κατωκημένοι· […] άγνωστον γαρ ην Θραξί μάλιστα τούτο το έθνος, οι τα παρίστρια νέμονται, και Γότθοις αυτοίς.» (Ό.π., στ. 736).

  • «[Γότθοι] διαβήναι μεν τον Ίστρον, και ες τα Ρωμαίων όρια περαιούσθαι·» (Ό.π., στ. 737).

  • «και ως οι αμφί τον Ίστρον βάρβαροι την Ιλλυρίδα και την Θράκην δηούντες ουκ έληγον, ναι μην και Αλαμανοί Γαλάταις εν τη προς εσπέραν αρχομένη…» (Ό.π., στ. 749).

  • «Ήκμαζε δ’ εν Τόμει και τη λοιπή Σκυθία κατά τον χρόνον τούτον και Θεότιμος εκείνος, Σκύθης μεν και βάρβαρος άνθρωπος, φιλοσοφία δε τη αρίστη τραφείς, της δ’ εν Σκυθία πάση, εκκλησίας την επιτροπήν έχων· ον Ούννοι οι παρά τον Ίστρον πάλαι πότ’ οικούντες, της αρετής αγάμενοι, θεόν Ρωμαίον είναι ωνόμαζον·» (Ό.π., στ. 908).

  • «Γαϊνάς [;-~400 μ.Χ.] ούτος βάρβαρος μεν το γένος ην, εκ των παρά τον Ίστρον Σκυθών ορμώμενος· οι παγέντα τον ποταμόν διαπεραιωσάμενοι, αθρόως εις την Ρώμην εισήλασαν· κατά πάσαν τε αναχθέντες την Θράκην, την Ευρώπην κατεληΐσαντο. Αυτόμολος δ’ ουν προσχωρήσας Ρωμαίοις, κατά βραχύ προϊών, εξ ατελούς στρατιώτου στρατηλάτης Ρωμαίων ουκ εις μακράν αναδείκνυται, και της τε ιππικής και πεζικής καθηγείται δυνάμεως. […] Ταύτ’ εν νω θέμενος, τους ομοφύλους Γότθους εκ των οικείων νομών μετεστέλλετο…» (Ό.π., στ. 944).

  • «Αλλά και ο της εν Ελλάδι Νικοπόλεως επίσκοπος Δανιήλ ες την της Γαλατίας Άγκυραν προβιβάζεται. Αλλά και ο Συμεώνης ο νέων Πατρών την μετάθεσιν έσχεν εις Λαοδίκειαν. Ο Λαρίσσης τε Ιωάννης εις Σύναδα μετηνέχθη·» (Ό.π., στ. 1196).

  • «Τηνικαύτα δε πολλά τε και μέγιστα Γοτθικά έθνη κατά το πέραν του Ίστρου ανά τα υπερβόρεα μέρη πανταχού διασκέδαστο· ων τα μάλιστα παρ’ εκείνοις λόγου πολλού άξια τέσσαρα εισί. Ταύταις ωνομασμένα ταις κλήσεσι· Γότθοι, Ουεσίγοτθοι, Γήπεδες και Ουάνδηλοι· ονόμασι μόνοις και άλλω ουδενί παραλλάσσοντα. Άπαντες γαρ μια διαλέκτω και διαίτη κεχριμένοι […] Οι δη πάντες Ονωρίου και Αρκαδίου των Ρωμαϊκών σκήπτρων επειλημμένων, τον Δάνουβιν είτουν Ίστρον διαπεραιωσάμενοι, τοις καθ’ ημάς των Ρωμαίων διεσώθησαν όροις. Αμέλει τοι και Γήπεδες μεν, εξ ων δύο διηρέθησαν γένη, Λαγγόβαρδοί τε και Άραβες, τα περί Σιγγιδόνα τε και Σέρμιον χωρία κατώκησαν. Οι δε Ουεσίγοτθοι, Ρώμην και Ιταλίαν πορθήσαντες, εις Γαλλίας εκείθεν εχώρησαν, και των εκεί πάντων εκράτησαν […]. Γότθοι δ’ επί τούτοις πρότερον μεν Παννονίαν και τα πέριξ πάντα κατεσχηκότες, Θεοδοσίου του νέου επιτροπαίς εννεακαιδέκατον έτος τη αρχή έχοντος, τας περί Θράκην ώκησαν χώρας· […] Οι δε Ουάνδηλοι Αλανούς τε και Γερμανούς, οι νυν Φράγγοι καλούνται, προσεταιρισάμενοι, τον ποταμόν Ρήνον διαπεράσαντες, ηγείτο δε αυτών τηνικαύτα Γογγίδισκλος, εν Ισπανία τας οικήσεις εποίουν.» (Ό.π., στ. 1265-1266).

