Απόψεις Ιστορία

“Ο έλληνας διαφωτιστής του 18ου αιώνα Χριστόδουλος Παμπλέκης και το Λιτόχωρο” γράφει ο Σωτήρης Μασταγκάς

Σωτήρης Δ. Μασταγκάς

Ο Χριστόδουλος Παμπλέκης (1733-1793) είναι ένας από τους σημαντικότερους και μαχητικότερους Έλλη­νες φιλοσόφους και λόγιους του νεοελληνικού διαφω­τι­σμού και από τους πλέον αδιάλλακτους οπαδούς των ιδεών του Διαφωτισμού. Εντάσσεται στη δεύτερη γενιά των εκπροσώπων του ελληνικού διαφωτισμού μαζί με τον Ιώσηπο Μοισιόδαπα και τον Δημήτριο Καταρτζή και ήταν ο μοναδικός συστηματικός φιλόσοφος του 18ου αιώνα. Περιώνυμος λόγιος, συγκαταλέγεται ανά­με­σα στους λίγους συγγραφείς που τύχαιναν ιδιαίτερης εκτί­μησης από τους Έλληνες διανοούμενους.

Χαρακτηρίζεται από τους σύγχρονους φιλοσόφους ως μια σημαντική πνευματική προσωπικότητα της προ­επα­ναστατικής περιόδου. Ο Χριστόδουλος Παμπλέκης τέ­θηκε ανοιχτά υπέρ των θέσεων των ευρωπαίων δια­φωτιστών, προκαλώντας με τις φιλοσοφικές του πε­ποιθήσεις την αντίδραση του Ορθόδοξου κλήρου. Εξέ­φρα­σε ακραίες θέσεις και θεωρήθηκε γι’ αυτό συμ­βο­λικό πρόσωπο για την εποχή του. Η στάση αυτή οδήγησε στον αφορισμό του.

Η καταγωγή και τα πρώτα χρόνια της ζωής του

Ο πατέρας του ονομαζόταν Ευστάθιος Παμπλέκης, κα­τα­γόταν από τον Όλυμπο όπου ήταν κλέφτης, και κατέφυγε κυνηγημένος στο Ξηρόμερο της Αιτωλοακαρ­να­νίας. Στο χωριό Μπαμπίνη παντρεύτηκε την κόρη του Τρυπογιώργου, το γένος Στέφου Γατσή.

Ο Χριστόδουλος γεννήθηκε το 1733 στον οικισμό Επά­νω Χώρα στη Μπαμπίνη Ξηρομέρου της Αιτω­λο­ακαρ­­νανίας. Από μικρός έμεινε ορφανός από μητέρα και παράλληλα στα 4 ή 5 χρόνια προσβλήθηκε από ευ­λο­­γιά, η οποία τον τύφλωσε στο αριστερό του μάτι και η αρρώστια αυτή τον στιγμάτισε στο πρόσωπο, αφή­νο­ντάς του πολλά σημάδια. Το 1740 ο πατέρας του Ευ­στά­θιος ενεπλάκη σε αιματηρό επεισόδιο με τους Τούρ­κους και ανα­γκάστηκε να επιστρέψει ξανά στον Όλυ­μπο, παίρ­νο­ντας μαζί του τον επτάχρονο γιο του Χρι­στόδουλο. Το τέ­λος του πατέρα του ήταν άσχημο. Σύ­ντομα οι Τούρκοι τον συνέλαβαν, τον έγδαραν ζω­ντανό και στη συνέχεια τον κομμάτιασαν. (Οι εχθροί του Χρι­στόδουλου έλεγαν ότι το επώνυμο Παμπλέκης προέρ­χεται από το «μπλέ­κω», αυτός δηλαδή που ανακατεύει, μπλέκει τα πάντα).

