Γιώργος Καλογήρου. Με το πάθος για τη Βέροια, τη μουσική, τη δημοσιογραφία / συνέντευξη στη Δήμητρα Σμυρνή
Συνέντευξη στη Δήμητρα Σμυρνή
Ο Γιώργος Καλογήρου είναι από κείνους τους ανθρώπους, που η πόλη τους στάθηκε γι’ αυτούς χώρος αυτοπροσδιορισμού και κατάθεσης προσωπικής δημιουργίας. Συμμετέχει από τα πρώτα νεανικά του χρόνια στην προσπάθεια να αναδείξει το καλλιτεχνικό της δυναμικό με διοργανώσεις πολιτιστικών εκδηλώσεων, την τιμά με τη μουσική του ως συνθέτης και καταγράφει την καθημερινή της πορεία με την εφημερίδα του, τη «Βέροια», ως δημοσιογράφος. Η σχέση όμως είναι αμφίδρομη. Τον τιμά κι εκείνη, η πόλη, με διακρίσεις και προπαντός με τη γενική αποδοχή.
Με περιμένει στο σπίτι του με τη γυναίκα του, την αγαπημένη του Άννα. Σπίτι που αναδίδει ευγένεια και σεβασμό στην παράδοση και στη μνήμη. Το πιάνο του, ένα παλιό βιολί, το μουσικό του εργαστήρι πάνω με δίσκους του στον τοίχο, το ηλεκτρικό του πιάνο, συνδεδεμένο με τους υπολογιστές του, και φωτογραφίες, παντού φωτογραφίες, πάνω και κάτω.
Δεσπόζουν στον τοίχο οι δίδυμες μικρές του κόρες, με μια μοναδική εκφραστικότητα στα αθώα τους πρόσωπα. Απέναντι, στον άλλο τοίχο, οι γονείς του και οι γονείς της Άννας, σε παλιές κιτρινισμένες φωτογραφίες. Στη μέση η στεφανοθήκη… Δίπλα η Βέροια, η μεγάλη του αγάπη, σε παλιές γκραβούρες… Μουσική, μνήμη και παράδοση κυκλοφορούν στο χώρο ως έννοιες και ως πράξη ζωής.
Τον διακρίνει, όταν μιλά, πέρα από την ευστοχία στο λόγο, η ρεαλιστική προσέγγιση των πραγμάτων, που συνοδεύεται όμως κάποιες φορές από μια σπάνια ευαισθησία, που καταλήγει στην έκφραση έντονης συγκίνησης, όταν η μνήμη αγγίζει αγαπημένα πρόσωπα.
Γιώργος Καλογήρου. Η Φαρέτρα συναντά έναν εξαιρετικά ενδιαφέροντα άνθρωπο, έναν άνθρωπο που τον χαρακτηρίζει το πάθος για τη μουσική και τη δημοσιογραφία, αλλά και το πάθος για την πόλη του.
Γυρίζοντας πίσω, στη δεκαετία του ’60, μια εποχή που η Βέροια έμπαινε στο παιχνίδι της εξωστρέφειας δίνοντας δείγματα γραφής, εσείς υπήρξατε μια χαρακτηριστική παρουσία εκείνης της εποχής, αν και νεότατος. Πριν περάσουμε στη δική σας προσωπική ιστορία, πώς βλέπετε εκείνη την εποχή και με ποια συναισθήματα;
Πράγματι, η δεκαετία, όχι μόνο για τη Βέροια, αλλά και για όλη την Ελλάδα, ήταν μια δεκαετία αναγεννησιακού χαρακτήρα. Συμμετείχαμε ενεργά σ’ αυτήν τη μικρή επανάσταση που γινόταν. Κι εκείνο που είναι χαρακτηριστικό της συμμετοχής μας είναι ότι δεν είχαμε στο μυαλό μας να κερδίσουμε κάτι και προπαντός χρήματα. Ό,τι κάναμε ήταν προσφορά για την πόλη χωρίς ανταλλάγματα, χωρίς ούτε καν δικαίωση ηθική.
Η δεκαετία αυτή υπήρξε για μένα προσωπικά και η αρχή της μουσικής μου πορείας, που σίγουρα αντανακλούσε και στην πόλη μου. Για όλους μας που ζήσαμε εκείνη την εποχή η διοργάνωση για πρώτη φορά του Φεστιβάλ Παραγωγής της Βέροιας, φεστιβάλ που πρόβαλε την παραγωγή του τόπου αλλά και το πνευματικό και καλλιτεχνικό του δυναμικό, στην οποία διοργάνωση συμμετείχα ενεργά, έδωσε μια αίγλη σ’ όλη την πόλη, που μας έκανε περήφανους.
Το Φεστιβάλ ήταν μια κίνηση πρωτοποριακή για την εποχή, που βλέπετε πως και στις μέρες μας γίνεται προσπάθεια να αναβιώσει.
Πώς ξεκίνησε; Ξεκίνησε από μια παρέα νέων ανθρώπων με ανησυχίες, που καθώς συναντιόταν για να διασκεδάσει αλλά και να κουβεντιάσει, σκεφτόταν πως αφού υπήρχαν στοιχεία ζωντανά, ενεργά στην πόλη, θα έπρεπε κάτι να κάνουν γι’ αυτήν.
Αποφασίσαμε, λοιπόν, με επικεφαλής τον Τάκη το Βλαχόπουλο, νέοι όλοι τότε, ύστερα από πολλές συζητήσεις, να φτιάξουμε το Φεστιβάλ.
Δεν είχαμε μέσα, ήταν πολύ φτωχά. Μας βοήθησαν όμως ευτυχώς ο Δήμος και ο Στρατός, που μας έδινε προβολείς και τα τζιπ του, που τα μετατρέπαμε σε άρματα της παρέλασης.