Πηγή: ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ (1256-1317) –  J.-P. Migne, PG, 147 (1865), στ. 9-448.

  • «Θράκην δε άπειρόν τι πλήθος Ούνων οι πριν Μασσαγέται ούνομα είχον, τον Ίστρον διαβάντες, κατέτρεχον αδεώς, κατά πολλήν του κωλύοντος ερημίαν.» (Ό.π., στ. 117).

  • «ως Γότθων των εκ της Μαιώτιδος περιοίκων, εκδρομαί πλείσται ανά την Θράκην εγένοντο, Ιουστινιανού διέποντος την αρχήν·» (Ό.π., στ. 256).

  • «Γέρας δ’ εξαίσιον και Αχριδώ τη πατρίδι νέμων ο Ιουστινιανός, εις αρχιεπισκοπήν ταύτην ετίμα, και αυτοκέφαλον εκκλησίαν καθίστα, πρώτην Ιουστινιανήν ονομάσας· ώσπερ δευτέραν Ιουστινιανήν και αρχιεπισκοπήν και την της νήσου Κύπρου εκκλησίαν αύθις εποίει, τα ίσα γέρα τω Αχριδώ. […] Η δε Αχριδώ πόλις εστίν επί λόφου υψηλού επηρμένη, έγγιστα λίμνης μεγίστης Λυχνηδού καλουμένης. Δασσαρίτη δ’ αρχαίον ην αυτή όνομα· εξ ης και πλήθος ότι πλείστον ιχθύων αγρεύεται. […] έπειτα [ο ποταμός Δρίνος] και προς δύσιν νεύων, εισβάλλει κατά τον Ορίνον περί φρούριον, Ειλισσόν όνομα έχον, ο πάσης Βουλγαρίας το ανέκαθεν μητρόπολις ην· εν ω και τα Βουλγάρων έκπαλαι βασίλεια ίδρυτο. Αλλά ταύτα μεν ούτως.» (Ό.π., στ. 292).

  • «αμαξόβιοι δε Σκύθες οι Άβαρες» (Ό.π., στ. 305).

  • «και δη στρατόν αθροίσας ηρωικόν εκ τε των περί τας Άλπεις εθνών και των αμφί τον Ρήνον κατωκημένων, έτι δε Μασσαγέτας Παίονάς τε και Μυσούς σύναμα Ιλλυριοίς και Ισαύροις, και εκ του Σκυθών γένους αριστίνδην επιλεξάμενος, ως εκατόν χιλιάδας και πεντήκοντα ίλας ιππέων αρίστων εκλέξασθαι…» (Ό.π., στ. 329).

  • «Εν τούτοις των Εώων όντων, οι Άβαρες δις επί το καλούμενον Μακρόν τείχος την έλασιν ποιησάμενοι, Σιγγηδόνα τε και Αγχίαλον, Ελλάδα τε πάσαν, και πόλεις άλλας και φρούρια πολιορκούντες ηνδραποδίσαντο, τα μεν πυρί δαπανώντες…» (Ό.π., στ. 356).

  • «κακείθεν στρατηγόν χειροτονήσας τον Πρίσκον [~; – 613] της Ευρώπης, ες βασίλειον ανέστρεφεν άστυ. Το δ’ Αβάρων και Σκλαβηνών έθνος τον Ίστρον διαπεραιωσάμενοι, υπό Χαγάνω τω Ούνω στρατηγούμενοι, καταδραμόντες την Θράκην, και σύμπαν το εν ποσί λείαν πεποιημένοι, άχρι δη και εις Ηράκλειαν ήκον.» (Ό.π., στ. 381).

  • «Ου πολλώ δε ύστερον Πρίσκος και Κομεντίολος των Ευρωπαίων κλιμάτων οι στρατηγοί […] κτείνουσι μεν υπέρ τριάκοντα χιλιάδας Αβάρων και Γηπέδων και Σκλαβηνών.» (Ό.π., στ. 400).

