Απόψεις Ιστορία

Όταν η βασίλισσα Ελισάβετ, “χαστούκισε” τη Φρειδερίκη. Γράφει ο Βενιζέλος Λεβεντογιάννης

Γεράσιμος Τσιγάντες, γραμματέας Ανακτόρων: «Η οργή της (Φρειδερίκης) για τις διαδηλώσεις στο Λονδίνο, ήταν μεγάλη. Για τον Λαμπράκη αναφώνησε “δεν θα με απαλλάξει κανείς από αυτόν τον άνθρωπο;”»

Λονδίνο, περιοχή Mayfair, οδός Brook. Ξενοδοχείο Claridge’s, ξημερώματα 22ας Απριλίου 1963
Οι βαριές, σκούρες μεταξωτές κουρτίνες της σουίτας «Prince Alexander» του πολυτελούς ξενοδοχείου στην καρδιά του Λονδίνου έκαναν στην άκρη. Η βασίλισσα της Ελλάδας κοίταξε τον άδειο δρόμο, παρατήρησε την ασάλευτη φιγούρα που στεκόταν στο πεζοδρόμιο κάτω από το ψιλόβροχο, και τις έκλεισε πάλι πολύ γρήγορα. «Μα τι θέλει αυτή η καταραμένη και στέκεται στην άκρη του δρόμου, απέναντί μας; Μου χαλάει τη διάθεση. Θα διαμαρτυρηθώ στη διεύθυνση του ξενοδοχείου να την απομακρύνουν. Δεν θέλω να τη βλέπω τη βρομιάρα. Δεν καταλαβαίνει ότι η Βασίλισσα της Ελλάδος δεν θα ενδώσει; Το ακούς, Ειρήνη;».
Η πριγκίπισσα Ειρήνη, που εκείνη τη στιγμή καταβρόχθιζε ένα κομμάτι ψωμί με λίγο χαβιάρι που είχε περισσέψει από το βράδυ, απάντησε: «Μάλιστα, μητέρα, έτσι θα πρέπει να κάνετε πρωί – πρωί κιόλας. Θα πρέπει να τους βάλετε στη θέση τους». Η Φρειδερίκη έριξε άλλη μια κλεφτή ματιά από το παράθυρο και στη συνέχεια ενημέρωσε την κόρη της ότι θα αναπαυθεί. «Το πρωί μη με ενοχλήσετε εσύ και ο αδερφός σου. Θα σηκωθώ μόνη και θα πάμε να ψωνίσουμε όλοι μαζί». Η Ειρήνη αρκέστηκε σε ένα «Μάλιστα, μητέρα, όπως επιθυμείτε. Καλή σας νύχτα» και πήγε στο σαλόνι της σουίτας να δει τηλεόραση.
Η σύζυγος του βασιλέα των Ελλήνων εκείνο το βράδυ είχε έναν ανήσυχο ύπνο. Έβλεπε στο όνειρό της την ασάλευτη φιγούρα έξω από το παράθυρό της να ψηλώνει και να ψηλώνει μέχρι που έφτασε στο παράθυρο έξω από το δωμάτιο και άρχισε να την ταρακουνά. Πετάχτηκε ιδρωμένη από τα σκεπάσματα του κινγκ σάιζ κρεβατιού της, ανακάθισε, άναψε το φως και ζήτησε από τον μπάτλερ που προσέφερε το ξενοδοχείο σε 24ωρη βάση ένα ποτήρι νερό.
«Πρέπει να σκεφτώ κάτι όμορφο για να κοιμηθώ» σκέφτηκε και άφησε τον νου της να ταξιδέψει. Μπορεί να βρισκόταν στο Λονδίνο δίχως τον βασιλέα Παύλο, για να παραστεί στους γάμους της πριγκίπισσας Αλεξάνδρας του Κεντ με τον Άγκους Ότζιβλι, αλλά από την ώρα που πάτησε στην αγγλική πρωτεύουσα δεν την είχαν αφήσει σε χλωρό κλαρί.
