Γράμματα & Τέχνες Λογοτεχνία

Κούλα Αδαλόγλου “Γιατί το μέλλον μια μικρή κουκίδα”. Γέφυρες της μνήμης και του χρόνου

  Δήμητρα Σμυρνή

Μετά από τριάντα έξι χρόνια γραφής, η Κούλα Αδαλόγλου φέρνει στο φως την 8η ποιητική της συλλογή, «Γιατί το μέλλον μια μικρή κουκίδα», εκδόσεις Σαιξπηρικόν.

Ποίηση πυκνή, της ωριμότητας, αγγίζει τη μνήμη και τον χρόνο, παίζοντας μαζί τους άλλοτε οδυνηρά κι άλλοτε λυτρωτικά.

Η συλλογή χωρίζεται σε δύο ενότητες, « Όλα μες στο σκοτάδι θα γίνουν» και «Γιατί το μέλλον μια μικρή κουκίδα», που αποτελούν και στίχους ολοκληρωμένων ποιημάτων, σηματοδοτώντας όμως τους στόχους, νοηματικούς, εκφραστικούς και συναισθηματικούς της ποιήτριας.

Τα σαράντα εφτά ποιήματα της συλλογής διακρίνονται για το μικρό τους μέγεθος, την εκφραστική τους ευστοχία και τη συναισθηματική τους δύναμη, καθώς καταφέρνουν να  δώσουν το μέγεθος της στιγμής ή τη σμίκρυνση του απείρου, σ’ ένα παιχνίδι ανάμεσα στο παρελθόν το παρόν και το μέλλον.

Πρωταγωνιστεί ο ψυχικός κόσμος της ποιήτριας, φορέας της μνήμης ενός παρελθόντος καθοριστικού για το παρόν της, που συναντιέται με το παρόν της μικρής εγγονής της, της Νεφέλης, καθώς γίνεται το πρόσωπο ενός λαμπερού, πολλά υποσχόμενου μέλλοντος. Η Νεφέλη είναι γι’ αυτήν η συνέχεια…

Γυρνώντας πίσω η μνήμη πονά – «με πολλαπλά κατάγματα η μνήμη» – καθώς αγαπημένα πρόσωπα εισβάλλουν μέσα από τη μνήμη με φιγούρες ή ακόμη και μυρωδιές, υπενθυμίζοντας άλλοτε την επερχόμενη φθορά,

Ερχόταν πρώτα η μυρωδιά
κρέμα νυκτός
κι ύστερα έμπαινε η ίδια, η μαμά.
Τώρα πηγαίνω κι εγώ για ύπνο με κρέμα νυκτός.
Όμως το προσκεφάλι έχει βαθιές χαράδρες
γκρεμίζομαι
κόκκινα κουρέλια τα σεντόνια
παφλάζουν και μετά ηρεμία.
Μια πρόσκαιρα ενυδατωμένη επιδερμίδα
επιπλέει σαν σχεδία
πάνω σε θολό υγρό επαπειλούμενης σήψης.

κι άλλοτε πάλι τη νοσταλγία ενός παιδικού χαμένου παράδεισου.

Με ευλόγησε το χέρι της γιαγιάς, παχουλό σαν φουσκωμένο ζυμαράκι στον καρπό, είχα χρόνια πολλά να δω το χέρι της, το χαμόγελο το βλέπω συχνά, με συντρέχει, όπως και οι άλλοι από τις φωτογραφίες χαμογελούν, μου περνούν ένα σάλι στους ώμους σαν πέσει ψύχρα, ένα λαστιχάκι στα μαλλιά να μην πέφτουν στα μάτια μου, κι ύστερα καμώνονται τους ανήξερους και κοιτούν το άπειρο, όμως εγώ δεν κάνω λάθος και κλείνω τις κουρτίνες, ο ήλιος διώχνει χειρονομίες και βλέμματα που ανθούν στο σκοτάδι.


Ο χρόνος εξακολουθεί να είναι καθοριστικά παρών.

