Γιάννης Ναζλίδης. Αναζητώντας, με τη ζωγραφική και την ποίηση, το χαμένο παράδεισο της παιδικής αθωότητας / συνέντευξη στη Δήμητρα Σμυρνή
“Η Τέχνη είναι μια γέφυρα με τον ουρανό…” Γιάννης Ναζλίδης
Σε μια εποχή που περίσσεψαν οι “δήθεν”, πολιτικοί, καλλιτέχνες, πνευματικοί άνθρωποι, ο Βεροιώτης ποιητής και ζωγράφος Γιάννης Ναζλίδης σε πείθει και με το έργο του και με το λόγο του πως βρίσκεται στην αντίπερα όχθη. Σε πείθει πως έχει διασχίσει με το δικό του καράβι άγνωστες θάλασσες, για να καταλήξει στη δική του ακτή, αυτήν που μόνο τα παιδικά όνειρα ή οι αθώοι αυτού του κόσμου – κάποιοι τους λένε τρελούς – μπορούν να πλησιάσουν.
Ανυπότακτη και εκρηκτική φύση από παιδί, διανύει μια πορεία γεμάτη εμπειρίες, για να καταλήξει, με καράβι του πάντα την Τέχνη, στο “Εκκοκκιστήριο Ιδεών”, το νέο “σπίτι” του, στη Βέροια, που στεγάζει όχι μόνο ιδέες δικές του ή και άλλων που θα φιλοξενηθούν μελλοντικά, αλλά και τον πόθο του ή τον πόθο τους για το “διαφορετικό”, σε μια ζωή που τυποποιήθηκε για πάντα.
Γιατί το “Εκκοκκιστήριο Ιδεών” είναι
ένας παιδικός κήπος
ένας χώρος περιφρούρησης
της περιφρονημένης αθωότητας
(…) είναι ένα φυσικό φαινόμενο
μέσα σε μια τεχνητή ζωή (…)
είναι ο Ελληνισμός που παραθερίζει
στη μνήμη των ανυπότακτων
Σ’ αυτόν το χώρο, λοιπόν, στη δική του “Νεφελοκοκυγία”, μίλησε στη Faretra.info ο Ναζλίδης. Και βέβαια, εξαφανίζοντας από την αρχή τον πληθυντικό, υιοθέτησε τη συγκίνηση, την οργή, την αναπόληση, κυνηγώντας με κάθε του λέξη την αλήθεια, και για τους πιο δύσπιστους τη δική του αλήθεια.
Γύρω του οι πίνακές του, οι ζωγραφιές του, όπως τους λέει, εκπέμποντας χρώμα και φως, παντρεμένοι με τους στίχους του, οδηγούν τον επισκέπτη στη χώρα του ανέφικτου. Μιλά γι’ αυτούς και τους αγγίζει, όπως μιλά κανείς για τα παιδιά του ή όπως χαϊδεύει τα μαλλιά τους. Στέκεται δίπλα σε πορτρέτα των γονιών του και νιώθει πως γίνεται η συνέχειά τους. Όχι μόνο ατομική αλλά και συλλογική.
Μια επικοινωνία δύο ολόκληρων ωρών, ένα ποτάμι άναρχο, που δεν επιδεχόταν όρια και φράγματα, μετατράπηκε στο απόσταγμα αυτής της κουβέντας, που παίρνει εδώ τη μορφή της συνέντευξης. Γιάννης Ναζλίδης. Ένας ηθοποιός και μια παράσταση αληθινής ζωής.