Τα υπόλοιπα παιδικά του χρόνια τα έζησε στο Λι­τόχωρο. Ένας άρχοντας Λιτοχωρίτης, ο Καλλίας, τον λυ­πήθηκε, τον εξαγόρασε από τους Τούρκους και τον πή­ρε στο σπίτι του υπό την επιμέλεια και την προ­στα­σία του. Ο Καλλίας, διακρίνοντας το πνεύμα και τη φιλομάθειά του, φρόντισε για τη μόρφωσή του. Ο Χρι­στόδουλος παρακολούθησε αρχικά το σχολείο στο Λιτό­χωρο. Κατά τον 18ο αιώνα στην κωμόπολη λει­τουρ­γούσε το «κοινό» δημοτικό ή «γραμματοδιδα­σκα­λείο», στο οποίο διδάσκονταν τα κοινά γράμματα, στοι­­χειώδεις γνώσεις κλπ και που στεγαζόταν στους πρό­­ναους των εκκλησιών, γι’ αυτό και πήρε το όνομα «ναρ­θηκοσχολείο». Στο χώρο της εκκλησίας της Αγίας Σο­λομονής λειτουργούσε σχολείο με δασκάλους λό­γιους μοναχούς των μετοχίων των μοναστηριών. Συνέχισε τη μάθηση και τα γράμματα στη γειτονική Ρα­ψά­νη, που τότε ήταν σε ακμή και συντηρούσε Σχολαρχείο που στεγαζόταν μαζί με βιβλιοθήκη. Από τα γραπτά του, πάντως, φαίνεται ότι γνώριζε καλά πρόσωπα και πράγματα του Λιτοχώρου και της περιοχής του.

Ο Χριστόδουλος Παμπλέκης ήταν πνεύμα ανήσυχο. Την άνοιξη του 1753, σε ηλικία 20 ετών, έφυγε για το Άγιο Όρος, όπου γράφτηκε στην Αθωνιάδα Ακαδημία. Είχε δάσκαλο και διευθυντή τον Ευγένιο Βούλγαρη και δια­κρίθηκε ιδιαίτερα στα μαθηματικά. Μαθήτευσε δί­πλα σε αξιόλογους νέους της εποχής (Σέργιος Μακραίος, Ιώσηπος Μοισιόδαξ, Κοσμάς ο Αιτωλός κ.ά.). Έλαβε και το μοναχικό σχήμα, χωρίς να αλλάξει το βα­φτιστικό του όνομα. Ως δραστήριος, ανήσυχος και φι­λο­μαθής που ήταν, μπλέχτηκε στις εσωτερικές διαμά­χες των Κολλυβάδων του Αγίου Όρους που ξέσπασαν το 1756 και, απογοητευμένος από την κατάσταση στην Αθωνιάδα, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χερσόνησο μάλλον το 1759.

Όσα ακολούθησαν

Από το 1759 μέχρι το 1781 δεν έχουμε σαφή στοι­χεία για τη ζωή και τη δράση του. Ήρθε στην περιοχή του Ολύμπου, προφανώς στο Λιτόχωρο, όπου και δί­δαξε τη δεκαετία 1760-1770. Το πότε έφυγε για την Ευρώ­πη δεν είναι ακριβώς γνωστό. Πρώτος ευρωπαϊ­κός σταθμός του ήταν η Βενετία, όπου παράλληλα με τις σπουδές εργάστηκε σαν καθηγητής φιλοσοφίας και εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο το 1781.

Στη συνέχεια αναχώρησε για τη Γαλλία, όπου έμεινε για άγνωστο χρονικό διάστημα στο Παρίσι. Κατόπιν εγκαταστάθηκε στη Βιέννη, όπου και εργάστηκε ως οικοδιδάσκαλος στην εκεί ελληνική παροικία. Παράλ­ληλα, συνέχισε τις σπουδές του μελετώντας φιλοσοφία, θεολογία και μαθήματα θετικών επιστημών. Το 1786 εξέδωσε στη Βιέννη το δεύτερο φιλοσοφικό σύγγραμμά του, στο οποίο παρουσιάζει τις φιλοσοφικές θέσεις δυ­τι­κών διανοητών.

Λόγω των προκλήσεων που δεχόταν από εκκλη­σια­στικούς παράγοντες, κατέφυγε στην Πέστη και συ­νέ­χεια στη Λειψία της Σαξονίας, όπου εξακολούθησε να ασχολείται με φιλοσοφικές μελέτες και με τη διδα­σκαλία. Η Λειψία την εποχή εκείνη ήταν μεγάλο κέ­ντρο σπουδών και ο Παμπλέκης αφοσιώθηκε στη με­λέ­τη της φιλοσοφίας και τη σπουδή.

Πέθανε σε νοσοκομείο της Λειψίας τον Αύγουστο του 1793.

Οι φιλοσοφικές απόψεις και το έργο του

Αρκετοί σύγχρονοι μελετητές ασχολήθηκαν απο­σπα­­σματικά με τις φιλοσοφικές του απόψεις, πάντα όμως μέσα στο πλαίσιο μελετών που αφορούσαν τον νεο­ελληνικό διαφωτισμό. Σ’ αυτό συνετέλεσε και το γε­γονός ότι το έργο του από την αρχή δεν θεωρείται πρωτότυπο, αλλά ως συνιστάμενο από μεταφράσεις και αποδόσεις νεωτεριστικών δυτικών απόψεων.

