Απόψεις Ιστορία

“Το ζήτημα της  Επετείου των 200 χρόνων” γράφει ο Δημήτρης Μάρτος       

              
Δημήτρης Μάρτος       

Το 2021 σηματοδοτείται από δύο συλλογικές υποχρεώσεις: α) την αντιμετώπιση της πανδημίας,  β) τον εορτασμό των 200 χρόνων από την επανάσταση του 1821. Μιλώντας, ιδιαίτερα, για την επέτειο των 200 χρόνων, μπορούμε να πούμε ότι αυτή καθορίζεται και από την έξαρση της μόνιμης εθνικής απειλής: την επεκτατικότητα της Τουρκίας, που για την αντιμετώπισή της χρειάζεται όχι μόνο  στρατιωτική αλλά και  παλλαϊκή ετοιμότητα.

Η επανάσταση του 1821 γίνεται το δημιουργικό ιστορικό υπόστρωμα τροχισμού των εθνικών μας αντανακλαστικών. Και υπ’ αυτήν την έννοια το ζήτημα δεν εξαντλείται στις ενέργειες μιας κρατικοϊδιωτικής επετειακής επιχείρησης, που ακούει στο όνομα ‘’Επιτροπή Ελλάδα 2021». Η Επιτροπή αυτή, με ανούσιο τίτλο, αφού δεν αναφέρεται ούτε σε επέτειο, ούτε στο 1821, θα  διαχειρισθεί, στο όνομα του ελληνικού λαού, τα 200 χρόνια από την επανάσταση. Η συμμετοχή στην Επιτροπή  προσώπων που έχουν εκφραστεί, μέσα από βιβλία, άρθρα και … τηλεοπτικές σειρές, για πρόσωπα και γεγονότα της Μεγάλης Επανάστασης, με αμφιλεγόμενες πολιτικοϊδεολογικές στοχεύσεις, όπως είναι η υπέρβαση της εθνικής συνείδησης για χάρη μιας ‘’ευρωπαϊκής’’ και ο κατευνασμός της τουρκικής επεκτατικότητας, δημιουργούν βάσιμες ανησυχίες για το αν οι εκδηλώσεις για το 1821  θα συναρτηθούν με το εθνικό μας ζήτημα, που είναι η κατανόηση και η αντιμετώπιση του «τουρκικού προβλήματος». Υπ’ αυτήν την έννοια κινδυνεύει να μαγαριστεί το βασικότερο ιστορικό υπόστρωμα απ’ όπου αντλεί ο ελληνικός εθνι(κι)σμός-πατριωτισμός τις εμπνεύσεις και τα παραδείγματά του.

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης

Έτσι, μπορεί να δούμε  ανάλογες αποκαθηλωτικές προσεγγίσεις, σαν αυτές της σειράς «1821», του ΣΚΑΙ (2011), για τον Κολοκοτρώνη, τον αντιπροσωπευτικότερο ήρωα της επανάστασης, επειδή δεν ικανοποιούσε ο συμβολισμός του, σε μια περίοδο  που ο ελληνικός λαός αμφισβητούσε το μονόδρομο των μνημονίων και έπρεπε να αναθερμανθεί η δυτικοφροσύνη του. Μέσα από την υπερπροβολή προσωπικών παραμέτρων της ζωής του και παρουσιαζόμενος ως «ιδιοτελής», μαγαριζόταν η ηρωική του εικόνα, ενώ αναβαθμιζόταν η εικόνα του δυτικίζοντα Μαυροκορδάτου, παρουσιαζόμενος ως «ανιδιοτελής».

Τέτοιες ανασυνθέσεις και αποκαθηλώσεις εκφράστηκαν ήδη, από μέλη της επιτροπής, για τον Καποδίστρια και τον Καραϊσκάκη και δημιουργούν βάσιμες ανησυχίες ότι η Επιτροπή της κυρίας Γιάννας Αγγελοπούλου μπορεί να λειτουργήσει σαν  πινακοθέτης,  τύπου «1821» του ΣΚΑΙ, όπου ο Μπάιρον θα κατεβάσει το πορτραίτο του Κολοκοτρώνη και θ’ ανυψώσει  του Μαυροκορδάτου.