…………………
Φύση ανυπότακτη από τα παιδικά σου χρόνια, Γιάννη, διανύεις πολλά χιλιόμετρα, για να φτάσεις σήμερα εδώ, στο “Εκκοκκιστήριο Ιδεών” και στην έκθεση ζωγραφικής σου, που στήθηκε στο Mediterranean Cosmos, στη Θεσσαλονίκη, εντυπωσιάζοντας επισκέπτες και κριτικούς. Πώς θυμάσαι τα πρώτα παιδικά σου χρόνια;
Πιστεύω πως μεγάλο ρόλο στην ψυχολογία μου έπαιξε το ότι ο πατέρας μου, όταν ήμουν πέντε χρονών, πτώχευσε και καταστραφήκαμε. Δηλαδή βρέθηκα από μια πολύ πλούσια οικογένεια, που διέθετε πολλά εκκοκκιστήρια, σε μια κατάσταση φτώχειας. Αυτό με επηρέασε πολύ. Το να βλέπω τον πατέρα μου λυπημένο με σκότωνε. Αυτό μ’ έκανε πιο ανθρώπινο, αλλά και από τότε εχθρό του συστήματος, που καταφέρνει έναν άνθρωπο τόσο δημιουργικό, όσο ήταν ο πατέρας μου, να τον ισοπεδώσει. Ήμουν και είμαι πολύ περήφανος για τον πατέρα μου. Μέχρι τα 35 μου άκουσα τόσες ιστορίες γι αυτόν, που τον μυθοποίησα. Οι αγρότες τον αγαπούσαν πολύ. Έφερναν το βαμβάκι τους σ’ αυτόν κι έλεγαν “Θα δώσουμε το βαμβάκι δύο δεκάρες λιγότερο, αλλά στον Ναζλίδη”. Η περιουσία μου ήταν η αγάπη και η εκτίμηση που είχαν οι άλλοι για τον πατέρα μου. Αυτά τα γεγονότα, αυτή η ατμόσφαιρα, πιστεύω πως με διαμόρφωσαν.
Πώς αυτό το αίσθημα της αντίθεσης στο σύστημα, που προανέφερες, συγκεκριμενοποιείται; Παίζουν ρόλο τα χρόνια που οργανώνεται ο “Φοιτητικός Σύλλογος” στη Βέροια, μέσα στη δικτατορία, και του οποίου είσαι αντιπρόεδρος;
Ναι. Ήταν όμορφα εκείνα τα χρόνια, μέσα στο σκοτάδι. Τότε υπήρχαν παιδιά που αγαπούσαν την καλοσύνη, την προσφορά, το σύνολο. Δεν ήταν τυχοδιώκτες του εγώ. Ήταν μια παρέα που έλεγε “Παιδιά, στην Κυψέλη δεν υπάρχει νερό. Πάμε να βοηθήσουμε. Θα πάρουμε σωλήνες”. Ας μην είχαμε λεφτά, τα ζητούσαμε απ’ αυτούς που είχανε. Σε όλους, όσοι συμμετείχαμε, έχουν μείνει μνήμες ανεξίτηλες. Νιώθαμε πως ερχόμασταν κόντρα στο κατεστημένο, που ήταν μακριά απ’ όλα αυτά. Σε κάποια συνάντηση αυτών που συμμετείχαμε στο Σύλλογο, μετά από πολλά χρόνια, ο Πράπας, γιατρός τώρα στη Θεσσαλονικη, είπε συγκινημένος: “Κοιτάξτε, εμένα μέχρι που μπήκα στο Σύλλογο, με περιέβαλλε μια ασφυκτική ιδεολογία του κέρδους και του προσωπικού συμφέροντος. Στο Σύλλογο γνώρισα καταστάσεις που μ’ έβγαλαν απ΄το εγώ. Μού άνοιξαν πόρτες και παράθυρα στον κόσμο”.
Ήταν χρόνια μαύρου πολιτικού και ιδεολογικού σκότους και εμείς ζούσαμε την προσφορά ως μια μορφή αντίστασης. Το ’73 ο Νταλάρας και η Αλεξίου που ήρθαν στη Βέροια – τότε τους γνώρισα και γίναμε φίλοι – είχαν ρητή απαγόρευση να μην πουν τίποτα επαναστατικό. Ήταν λίγο πριν το Πολυτεχνείο. Εμείς όμως συμμετείχαμε στο μήνυμα του τραγουδιού τους “Ο ουρανός θα γίνει πιο γαλανός” και νιώθαμε πως αντιστεκόμασταν. Ήταν μια όαση ο Σύλλογος, σ’ εκείνα τα χρόνια.
Και μετά τη φοιτητική ζωή;
Τελειώνω την Ανωτάτη Βιομηχανική και κάνω τρία χρόνια στη Νομική, την οποία εγκαταλείπω γράφοντας στους τοίχους της “Νομική, σε παρατάω. Βγαλ’ τα πέρα μόνη σου”. Δε θέλω να μπω στο “λούκι”, δουλεύοντας σαν οικονομολόγος ή δικηγόρος. Κάνω λοιπόν μια κρυψώνα,το “Ρόπτρο”. Το στήνω κυριολεκτικά με τα χέρια μου και ταυτόχρονα γλιτώνω από ενοχλητικές ερωτήσεις γύρω από τη δουλειά. Παρόλο που είχα προτάσεις από το Πανεπιστήμιο να με κρατήσουν οι καθηγητές μου ως βοηθό. Αρνήθηκα. ¨Ηθελα το “Ρόπτρο” να είναι όχι μαγαζί αλλά τόπος συνάντησης. Να’ ρχονται τα παιδιά και να βρίσκουμε παλιές καλές στιγμές. Τότε παντρεύομαι και με τη Μαίρη, έρωτα των μαθητικών μου χρόνων. Ήμασταν από την Ε’ Γυμνασίου μαζί.