Όλη η Βέροια ήταν στους δρόμους, για να δει τα άρματα που περνούσαν στολισμένα, συμβολίζοντας την καρποφορία του τόπου μας και με τις ωραιότερες κοπέλες της πόλης, που προκαλούσαν το θαυμασμό και επευφημίες. Και δεν ήταν μόνο οι Βεροιώτες στους δρόμους, αλλά μας επισκέπτονταν τότε κι από τις γύρω περιοχές, τονώνοντας τον τουρισμό της πόλης μας.
Ήταν μια ευτυχής συγκυρία η συνάντηση τόσων ανθρώπων που θέλησαν να δώσουν στην πόλη τους λάμψη και ζωντάνια. Νιώθω, λοιπόν, για κείνη την εποχή και για τη συμμετοχή μου στα τότε δρώμενα, ένα αίσθημα ικανοποίησης, πληρότητας και φυσικά νοσταλγίας…
Κι ας πάμε ακόμη πιο παλιά, μιλώντας τώρα για σας. Γεννιέστε στη Βέροια, από την οποία δε φεύγετε ποτέ. Θυμόμαστε την οικογένεια Καλογήρου, την ευγένεια και τη σεμνότητα που τη διέκρινε. Πώς σας διαμόρφωσε ως προσωπικότητα το οικογενειακό σας περιβάλλον;
Ήμασταν τέσσερα αδέλφια, όλα αγόρια. Ο πατέρας μου πέθανε νέος σχετικά, 62 χρονών. Είχε πάει μετανάστης στην Αμερική 14 ετών. Ήταν η εποχή που πάρα πολλοί Έλληνες έφευγαν στην Αμερική αναζητώντας μια καλύτερη τύχη. Ξεκίνησε σαν λαντζέρης, έπλενε πιάτα, κι έφτασε να κάνει ένα δικό του εστιατόριο πολυτελείας εκεί μ’ έναν συνεταίρο. Ήρθε η ώρα να παντρευτεί, αντήλλαξαν φωτογραφίες με τη μητέρα μου και ευοδώθηκε η προσπάθεια της προξενήτρας! Η μητέρα μου ανήκε στη οικογένεια Καρατζόγλου. Ο αδελφός της Αναστάσιος διετέλεσε αργότερα δήμαρχος της πόλης.
Μετά το γάμο θα έπαιρνε τη μητέρα μου στην Αμερική, η παράκληση όμως του παππού μου να τον κρατήσει κοντά του τον πείθει να επιστρέψει στην Ελλάδα, πουλώντας την εκεί περιουσία του και αγοράζοντας εδώ το εστιατόριο «Αλτ» και το Ξενοδοχείο «Μπρίστολ», που ήταν στον δεύτερο όροφο του ίδιου κτιρίου, στην οδό μεγάλου Αλεξάνδρου, εκεί που τώρα είναι ο Μασούτης, τα οποία ανακαίνισε και τα έκανε πολυτελείας.
Κάποια στιγμή ο πατέρας μου παίρνει δάνειο και χτίζει μια μεγάλη αίθουσα που προόριζε για κινηματογράφο, στο οικόπεδο που υπήρχε πίσω από το «Αλτ». Προσωρινά νοικιάζεται σε έμπορο σιτηρών, ο οποίος πέφτει έξω οικονομικά, καταρρέοντας ταυτόχρονα και το πάτωμα της αποθήκης από το βάρος του εμπορεύματος, λόγω κάποιας κακοτεχνίας.
Παρά τις τεράστιες οικονομικά συνέπειες ο χώρος γίνεται κινηματογράφος, ονομάζεται «Πάνθεον», νοικιάζεται σε επιχειρηματία και λειτουργεί για πάρα πολλά χρόνια, φέρνοντας τους Βεροιώτες σε επαφή με το καινούργιο είδος ψυχαγωγίας, τον κινηματογράφο, που έμπαινε στη χρυσή εποχή του. Όλοι οι παλιοί θυμόμαστε τις ουρές που σχηματίζονταν έξω από τους κινηματογράφους τότε.
Πουλώντας ο πατέρας μου, για να αποπληρώσει το δάνειο, όλο το συγκρότημα, κρατά μόνο το εστιατόριο, το «Αλτ». Πεθαίνοντας εκείνος το κρατάμε εμείς τα παιδιά σε λειτουργία μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’50. Δύσκολα, πολύ δύσκολα για όλους χρόνια…
Η μητέρα μου μένει μόνη με τα τέσσερα αγόρια της. Θυμάμαι την αγάπη και τη σύμπνοια που χαρακτήριζε τη σχέση των γονιών μου. Θυμάμαι από πολύ μικρό παιδί την τρυφερότητά της μητέρας μου και τη φροντίδα της για όλους μέχρι την πιο μικρή λεπτομέρεια. Θυμάμαι, (έντονα συγκινημένος), αράδιαζε τα παπούτσια μας στο πίσω μπαλκόνι, για να τα βάψει κάθε πρωί και γέμιζε τις τσέπες μας με ζεστά κάστανα φεύγοντας για το σχολείο.
Πήρα, λοιπόν, την αξία της εντιμότητας ως έννοιας αλλά και ως πράξης στη ζωή από τον πατέρα μου. Φανταστείτε ότι ποτέ σαν παιδί, όταν γυρίζαμε στα χωράφια που ήταν κάτω από την Ελιά, δεν διανοήθηκα να πάρω ένα τζερνίκι από ξένο δέντρο, ενώ οι φίλοι μου το έκαναν. Βέβαια, (γελώντας), τώρα σκέφτομαι ότι τα έτρωγα, όταν τα κατέβαζαν εκείνοι από το δέντρο!