Ως φιλόσοφος ο Παμπλέκης δέχεται την ενότητα του κό­σμου να εναντιώνεται στον μύθο. Καταδικάζει την αυθεντία και τη δεισιδαιμονία και κηρύσσει την πί­στη στον ορθό λόγο και την ελευθερία του πνεύματος. Απορρίπτει τον πανθεϊσμό του Spinoza και την αθεΐα του Holbach. Για να στηρίξει τις θέ­σεις του ο Παμπλέ­κης χρησιμοποιεί και ιστορικές αναδρο­μές και συνάμα απο­καλύπτει τη δική του αντίληψη. Θεωρεί με­γάλο κα­κό τον χωρισμό της θεωρίας από την πράξη, ο χω­ρι­σμός αυτός, κατά τον φιλόσοφο, γέννησε πλήθος ανω­φε­λών συζητή­σεων.

Για τη φιλοσοφία υποστηρίζει, ότι αυτή αξίζει μο­νά­χα όταν χρησιμοποιεί σωστά τις γνώσεις στην πράξη και ο τίτλος του φιλοσόφου δόθηκε εσφαλμένα, είτε σε στο­χαστές που δί­δα­σκαν την τυφλή αιτιοκρατία, είτε σε θεολόγους μάγους. Κα­τά τον Παμπλέκη, η έννοια της ορθής φιλοσοφίας έρχεται σε αντιδια­στολή με τον σκο­ταδισμό του νου, τη φαντασία, τα πάθη και τη δει­σι­δαιμονία της θεολογικής σκέψης, η οποία παραμένει δέ­σμια των κατώτερων ψυχικών δυνάμεων. Η ορθή φι­λο­σοφία κατευθύνεται από τις ανώτερες, τις έλλογες δυ­νά­μεις.

Ο Παμπλέκης δέχεται δύο είδη θεότητας: την υπερ­φυσική, που έχει ως πηγή μόνο τη Θεία Αποκάλυψη και τη φυσική, τη γνώση της οποίας αποκτούμε με τα φυσικά φώτα του νου μας και παράλληλα την καλ­λιεργούμε με την επιστήμη. Υπερασπί­ζε­ται τις απόψεις του Διαφωτισμού, εξαίροντας τον Βολταίρο και τον Ρουσ­σώ, κατηγορώντας αυτούς που κατακρίνουν τα συγ­­γράμματά τους, ενώ δεν αξιώθηκαν να τα διαβά­σουν, και ότι τους πολεμούν μόνο από άγνοια.

Τα γνωστά έργα του είναι τρία. Είναι πιθανόν ο Πα­μπλέκης να έχει γράψει και άλλα έργα, τα οποία ίσως δεν διασώθηκαν ή δεν ταυτοποιήθηκαν.

  1. «Αληθής Πολιτική, Βενετία 1781».

  2. «Περί φιλοσόφου, φιλοσοφίας, φυσικών, μετα­φυ­σικών, πνευματικών και θείων αρχών, Βιέννη 1786».

  3. «Απάντησις Ανωνύμου προς τους άφρονας αυ­τού κατηγόρους επ’ ονομασθείσα Περί Θεοκρατίας, ότι άπας ο λόγος περί ταύτην στρέφει, αρετής ού κατι­σχύσει ποτέ κακία, Λειψία 1793».