Ο Νικηφόρος Κάλλιστος (1256-1317) στην Εκκλησιαστική Ιστορία (εκ 18 βιβλίων) δίνει και πληροφορίες εθνολογικού και γεωγραφικού ενδιαφέροντος της Ρωμανίας. Λόγιος κληρικός, πατέρας του ήταν ο Ξανθόπουλος Κάλλιστος, και μοναχός, άκμασε επί βασιλείας του Ανδρόνικου Παλαιολόγου. Εκτός από θεολογικά έργα έγραψε Συναξάρια εις τας επισήμους του Τριωδίου εορτάς. Τα έργα του κατά των Λατίνων, περί αζύμων και περί καθαρτηρίου πυρός, ήδη από τον 16ο αιώνα αφανίστηκαν από τον Πάπα της Ρώμης. – Βλ. και Βίος καὶ πολιτεία καὶ μερικὴ θαυμάτων διήγησις τῆς ὁσίας μητρὸς Εὐφροσύνης τῆς Νέας τῆς ἐν Κωνστανταντινουπόλει, συγγραφεὶσα παρὰ Νικηφόρου Καλλίστου τοῦ Ξανθοπούλου, Vita S. Euphrosynae Acta Sanctorum, Novembris III, 1910, σ. 861-877, όπου αναφέρει: «[44] Επίσης ταύτη τη μοναχή και Ράδος τις, εκ Βλάχων την του γένους κατάγων βλάστην, ώφθη παθών· αλλά περί την οσίαν την ίασιν μάλλον δε και πολλώ μείζονα πίστιν επιδειξάμενος τω μόλις απαλλαγήναι της θεραπείας, ουκ αστοχεί.» (https://www.heiligenlexikon. de/ActaSanctorum/8.November.html). –

Η Οσία Ευφροσύνη [413-470) έζησε στα χρόνια του Θεοδοσίου του μικρού (Θεοδόσιος Β’: 401-450, βασ. 408-450), και ήταν μοναχοκόρη και πλούσια. Ο πατέρας της Παφνούτιος ήταν ο πιο πλούσιος της Αλεξάν-δρειας και μαζί με τη σύζυγο του διακρίνονταν για την πίστη στον θεό. Δώδεκα χρονών η Ευφροσύνη έμεινε ορφανή από μητέρα, και ο πατέρας της αφοσιώθηκε στην επιμέλεια της κόρης. Όταν έφθασε στο 18ο έτος της ηλικίας της, ο πατέρας θέλησε να την παντρέψει με νέο υψηλής κοινωνικής τάξης. Όμως αυτή, αφού διαμοίρασε τα υπάρχοντά της στους φτωχούς, έφυγε κρυφά από το σπίτι, και μετά από περιπέτειες, κατέληξε μεταμφιεσμένη ανδρικά σε κοινόβιο ανδρικό μοναστήρι. Εκεί πήρε το όνομα Σμάραγδος και όλοι οι μοναχοί θαύμαζαν τον πνευματικό αγώνα και τη διακονία που πρόθυμα πρόσφερε σε όλους. Έζησε στο μοναστήρι 38 χρόνια. Στο τέλος της ζωής της συναντήθηκε με τον πατέρα της, όταν αυτός έγινε μοναχός στην ίδια μονή. (Βλ. Vita S. Euphrosynae, E Codice Florentino Conventi Sopp. Camaldoli 1214. Και Vita Sanctae Euphrosynae Secundum Textum Graecum Primaevum Nunc Primum Edita, Opera et Studio Anatolii Boucherie Nuper in Facultate Literaum Monspessulana Lectoris, Exceptum ex Analectis Bollandianis, T. II. Bruxellis Typis Polleunis, Ceuterick et Lefebure, 1883). – Βλ. και Πατούρα Σοφία, «Συμβολὴ στὴν ἱστορία τῶν βορείων ἐπαρχιῶν τῆς Αὐτοκρατορίας (4ος-6ος αἰ.). Φιλολογικὲς πηγὲς», Εθνικόν Ίδρυμα Ερευνών, Κέντρον Βυζαντινών Ερευνών, Σύμμεικτα, Τόμος Έκτος, Αθήνα 1985, σ. 315-351.

Πάπας Πίος Β’

     Πηγή: ΠΑΠΑΣ ΠΙΟΣ Β΄ (1405-1464) – Rerum Italicarum Scriptores, Raccolta degli Storici Italiani dal cinquecento al millecinquecento ordinate da L.A. Muratori, Nuova Edizione Riveduta Ampliata e Corretta con la Direzione di Giosue Carducci – Vittorio Fiorini – Pietro Fedele, Tomo XXIII – Parte V (Leodrisii Cribelli de Expeditione Pii Papae II), Bologna – Nicola Zanichelli – Leodrisii Cribelli, De Expeditione Pii Papae II, Adversus Turcos, A Cura di Giulio C. Zimolo, Bologna – Nicola Zanichelli, 1900.