Πήρα την αίσθηση της αγάπης ως αξίας από τη μητέρα μου και το σεβασμό των μικρότερων αδελφών προς τους μεγαλύτερους, σεβασμό που κρατήσαμε μέχρι τώρα. Με μια λέξη η οικογένειά μού δίδαξε ήθος μέσα από την καθημερινή πράξη.
Κι ας πάμε σε κάτι που σας χαρακτηρίζει ως προσωπικότητα πέρα για πέρα, την αγάπη σας για τη μουσική και την ενασχόλησή σας μ’ αυτήν. Πότε συνειδητοποιείτε πως σας τραβά η μουσική με τη μαγεία της;
Είμαι πολύ μικρός, 8-9 χρονών, όταν νιώθω αυτήν την ακατανίκητη έλξη! Ήδη στην οικογένειά μας τραγουδούσαμε όλοι από πολύ παλιά. Πρώτη, δεύτερη φωνή, τρίτη… Είναι κληρονομικό. Είχα θείες που τραγουδούσαν υπέροχα, ο θείος μου ο Καρατζόγλου, ο δήμαρχος, το ίδιο… Υπήρχαν οικογενειακές καταβολές…
Όταν εγώ ήμουν 12-13, έκανα…μουσικές παραστάσεις με πρωταγωνιστές τα δύο μικρότερα αδέλφια μου! Παραστάσεις για το κοινό! Τα καλοκαίρια παραθερίζαμε στο Σέλι, μαζεύονταν παραθεριστές να μας δουν και να μας ακούσουν και, ξέρετε, πλήρωναν κι ένα πολύ μικρό εισιτήριο, απ’ ότι θυμάμαι!
Τα αδέλφια μου τραγουδούσαν πρώτη, δεύτερη φωνή κι εγώ από πίσω έπαιζα κιθάρα. Η κιθάρα μου ήταν μια παλιά κιθάρα της μητέρας μου, γιατί έπαιζε κι εκείνη λίγη κιθάρα.
Άρχισα σιγά-σιγά να γρατζουνάω, κάποιοι φίλοι του πατέρα μου άρχισαν να μου δείχνουν κάποια βασικά πράγματα, και ξεκίνησα να μελετώ πολλές ώρες κιθάρα. Σημαντικός για μένα πρώτος δάσκαλος στην κιθάρα ο Γιώργος Ζαμπούνης, για ένα μικρό διάστημα. Γεννήθηκα με τη μουσική. Γεννιέται κανείς με το πάθος της μουσικής, γεννιέται, δε γίνεται. Μορφώνεται μουσικά ναι, το πάθος όμως είναι κάτι άλλο…
Θα γινόμουν οπωσδήποτε μουσικός με σημαντικές σπουδές, αν δεν είχε πεθάνει ο πατέρας μου και μπορούσα να φύγω από τη Βέροια. Δεν είχε τότε η Βέροια ωδείο. Είχαμε κάποιες σχολές, όπως του Μαρίνου του Βασιλειάδη, όπου φοίτησα δύο χρόνια, δεν ήταν όμως ωδείο. Αργότερα πήγαινα στη Θεσσαλονίκη, κατέβαινα δυο φορές την εβδομάδα με το λεωφορείο για μαθήματα πιάνου στο Κρατικό Ωδείο, με καθηγητή το Φώτη Ζερβόπουλο, και γύριζα πίσω. Κάνω τρία χρόνια σπουδών και μετά σταματάω, χωρίς να πάρω πτυχία.
Με παρηγορεί, χωρίς προς θεού να κάνω συγκρίσεις, το ότι μεγέθη σαν του Χατζιδάκι -ο οποίος, πέρα από το ανεπανάληπτο ταλέντο, δεν είχε πλήρη μουσική μόρφωση, όπως ομολογούσε- αλλά και μουσικοί, όπως ο Τσιτσάνης, ο Νικολόπουλος ή ο Ζαμπέτας, δεν διέθεταν μουσικούς τίτλους αλλά υπήρξαν μοναδικοί στο είδος τους.
Από κει και πέρα ανοίγω τα φτερά μου στη μουσική, γνωρίζομαι με ανθρώπους, διοργανώνουμε συναυλίες, φέρνουμε στη Βέροια ονόματα μεγάλα από την Αθήνα. Γιατί από την Αθήνα; Γιατί σας είπα πως δεν είχαμε τότε ωδεία. Σήμερα έχουμε ένα σημαντικό ντόπιο καλλιτεχνικό δυναμικό, με το οποίο μπορεί να κάνει κανείς πολλά πράγματα!
Η πρώτη μου δημόσια εμφάνιση γίνεται το 1965 στα πλαίσια της εκδήλωσης «Βέροια, Μουσική και Φως», που οργάνωσε ο Τουριστικός Όμιλος Βέροιας. Στην εκδήλωση αυτή παρουσιάστηκαν τραγούδια μου σε στίχους του φίλου μου Μιχάλη Μαρμαρά, με το «Τρίο Βέροια», ( Πέτρος Καρανίκας, Νίκος Καλαϊτζής και Αντώνης Καλογήρου) και την Ορχήστρα του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας Βορείου Ελλάδος υπό τη διεύθυνση του Μενέλαου Σπάθη. Την ίδια χρονιά παίρνω μέρος στο 5ο Φεστιβάλ Ελαφρού Τραγουδιού της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης.
Το Φεστιβάλ του Ελαφρού Τραγουδιού μεσουρανούσε τότε και ήταν πόλος έλξης όλων των καλλιτεχνών. Ποια ήταν η εμπειρία σας από τη συμμετοχή σας σ’ αυτό;
Πραγματικά ήταν πόλος έλξης καλλιτεχνών. Εκεί χτυπούσε η καρδιά του Ελαφρού Τραγουδιού. Έγινε ένας διαγωνισμός τραγουδιού μια-δυο χρονιές στην Αθήνα και μετά μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη, καθώς συνδέθηκε με τη Διεθνή της Έκθεση.