Η διένεξη με την Εκκλησία, ο αφορισμός και ο θάνατός του

Το έργο του Χριστόδουλου Παμπλέκη περιείχε επι­χει­ρήματα της νεότερης μεταφυσικής για την ύπαρξη του Θεού και επιχειρούσε να κριτικάρει τη θρησκεία, έχο­ντας ήδη προκαλέσει την έντονη αντίδραση εκπρο­σώ­πων της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Διακρίθηκε για τις νεω­τεριστικές αντιλήψεις του και την κριτική που άσκησε στα κείμενα της Αγίας Γραφής, ενώ ήταν επη­ρεα­σμένος από τις πολιτικές ιδέες του Γάλλου Μπα­μπέφ. Δεν δέχεται την εκκλησιαστική εκδοχή της θρη­σκείας, προσεγγίζει την εκδοχή του πανθεϊστικού δεϊ­σμού, ο οποίος δέχεται τον Θεό ως αρχιτέκτονα, όχι όμως κυβερνήτη του κόσμου, και θεωρεί την Εκκλησία αν­θρώπινο κατασκεύασμα, ώστε άνθρωποι να κάθονται στον θείο θρόνο. Κάνει μία βίαιη και αθυρόστομη κρι­τι­κή στον Ορθόδοξο κλήρο και φθάνει μέχρι τη συνο­λική και κατηγορηματική απόρριψη των δογμάτων της χριστιανικής θρησκείας. Όμως στο τέλος φθάνει στην παραδοχή του Θεού ως άπειρης ουσίας, θεωρώντας την ύπαρξή του αναγκαία. Ο Χριστόδουλος όμως ποτέ δεν ήταν άθεος, στόχος του ήταν η επαναφορά της θρη­σκείας στην αξιοπρέπεια και η αναβίωση του αυθε­ντικού νοήματος του Χριστιανισμού.

Η επίσημη Εκκλησία στρεφόταν τότε ενάντια σε κά­θε κίνημα του Διαφωτισμού και τους εκπροσώπους του. Το 1791 άρχισε πολεμική εναντίον των θέσεών του από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Το κλίμα που διαμορ­φώθηκε έχει ως εξής:

  • Με επιμέλεια του Αθανασίου Ψαλίδα κυκλο­φό­ρησε το 1791 στην Τριέστη μια επιστολή του Ευγένιου Βούλ­γαρη «Προς αναίρεσιν τινός φληνάβου και δυ­σεβούς», με την οποία καταδίκασε το έργο τού άλλοτε μαθητή του ως «συμπίλημα αποτρόπαιων και δύστη­νων βιβλιαρίων». Άλλος επικριτής της φιλοσοφίας του Χρι­στόδουλου υπήρξε ο Ιωάννης Τατλίκαρης, ο οποίος έγραψε φυλλάδιο κατά των απόψεών του.

  • Στις αρχές του 1793 κυκλοφόρησε σάτιρα – υβριστικό κείμενο με τίτλο «Ακολουθία Ετεροφθάλμου και Αντιχρίστου Χριστοδούλου του εξ Ακαρνανίας, 1793». (Ο Χριστόδουλος ήταν μονόφθαλμος). Συγγρα­φέας της είναι ο συμμαθητής του στην Αθωνιάδα Διο­νύσιος, επίσκοπος Πλαταμώνος, και εκδόθηκε στην Τερ­γέστη με την επιμέλεια του Δημητρίου Γοβδελά από την Ραψάνη, ανιψιού του Διονυσίου. Πρόκειται για λί­βελο γραμμένο σε μορφή παρωδίας εκκλησιαστικής ακο­λουθίας.

  • Σε ξυλογραφία που σώζεται στη Γεννάδιο Βιβλιοθήκη, απεικονίζεται ο διάβολος να απευθύνεται στον μονόφθαλμο λόγιο Χριστόδουλο λέγοντάς του «Συ­νέλαβες πόνον και έτεκες ανομίαν …».

  • Στην κριτική που του ασκήθηκε, ο Παμπλέκης λίγο πριν τον θάνατόν του αναίρεσε τις κατηγορίες με το βιβλίο «Απάντησις… Περί Θεοκρατίας…». Πρό­κειται για βίαιο αντικληρικό κείμενο που απέρριπτε τη χριστιανική θρησκεία και καταδίκαζε τη συμπεριφορά των λειτουργών της.

  • Μετά τον θάνατό του (15-8-1793) οι μαθητές του ανέγειραν σε κήπο της Λειψίας μνημείο προς τιμήν του με επιγραφή. Ο τάφος του ήταν σε μια πλατεία του δάσους του Ρόζενταλ έξω από τη Λειψία.

  • Τελικά στις 12 Νοεμβρίου 1793 αφορίστηκε με­τά θάνατον από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπό­λεως Νε­όφυτο τον Ζ΄. Το κείμενο του αφορισμού ανα­θε­μά­τιζε όχι μόνο τον συγγραφέα του έργου και τους ανα­γνώστες του, αλλά και τον ιερέα που έψαλλε στη νεκρώσιμη ακολουθία του.