Και από το “Ρόπτρο” πώς βρέθηκες στο “Καφενείο με τα σύννεφα”;
Ήταν κι αυτό μια ανάγκη για στέκι, για ανταλλαγή ιδεών, όπως τότε που ξεκινήσαμε με το “Φοιτητικό Σύλλογο”. Θέλαμε λοιπόν τότε να κάνουμε μια αίθουσα τέχνης. Να νοικιάσουμε, για παράδειγμα, έναν υπόγειο χώρο, και να φέρνουμε καλλιτέχνες, πλουτίζοντας μια επαρχιακή ζωή, που περιοριζότανε στα συνηθισμένα υλικά αγαθά, με κάτι άλλο. Το καφενείο ξεκίνησε να λειτουργεί σαν εστία τέχνης, αλλά τελικά δεν προχώρησε. Εκεί είχα και την ιδέα, να “διανυκτερεύει” ένα ποίημα. Την πόλη από τους κλέφτες τη φυλάνε οι αστυνομικοί, από την πυρκαγιά οι πυροσβέστες, από την έλλειψη ποιητικής ατμόσφαιρας ποιος τη φυλάει, σκέφτηκα; Έβαζα λοιπόν ένα ποίημα κάθε βράδυ από την παγκόσμια λογοτεχνία και έρχονταν μαθητές και μαθήτριες και το διάβαζαν. Τι ωραίο πράγμα ήταν αυτό!…
Ας αφήσουμε λοιπόν το οδοιπορικό ζωής και ας περάσουμε σ’ αυτό της ποίησης και της ζωγραφικής. Ξεκινάς να γράφεις ποίηση και να ζωγραφίζεις ταυτόχρονα;
Άρχισα να γράφω από τα γυμνασιακά μου χρόνια αλλά τα πετούσα. Αργότερα συνέχισα. Ήταν ένα μπούκωμα της ψυχής μου, που ζητούσε διέξοδο. Αν με ρωτούσε κάποιος τι γράφεις ή γιατί, δε θα μπορούσα ν’ απαντήσω. Όμως, όταν τραγουδάς ένα απλό τεριρέμ (το τραγουδάει), γιατί η ψυχή ταράζεται; Λέει τίποτα αυτό το τεριρέμ; Τι τροφή δινουμε στα παιδιά μας, λοιπόν, πέρα από την υλική; Θέλω να σου εξομολογηθώ μια ιδέα, που δεν την έχω πει νωρίτερα. Τα παιδιά της τρίτης λυκείου ποιος τα ξέρει; Κανείς. Μόνο, όταν περάσουν, θα πουν “ο γιος του Νίκου πέρασε Ιατρική, της Κατερίνας Νομική κλπ”. Οι άλλοι στην αφάνεια. Λέω, λοιπόν, να μου δώσει ο Δήμος της Βέροιας, σε πέντε κεντρικούς δρόμους, να κάνω πέντε σταντς, στα οποία κάθε δέκα μέρες πέντε παιδιά της τρίτης λυκείου από τη Βέροια θα γράφουν ό,τι θέλουν να πούν στους συμπολίτες τους. Από τα 500 που θα γραφούν όλο το χρόνο, αν υπάρχουν πέντε ιδέες που θα πλουτίσουν την πόλη, θα είναι κέρδος. Να, μια ιδέα του “Εκκοκκιστηρίου”. Και χωρίς λεφτά. Δε μας ενδιαφέρει αυτό.
Ζωγραφίζεις από πότε; Πάλι από τα γυμνασιακά σου χρόνια;
Ναι, αλλά όχι συστηματικά. Συστηματικά άρχισα να ζωγραφίζω τα τελευταία τέσσερα – πέντε χρόνια. Σε κάποια φάση κλείστηκα στον εαυτό μου και σ’ ένα δωμάτιο κι άρχισα να γράφω και να ζωγραφίζω πια συστηματικά. Αυτό που είχα στην ψυχή μου γινόταν εικόνα και ταυτόχρονα λόγια. Κάτω από κάθε εικόνα ο επισκέπτης στην έκθεση στο Mediterranean βλέπει κι ένα ποιητικό κείμενο. Βγαίνουν ταυτόχρονα από την ψυχή μου και τα δύο.