Στη Θεσσαλονίκη ερχόταν όλοι οι γνωστοί συνθέτες της εποχής, Ξαρχάκος, Πλέσσας, Μωράκης… Εγώ, άγνωστος τελείως και χωρίς ανάλογες μουσικές σπουδές, τόλμησα να συμμετάσχω. Πώς; Μα, αν είσαι νέος, τολμάς! Εγώ κι ο φίλος μου ο Μιχάλης ο Μαρμαράς, που έγραψε τους στίχους, τολμήσαμε!
Να σκεφτείτε ότι στην παρτιτούρα του τραγουδιού μάς βοήθησε ο Μενέλαος Σπάθης, που τον είχαμε φέρει, όπως σας είπα προηγουμένως, για μια συναυλία του ΤΟΒ.
Στείλαμε, λοιπόν, το τραγούδι χωρίς να ελπίζουμε ότι θα προκριθούμε. Υποβάλλονταν τότε γύρω στα 300 τραγούδια και επιλέγονταν 20, τα οποία ακούγονταν στο Παλαί ντε Σπορ. Η επιλογή γινόταν από ειδικούς.
Τη μέρα της ανακοίνωσης των τραγουδιών που επιλέχθηκαν για να διαγωνιστούν, σηκώνομαι το πρωί, τρέχω στο περίπτερο, ανοίγω με χέρια που έτρεμαν την εφημερίδα και τι να δω; Τα «Άσπρα φτερά», το τραγούδι μας, είχε επιλεγεί από τα 300! Δακρυσμένος κοίταζα και ξανακοίταζα τα ονόματά μας και έλεγα «αυτό τώρα γράφτηκε, δε σβήνεται! Είμαστε μέσα στους 20, δεν αλλάζει!»
Μετά τη χαρά και τους πανηγυρισμούς πήγαμε στην Αθήνα, επιλέξαμε τους τραγουδιστές μας, τον Τέρη Χρυσό και τη Μαίρη Οικονόμου, ζώντας πραγματικά εντυπωσιακές στιγμές. Γιατί για μας, τα άγνωστα παιδιά της επαρχίας, το να κάνουμε πρόβα δίπλα στον Πλέσσα ή τον Κουγιουμτζή δεν ήταν λίγο! Και μην ξεχνάμε ότι εμείς δεν ήμασταν και επαγγελματίες μουσικοί, ήμασταν ερασιτέχνες και μάλιστα οι μόνοι ερασιτέχνες ανάμεσα στους 20!
Το ’65 ήταν η μόνη χρονιά που η κρίση των τραγουδιών δε γινόταν από το κοινό, όπως τις προηγούμενες, αλλά από κριτική επιτροπή, στην οποία πρόεδρος ήταν ο Χατζιδάκις.
Τι απέγινε με το τραγούδι μας; Δεν πήρε κάποιο βραβείο, φάνηκε όμως ότι άρεσε στον κόσμο, γιατί ο Νίκος Μαστοράκης, ο γνωστός τότε δημοσιογράφος, έγραψε στη «Μεσημβρινή» γι’ αυτό: Τα « Άσπρα φτερά » που τραγούδησαν η Μαίρη Οικονόμου και ο Τέρης Χρυσός – ιδιαίτερα δημοφιλής στη Θεσ/νίκη – σαφώς «Χατζηδακίζοντα», συγκέντρωσαν τα περισσότερα χειροκροτήματα από όλα τα τραγούδια του Φεστιβάλ (32″) και χάρισαν τις πρώτες νότες κάποιας δροσιάς στη γενική κατήφεια των τραγουδιών που ακούστηκαν […]
Για μας η μεγαλύτερη διάκριση ήταν και μόνο η συμμετοχή μας, που δεν την περιμέναμε, όπως σας εξομολογήθηκα. Και σημειώστε ότι και άλλες δύο χρονιές ξαναμπήκαμε στην 20άδα του Διαγωνισμού με την αξία μας. Δεν υπήρχαν τότε «μέσα» σ’ αυτόν τον τομέα. Και μάλιστα περνούσαμε και στη δεύτερη βραδιά, στην τελική.
Και μιας και μιλάμε για φεστιβάλ και διαγωνισμούς τραγουδιών, πώς βλέπετε σήμερα το θεσμό της Eurovision;
Το είπαν τόσοι, αλλά θα το πω κι εγώ. Δε θα το έλεγα καν φεστιβάλ ή διαγωνισμό τραγουδιού, γιατί δεν είναι. Τα πρώτα χρόνια του θεσμού είχε τη μορφή διαγωνισμού, με ωραία τραγούδια. Εδώ και αρκετά χρόνια δεν είναι πια διαγωνισμός τραγουδιού, αλλά μια γιορτή, στην οποία ο καθένας κοιτάζει να εντυπωσιάσει με κάθε είδους εφέ. Χάθηκε επιπλέον και ο εθνικός χαρακτήρας των διαγωνιζόμενων χωρών. Ενώ τα πρώτα χρόνια το παρακολουθούσα, τώρα μ’ αφήνει τελείως αδιάφορο.
Ας μιλήσουμε για φωνές. Ποιες θεωρείτε τις καλύτερες φωνές της εποχής εκείνης και ποιες σήμερα;
Εξαιρετικές φωνές της εποχής ο Τώνης Μαρούδας, ο Σώτος Παναγόπουλος, ο Τζίμης Μακούλης, η μοναδική Νάνα Μούσχουρη και η υπέροχη Σούλα Μπιρμπίλη. Σας μιλώ μόνο για ελαφρό τραγούδι, στο οποίο έγραφα, και για έντεχνο, με το οποίο ασχολήθηκα αργότερα.
