Πολιτισμός

Δημήτρης Λιγνάδης: «Αν δεν ρισκάρω, δεν αναπνέω» γράφει η Έφη Μαρίνου

………………………………….
…………………………

Ένα αγαπημένο παιδί της κυβέρνησης βρίσκεται στη δίνη ενός κυκλώνα αποκρουστικών αποκαλύψεων ● Αλήθεια, ποιος εξαπατήθηκε από τον Δημήτρη Λιγνάδη;

Δημήτρης Λιγνάδης. Το όνομά του έγινε συνώνυμο ελληνικού τυφώνα που εβδομάδες τώρα σαρώνει τα πάντα: υπουργεία, θεσμούς, θεατρική κοινότητα, κόμματα, Κοινοβούλιο, μέσα μαζικής ενημέρωσης, Διαδίκτυο, την ίδια την κοινωνία. Το τρομακτικό είναι πως το φαινόμενο βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη…

Οικογένεια. Γιος κριτικού θεάτρου και συγγραφέα, ευυπόληπτου στη θεατρική οικογένεια, με σπουδές σ’ όλα τα καθωσπρέπει σχολεία. Τι έζησε άραγε ο ίδιος ως παιδί, ως έφηβος; Τι ένιωσε, τι έχασε, τι κατάλαβε ή δεν κατάλαβε, γιατί θύμωσε, ποιον ανήλικο κόσμο ήθελε να διαιωνίσει ή να εκδικηθεί;

Ηθοποιός. Για πολλά χρόνια σε παραστάσεις άλλων και δικές του, πότε καλές, πότε λιγότερο καλές, με σημαντικότερη στιγμή του τον «Οιδίποδα Τύραννο» σε σκηνοθεσία Κ. Μαρκουλάκη -πόσο υπερβολική η μιντιακή προσφώνηση «θεατράνθρωπος!»-, αλλά με δικαιωμένο (εκ των υστέρων θα προτιμούσε να είχε μείνει αδικαίωτο) το μεγάλο προσωπικό στοίχημα: την ανάθεση της καλλιτεχνικής διεύθυνσης του Εθνικού Θεάτρου.

Νιάτα. Παιδιά, έφηβοι: άγνοια, αθωότητα, απορία και λαχτάρα για το άγνωστο. Τι συναρπαστικός κόσμος για να τον αφήσει ένας νοσηρά ζηλόφθων ενήλικας στην ησυχία του, στην ανησυχία του… «Χρίστο, είσαι ένα λουλούδι, άφησέ με να σε κόψω πριν μαραθείς». Γιατί όλα τελείωναν με την ενηλικίωση, μολύνονταν, απέπνεαν χρήση, δηλαδή εγγραφές ζωής, γνώση, υποψία, εμπειρία.

Δάσκαλος. «Τον έβλεπα από τη μέση και κάτω που είχε γυμνό το σημείο του σώματός του, αυτό, και αυνανιζόταν. Αυτός με είδε που ξαφνιάστηκα και γελούσε μ’ ένα μειδίαμα, συνεχίζοντας αυτό που έκανε. Μετά τελείωσε, κουμπώθηκε και σηκώθηκε να συνεχίσει το μάθημα».

Η πιο ένοχη λέξη στην περιγραφή του δασκάλου που από καθέδρας διδάσκει τέτοιους «αυτοσχεδιασμούς», είναι «μειδίαμα». Λέξη που πέρα από τη χαρά της σεξουαλικής αυτοϊκανοποίησης στη θέα της τάξης, των μαθητών, σχολιάζει την ικανοποίηση για τον φόβο, την παράλυση που ασκεί η πράξη βίας στο θύμα του. Είναι ακόμα το «μειδίαμα» λέξη που δηλώνει τη σιγουριά μιας επιβλητικής εξουσίας, μιας ακομπλεξάριστα επιθετικής πρότασης για τη ζωή. Απελευθέρωση, άνεση, τόλμη, αλαζονεία, μάθημα αντισυμβατικότητας στην πράξη: «Είδες πώς μπορώ και το κάνω;».