Μπορεί ακόμη να δούμε μέλη της Επιτροπής να υποβαθμίζουν τον ελληνοβαλκανικό διαφωτισμό, είτε ως ασήμαντη υποσημείωση στο δυτικοευρωπαϊκό διαφωτισμό είτε ως «ρωγμή στη συνέχεια» του ελληνισμού και ότι ορθώς το ελληνικό κράτος, ως έκφραση του δυτικοευρωπαϊκού διαφωτισμού, απώθησε ως άχρηστα τα «κείμενα» και το «ήθος» του. Να υπονοηθεί, κατά συνέπεια και η επανάσταση του 1821, σαν ρωγμή στη συνέχεια του ελληνισμού, επειδή αυτή θεωρείται μέρος του ελληνοβαλκανικού διαφωτισμού. Το ότι, όμως, ο ντόπιος διαφωτισμός αχρηστεύτηκε δεν οφείλεται στην ασυνέχεια αλλά στη συνέχειά του στο νήμα του ελληνισμού. Οφείλεται στο αποικιοκρατικό πρόγραμμα των Βαυαρών-Δυτικών που πρόκρινε μια νέα εθνική ταυτότητα,  ομογενοποιημένη γύρω από το νόημα και τη γεωγραφία της Αθήνας και όχι γύρω από τη βυζαντινή, κωνσταντινουποληκεντρική και πλουραλιστική ταυτότητα και γεωγραφία του επαναστατικού ελληνισμού.

Ιωάννης Καποδίστριας

Ίσως και η ‘’ντροπή’’ που νιώθουν κάποιοι  διανοητές για τον ντόπιο διαφωτισμό και για τους πρωταγωνιστές της επανάστασης, να οφείλεται και στο γεγονός ότι  αυτοί οι αγωνιστές θεωρούσαν ότι η επανάστασή τους θα ολοκληρωνόταν «όταν ο ελληνικός Σταυρός υψωνόταν πάνω στην Αγιά-Σοφιά» [Τιρς, Λ. Η Ελλάδα του Καποδίστρια, Αφοί Τολίδη, σ. 212].  Υπό αυτήν την οπτική, μέλη της Επιτροπής Ελλάδα 2021 είχαν οδηγηθεί, κατά το παρελθόν, σε κακοαναγνώσεις της ιστορικής πορείας του ελληνισμού, όταν έγραφαν ότι η επιλογή της Αθήνας, ως πρωτεύουσας, αποκατέστησε τη συνέχεια του ελληνισμού, που διακόπηκε, το 338 πΧ, στη μάχη της Χαιρώνειας!

Μια δεύτερη εκτροπή των επετειακών εκδηλώσεων θα ήταν να διευκολύνουν στην ανοχή και στον κατευνασμό της ιμπεριαλιστικής πολιτικής του τουρκικού κράτους. Η ανησυχία για αυτό οφείλεται και στο ότι πληθαίνουν τα κέντρα και οι ερευνητικές ομάδες, χρηματοδοτούμενες ενίοτε από ισχυρά ιμπεριαλιστικά κέντρα, όπως το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, το γερμανικό υπουργείο εξωτερικών και διάφορα  διεθνή ιδρύματα και φόρουμ, συνήθως επιρροής κοσμο-κερδοσκόπων, όπως, πχ, το Κέντρο Δημοκρατίας και Συμφιλίωσης της Νοτιοανατολικής Ευρώπης [CDRSEE], με έδρα τη Θεσσαλονίκη, που επιχειρεί να ξαναγράψει την ελληνική και βαλκανική ιστορία, με τη συνδρομή μάλιστα ελληνικών φορέων: δήμων, υπουργείων και τραπεζών. Σε αυτές τις γραφές  όχι μόνον αποσιωπάτε ο ρόλος της βυζαντινής αυτοκρατορίας και αμφισβητείται η ελληνική διάσταση της ιστορίας της Μακεδονίας, αλλά προσχωρούν και σε νεοθωμανικές  απόψεις, όπως να παρουσιάζεται το Βυζάντιο ως υποδεέστερο της οθωμανικής αυτοκρατορίας, ότι την προανήγγειλε και την προετοίμασε.