Έλληνες και Κύπριοι φοιτητές, μαζί με εκείνη τη γυναικεία φιγούρα, την ακολουθούσαν παντού. Ζητούσαν περισσότερες ελευθερίες για την Ελλάδα. Ζητούσαν άμεση απελευθέρωση όλων των πολιτικών κρατουμένων. Κρατούσαν πλακάτ και τη γιουχάιζαν σε κάθε της βήμα. Ποια; Τη βασίλισσα της Ελλάδας που ο θυρεός του στέμματος της δυναστείας του συζύγου της έγραφε: «Ισχύς μου η αγάπη του λαού».
Η Φρειδερίκη έκλεισε τα μάτια και χαμογέλασε. Σκέφτηκε τον Μάρτιο του 1962. Τότε που η κυβέρνηση της ΕΡΕ ύστερα από απαίτηση της ίδιας, ψήφισε τον νόμο «περί συστάσεως προικός για την πριγκίπισσα Σοφία». Τι κι αν το Δημόσιο επιβαρύνθηκε κατά 300.000 δολάρια; Δεν την ένοιαζε. Ήταν η βασίλισσα, το δισέγγονο του Κάιζερ. Η Φρειδερίκη άρχισε να ηρεμεί με τόσο ωραίες σκέψεις. Λίγο πριν κοιμηθεί, σκέφτηκε τον γάμο της κόρης της με τον Χουάν Κάρλος. Τι κι αν οι δαπάνες υπολογίστηκε ότι ξεπέρασαν τα 3.000.000 δολάρια; Εκείνη τα πλήρωσε; Όχι, επιβάρυναν τον κρατικό προϋπολογισμό.
Μα τι υπέροχα που ήταν στον γάμο! Τριάντα δύο εν ενεργεία βασιλείς και 109 πρίγκιπες από ολόκληρο τον κόσμο. Τρεις χιλιάδες Ισπανοί αριστοκράτες, και εκείνη η χρυσή άμαξα με τα λευκά άλογα! Πόσο τέλεια ήταν όλα! Και οι δυο εκκλησίες; Με 80.000 τριαντάφυλλα και γαρίφαλα στολίστηκαν. Και όλα δίχως να βγει δραχμή από τα ταμεία της οικογένειας. Οργανώσεις, ιδρύματα, οργανισμοί, τράπεζες, σχολεία, γηροκομεία, νοσοκομεία, όλοι υποχρεώθηκαν να στείλουν χρήματα και δώρα. Τι υπέροχες εποχές!
Λίγο πριν παραδοθεί στον Μορφέα, σκέφτηκε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. «Τι καλός άνδρας! Και πέρασε και νόμο στη Βουλή που μας αύξησε τη βασιλική χορηγία από 384.000 δολάρια σε 567.700. Πόσο τέλειος! Μόλις επιστρέψω θα πάω στη Μονή Αστερίου να ξεκουραστώ» ήταν οι τελευταίες τις σκέψεις εκείνο το βράδυ και σχεδόν αμέσως από το σαλόνι της σουίτας η Ειρήνη άκουσε το ροχαλητό της μητέρας της.
Την επόμενη μέρα το πρωί η πριγκίπισσα Ειρήνη παράκουσε τις εντολές της βασίλισσας και την ξύπνησε άρον – άρον: «Μητέρα, αυτό που θα δείτε, είναι εξωφρενικό. Και το εξωφρενικότερον είναι πως συμβαίνει στην Αγγλία» είπε και τράβηξε τις κουρτίνες. Η Φρειδερίκη αγριεμένη που την παράκουσαν, ήταν έτοιμη να επιπλήξει την κόρη της, αλλά δεν το έκανε. Σηκώθηκε και κατευθύνθηκε στο παράθυρο. Κόντεψε να πάθει αποπληξία. Η ασάλευτη γυναικεία φιγούρα είχε πλαισιωθεί από δεκάδες ανθρώπους που όλοι τους φώναζαν συνθήματα και κοίταζαν προς το παράθυρο. Έκλεισε με μανία τις κουρτίνες, πήγε στο τηλέφωνο, σχημάτισε το νούμερο της ρεσεψιόν και ζήτησε να μιλήσει με τον διευθυντή. Σε λίγα δευτερόλεπτα ο διευθυντής του Claridge’s απαντούσε στο τηλέφωνο.