  • Επτά χρόνια αργότερα δεν είχε ξεχαστεί η μνήμη του Χριστόδουλου Παμπλέκη, γνωστού και ως Χριστό­δου­λος ο Ακαρνάν ή Χριστόδουλος Ευσταθίου. Ο λό­γιος Δημήτριος Γοβδελάς εξέδωσε το βιβλίο «Ο εξο­στρ­α­κισμός του ασεβούς Χριστοδούλου του Μονοφθάλμου του εξ Ακαρνανίας, εν Βούδα 1800».

Λιτόχωρο

Επιλογή ξεχωριστών αποσπασμάτων

Η μορφή του Χριστόδουλου Παμπλέκη πρέπει να προστεθεί στην προσωπογραφία του νεοελληνικού και ειδικότερα του ριζοσπαστικού διαφωτισμού, πλάι στις μεγάλες και προβεβλημένες μορφές. Οι γνώσεις μας για το πρόσωπό του ήταν μέχρι πρότινος ισχνές και απο­σπασματικές. Η γνωριμία μας με αυτήν την προ­σωπικότητα, κάθε άλλο παρά τυχαία στην πρόσφατη ιστο­ρία του Λιτοχώρου, παραμένει προσκολλημένη στις πλη­ροφορίες που μας παρέδωσαν με τις συμβατικές ανα­φορές τους οι παλαιότεροι γραμματολόγοι αλλά και οι σύγχρονοι βιογράφοι του.

Ας επιχειρήσουμε, λοιπόν, μια επιλεγμένη απο­γρα­φή και παρουσίαση μερικών χαρακτηριστικών κει­μέ­νων, τα οποία έχουν αναφορές και ιστορικά στοιχεία για το Λιτόχωρο. Επειδή ο σχολιασμός και η ανάλυσή τους απαιτεί πρόσθετη δουλειά, έχω να πω μόνον τού­το: ότι ο Παμπλέκης γνώριζε πολύ καλά την κοινωνία του Λιτοχώρου και ότι οι ιδέες του (φιλοσοφικές και θρησκευτικές) είχαν βρει γόνιμο έδαφος στην κωμό­πο­λη.

Τα δύο βιβλία (έργα, εκδόσεις) που ακολουθούν, εμπίπτουν στις πηγές που διαθέτουμε.

***

«Ακολουθία του Ετεροφθάλμου και Αντιχρίστου Χριστοδούλου του εξ Ακαρνανίας, 1793»

ΤΟΙΣ ΕΝΤΕΥΞΟΜΕΝΟΙΣ ΤΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ

    (…) Πώς με σιωπήν να βλέπωμεν αδελφοί τους αδελφούς μας, οπού να τους φαρμακώνη αυτός ο κακός δρά­κων με τας φαρμακεράς του διδασκαλίας και να τους στέλ­λη εις τον άδην με φοβερόν και τρομερόν θάνατον, κα­θώς και εις άλλους μαθητάς του ηκολούθησε, και μάλιστα εις κάποιον Δημήτριον, ο οποίος μολυνθείς από έναν μαθη­τήν αυτού του παγκακίστου εχθρού, κατά των Αγίων εβλασφήμει, και την Εικόνα της Θεοτόκου καταφρονητικώς με μάχαιραν εκτύπα. Αλλά φεύ, δεν επρόφθασε να κτυπήση δευ­τέραν φοράν και ευθύς πόνον αισθάνεται εσωτερικόν, τό­σον μεγάλον, οπού ο ίδιος μετά κλαυθμού εφώναζε, με έκο­ψε, με έκοψε. Μετά ταύτα ευβγάζει μίαν τόσον μεγάλην δυ­σωδίαν, και τόσον τανυσμόν των μελών του δίδει, οπού ήτον να θαυμάση τινάς, και ούτως εις εννέα ώρας παι­δευ­θείς εξέψυξεν ο δύστηνος. Να βλέπωμεν, αδελφοί, τον λύ­κον να φονεύη τους αδελφούς μας ούτως αγρίως, και ημάς να μη μας μέλη; Και δεν είναι σκληροκαρδία αυτή και κα­κία μεγάλη; ( … )