Πάντα φυσικά κρίνοντας υποκειμενικά, θεωρώ ότι εξαιρετική φωνή του σήμερα εξακολουθεί να είναι ο Γιάννης Πάριος, τεχνίτης και λαρύγγι, που επιλέγει και καλά τραγούδια. Δεν έκανε συμβιβασμούς. Στο ίδιο επίπεδο η Μαρινέλα. Βλέπετε και οι δυο είναι δοκιμασμένοι μέσα στο χρόνο.
Αν συγκρίναμε το μουσικό τοπίο εκείνης της εποχής με το σημερινό μουσικό τοπίο, σε ποιες διαπιστώσεις θα καταλήγαμε; Ποιες διαφορές διακρίνετε στη θεματολογία των τραγουδιών, στη μελωδία τους, αλλά και στο marketing της μουσικής;
Λογικό είναι να υπάρχουν μεγάλες διαφορές με την απόσταση του χρόνου. Η ρομαντική ατμόσφαιρα που χαρακτήριζε τα θέματα της εποχής μέσα από τους στίχους που τα πρόβαλλαν, αλλά και η μελωδία των τότε τραγουδιών, κι εκείνη ρομαντική, δεν έχουν θέση στο σήμερα.
Σήμερα όχι απλά προχωρήσαμε σ’ έναν μεγάλο ρεαλισμό σε στίχο και μουσική, αλλά έχουμε και μουσική, όπως η ραπ, που χρησιμοποιεί κι ένα μη επιτρεπτό λεξιλόγιο στους στίχους της. Και δεν είναι λίγοι οι οπαδοί της μουσικής αυτής.
Στο πλήθος των τραγουδιών επικρατεί η πεζότητα και η έλλειψη ποιότητας, με αρκετές βέβαια, ευτυχώς, εξαιρέσεις. Από τους περισσότερους στίχους δε λείπει απλά η ποιότητα αλλά είναι και ακατανόητοι, είναι φευγάτοι! Καταλαβαίνουν μόνο όσοι τους έγραψαν τι εννοούν.
Η δισκογραφία έχει πλέον πεθάνει. Εγώ έβγαλα πάνω από 15 δίσκους, αλλά ήταν άλλες οι εποχές τότε. Σήμερα μεγάλες φίρμες τραγουδιστών φτάσανε στο σημείο να πουλούν τα τραγούδια τους μέσα από τις εφημερίδες και τα περιοδικά. Αυτό και μόνο τα λέει όλα!
Πέρα από τη δισκογραφία σας, στην οποία συνεργαστήκατε και με μια φωνή σαν της Μαρίας Δημητριάδη στο δίσκο «Άννα», γράφετε μουσική ή κάνετε μουσική επιμέλεια για παραστάσεις που ανεβάζει στη Βέροια το «Μακεδονικό Θέατρό» της και αργότερα το ΔΗΠΕΘΕ Βέροιας. Πόσο πλούσιος αισθάνεστε μέσα απ’ όλη αυτήν τη δραστηριότητα και τις αλλεπάλληλες συναυλίες στις οποίες συμμετείχατε ως μουσικός και διοργανωτής;
Πραγματικά ήταν μια εποχή πολιτιστικής έκρηξης για τη Βέροια, εποχή που δίναμε όσα περισσότερα μπορούσαμε, αλλά και παίρναμε πολλά μέσα στο γενικότερο κλίμα που επικρατούσε. Ποιος δεν τη θυμάται; Όμως, ξέρετε, εξακολουθώ να γράφω μέχρι και σήμερα. Η σχέση με τη μουσική δεν τελειώνει ποτέ…
Κι ας περάσουμε στο χώρο της δημοσιογραφίας την οποία ασκήσατε με επιτυχία. Από το 1970 η εφημερίδα “Βέροια”, την οποία εκδίδατε με τον αδελφό σας Μανώλη, πρωταγωνιστεί στο χώρο της ενημέρωσης. Για τους περισσότερους τη διακρίνει η σοβαρότητα, η ήπια και αντικειμενική αντιμετώπιση των γεγονότων, αλλά υπήρξε γι’ αυτήν και ο χαρακτηρισμός «συντηρητική». Ήσασταν ο ιδρυτής της και ο Διευθυντής Σύνταξης. Πώς αποφασίσατε την ίδρυσή της και ποιες εμπειρίες σάς άφησε η θητεία στη δημοσιογραφία;
Εργαζόμουν στο Δήμο της Βέροιας και ήμουν Προϊστάμενος των Υπηρεσιών του Δήμου. Γεννήθηκα όμως ανήσυχος και εξακολουθώ να είμαι ανήσυχος. Ένιωθα πως μπορούσε η έκδοση μιας καινούργιας εφημερίδας, αν όχι να συμπληρώσει ένα κενό την εποχή εκείνη, θα μπορούσε ίσως να κάνει το χώρο της δημοσιογραφίας πλουσιότερο. Κι εγώ είχα την πρόθεση να κάνω κάτι καινούριο και καλό.
Όμως ως δημόσιος υπάλληλος δεν μπορούσα να ανοίξω την εφημερίδα. Καθώς τα αδέλφια μου είχαν γραφείο ταξιδίων, διαθέτοντας χώρο και γραφεία, ανέλαβαν εκείνα όλα τα υπόλοιπα, οικονομικό μέρος, άδειες, κάθε είδους διεκπεραίωση, κι εγώ πήρα επάνω μου όλη την έκδοση της εφημερίδας ως προς το περιεχόμενό της, το οποίο περνούσε ολοκληρωτικά από τα χέρια μου.
Καθώς η αλληλογραφία του Δήμου περνούσε καθημερινά από μένα, αφού κατείχα τη θέση του Προϊσταμένου, είχα μια πρώτη επαφή με τα γεγονότα, πράγμα πολύτιμο. Είχα, λοιπόν, ένα πλούσιο υλικό για την εφημερίδα μου και πολλές φορές αποκλειστικότητες.