  • «At tertio qui insecutus est anno quam maximo potest nixu insugurit, motisque sub initium maii mensis per Macedonian castris, in cuibus super trecenta hominum millia fuisse perhibentur, Hungarian versus iter facit, in Italiam inde, si prima prospere cessissent, transiturus. Paraverat interea in Hristo classem triremium undecim, lemborum vero agiliumque remigiorum· numero ingentem viris, armis missilibusque egregie instructtam, eamque per copiarum ducem remulco contra fluminis impetum in superior deductam per ostium Bosnae fluvii, qui ab Olimpo monte decurrens Wlachos receni vocabulo, antea Getas, Romanos hactenus colonos, Macedonasque illis conterminam gentem ab oriente, Hunnos vero ab occidente discriminate, oppido Chille adegerat.» (Ό.π., σ. 66-67).

Οι πληροφορίες που δίνονται είναι πολύ σημαντικές, και δη αυτή που λέει ότι οι Βλάχοι του Ολύμπου είναι πρώην Γέτες, άποικοι των Ρωμαίων!Τέτοιοι πρέπει να ήταν μέχρι τη Βοσνία, και αντολικότερα και πιο βόρεια βέβαια, στη Μακεδονία, θα συναντούσε κανείς και τους Ούνους…

Επιβεβαιώνει κατ’ ουσίαν αυτή η πληροφορία τον Σιμοκάττη και τον πατριάρχη Φώτιο, αλλά και τον Προκόπιο και άλλους ιστορικούς που έχουν γράψει σχετικά ότι αυτοί οι οποίοι ονομάζονται Σκλαβήνοι/Σκλάβοι είναι Γέτες = Βλάχοι… (νυν Ελληνόβλαχοι).

Ο Πάπας Πίος Β΄, γεννήθηκε ως Enea Silvio Piccolomini (λατινιστί Aeneas Sylvius: 1405-1464), κι «ο χαρακτήρας του αντικατοπτρίζει σχεδόν κάθε τάση της εποχής που έζησε». Ήταν γόνος ευγενούς μα παρηκμασμένης οικογένειας. Το πιο σημαντικό έργο του είναι η ιστορία του βίου του, το Commentaries, η οποία αποτελεί την μόνη αυτοβιογραφία που γράφτηκε από βασιλεύοντα Πάπα.

     ΟΛΙΓΑ ΠΕΡΙ ΤΟΠΩΝΥΜΙΩΝ ΚΑΙ ΕΘΝΩΝΥΜΙΩΝ ΠΡΟ ΤΟΥ 1453:

Πηγή 1: Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, Constantinus Porphyrogenitus (Vol. III), 1840, σ. 280-281. Σε κάποια σημείωση μεταξύ άλλων γράφονται:

«Επίδαμνος το νυν Δυρράχιον. Τρίβαλλις η Αχρίδα. Ιλλυρικόν τα νυν Κάνινα. Έδεσσα τα νυν Μόγλαινα. Αξειός ποταμός ο νυν Βαρδάριος. Σύρμιον η νυν Ουγγρία και Στρίωμος, οι δε Ούγγροι το παλαιόν ελέγοντο Γήπαιδες. Δορύστολον η νυν Δύστρα. Οδρυσός και Ορεστιάς η νυν Αδριανούπολις. Μαιώτις λίμνη η νυν Γαλατία. Δαναοί οι Έλληνες. Φθία η Φαρσαλία. Δωδώνη η Βένδιτζα. Ήπειρος το Βοθρεντόν. Δελφοί το Χρύσος και Σόλων. Σαρδιλή η νυν Τριάδιτζα. Θέρμη και Ημαθία η Θεσσαλονίκη. Ιταλία η Λογγιβαρδία

Πηγή 2: «Νέος Ελληνομνήμων», 6, 1909, σ. 486-488. Στη σ. 487 μεταξύ άλλων γράφονται:

«Σήρμιον, η Ουγκρία και Στρίαμος· οι δε Ούγκροι το παλαιόν ελέγοντο Γήπαιδες. Δορύστολον, η Δρύστα. […] Δακεία, η Βλαχία της Ουγκρίας· οι δε Βλάχοι λέγονται Σκύθαι νομάδες. Οι Τατάροι λέγονται Κομάνοι και Ταυροσκύθαι.» – Βλ. και «Ελληνισμός», Αύγουστος 1909, σ. 481-484.