Θαύμα της υπεραγίας Θεοτόκου, γεγονός εν Λιτοχώρω κατά τους 1786

Εν Λιτοχώρω κωμοπόλει τινί, ούση υπό την επαρχίαν του Σοφού Αγίου Πλαταμώνος Κυρίου Διονυσίου, ευρίσκετο ένας νέος, υιός του εκείσε Αγίου Οικονόμου Δημήτριος τού­νομα. Αυτός σπουδάζων εν Ραψάνη μετά τινος νέου μα­θη­τού και θιασώτου του αθεεστάτου, επικούρου και δοξο­μα­νούς Χριστοδούλου (ός μη όφειλε και ούτω καλείσθαι) Ξη­ρο­μερίτου κλέπτου (κλέπτης γαρ ήν και ο πατήρ αυτού). Διά της πολυχρονίου συναναστροφής, συνερρόφισε πολλάς των εκείνου αθεεστάτων βλασφημιών (ήν γαρ προς τοις άλ­λοις αγιόμαχός τε και εικονομάχος) μετά παρέλευσιν ικανού και­ρού ανεχώρησεν από Ραψάνης, προς επίσκεψιν του εν Λι­τοχώρω πατρός του, (όπου ευρίσκετο και ο Αρχιερεύς Άγιος Πλαταμώνος). Εν μιά ουν των ημερών επήγεν εις την Εκ­κλησίαν, όπου παρά τω νάρθηκι ευρίσκετο και τις εικο­νο­γράφος Αναστάσιος τούνομα, έχων ανά χείρας μίαν πα­λαιάν εικόνα της Θεοτόκου, διά να την πλύνη. Ηρώτησεν ο Δημήτριος, τίνος είναι η εικών αύτη; Απεκρίθη εκείνος, ότι είναι εδική σας. Είτα προσεπηρώτησε, διατί έχει αυτό το ση­μείον εις τον λαιμόν; (ήν η εικών της Θεοτόκου της Πορ­ταΐτισσας επονομαζομένης) απεκρίθη ο εικονογράφος, διη­γού­μενος το θαύμα ως εδύνετο. Μετά ταύτα, λέγει ο αθυ­ρό­στομος εκείνος Δημήτριος, ότι αν αυτά τα ξύλα θαυμα­τουρ­γούν, άς θαυματουργήση εις εμένα και αυτή. Και αρ­πά­σας περιφρονητικώς την εικόνα, την εκτύπα μετά τινος μαχαιρίου, αφ’ ού όμως εκτύπησεν εις τον δεξιόν οφθαλμόν της Θεοτόκου, εξαπηναίως, ώ του θαύματος, πεσούσα η μά­χαιρα από της χειρός του, άρχισε τρέμων να φωνάζη, ότι με έκοψε, και τρύζων τους οδόντας και δεινώς κατασπαρατ­τό­μενος, ήν θέαμα ελεεινόν και φρικωδέστατον, διά την αλ­λό­κοτον διαστροφήν των χειλέων του και οφθαλμών. Επά­σχι­σεν ένας ιατρός φραντζέζος να τον φέρη διά πολλών ιατρι­κών εις αίσθησιν, αλλά την άλλως εκοπίασεν. Παρίσταντο οι γονείς του και συγγενείς μετά δακρύων, προτρέποντές τον να προσπέση εις την κυρίαν Θεοτόκον, αλλά δεν εδύνατο να εναρθρώση την φωνήν του, παρά ήν όλος εκτετο­πι­σμέ­νος, μετά μικρού απέθανεν, δεν εδυνήθη όμως ουδείς να του κλεί­ση, μήτε τα ομμάτια μήτε το στόμα, παρά ήν κεχηνώς και οδωδώς, τόσον οπού ουδείς εδύνατο να πλησιάση. Και τό­σον ετεντώθη το σώμα του, οπού έγινε παραπάνω των έξ πηχών, παρέδοκαν το σώμα του τη γη, ο δε πατήρ του εσμί­κρυνε το μνημείον εις την επιφάνειαν της γης. Τούτο μα­θών ο Αρχιερεύς επαίδευσε τη αργεία τον πατέρα του, δια­τί θέλει να κρύψη τα θαύματα της Θεοτόκου. Μετά ταύ­τα επάσχισεν ο εικονογράφος να διορθώση την πληγωθείσαν εικόνα. Εις όλα τα μέρη εβάλθησαν τα χρώματα, μα εις τον πληγέντα οφθαλμόν δεν εστάθη δυνατόν, διατί διελύοντο και τα χρώματα, και κάθε επίνοια του εικονογράφου. Μα­θών τούτο ο Αρχιερεύς, επήρε παρ’ αυτώ την Αγίαν Εικόνα, την οποίαν αυτός εγώ ο αμαρτωλός ησπάσθην, το θαύμα εί­ναι πρόσφατον, ο τάφος του φαίνεται, η Αγία Εικών σώ­ζεται παρά τω Αγίω Πλαταμώνος, και εί τις δυσπιστά άς γρά­ψη εις Λιτόχωρον, και θέλει μάθει μετά θάμβους και από τα μικρά παιδία το αυτό θαύμα.