Στην αρχή η εφημερίδα έβγαινε στον αέρα από μένα και μόνο, στην πορεία υπήρξαν εκλεκτοί συνεργάτες.
Ο πιο μόνιμος συνεργάτης μου υπήρξε ο ξεχωριστός Στέλιος Σβαρνόπουλος, που ανέλαβε από το δεύτερο κιόλας φύλλο το χρονογράφημα και δεν έλειψε ποτέ από την εφημερίδα. Ακόμη κι όταν ήταν άρρωστος, το χρονογράφημα ερχόταν στην ώρα του. Το γράψιμό του το θυμούνται όλοι. Ήταν υπέροχο! Δεν ήταν γράψιμο για εφημερίδα της επαρχίας αλλά για αθηναϊκή.
Άλλος εκλεκτός συνεργάτης, όχι βέβαια σε μόνιμη βάση, ο Γιώργος Χιονίδης, που η άποψή του είχε ιδιαίτερη βαρύτητα.
Προσπάθησα πολύ και για τα τρία που προαναφέρατε, τη σοβαρότητα, την ήπια εκφορά του λόγου και την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αντικειμενικότητα, όσο για τη συντηρητικότητα…
Η λέξη συντηρητισμός είναι παρεξηγημένη. Της δίνονται ερμηνείες που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Λέμε συντηρητικό αυτόν που χαρακτηρίζεται από παλιές ιδέες, που μένει στο παλιό και δεν προχωρεί. Όταν όμως κάποιος, ενώ είναι σοβαρός, έχει τη φλόγα να προχωρήσει, να πάει μπροστά, αυτόν θα τον χαρακτηρίσουν συντηρητικό, επειδή ακριβώς είναι σοβαρός. Μήπως μπερδεύουμε τη σοβαρότητα με το συντηρητισμό;
Η εφημερίδα μου, παρόλο που ξεκίνησε σε μια δύσκολη εποχή, την εποχή της Εφταετίας, ποτέ δεν έπαιξε το παιχνίδι της κι αυτό το θεωρώ τίτλο τιμής. Όμως και δε με υποχρέωσαν να το κάνω.
Όσο για τις εμπειρίες μου από το χώρο της δημοσιογραφίας είναι πολλές και πολύτιμες. Πέρα από το αίσθημα της ικανοποίησης, γιατί καταγράφεις τα γεγονότα και τον παλμό της πόλης σου, συμμετέχοντας έτσι μακροπρόθεσμα στην Ιστορία της, κατακτάς την αναγνωρισιμότητα, έχεις την ευκαιρία να συναντήσεις σημαντικούς ανθρώπους που ίσως δε θα γνώριζες, να κάνεις φιλίες μαζί τους και να κερδίσεις πολλά πράγματα, καθώς έρχεσαι σε επαφή με ξεχωριστές προσωπικότητες του πνεύματος και της τέχνης. Και βέβαια, αν τιμάς αυτό που κάνεις, κερδίζεις τη γενική εκτίμηση, πράγμα αναντικατάστατο!
Ποια είναι η άποψή σας για την ενημέρωση σήμερα μέσα από τον έντυπο, τον ηλεκτρονικό τύπο και την τηλεόραση;
Με την ερώτησή σας θίγετε ένα τεράστιο όσο και ιδιαίτερα ενδιαφέρον θέμα που απασχολεί την σύγχρονη κοινωνία, όχι μόνο την ελληνική αλλά και όλου του λεγόμενου πολιτισμένου Κόσμου. Θα περιοριστώ στην ελληνική πραγματικότητα και θα προσπαθήσω να απαντήσω με όσο λιγότερα λόγια μπορώ.
Έγκριτοι δημοσιογράφοι και αναλυτές συνηγορούν στο ότι η δημοσιογραφία σήμερα από λειτούργημα πήρε την μορφή επιχείρησης. Η πληροφόρηση από κοινωνικό αγαθό μεταλλάχθηκε σε εμπόρευμα. Η εμπειρία και η γνώση με δίδαξαν ότι η είδηση είναι «ιερή» και ότι πρέπει να μεταφέρεται όπως ακριβώς έχει, χωρίς προσθήκες η παραλείψεις και αφαιρέσεις. Λειτουργεί έτσι στην εποχή μας η ενημέρωση; Με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις, όχι. Η σκοπιμότητα, το συμφέρον, η υποκειμενικότητα κυριαρχούν. Οι δημοσιογράφοι, των ευρείας κυκλοφορίας, κυρίως, Μέσων Ενημέρωσης, καθοδηγούνται, με το αζημίωτο φυσικά, από δυνάμεις που εμπορεύονται την πληροφόρηση. Και παρόλο που ο κόσμος, σε ένα μεγάλο βαθμό, το έχει αντιληφθεί αυτό, η παραπληροφόρηση και το παρεπόμενο κακό συντελείται, λόγω της τεράστιας δύναμης του έντυπου και ηλεκτρονικού τύπου αλλά και της τηλεόρασης.
Όσο για την τηλεόραση ως μέσον ενημέρωσης μπορώ να πω χωρίς δισταγμό πως δεν την εμπιστεύομαι καθόλου, γιατί είναι αποδεδειγμένα αναξιόπιστη. Δε συζητάμε βέβαια καν για τα προγράμματά της, τα οποία είναι πολύ χαμηλού επιπέδου.
Υπήρξατε ανώτερος υπάλληλος του Δήμου της Βέροιας. Τόσην ώρα μιλάμε για το συνθέτη, για το δημοσιογράφο και καθόλου για το δημόσιο υπάλληλο. Θα μπορούσατε να χωρέσετε μόνο σ΄ αυτήν την τρίτη ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου;
Σε καμιά περίπτωση. Είμαι, όπως σας είπα, ανήσυχος και γι’ αυτό ασχολήθηκα με τόσο πάθος με τη μουσική και τη δημοσιογραφία.