Ας προσέξουμε γιατί ο νεοθωμανισμός έχει παγιδεύσει, μέσα από συνέδρια, ερευνητικά προγράμματα και ανακοινώσεις, Έλληνες και Ευρωπαίους επιστήμονες, σε νεοθωμανικές αναγνώσεις της ιστορίας, όπως ότι «οι κοινωνίες στα χρόνια των Οθωμανών ήταν δυναμικές», ότι οι λαοί «ζούσαν ειρηνικά», με «συνεργασία», ακόμη και με «ισονομία». Ξεχνούν ότι στα ληξιαρχικά βιβλία των καδήδων, όταν πέθαινε ένας Μουσουλμάνος, έγραφαν «απέθανε»,  ενώ όταν πέθαινε Χριστιανός έγραφαν «ψόφησε το άπιστο γουρούνι».

Γεώργιος Καραϊσκάκης

Προσπαθούν να εξωραΐσουν τα χρόνια της οθωμανικής υποδούλωσης, με σκοπό να αμβλυνθούν συναισθήματα και μνήμες που εμποδίζουν τη «προσέγγιση των δύο λαών». Έτσι, η άλωση της Τριπολιτσάς παρουσιάζεται ως γενοκτονία και όχι ως εθνικοαπελευθερωτική πράξη, ενώ και οι εξεγέρσεις των Ελλήνων παρουσιάζονται ως παρανομίες. ότι απλά γίνονταν για να μην πληρώνουν φόρους και εξισώνονται με τις παράνομες ενέργειες της τουρκικής διοίκησης.

Συσκοτίζουν τη ρατσιστική, φοβική και άκρως καταπιεστική ουσία των διακοινοτικών σχέσεων και γελοιοποιούν την ιστορική αλήθεια, βαφτίζοντας την οθωμανική αυτοκρατορία «πολυπολιτισμικό παράδεισο».  Ο Γάλλος περιηγητής  Σατωβριάνδος έγραφε , το 1806, γι’ αυτόν τον… «παράδεισο»: «Το διώξιμο ενός Έλληνα χωρικού από το καλύβι του, η αρπαγή της γυναίκας του και των παιδιών του, ο αναίτιος σκοτωμός τους ήταν ένα παιχνιδάκι και για τον πιο ασήμαντο αγά του χωριού» [Ταξίδι στην Ελλάδα, Το Βήμα, 2010, σ. 232]. Επαναφέρουν και υιοθετούν ονομασίες του κατακτητικού-οθωμανικού λεξιλογίου, όπως, πχ, ονομάζουν τη Βέροια, «Καραφέρια [Karaferye]», και… τελικά, επιδιώκουν να παρουσιάσουν το οθωμανικό υπόστρωμα ως κοινό όλων των λαών των Βαλκανίων και της Μικράς Ασίας.

Αν και μεγάλο μέρος του πολιτικού και πνευματικού κόσμου της Ευρώπης θεωρεί ότι η ισλαμοοθωμανική εξιδανίκευση του παρελθόντος που επιχειρεί η Τουρκία, για να περπατήσει στο μέλλον, είναι αδιέξοδη και εμπόδιο για τη διεθνή της νομιμότητα, επιμένει, εντούτοις, να διακρίνει  το μέλλον της σε μια αναθεωρημένη μορφή εκδυτικοποίησης, σε έναν νεοκεμαλισμό.