 Βίος ή ψόγος Χριστοδούλου ετεροφθάλμου

(…) Και τοιαύτης γης γεγονώς, προγόνοις εκτήσατο χαλεπωτέροις της γης. Ζαρζώνης γαρ τούτω καθίστατο πρό­γο­νος, ός λήσταρχος ών εν Ολύμπω της Θετταλίας, και ζω­γρηθείς, εν ώ λυμάναι ποίμνην έσπευδεν ανεσκολώπισται. Πα­τήρ δε Παμπλέκης, ός την φατρίαν διεδέξατο, τον τεκό­ντα πολλώ τω μέτρω τη κακία παρελάσας. Εντεύθεν πλού­του αυτώ πολλού επιγεγονότος εις Τόχωβαν απάραι έγνω, εφ’ ώ γυναίκα εαυτώ αγαγέσθαι. Και δη ξυνάψας το κήδος, τω των ληστάρχων προύχοντι (Τρυπογεώργω, οίμαι, όνομα αυτώ) εκ της τούτου θυγατρός Πατξάρις τούνομα, το προ­κεί­μενον ημίν τουτί τούκτρωμα πεπαιδοποίηται. Ός, κατά τον Ομηρικόν Θερσίτην, φοξός έην κεφαλάν. Ψευδή δ’ επε­νή­νοθε λάχνην, και τοιν οφθαλμοίν τον έτερον προσαφη­ρη­κώς. Τούτον ο πατήρ τη των παιδίων ηλικία επιβαίνοντα συ­μπα­ραλαμβάνει, ένθα τα της ληστείας μετήρχετο. Και δη γε­νό­μενοι ες Όλυμπον, κάν άντρω τινί κατακείμενοι, αμφό­τεροι στρατιώταις ενεδρεύουσι συλλαμβάνονται. Ών τον μεν ζώντ’ αποδείραντες, μεληδόν κατακεκόφασιν, άξια ών έπρα­ξε πεπονθότα, τουτονί δε, όν είθε μη γεγονότα Χριστό­δου­λον κεκλήκασιν, ανήρ τις των εν Λιτοχώρω της Θετταλίας επι­φανών, Καλλίας καλούμενος, εξωνήσατο. Ός οίκαδε πα­ρα­λαβών, το της παροιμίας, αιθίοπα σμίχειν επειράτο. Πα­ρέ­δω γαρ αυτόν τοις της παιδείας ηγεμόσι παιδευθησό­με­νον, κάν τούτοις, οσημέραι τας διατριβάς τούτω ποιείσθαι προ­σέταξεν, αλλ’ ο κολιός πάλιν κολιός. Ου γαρ μετετίθει τη ξυνουσία τον τρόπον, ουδέ τοις μαθήμασι όλως ενησχο­λεί­το, αλλ’ αεί συνέχεε την παίδευσιν τοις μανθάνουσι. Ταύθ’ ορών ο Καλλίας, αθύμως, πάνυ διέκειτο. Ταλαντε­υ­θείς μέντοιγ’ επί πολύ την διάνοιαν λογισμοίς παντοίοις, ες Άθω αυτόν αποπέμπει, ένθα οί έγνωσται μουσείον δαπάναις αδραίς συμπεπήχθαι. ( … )

***

«Απάντησις Ανωνύμου προς τους άφρονας αυτού κατηγόρους επ’ ονομασθείσα Περί Θεοκρατίας, ότι άπας ο λόγος περί ταύτην στρέφει, αρετής ου κατισχύσει ποτέ κακία, Λειψία 1793»

Αι της κατηγορίας υποθέσεις άπασαι ψευδείς

Α΄

Ότι μεν ο πατήρ μου, και εγώ, δεν υπάρχομεν κλέπται, τούτο δεν το αποδεικνύουσιν, ούτε θέλουσι το αποδείξει ποτέ. Επειδή δεν ακολουθεί, διατί είναι άλλοι συντοπίται μου κλέπται διά τούτο άρα και εγώ και ο πατήρ μου υπάρ­χομεν κλέπται.

Β΄

Είναι ψευδές προς τούτοις και τούτο, ότι ο Θεός εξέ­βα­λέ μου τον δεξιόν οφθαλμόν· επειδή και ουχί ο δεξιός μου, αλλά ο αριστερός μου οφθαλμός είναι βεβλαμένος από τας ευ­λογίας, το οποίον και εις άλλους πολλούς συνέβη και συμ­βαίνει.