«Γνωρίζετε ότι είμαι τακτική πελάτισσα του ξενοδοχείου σας. Γνωρίζετε βεβαίως ότι είμαι η Βασίλισσα της Ελλάδος. Απαιτώ αμέσως να εκκενωθεί ο δρόμος. Με απειλούν, δεν τον βλέπετε;» ρώτησε με φωνή που έτρεμε από τον συγκρατημένο θυμό που έβραζε μέσα της. Ο φλεγματικός Άγγλος με ήρεμη φωνή τής απάντησε και το ακουστικό κόντεψε να της πέσει από το χέρι: «Λυπούμαι, Μεγαλειοτάτη, δεν μπορώ να τους απομακρύνω. Δεν είναι δικαιοδοσία μου. Και βρίσκονται στο πεζοδρόμιο χωρίς να κλείνουν την κυκλοφορία. Λυπούμαι, βρισκόσαστε στο Λονδίνο».
Η Φρειδερίκη βρισκόταν στο Λονδίνο και όχι στην Αθήνα, όπου ένα βλέμμα της θα μπορούσε να κινητοποιήσει μέχρι και τον στρατό για τους ταραξίες. Σηκώθηκε και ξανακοίταξε από το παράθυρο. Τότε διάβασε το πλακάτ που βαστούσε η ασάλευτη γυναικεία φιγούρα: «Βασίλισσα Φρειδερίκη απελευθέρωσε τον σύζυγο μου»…
Ήταν η Αγγλίδα δασκάλα Μπέτυ Αμπατιέλου – Μπάρτλετ. Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου ήταν απεσταλμένη της «Daily Worker» στην Ελλάδα. Εκεί γνώρισε, ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε τον ναυτεργάτη Αντώνη Αμπατιέλο, ήρωα της αντίστασης και με πολλές εύφημες μνείες από το ΣΜΑ (Στρατηγείο Μέσης Ανατολής). Ο Αμπατιέλος σάπιζε και βασανιζόταν 16 ολόκληρα χρόνια στις φυλακές, επειδή ήταν κομμουνιστής και επειδή πολέμησε τον ναζισμό. Η Αμπατιέλου ζητούσε να μπει ένα τέλος σε όλο αυτό.
Η Φρειδερίκη ύστερα από λίγη ώρα, συνοδευόμενη από τους σωματοφύλακές της και την κόρη της Ειρήνη, βγήκε από την κεντρική πόρτα του ξενοδοχείου για να πάει για ψώνια στο Λονδίνο.
Δεν πρόλαβε να στρίψει στη γωνία και οι όλο και περισσότεροι φοιτητές, μαζί με την Αμπατιέλου, την πρόλαβαν. Η βασίλισσα της Ελλάδας βίωνε ένα μαρτύριο. Οι διαδηλωτές φώναζαν να σταματήσουν οι φυλακίσεις των πολιτικών κρατουμένων και πλησίαζαν επικίνδυνα. Χωρίς να σέβονται ούτε καν το πρωτόκολλο, πλησίασαν σε απόσταση αναπνοής τη σεπτή βασίλισσα.