Ενώ δούλευα στο Δήμο, κατέβαινα στη Θεσσαλονίκη και έκανα μαθήματα πιάνου με το λεωφορείο δύο φορές τη βδομάδα.
Επίσης, τελειώνοντας τη δουλειά στο Δήμο, όλες τις υπόλοιπες ώρες μου τις αφιέρωνα καθημερινά στη δημοσιογραφία. Γεννήθηκα ανήσυχος άνθρωπος και θα πεθάνω ανήσυχος!
Κι αν πάλι σας έλεγαν μουσικός ή δημοσιογράφος, τι θα επιλέγατε; Θα μπορούσατε να επιλέξετε;
Αιφνιδιάζομαι με την ερώτηση… Δύσκολα θα μπορούσα να επιλέξω. Νομίζω πως μοίρασα τη ζωή μου ανάμεσα στα δύο με πολλή αγάπη. Δε θα μπορούσα να επιλέξω.
Θυμάμαι, όταν ήμουν παιδί, άκουγα το πιάνο σας τα απογεύματα, καθώς ήταν κοντά τα σπίτια μας, να γεμίζει με τους ήχους του όλη τη γειτονιά. Ήχοι γοητευτικοί, που έβγαιναν από το γωνιακό αρχοντικό σας σπίτι, απέναντι από τον θερινό κινηματογράφο Rex, ήχοι που έδεναν με τη μυρωδιά των λουλουδιών στις αυλές, με τις ανέμελες φωνές των παιδιών, που έπαιζαν μέχρι αργά στους δρόμους ή σκαρφάλωναν στα κάγκελα των σπιτιών, για να δουν χωρίς εισιτήριο τις ταινίες ξανά και ξανά, ελληνικές κωμωδίες ή δακρύβρεχτες ινδικές με τη Ναργκίς!… Μια άλλη εποχή… Όλα τότε για μας τα παιδιά ήταν μαγικά, ίσως γιατί ήταν λίγα.
Τι πιστεύετε, πότε τα παιδιά ήταν πιο ευτυχισμένα, τότε με τα λίγα ή τώρα με τα πολλά;
Πώς να πω ότι τότε τα παιδιά αλλά και οι νέοι ήταν πιο ευτυχισμένοι, όταν μας λείπανε τόσα πολλά, που τα χαίρεται η σημερινή νέα γενιά;
Σήμερα, συνειδητοποιώντας πόσα μας λείπανε εμάς τότε, αλλά και πόσα έχασε η νέα γενιά απ’ όσα είχαμε εμείς, νομίζω πως το ιδανικό θα ήταν να μπορούσαμε να μπολιάσουμε το σήμερα με το χθες…
Ναι, μύριζε το αγιόκλημα, παίζαμε στους δρόμους, μας διέκρινε μια συγκινητική αθωότητα, αλλά πώς να μη ζηλέψεις την ελευθερία των σημερινών νέων, όταν βέβαια δεν αγγίζει την υπερβολή;
Σημαντικό πάλι και το ότι εμείς τότε ονειρευόμασταν ένα καλύτερο αύριο, και είχαμε ίσως τη δυνατότητα να το κατακτήσουμε. Αυτό ίσχυε μέχρι και μια εικοσαετία πριν, που καθώς περνούσαν τα χρόνια ανέβαινε το βιοτικό επίπεδο, προσφέροντας μια καλύτερη ποιότητα ζωής στα παιδιά, αλλά και ευκαιρίες στους νέους. Σήμερα όμως, εποχή της κρίσης, για τα παιδιά και τους νέους το μέλλον είναι σκοτεινό και αβέβαιο. Δεν μπορούν να ονειρευτούν κι αυτό είναι εφιαλτικό.
Αφού αγγίξαμε μέσα από την κουβέντα μας τη λέξη «ευτυχία», πιστεύω πως εσείς σ’ αυτό σταθήκατε πραγματικά τυχερός. Γιατί, πέρα από την προσωπική αξία του καθενός, πολλές φορές και η τύχη καθορίζει την πορεία μας.
Τύχη για σας υπήρξε η γνωριμία και ο μεγάλος έρωτας με την Άννα Τσικερδάνου, τη μούσα σας. Της έχετε γράψει τραγούδια, κυκλοφόρησε δίσκος με το όνομα «Άννα» και τη μορφή της στο εξώφυλλό του. Τύχη ήταν τα πολλά χρόνια που ζήσατε και ζείτε μαζί με μια θαυμαστή επικοινωνία. Τύχη είναι τα δυο δίδυμα κορίτσια σας και τα εγγονάκια σας. Τι έχετε να πείτε γι’ αυτήν την τύχη, που σας οδήγησε στην ευτυχία;
Πραγματικά υπήρξα πολύ τυχερός, που γνώρισα την Άννα. Ήταν από παλιά βεροιώτικη οικογένεια και ήξερα πως θα «ταίριαζαν τα χνώτα μας», όπως λέμε εδώ στη Βέροια, κι αυτό έπαιξε ρόλο στη μετέπειτα ζωή μας. Φυσικά δε θα μιλήσω για την ομορφιά της που την ήξερε όλη η πόλη. Ήταν πολύ όμορφη κοπέλα!
Βέβαια, καθώς ο έρωτας που μας έδεσε, αντιμετώπισε εμπόδια μέχρι να μπορέσει να καταλήξει στο γάμο -καθώς έτυχε να ερωτευτώ την αδελφή της γυναίκας του μεγάλου μου αδελφού- αυτά ακριβώς τα εμπόδια τον δυνάμωναν αλλά και δοκίμαζαν τα όρια και την αντοχή του.