Mπορεί, οι κεμαλιστές σε αντίθεση με τους νεοθωμανιστές, ν’ αντιμετωπίζουν το έδαφος χωρίς ιστορική νοηματοδότηση, απλά ως κατοχή,  χρησιμοποιούν, όμως,  αρκετά στοιχεία  από την ισλαμοοθωμανική χρονικότητα για να  καλύψουν γεωστρατηγικές και ψυχολογικές αναγκαιότητες της ιδεολογικής αβελτηρίας του τουρκικού κράτους: ότι  «Ένα κράτος είναι σωστό όταν είναι και ιμπεριαλιστικό» [Κεμάλ, Ομιλίες, Νέα Σύνορα, 1995, σ. 67].  Παραβλέπουν ότι,  αν  οι νεοθωμανιστές κακοποιούν τους λαούς-πολιτισμούς  της Μικράς Ασίας στο όνομα των αρχών του οθωμανισμού και του ισλαμισμού, όπως έκαναν, πχ, με την Αγιά Σοφιά, για την κακοποίηση της οποίας επιστράτευσαν  τρόπους από την άλωσή της και ρητορική από τον Μωάμεθ  Β΄, οι κεμαλιστές  κακοποιούν τους λαούς-πολιτισμούς στο όνομα της  αποϊστορικοποίησης του εδάφους και με δυτικές νομιμοποιητικές μορφές, όπως, πχ, είναι η μουσειοποίηση του ναού της Σοφίας. Γιατί στα πλαίσια της κεμαλικής μουσειοποίησης, αποσυνδέονται οι λειτουργικές με τις μορφολογικές παραμέτρους του ναού, αφού αυτός αντιμετωπίζεται μόνον ως κέλυφος, επόμενα, απωθείται  το νόημα που του προσέδωσαν οι δημιουργοί του.

Η Αγία Σοφία στα τέλη του 19ου αιώνα

Επόμενα, η επέτειος για τα 200 χρόνια δεν πρέπει να παρασυρθεί σε μια εξισωτική αποϊστορικοποίηση, για να διευκολύνουμε και μείς τάχα στην επανάκαμψη των κεμαλιστών. Άλλο Βυζάντιο άλλο οθωμανική αυτοκρατορία. Το πρώτο διέσωσε και διέδωσε την υψηλή κουλτούρα σε όλους τους κόσμους (Αράβων, Περσών, Ινδών, Δυτικοευρωπαίων και Σλάβων), η δεύτερη την αφάνισε. H εξομοίωση, που επιχειρεί ένα μέρος της κατευναστικής διανόησης, ανόμοιων ιστορικών ουσιών, όπως του Βυζαντίου με την οθωμανική αυτοκρατορία, της Ορθοδοξίας με τον ισλαμοσουνιτισμό και του «στρατηγικού βάθους» του ελληνισμού (Μεγάλη Ιδέα), με το «στρατηγικό βάθος» της Τουρκίας (Σύνορα της Καρδιάς, Γαλάζια πατρίδα) και ακόμη και η στρατηγική της εξίσωσης, να ακυρώσουν, δηλαδή, οι Τούρκοι τη μνήμη της οθωμανικής αυτοκρατορίας και οι Έλληνες του Βυζαντίου, παραπλανεί και αδικεί τη συμβολή των ιστορικών υποστρωμάτων του ελληνισμού στη χειραφέτηση των πολιτισμών. Η Ορθοδοξία, για παράδειγμα, ποτέ δεν ήταν μια θρησκεία ιμπεριαλιστική, τζιχαντιστική ή σταυροφορική, όπως ήταν το Ισλάμ και ο Καθολικισμός. Η μικρασιατική εκστρατεία κινητοποιήθηκε από τα αιτήματα των χριστιανικών κοινοτήτων της Μικράς Ασίας για προστασία τους από τις τουρκικές δολοφονικές συμμορίες.

Εν κατακλείδι, η ιστορικοποίηση, από την μεριά των Ελλήνων, του εδάφους που ζούσαν ελληνικοί λαοί, έχει ένα πολιτισμικό και ηθικό πλεονέκτημα, σε σχέση με την ιστορικοποίηση των ίδιων εδαφών που επιχειρούν οι νεοθωμανιστές. Υψηλό πολιτισμό παράγουν οι αγωνιστές του 1821 και όχι οι… γενίτσαροι. Αυτό το αξίωμα ας διαπεράσει και το πνεύμα της επετειακής μας χρονιάς.

Καλή Χρονιά, με Υγεία.

—————————————-

Σημείωση Φαρέτρας: Παλιότερη συνέντευξη του Δημήτρη Μάρτου στη Δήμητρα Σμυρνή μπορείτε να διαβάσετε ΕΔΩ

banner-article

Ροη ειδήσεων