Έρωτας. Οι πράξεις που ανατριχιάζουν τους γονείς, αυτές που η Δικαιοσύνη ονομάζει «ειδεχθή εγκλήματα» για εκείνον ήταν έρωτας με «Ε» κεφαλαίο, ποτέ μίντιουμ, μόνο έξτρα λαρτζ. Τόσο λαρτζ που έννοιες μίζερες, μικροαστικές όπως «ηθική», «νόμος», «ανήλικες» δεν χωρούσαν. Είναι πράξεις συμβατές με την κοσμοθεωρία του, αυτήν που διατρανώνει το ρούφηγμα της ζωής ως το μεδούλι. Πράξεις που, αν στους πολλούς προκαλούν αποτροπιασμό, στο δικό του μυαλό και ψυχοδομή ήταν ζωοφόρες, νομιμοποιημένες, κατακτημένες από το «δικαίωμα» της επιθυμίας, καθαγιασμένες στο όνομα της κατάφασης στον έρωτα, μόνο σ’ αυτόν («Αυτό που μπορεί να σου στρέψει το μυαλό αλλού πυρακτώνοντάς το, είναι ο έρωτας. Κανένα άλλο συναίσθημα, καμιά ιδεολογία, μόνον ο έρως. Ετσι τρυγάς τη ζωή»)…

Πατρίδα. Θερμός πατριώτης, λάτρης του αρχαίου πολιτισμού, της γλώσσας, της Ιστορίας, των μνημείων. «Μόνο στην Ελλάδα πάθαμε αυτήν την απέχθεια με τα σύμβολα. Το σύνδρομο της χούντας οδήγησε στο άλλο άκρο, μισούμε ακόμα και το όνομα της χώρας μας. Εχουμε ανάγκη ένα σύμβολο, μια θυμέλη, μια πανάρχαια πέτρα, να θυμίζουν, να μας κάνουν να προχωράμε. Χρειαζόμαστε μια νίκη, μια ιδέα».

Εξαπατηθήκαμε; Δεν πρόκειται για περίπτωση «Δόκτωρ Τζέκιλ και Μίστερ Χάιντ». Στην πραγματικότητα ο Δημήτρης Λιγνάδης ήταν πάντα ριψοκίνδυνα ειλικρινής, δεν μας εξαπάτησε ποτέ -ίσως μόνο την υπουργό Πολιτισμού. Ολα αυτά τα πολλά χρόνια που κινούμαστε στον χώρο του θεάτρου, όλα ήταν εκεί, απλωμένα μπροστά μας, ικανά να μας κάνουν να σκεφτούμε, να συνδέσουμε, να φανταστούμε. Και βέβαια όχι ικανά για να καταγγείλουμε. Συζητώντας με τον Δημήτρη Λιγνάδη είτε για το θέατρο είτε για τη ζωή, το πρώτο που αναγνώριζες στον λόγο, στο βλέμμα, στην κίνησή του, ήταν η αδηφάγος δίψα για απόλαυση εκτός ορίων, το πάθος για παραβίαση, η πρόκληση του φόβου, του κινδύνου, η μετωπική με τα άκρα («Τα αληθινά άκρα τα φτάνεις όταν δεν το καταλαβαίνεις. Η συνείδηση είναι γνώρισμα του ενήλικα. Το βασικό σε κάποιον που είναι πρωτοπόρος είναι να μην το ξέρει»).

Στον δημόσιο βίο του ώς τώρα επέτρεπε να γίνονται ορατά στους άλλους τα παιχνίδια του, οι μικροί του θησαυροί… Η δεξιοτεχνία (όχι της υποκριτικής τέχνης ασφαλώς) να κρύψει, να παραπλανήσει, να αποπροσανατολίσει, λειτουργούσε παράλληλα με την ηδονιστική επιθυμία να υπονοήσει, να κλείσει το μάτι, μέχρι ακόμα και να αποκαλύψει μ’ έναν τρόπο, να αφήσει να φανερωθούν πάθη άφατα.

Νομίζω πως και τώρα, αυτές τις τραγικές στιγμές, εδώ στην άκρη της αβύσσου, όσο κι αν μέσω του δικηγόρου του μιλάει για πολιτική σκευωρία και «επαγγελματίες ομοφυλόφιλους», ίσως ένα κομμάτι του απολαμβάνει το τραγικό κόστος αυτού του ύψιστου ρίσκου που διέτρεξε όλη την ενήλικη ζωή του. «Αν δεν ρισκάρω, δεν αναπνέω» μου είχε πει κάποτε. «Θα μου πεις: Θέλεις να γκρεμιστείς; Σίγουρα όχι. Αλλά αν χρειαστεί να λιώσουν τα φτερά μου, ας λιώσουν».

Γιατί τον επιλέξαμε

Είναι αδιαμφισβήτητα η (αρνητική) φιγούρα των ημερών, καθώς κατηγορείται για βιασμούς ανηλίκων. Για τις κατηγορίες αυτές προφυλακίστηκε.

 efsyn

banner-article

Ροη ειδήσεων