Για πέντε ολόκληρα χρόνια κανείς δεν ήξερε τι συνέβαινε ανάμεσά μας, απολύτως κανείς. Την έπαιρνα νύχτα με το αυτοκίνητό μου από κάποιο σκοτεινό σημείο της πόλης και την άφηνα πάλι σε κάποιο σκοτεινό σημείο. Εκεί, όταν ήμασταν μόνοι, μιλούσαμε ατέλειωτα και είχαμε από τότε μια φοβερή επικοινωνία.
Όμως τα πέντε χρόνια ήταν πολλά και έπρεπε να καταλήξουν σε μια επισημοποίηση του δεσμού, να περάσει αυτός ο τόσο δυνατός έρωτας από το σκοτάδι στο φως, και να είμαστε πια επιτέλους πάντα μαζί.
Ο γάμος μας έγινε στην Αθήνα, στη Δάφνη, παίρνοντας και την ευλογία της εκκλησίας, αφού δεν υπήρχε μεταξύ μας συγγένεια αίματος, που να τον εμποδίζει. Ο ιερέας που μας πάντρεψε χαρακτηριζόταν από ευρύτητα πνεύματος και η κοινωνία της Βέροιας, αν και ξαφνιάστηκε- ήταν άλλες εποχές τότε- αποδέχτηκε στη συνέχεια το γεγονός σαν μια πολύ όμορφη και ιδιαίτερη ερωτική ιστορία!
Η Άννα μετά το γάμο μας μπήκε στην κοινή μας ζωή έχοντας διαμορφωμένη μια έντονη προσωπικότητα, καθώς ήταν το 12ο και μικρότερο παιδί μιας μεγάλης οικογένειας, μια μικρή αντάρτισσα, που έπρεπε να συμβιώσει με μένα, έναν πολύ ανήσυχο άνθρωπο. Και ο έρωτας μπορεί να είναι μια πολύ όμορφη υπόθεση, ο γάμος όμως είναι σίγουρα για όλους μια πολύ δύσκολη.
Η σύγκρουση δυνατών προσωπικοτήτων οδήγησε μέσα από σκέψη, πάντα βέβαια και μέσα από το πρίσμα του μεγάλου έρωτα και της αγάπης που μας ένωνε, σε αμοιβαίες υποχωρήσεις, που βοήθησαν σε μια ανέφελη πορεία μέχρι εδώ.
Η Άννα διέθετε ξεχωριστά προσόντα για μια γυναίκα, πέρα από την ομορφιά. Διέθετε μια μεγάλη ευαισθησία που τη συνδύαζε με μια στέρεα λογική και πολλή κοινωνικότητα, μεγαλύτερη από τη δική μου.
Ζήσαμε πολλά χρόνια αρμονικά και εξακολουθούμε να είμαστε πολύ δεμένοι. Ο κόσμος σχολιάζει το ότι βγαίνουμε σχεδόν πάντα μαζί και προπαντός μιλάμε, μιλάμε πολύ μεταξύ μας και μέσα στο σπίτι και έξω. Ξέρετε αυτή η επικοινωνία μέσα από την κουβέντα, χτίζει πολύ δυνατούς δεσμούς ανάμεσα σ’ ένα ζευγάρι.
Αυτήν την τύχη, που μετετράπηκε σε ευτυχία, ήρθαν να τη συμπληρώσουν οι δυο δίδυμες κόρες μας και τα πέντε εγγόνια μας!
Πάντα λέω ότι όλοι στη ζωή μας έχουμε κάποιες στιγμές ευτυχίας. Για μας τους δύο, για μένα και την Άννα, οι στιγμές αυτές ήταν πάρα πολλές!
Έχετε δώσει πολλά στη Βέροια στον τομέα του πολιτισμού και της δημοσιογραφίας με τελευταία κατάθεση τον «Ύμνο της πόλης Βέροιας», που γράψατε τον περασμένο Απρίλιο. Αλλά και έχετε πάρει πολλά. Και δεν αναφέρομαι μόνο σε διακρίσεις σας από πάμπολλους φορείς που σας τίμησαν, με κορυφαία διάκριση το «Μετάλλιο Τιμής της πόλης των Βεροιέων» το 2005! Πήρατε από την πόλη την έμπνευση για να δημιουργήσετε ως μουσικός και το πάθος για να καταγράψετε την καθημερινή της ιστορία μέσα από τη δημοσιογραφία. Πήρατε και κάτι ακόμη, πήρατε τη γενική εκτίμηση των κατοίκων της. Θα μπορούσατε να ζήσετε έξω απ’ αυτήν; Τι είναι για σας η πόλη σας, η Βέροια;
Δε μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου έξω απ’ αυτήν, όπως δεν μπορώ να τον φανταστώ κι έξω από το σπίτι μου. Η πόλη μου είναι το σπίτι μου. Όσο κι αν φαίνεται υπερβολικό αυτό που θα πω, δε θα την άλλαζα με καμιά άλλη, ακόμη κι αν μου δίνανε ένα παλάτι για να ζήσω και τις μεγαλύτερες οικονομικά απολαβές.
Μπορεί σε βάρος της αρχιτεκτονικής της να έγιναν κάποια σοβαρά λάθη, για να μην τα πω εγκλήματα, που της άλλαξαν το πρόσωπο, αλλά σκέφτομαι πως ίσως δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Η μόνη λύση θα ήταν να χτιστεί μια καινούρια πόλη δίπλα στην παλιά, όπως γίνεται στο Εξωτερικό.
Για μένα η Βέροια εξακολουθεί και έτσι, όπως είναι σήμερα, να είναι πανέμορφη. Εξακολουθεί να είναι η πόλη μου. Μεγάλη, δυνατή και αξεπέραστη αγάπη…
Φωτογραφίες: faretra.info – Αρχείο Γιώργου Καλογήρου