Οι σωματοφύλακές της, ανήμποροι να αντιδράσουν μπροστά σε αυτήν τη θύελλα, απωθήθηκαν και, μέσα στην αναμπουμπούλα, τις φωνές και τα σπρωξίματα, Φρειδερίκη και Αμπατιέλου ήρθαν πρόσωπο με πρόσωπο. Η Φρειδερίκη είχε χάσει το χρώμα της και έκανε να γυρίσει την πλάτη και να τρέξει. Η Αμπατιέλου την έπιασε γερά από τους ώμους. Κάποια διαδηλώτρια έριξε στα βασιλικά οπίσθια μια μεγαλοπρεπή κλοτσιά, ενώ πολλοί φοιτητές άρχισαν να γιουχάρουν τη «Γερμανίδα μαντάμ Νου», όπως αποκαλούσαν τη Φρειδερίκη. Κάποιοι δεν δίστασαν και να τη φτύσουν.
Κανείς δεν γνωρίζει εάν η Αμπατιέλου χαστούκισε τη βασίλισσα, όπως γράφτηκε και έκανε τους Έλληνες πίσω στη χώρα να γελούν και να ψιθυρίζουν «ν’ αγιάσει το χέρι της». Αυτό που γνωρίζουν όλοι, είναι πως νωρίτερα η Αμπατιέλου είχε ζητήσει συνάντηση μέσα στο ξενοδοχείο με τη βασίλισσα για να της εκθέσει το πρόβλημα. Η Φρειδερίκη, που δεν μπορούσε να χωνέψει ότι εκτός του αστυνομοκρατούμενου ελληνικού κράτους δεν είχε καμία δικαιοδοσία, απάντησε ιταμά και απαξιωτικά με την υπηρεσία της ότι αρνείται να τη δεχτεί. Το ίδιο απάντησε και ο «αυλάρχης» Δημήτριος Λεβίδης που συνόδευε τη βασίλισσα.
Η Φρειδερίκη άρχισε να τρέχει σε έξαλλη κατάσταση στους δρόμους του Λονδίνου. Οι διαδηλωτές από πίσω της να τη γιουχάρουν. Την ακολουθούσαν με τα πλακάτ τους και της φώναζαν λέξεις που ποτέ δεν είχαν ακουστεί στην αυλή της Ηρώδου του Αττικού, όπου έμενε τότε. Οι Λονδρέζοι είχαν σταματήσει στα πεζοδρόμια και χάζευαν και γελούσαν με ό,τι έβλεπαν.
Κάθιδρη η βασίλισσα έστριψε σε ένα στενό για να ξεφύγει, αλλά η κατάρα του Λονδίνου δεν την άφηνε σε ησυχία. Ήταν αδιέξοδο. Το πλήθος σε λίγα δευτερόλεπτα θα έστριβε και εκείνο και θα την εγκλώβιζε. Πανικόβλητη άρχισε να πατάει όλα τα κουδούνια της πρώτης πολυκατοικίας που βρήκε: «Ανοίξτε μου, σας παρακαλώ, είμαι η βασίλισσα της Ελλάδας, με κυνηγούν». Τελικά κάποιος ένοικος δέησε να της ανοίξει την πόρτα και η κραταιά γυναίκα της χώρας σωριάστηκε στην καρέκλα του έκπληκτου ανθρώπου μέχρι να εμφανιστεί η αστυνομία και να τη διαβεβαιώσει ότι οι διαδηλωτές είχαν διαλυθεί.
Όταν η Φρειδερίκη επέστρεψε αργά το απόγευμα στο ξενοδοχείο της και μπήκε από την πόρτα υπηρεσίας, άνοιξε πάλι με χέρια που έτρεμαν τις κουρτίνες και με προσοχή κοίταξε έξω. Η γυναικεία φιγούρα, ασάλευτη, βρισκόταν εκεί απέναντι και κοίταζε το παράθυρό της με σκληρό βλέμμα.
Επόμενη μέρα
Το βράδυ η Φρειδερίκη δεν κοιμήθηκε καθόλου. Είχε εφιάλτες όπως όταν είχε πάει με τη Σοφία στο Παρίσι και στο Λονδίνο για ψώνια και εκείνος ο αλήτης ο δημοσιογράφος μέτρησε μια – μια τις βασιλικές βαλίτσες κατά την επιστροφή και διαπίστωσε ότι ήταν 120. Όλες γεμάτες ψώνια με τα λεφτά του πεινασμένου ελληνικού λαού.
