Κοινωνία Χιουμοριστικά

«Κο, από πού παένουν στου σιρβάιβουρ;» γράφει… η γκουστιρίτσα

………………………………

«Κο, από πού παένουν στου σιρβάιβουρ;»

Άχου, πιδιάμ τι έπαθα!
Μόλις του γκουγκλ ανίγου
προυβάλι του σιρβάιβουρ
κι νααα, του στόμ’ ανίγου!

Μι τν καραντίνα πρίσκα
κι έβαλα κιλά
σίσφιξ’ μι χριάζιτι
αμόλισα κι κλια.

Βάνου του παντιλόνι μ’
δε μι χουρά κι αυτό
ξιχίλουσιν ι κώλους μ’
κι έμινα παγουτό.

Βάνου του κασκουρσιέ μου
κι δε μι μπένι μι τίπουτα
ρουφώ κι του στομάχι μ’
γλιέπου πως τν έχου δίσκουλα.

Αρχινάου τς ιπικίψις
μι του ένα, μι του δίου, μι του τρία
μιά κουλουτούμπα έφαγα
χάθκιν ι ιβλιγισία.

Ντρασκάλουσα κι ζν πόρτα
μουνόζυγου να φκιάσου
κι απ’ του πουλί σκαρφάλουμα
τα κόκαλα μ’ θα σπάσου.

Λιέου δα τρέξου στου μπαλκόν’
θα φκιάσου κι τρουχάδιν
μι κόπκι ι ανοπνουί
μάνα μ’, λαχάνιασ’ αρδιν.

Παένου κι στουν καναπέ
τν κλια μ’ για να γυμνάσου
μι φάνκι πως ζουρίσκα
μι ιρχούντανι να σκάσου.

Τα χέρια λιέου φέρι
ις έκτασιν μακράν
του πόσου αντραλίσκα
κνιούνταν του νταβάν.

Ιπιδόθκα ις τις φούρλις
για να προυπουνιθώ
κι έπισα, τσακίσκα
αδίνατ’ να σκουθώ.

Μα δεν του βάζου κάτου
σιά παν ιφθίς σκώθκα
σαν ίδα τα ψουμάκια μ’
πω, πω, πως φαρμακόθκα.

Κι μια σια παν’ κι μια σια κατ’
ω λιε, λιε, λιε, λιε μάνα,
ίμι δισκίνιτι πουλί
τουτέστι μια φακλάνα.

Κι λιέου αφ’ ιαφτού μου
δα πάρου ισπνοές
μα έκαμα διάλιμα
μι πίνουνταν καφές.

Κι μιας που ξικουράσκα
ις του ιπανιδίν
λιέου θα σταματίσου.
Τι κούρασ’ κι αυτίν!

Κι μόλις πίρα ανάσα
αρχνώ να φκιάνου γιόνγκα
του Βούδα γίρσα κίταξα
τουν ίθιλα παρόντα.

Κι ααμ, κι ααμ, κι ααμ, κι ααμ
τό ‘ρξα στ’ φιλουσουφία!
Βούδα μ’, γιατί επάχινα;
Απάντισ’ καμία.

Μα ίμι ιβριματικιά
κι βρίκα άλλουν τρόπου
θα τουν αλλάξου σκιέφτουμι
τς διατρουφίς τουν τρόπου.

Πλακώθκα στα μαρούλια
στα ζαρζαβατικά
ξιπλίθκιν κι του έντερου
κι πρόουδου καμιά.

Μιτά πλακώθκα στου φαΐ
κι έφαγα τουν άμπαχου
ό,τι ίχα μέσα στου ντουλάπ’
τώρα ιγίνγκι άφαντου.

Ξανάρχισα τν  προυπόνισ’
έφκιασα γιμναστικές
στραμπούλξα κι του γκλιέτσιου
κι ίμι να μι κλιές.

Μα, τώρα δα μι ίρθιν
ιδέα τρουμιρί
πάου στουν Άι Δουμίνικου
χουρίς αναβουλί.

Φτου, φτου, φτου μιν μι ματιάσου!
Μα πως του σκιέφκα έτσ’
Θα φίγου ουσάν τόφαλους
και θα γιρίσου Κομανιέτσ’.*

Κο, έχου τιλιουμανία
κι ίμι ιπιρριπίς
θα πάνου στου σιρβάιβουρ
θα γίνω ιφθιτινίς.

Τώρα πού ‘καμα σίσφιξ’
κι έχου γίνει φιτ
θα γίνου κι διάσιμ’
θ’ ανίκου στιν ιλίτ.

Δα βάλου του μαγιουδάκι μ’
κι θα ξιβρακουθώ
θα τρώου μον’ καρίδις
θα γίνου μπιμπιλό.

Δα ίμι μέσα σν ίντριγκα
κι στου κατιναριό
θα τς βάλου διαβάλματα
θα «θάψου» κανα διο.

Άγιου Δομίνγκου, κίντσα
έρχουμι, καταφθάνου
τίπουτις δε μι σταματάι!
Αλίμουνου στου Ντάνου!

 

Μι αγάπ’ κι ικτίμισ’
δια τους ιφθιτινίς κι μι.
Σκουθίτι απ’ τς καναπέδις
φτιάστι γιμναστικί!

 ι γκουστιρίτσα

………………………..

 

( Νάντια Κομανέτσι* : Ρουμάνα αθλήτρια της ενόργανης γυμναστικής. Ήταν η πρώτη αθλήτρια που βραβεύτηκε με το τέλειο 10. Θεωρείται μια από τις κορυφαίες αθλήτριες σε όλα τα αθλήματα.)

banner-article

Ροη ειδήσεων