Ολοφάνερη η αγάπη σου για τον Ελύτη. Ποιοι άλλοι ποιητές σε επηρέασαν;
Άλλος ποιητής που αγαπώ πολύ είναι ο Βρεττάκος. Είναι αστείο που, όταν ήμουν νέος και ήρθε ο Βρεττάκος εδώ στη Βέροια, στη Στέγη, πήγα τον βρήκα και γεμάτος θράσος του είπα: “Τι χρειάζεται η ποίηση; Εδώ χρειάζεται επανάσταση”. Μετά από εφτά – οκτώ χρόνια, όταν κατάλαβα πόσο ήμουν εγώ ανόητος, γιατί αυτός ήταν ένας άγιος άνθρωπος, πήγα, τον βρήκα στο σπίτι του στην Αθήνα και του ζήτησα συγγνώμη. Ξέρεις τι μου είπε; “Έτσι είναι τα νιάτα” και μου χάρισε και ένα ποίημα. Πολύ ωραίος άνθρωπος! Ωραία και η ποίησή του. Ποίηση της αγάπης. Μ’ αρέσει κι ο Σικελιανός, αλλά ο πιο κοντινός μου, όπως σωστά είπες, είναι ο Ελύτης. Ο Ελύτης λέει: “Γιατί δε μιλάτε τη γλώσσα της ψυχής σας; Γιατί είστε στριμωγμένοι μέσα σε καθημερινές λογιστικές παραμέτρους;”. Ο Ελύτης γράφει, με τη μεγαλύτερη αφοβιά, τα πιο παράξενα πράγματα!…
Και ο αγαπημένος σου ζωγράφος; Ποιοι ζωγράφοι σ’ επηρέασαν γενικά;
Ο Μαρσέλ Ντισάν! Ιδιοφυία! Έκανε τα ready made. “Θέλεις ν’ αγοράσεις;” είπε. Έπαιρνε ένα φτυάρι, το έσπαζε, το κρεμούσε στον τοίχο κι έλεγε πχ “ο σπασμένος… βραχίονας του σκιέρ Αντώνη”! Το πουλούσε 4 εκατομμύρια. Το αγόραζαν σαν τρελοί. Γέμισε την Τέχνη με έτοιμα προϊόντα διακηρύσσοντας “Έχεις λεφτά; Κι εγώ τα παίρνω κάνοντας αυτά τα έργα”. Ο Ντισάν θέλησε να διαχωρίσει τα ουσιώδη από τα επουσιώδη. Αλλά πάνω απ’ όλα αγαπώ τους σουρεαλιστές, γιατί αυτοί ξεπερνούν τη λογική. Κάποιοι είναι ζωγράφοι και ποιητές, όπως ο Εγγονόπουλος.
Στα έργα σου βλέπει κανείς μια πολύχρωμη εκρηκτική φύση, όπου όμως ενυπάρχει συχνά η ανθρώπινη φιγούρα. Όραμά σου η συμπόρευση φύσης και ανθρώπου;
Ο άνθρωπος ανήκει στο σύμπαν, στη φύση. Όμως ο άνθρωπος δε μπορεί να συλλάβει ούτε το μέγεθος ούτε το μεγαλείο της φύσης, με τα καθημερινά, όχι με τα ουσιαστικά στοιχεία, αυτά της ψυχής. Να, η φιλία. Ειναι μια πορεία προς τα έξω. Φεύγεις από μέσα σου, πας έξω κι ο κόσμος μεγαλώνει. Έτσι κι ο άνθρωπος, μέσα στη φύση, παίρνει ζωή. Η Εκκλησία λέει “το Πνέυμα το Άγιον, το Κύριον, το Ζωοποιόν”. Το Πνεύμα ζωοποιεί, αλλιώς δε θα είχαμε διαφορά από τα ζώα. Έτσι, ο άνθρωπος αγαπώντας τη φύση, βλέποντας την ουσία της φύσης, αλλάζει τη δική του ουσία και την ουσία της ζωής.
Το έργο σου χαρακτηρίστηκε πρωτότυπο. Η πρωτοτυπία αυτή, σε συνδυασμό με το ταλέντο, μπορεί να γίνει ένας δρόμος για την καταξίωση και την επιτυχία;
Δεν έχω καμιά επιθυμία να καταξιωθώ. Δεν ξέρω αν με πιστεύεις. Καταξίωση είναι να έχεις φίλους, να είσαι μέσα στην αγάπη. Δε μ’ ενδιαφέρει λοιπόν η καταξίωση, όπως την εννοούν. Και ας μη θεωρηθεί ότι σνομπάρω, απαντώντας έτσι.