Η μέρα ξημέρωσε με τη σεπτή βασίλισσα κακοδιάθετη, αλλά τα χειρότερα δεν είχαν έρθει ακόμη. Προς στιγμή χαμογέλασε όταν κοίταξε από το παράθυρο και η άθλια εκείνη φιγούρα είχε εξαφανιστεί. «Καιρός ήταν να μας αφήσει ήσυχες» σκέφτηκε. Την ίδια ώρα όμως η Αμπατίελου βρισκόταν στον πύργο του Ουίνδσωρ και ζητούσε να επιδώσει προσωπική επιστολή προς τη βασίλισσα της Μ. Βρετανίας.
Η βασίλισσα Ελισάβετ, αν και γνώριζε λεπτομερώς τα γεγονότα της προηγούμενης μέρας και είχε πληροφορηθεί την άρνηση της Φρειδερίκης να δεχτεί ένα αντίστοιχο υπόμνημα και συνάντηση, εντούτοις δέχτηκε την επιστολή της Αμπατιέλου: «Σας ικετεύω εν ονόματι της ανθρωπότητας, όπως επέμβετε στη βασίλισσα της Ελλάδας, ο λόγος της οποίας θα ήτο αμέσως επαρκής, διά την άμεσον απόλυσιν του συζύγου μου, ο οποίος είχε αφιερώσει εαυτόν κατά τον πόλεμον εις την συμμαχικήν υπόθεση» έγραφε η επιστολή.
Η Φρειδερίκη είχε πάρει από τη βασίλισσα της Αγγλίας ένα μάθημα δημοκρατικής συμπεριφοράς, ένα ηχηρό χαστούκι που θα της έκαιγε το μάγουλο για πολύ καιρό.
Και σαν να μην έφτανε αυτό, την ίδια ημέρα η «Sunday Express» με πρωτοσέλιδο άρθρο του δημοσιογράφου Douglas Clark, υπενθύμιζε τις «φιλοναζιστικές συμπάθειες» της Φρειδερίκης πριν από τον πόλεμο, όταν ήταν μέλος της «Χιτλερικής Οργάνωσης Νεανίδων», και κατέληγε: «Είναι πασίγνωστο ότι η ισχυρογνώμων σύζυγος του Βασιλέα των Ελλήνων, Παύλου, είναι εκείνη που φοράει τα παντελόνια». Ενώ η «Evening Star» για το επεισόδιο ανέφερε: «Η Βρετανία τάσσεται υπέρ της ελευθερίας του λόγου και εάν εν ενεργεία ή πρώην αρχηγοί κρατών που την επισκέπτονται δεν το καταλαβαίνουν, ή δεν τους αρέσει, ημπορούν άνετα να φύγουν».
Η Φρειδερίκη βρισκόταν στα όρια της κατάρρευσης. Από τη μια είχε τα δηκτικότατα άρθρα «για την ανεπιθύμητη Βασίλισσα της Ελλάδας» και από την άλλη αγγλικό δικαστήριο αθώωσε 16χρονο Κύπριο φοιτητή ο οποίος είχε παραπεμφθεί με την κατηγορία της «ανάρμοστης συμπεριφοράς» προς τη Βασίλισσα της Ελλάδας. «Ο κατηγορούμενος» έγραφε το κατηγορητήριο «κρατούσε τη χειρολαβή της θύρας του βασιλικού αυτοκινήτου και εφαίνετο ως να προσεπάθει να εισέλθει εις αυτό. Ομιλούσε δε εις την Βασίλισσα με υβριστικάς εκφράσεις».