……………………………………
Ένα ευέλικτο αλυσοπρίονο
τεμαχίζει τον χρόνο
κομμάτια- εικόνες που προσπαθούν να κρατηθούν
μερικώς αδιαχώριστα
σαν μια προοπτική αναδρομής των δεδομένων.

 Ορίζει τα όρια και τον χώρο της Ποίησης.

………………………………………
Γέμισε ο χώρος από λέξεις ήμερες και παραπονεμένες
που με καλούσαν να πατήσω πάνω τους,
μήπως και πάψω να αιωρούμαι
τις μικρές ώρες πάνω σε τσακισμένο λεπτοδείκτη.

Η μορφή της Νεφέλης σφραγίζει με την παρουσία της ένα μεγάλο μέρος της συλλογής, φέρνοντας μια πνοή αθωότητας και αισιοδοξίας για το μέλλον μέσα από τρυφερές πινελιές

……………………………………
Τότε τρέχει εκείνη να της κουμπώσω το πέδιλο,
μου δίνει μια ανθοδέσμη αγριολούλουδα
με τα μικρά της χέρια
σκεπάζει τη νωπή σάρκα μου με φύλλα ευκαλύπτου
να θρέψουν οι πληγές προστατευμένες.

Εικόνες και λέξεις ενός πηγαίου λυρισμού χτίζουν μια ποίηση κάποιες φορές πολύχρωμη και αστραφτερή, όπως το πρόσωπο ενός παιδιού.

……………………………………
Και πώς είναι να χάνεσαι μέσα στο παραμύθι
και να κρατιούνται από το χέρι η μουσική, το όνειρο, τα χρώματα.
Και να σηκώνονται οι λέξεις
να βγάζουν ασημένιες κλωστές για το φεγγάρι
χρυσές φωνούλες για τον ήλιο,
ενώ κρατάς σφιχτά στο χέρι σου
κόκκινο αστραφτερό δοξάρι.


Και το παρόν μεταμορφώνεται σε μέλλον, εκεί που μπερδεύεται η παρουσία με την απουσία μέσα στο άγνωστο, καθώς γίνεται ήρεμη και σοφή παραδοχή.

…………………………………
έτρεχες κι έλαμπες
και μεγάλωνες και ταξίδευες –
κι εγώ ένα σημάδι στο άπειρο
να σε κοιτώ κι ας μη με βλέπεις.

Θα σου γνέφω
την ώρα που φεύγεις
εκεί, μισοκρυμμένη στο τζάμι,
κι εσύ θα σταματάς για μια στιγμή, θα υψώνεις το κεφάλι
και θα χαμογελάς
θα είμαι εκεί στην καθημερινότητά σου.
………………………………

Το βιβλίο είναι αφιερωμένο στη μικρή αέρινη Νεφέλη, όμως οι ισορροπίες προσώπων, συναισθημάτων και ιδεών κατανέμονται έτσι, που να φωτίζουν όχι μόνο τον προσωπικό πυρήνα από τον οποίο είναι φυσικό να ξεκινά κάθε ποιητής, αλλά και το σημερινό κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι. Η ποιήτρια δεν αποστασιοποιείται από τον πόνο του άλλου, που είναι τόσο κοντινός γι’ αυτήν, όσο και ο δικός της. Τον καταγράφει συμπάσχοντας χωρίς περιττούς μελοδραματισμούς, αποδίδοντας με λέξεις καίριες τον καθρέφτη του αδυσώπητου σήμερα.

Η τρέλα, κάποτε απότοκος των σημερινών αδιεξόδων, περιγράφεται με στίχους τραγικά σαρκαστικούς.

Όλοι τον γνώριζαν για καλόβολο άνθρωπο.
Ένα πρωί μπούκαρε με κονκάρδες
με σημαία και ένα σουγιαδάκι στο χέρι
χοροπηδούσε πάνω στα γραφεία και στις καρέκλες.
Πίσω και σας έφαγα κερατάδες βαλτωμένοι.
Την τελευταία μέρα
εμφανίστηκε ντυμένος στα μαύρα
να κρατάει έναν νεκρό καραγκιόζη.