Βρισκόμαστε σήμερα εδώ, στο “Εκκοκκιστήριο Ιδεών”. Ποιοι είναι οι στόχοι του;
Οι στόχοι του είναι να ψάχνει στην περιοχή του αγνώστου. Το “Εκκοκκιστήριο” είναι η “Νεφελοκοκυγία” του Αριστοφάνη. Είναι δηλαδή ένας χώρος πέρα από τα τετριμμένα και τα καθημερινά, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι εγώ είμαι υβριστής της καθημερινότητας. Η καθημερινότητα είναι αναγκαία. Αλλά χρειάζεται να δραπετεύεις απ’ αυτήν. Γι αυτό και ονόμασα την έκθεση στο Mediterranean “Ο δραπέτης της καθημερινότητας”. Στόχος λοιπόν η αναζήτηση του αγνώστου, όπου συναντάς τις δυνάμεις του ουρανού.
Πρακτικά ,όμως, πώς θα γίνει αυτό; Είπες θα ‘ρθει ο Νταλάρας στο “Εκκοκκιστήριο” να μιλήσει και να τραγουδήσει. Μετά;
Έχω μια μεγάλη εμπιστοσύνη στο θείο. Δεν εννοώ βέβαια τους τύπους. Κουβαλάμε μέσα μας το Θεό. Μια δύναμη μεγαλύτερη από τα ανθρώπινα. Και αυτό εκπροσωπείται στην αγάπη. Η Αρχαία Ελλάδα τα έδωσε όλα στον παγκόσμιο πολιτισμό. Ήρθε όμως ο Χριστιανισμός με την αγάπη και τα υποσκέλισε όλα αυτά. Έτσι λοιπόν πιστέυω ότι όλα είναι μια θεία οδηγία, μια θεία κατεύθυνση. Επομένως η Τέχνη είναι μια γέφυρα με τον ουρανό. Και πιστεύω ότι στο “Εκκοκκιστήριο” θα βρούμε τη σκάλα, τη γέφυρα με τον ουρανό. Η Τέχνη με βοηθά να ενσωματωθώ στη ζωή. Ο καλλιτέχνης μεταφέρει τα δώρα του ουρανού στους συνανθρώπους του και τα ‘χουν μεγαλύτερη ανάγκη οι αδύναμοι.
Γι αυτό το εκκοκκιστήριο είναι ένας κουμπαράς θελήσεων και ιδεών. Ένας κουμπαράς θετικών συναισθημάτων, αλλά και κουμπαράς, όπου συνωστίζονται τα ταλέντα των ανθρώπων. Αν δε γίνει κάτι τέτοιο, τότε είναι ανώφελο.
Μέσα σ’ ‘εναν ολοσκότεινο κόσμο, όπου βασιλεύει το άγχος και η αγωνία για το αύριο, είναι δυνατόν να γίνουμε “δραπέτες της καθημερινότητας;”
¨Ειναι απλό. Και η απλότητα βρίσκεται στην απλότητα της ψυχής μας. Πρέπει η ψυχή να γίνει πρωταγωνίστρια. Έχω μια πρωτότυπη ιδέα. Προτείνω η τρίτη λυκείου στην παρέλαση να σηκώσει λάβαρα τους ποιητές. Να περάσουν τα παιδιά σηκώνοντας τον Σεφέρη, τον Ελύτη, τον Εγγονόπουλο, τον Κρυστάλλη… Αυτοί είναι η Πατρίδα μας. Οι ποιητές μας, οι ζωγράφοι μας! Σηκώστε ψηλά τον Τσαρούχη! Κοιτάξτε πώς λάμπουν!… Ήλιοι που μπορούν να φωτίσουν όλο τον κόσμο!…
Εμένα οι παππούδες μου, και οι Πόντιοι και οι Μικρασιάτες, ήρθαν με μια εικόνα στα στήθια τους. Ήρθαν με αισθήματα αγάπης και ταπείνωσης. Εγώ αυτά πιστεύω. Δεν ξέρω πώς με βλέπουν οι άλλοι. Αυτός είμαι. Έτσι, δραπετεύω από την καθημερινότητα.
Φωτογραφίες: faretra.info
Δείτε το σχετικό video απο την επίσκεψη στο “Εκκοκκιστήριο Ιδεών”