Ο άθλιος Άγγλος δικαστής αθώωσε τον 16χρονο και το σκεπτικό της απόφασής του ήταν το εξής: «Η καταδίκη του νεαρού διαδηλωτή θα ήταν αντίθετη με την επικρατούσαν εις την χώραν μας ελευθερίαν του λόγου. Οιοσδήποτε πολίτης μπορεί όχι μόνον να ομιλεί εις μία Βασίλισσα αλλά και να εκφράζει τας γνώμας του προς αυτήν, έστω και εάν αι γνώμαι είναι δυσάρεστοι διά την βασίλισσαν. Εις μίαν χώραν που υπάρχει πλήρης ελευθερίαν του λόγου, η πράξις αυτή δεν συνιστά αδίκημα». Τρίτο σκαμπίλι στα σεπτά βασιλικά μάγουλα της Φρειδερίκης. Το Λονδίνο είχε εξελιχθεί σε εφιάλτη.
Την επόμενη μέρα ο εφιάλτης πήρε σάρκα και οστά. Έφτασε στο Λονδίνο ο βουλευτής της ΕΔΑ Γρηγόρης Λαμπράκης, ο οποίος στάθηκε στο πλευρό της Αμπατιελου και ζήτησε συνάντηση με τη βασίλισσα. Η απάντηση φυσικά του πρώην μέλους του ναζιστικού κόμματος ήταν και πάλι αρνητική. Ο υπασπιστής του διαδόχου, Μιχάλης Αρναούτης, είπε στον βουλευτή της ΕΔΑ για τη βασίλισσα: «Είναι αγύριστο κεφάλι».
Το ίδιο αγύριστο κεφάλι, όμως, ήταν και ο Λαμπράκης. Σε ελάχιστη ώρα είχε οργανώσει συνέντευξη Τύπου. Δεν θα άφηνε τη γυναίκα που είχε ρημάξει τον ελληνικό λαό με τα τερτίπια της και τις δολοπλοκίες της έτσι. Την επόμενη μέρα ο βρετανικός Τύπος με πρωτοσέλιδά του πρόβαλλε τις δηλώσεις Λαμπράκη: «Στην Ελλάδα, δεν κυβερνά η κυβέρνηση ούτε ο Βασιλεύς. Στη χώρα μου κυβερνά η Βασίλισσα Φρειδερίκη».
Η Φρειδερίκη ήταν συνέχεια εκνευρισμένη. Δεν μιλούσε σε κανέναν. Τα παιδιά της έφευγαν από το οπτικό της πεδίο για να μην υποστούν την έκρηξή της χωρίς λόγο. Μια ασήμαντη γυναίκα, σύζυγος ενός κομμουνιστή, την ταπείνωσε. Αλλά και η βασίλισσα της Αγγλίας, αντί να σεβαστεί ότι είναι και εκείνη γαλαζοαίματη, την ταπείνωσε χειρότερα. Και αυτός ο άθλιος ο γιατρός. Θα τον κανόνιζε για τα καλά στην Ελλάδα. Και η βασίλισσα δεν ξεχνούσε. Εσπευσμένα έστειλε ένα τηλεγράφημα στην Αθήνα προς την ελληνική κυβέρνηση: «Επιστρέφω. Δεν θέλω υποδοχές».
Είκοσι τρεις ημέρες αργότερα, ο βουλευτής της ΕΔΑ Γρηγόρης Λαμπράκης δολοφονήθηκε άνανδρα στη μέση του δρόμου, στη Θεσσαλονίκη, ύστερα από ομιλία του για την ειρήνη. Δεν ήταν μόνο το τρίκυκλο του θανάτου, ήταν μια ενορχηστρωμένη δολοφονία από μέλη παρακρατικών ακροδεξιών και βασιλικών οργανώσεων. Το κράτος έκανε τα πάντα για να τους καλύψει. Και εν μέρει τα κατάφερε. Το «μαχαίρι» δεν έφτασε ποτέ στον πραγματικό ηθικό αυτουργό. Μια δήλωση του τότε πρωθυπουργού τα έλεγε όλα: «Ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπο;».
banner-article

Ροη ειδήσεων