Η στέρηση, το κρύο, η απανθρωπιά των ημερών, δυναμώνουν την κραυγή διαμαρτυρίας.

………………………………
Ανοίγω το φερμουάρ της τσάντας μου
μήπως βρω τα Χριστούγεννα
που δεν ήρθανε φέτος.
Μη βλέπετε αυτή που λέει πως είμαι εγώ
τριγυρνάει στο σπίτι μου
δήθεν στολίζει γιορτινά
μαγειρεύει δήθεν χριστουγεννιάτικα.
Ψέματα λέει.
Εγώ είμαι πεσμένη Ερμού 62
σ’ ένα παγωμένο πεζοδρόμιο
ουρλιάζω σαν τον λύκο
εις μάτην
το ουρλιαχτό μου δεν τέμνεται
με την έλευση του νέου χρόνου.


Αλλού η προσφυγιά και ο πόλεμος περιγράφονται με αφαιρετική δύναμη.

…………………………………
Εκεί στα σύνορα
δεν ανθίζουν τα συρματοπλέγματα
ό,τι κι κάνεις.
Κι ούτε μπορούν τα μάτια τους να τα τρυπήσουν
όσο κι αν είναι έντονα τα βλέμματα.
Πάλι αίμα θα βοσκήσει η Ιστορία.

Και συνεχίζει με εικόνες, όπου το φως νικά το σκοτάδι.

Τρυπώνω στον φακό της κάμερας και πάω
περνώ βουνά σύνορα και φράχτες.
Άνθρωποι με ελαφρά μπουφάν στο ψύχος
το χιόνι κάτω παγωμένο
η μάνα εξαθλιωμένη, μαντίλα στο κεφάλι, βήχει
κι αυτή στην αγκαλιά της – πόσων μηνών; – ανήσυχη,
τεράστια μάτια απ’ την αδυναμία, λερωμένη,
της δίνω ένα μπιμπερό
κοιτάζει γύρω έκπληκτη
κι ανθίζει το πιο όμορφο χαμόγελο
μέσα στο οδυνηρό σκοτάδι.

Η ποίηση της Αδαλόγλου δεν είναι ποίηση του εντυπωσιασμού. Είναι ποίηση βαθιά ανθρώπινη και ευανάγνωστη. Τη βοηθά να την κάνει κτήμα των πολλών όχι μόνο η πηγαία φλέβα της αλλά και η επιστημονική της γνώση της γλώσσας, γνωρίζοντας όλα τα μυστικά της και την ιδιαίτερα βαρύνουσα χρήση της στίξης στον λόγο τον ποιητικό. Ποίηση που κάνει τον αναγνώστη συμμέτοχο  των ποιητικών της αναζητήσεων με συναισθηματική μέθεξη από τη μεριά του.

Η ποιήτρια συνεχίζει το ποιητικό της ταξίδι, που το ταυτίζει με το ταξίδι της ζωής, αφού, όπως δήλωσε κάποτε «Η ποίηση για μένα είναι τρόπος ζωής, είναι ανάσα. Δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς αυτήν. Και για να δανειστώ και τον στίχο του Καρυωτάκη η ποίηση είναι ένα καταφύγιο. Είναι τρόπος ζωής, ανάσα και επιβίωση…», κλείνοντας τη συλλογή της με τους στίχους:

…………………………………
Κι εγώ στο κατάστρωμα πάντα με τα μαλλιά ν’ ανεμίζουν
ρούχο λινό
αλλάζω σχήμα και χρώματα
κι εύχομαι ν’ αργήσει πολύ να φανεί η στεριά.

(Οι πίνακες που συνοδεύουν το κείμενο είναι της Ρένας Αβαγιανού.) 

banner-article

Ροη ειδήσεων