Προς τον αναγνώστην

Εγώ, αναγνώστα, όποιος και άν ήσαι, να περιγράφω σοι μετ’ ακριβείας τους προειρημένους ασπόνδους εχθρούς μου τούτους, φαίνεταί μοι, ότι είναι περιττόν. Επειδή και άπα­ντες οι φρόνιμοι διακριτικοί και ορθόν λόγον έχοντες, γινώ­σκουσι τούτους από την καθ’ ημερινήν τους συνα­να­στροφήν. Έπειτα, τίς δεν ηξεύρει τον πρώτον τούτον, ότι γεν­νηθείς φύσει και ανατραφείς Ντελή Δήμος (σημείωση: είναι ο επίσκοπος Πλαταμώνος Διονύσιος) ονομαζόμενος, ηξίω­ται και καθώς έπρεπεν, όχι του αποστολικού θρόνου, εις τον οποίον ευρισκόμενος έχει πλύστραν, μαγείρισσαν, δι­δα­σκάλαν και ιάτρισσαν η οποία από την πρώτην του Σε­πτεμβρίου έως εις το τέλος του Ιουνίου μηνός τον θερα­πεύει από άπαντα τα ψυχικά και σωματικά πάθη, συνευ­ρι­σκόμενον ομού με αυτήν. (…) Αλλά και θαύματα πλάττει κα­τά μίμησιν των αυτού προγόνων, κηρύττων ότι εκείνος, όστις έφαγε τρεις οκάδες κεράσια, και διά τούτο έσκασε, το οποίον είναι και αληθέστατον, εκτύπησεν την Παναγίαν εις το όμμα με την μάχαιραν, και διά τούτο απέθανε. Πράγ­­μα ψευδέστατον, καθώς όλη εκείνη η χώρα (το Λιτό­χωρον) το ομολογεί. (…)

Τάξις του εγχειριδίου

(…) Ονομάζουσί με, οι άγιοι και δίκαιοι άνθρωποι ούτοι εις την φυλλάδα τους, όχι μόνον τον πατέραν μου κλέπτην και ληστήν, αλλά προσέτι και εμέ αυτόν τον ίδιον και μέ τούτον, ως φαίνεται, θέλουσι, να κρύψωσι την πονηρίαν και κακίαν των ιδίων τους γονέων και του εαυτού τους. Επειδή και ο μεν εμός πατήρ, ομολογώ, ότι ήν κατ’ αλήθειαν άν­θρωπος χωρικός και αγρότης, δίκαιος άνθρωπος, απλούς, ζων αείποτε με τους αυτού ιδίους ιδρώτας, όχι όμως με καμ­μίαν αδικίαν ή αρπαγήν και κλοπήν, καθώς αυτοί φλυ­α­ρούσι, γινώσκοντες εις τον αυτόν καιρόν, ότι έζησαν οι ίδιοι γονείς τους με τοιούτον κάκιστον επάγγελμα. ( … )

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ

Η θρησκευτική κριτική που ασκεί ο Χριστόδουλος Πα­μπλέκης (1733-1793), εύστοχα συνδέεται με τον θρη­σκευτικό ριζοσπαστισμό του Διαφωτισμού, και εντάσ­σεται στο κλίμα του ριζοσπαστικού διαφωτισμού. Δε­κάδες μελέτες, έρευνες και άρθρα έχουν γραφτεί γύ­ρω από τον βίο και το έργο του Παμπλέκη από λό­γιους, φιλοσόφους, φιλολόγους και θεολόγους. Τα τε­λευταία χρόνια το έργο του βγαίνει από την αφάνεια και διερευνάται. Από την πλούσια βιβλιογραφία ανα­φέ­ρουμε τις εξής πηγές:

  • Παπατρέχας Γερ. Ηρ., Χριστόδουλος Παμπλέκης Ακαρνάν. Ο από Μπαμπίνης Ξηρομέρου, έκδοση Κοι­νό­τητας Μπαμπίνης, Αγρίνιο 1997.

  • Χριστοδούλου του εξ Ακαρνανίας (Παμπλέκη), Απάντησις Ανωνύμου προς τους αυτού άφρονας κα­τη­γόρους, επονομασθείσα Περί Θεοκρατίας, δεύτερη έκδοση, Εκδόσεις Κουλτούρα, Αθήνα 2013.

banner-article

Δημοφιλή άρθρα

  • Εβδομάδας