Στην Εθνική Βιβλιοθήκη (Αθήνα), υπάρχει το χφ. 39 (ff. 279v-281r), με «βυζαντινό κείμενο», που δημοσίευσε ο Σπυρίδων Λάμπρος, το 1909, με τοπωνύμια και εθνωνύμια και ερμηνείες τους, εκείνου του καιρού, άκρως ενδιαφέρουσες για κατανόηση των γραπτών «βυζαντινών» συγγραφέων.

Οι πληροφορίες αυτές είναι έτους 1360, όπως και αυτές των Κωδίκων του Βατικανού (J. Mercati – P. Franchi de Cavalieri, Codices Vaticani Graeci, I, Roma 1923, p. 492, f. 160v), που αναφέρουν επί λέξει τα εξής:

«η τριάς ένθεος ή ταυτουμένη· τρία ταύτα χάρισαι τω μεμυκότι· την δενούν και σαφήνειαν λό… / ρωμέκη· φράνγκυκος· ρούσικος· βουλγάρος· τζαρκάσος, αυγάζος· ευραίος· τούρκος· τάρταρος· σαρακίνικος· ύβερος· ούγκρικος· φραντζόζος· σκλαβούνος· βλαχικός· συριάνικος».

Είναι τρεις σημαντικές πληροφορίες που πρέπει να τις συγκρατήσουμε: (1) «οι δε Βλάχοι λέγονται Σκύθαι νομάδες», (2) «οι Βλάχοι είναι Γέτες» (κατά τον Πάπα Πίο Β’), (3) «οι Σκλάβοι/Σκαλβήνοι είναι Γέτες» (κατά Σιμοκάττη και πατριάρχη Φώτιο κ.ά.). Τούτες οι διαπιστώσεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι Σκλάβοι/Σκαλβήνοι των «βυζαντινών» συγγραφέων (ιστορικών και χρονογράφων κ.λπ.) ήταν Βλάχοι. Την εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνει και η μαρτυρία του ΚΕΚΑΥΜΕΝΟΥ (β’ μισό 10ου έως α’ μισό 11ου αι.) – Cecaumeni Strategicon, et Incerti Scriptoris, De Officciis Regiis Libellus, ediderunt B. Wassiliewsky & V. Jernstedt, Amsterdam 1965 – ο οποίος γράφοντας για τους Βλάχους της Θεσσαλίας και Μακεδονίας αναφέρει κάπου: «Προσέταξεν ουν αποκλεισθήναι από μεν των Βλάχων τον πρόκριτον αυτών άρχοντα Σθλαβωτάν τον Καρμαλάκην, από δε των Λαρισαίων Θεόδωρον Σκρίβονα τον Πεταστόν.» (Ό.π., σ. 71-72). Δηλ. αναφέρει το κύριο όνομα Σθλαβωτάς, ως όνομα άρχοντα Βλάχου, το οποίο αν δεν το ανέφερε, οι σημερινοί «σοφοί» θα έσπευδαν να το χαρακτηρίσουν σλάβικο…

Βλαχολίβαδο ή Λιβάδι Ολύμπου (Ελασσόνας)

Η συνέχεια, όμως, σε επόμενες ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ… ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ…, για το ίδιο θέμα: ΣΚΛΑΒΟΙ, ΣΚΛΑΒΗΝΟΙ ή ΣΚΛΑΒΙΝΟΙ – Η ΑΝΑΠΟΔΕΙΚΤΗ «ΠΡΩΙΜΗ ΚΑΘΟΔΟΣ ΣΛΑΒΩΝ» ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ…, αφού οι Σκλαβίνοι/Σκλαβηνοί ή Σκλάβοι (κι οι πολυώνυμες φυλές τους) ήταν Γ έ τ ε ς, οι οποίοι κατά τις παλαιές πηγές ήταν Έλληνες, όπως έως τώρα προλύπτει από τις κομιζόμενες πρωτογενείς πηγές!… Εν αναμονή λοιπόν…

—————–

*Γιώργης Σ. Έξαρχος /  Συγγραφέας – Ερευνητής / Βιογραφικό – Κάνετε κλικ

———————

Σημείωση Φαρέτρας: Όλα τα κείμενα / εργασίες του Γιώργη Έξαρχου μπορείτε να τα διαβάζετε κάνοντας κλικ στον σύνδεσμο ΕΔΩ

banner-article

Δημοφιλή άρθρα

  • Εβδομάδας