Βιβλιοκριτική: Έλλη Μαζωνάκη «Κι όμως, αν με ρωτούσες» / γράφει ο Διονύσης Διαμαντόπουλος
Το μυθιστόρημα της Έλλης Μαζωνάκη με τίτλο «Κι όμως, αν με ρωτούσες», περιγράφει την πορεία της ζωής τριών γυναικών – της Ελένης, της Μαίρης και της Χριστίνας – που μεγαλώνουν σε ένα μικρό χωριό της ηπειρωτικής Ελλάδας και ονειρεύονται το μέλλον τους μέσα από τη μετακίνησή τους στη Θεσσαλονίκη.
Στα σχέδιά τους η μοίρα, είτε ως κυρίαρχη δύναμη στη ζωή των ανθρώπων είτε ως μερικώς προκαθορισμένη πορεία, είναι έντονα παρούσα στη διαδικασία των επιλογών τους. Έτσι, το δίλημμα για το ποιο μονοπάτι θα επιλέξουν και ποια όνειρα θα κυνηγήσουν στη ζωή τους, μοιάζει με μια ανοιχτή βεντάλια. Με μια τράπουλα επιλογών όπου οι τρεις γυναίκες θα πρέπει να αποφασίσουν ισορροπώντας ανάμεσα στις προσωπικές τους φιλοδοξίες, τις απαιτήσεις των οικογενειών τους και τα κοινωνικά «πρέπει». Στοιχείο που συνιστά και το κεντρικό ζήτημα της αφήγησης.
Κι όταν οι τρεις γυναίκες – με κοινή αφετηρία, αλλά διαφορετικά όνειρα και φοβίες – κάνουν τελικά τις επιλογές τους, το αρχικό δίλημμα των αποφάσεών τους ακολουθεί ένα υπαρξιακό ερώτημα που διαρκώς αναμοχλεύεται: Τι πραγματικά επιθυμούσε η καθεμιά τους; Ποιες ήταν τα «θέλω» της, οι φόβοι και οι αναστολές της; Τι θα αναλογιζόταν εντέλει στο… κι όμως αν με ρωτούσες;
Μέσα από όλα αυτά τα ερωτήματα, το μυθιστόρημα της Έλλης Μαζωνάκη επιδιώκει να αναδείξει τη σχέση ανάμεσα στις επιλογές που κάνουμε (ή δεν κάνουμε), ως αποτέλεσμα κοινωνικών και οικογενειακών πιέσεων και πώς οι επιλογές αυτές διαμορφώνουν τελικά την ταυτότητά μας.
Αναδεικνύει ακόμα την ψυχολογική και κοινωνική διάσταση της αστικοποίησης (μετακίνηση στη Θεσσαλονίκη) καθώς οι υψηλές προσδοκίες για νέες ευκαιρίες, που συνήθως υπόσχεται η ζωή σε μια μεγάλη πόλη, συχνά συνοδεύονται από συγκρούσεις και απογοητεύσεις. Έτσι, το ερώτημα για το «αν με ρωτούσες» λειτουργεί ως μια πρόσκληση σε έναν ειλικρινή διάλογο με τον εαυτό μας που φτάνει ως την επώδυνη νοσταλγία και εν τέλει στην αναθεώρηση των αποφάσεων.
Υπό την έννοια αυτή, το μυθιστόρημα αγγίζει με τόλμη την ιδέα ότι κάποιες επιλογές της ζωής μας ίσως να μην ήταν αυτές που κατά βάθος θα θέλαμε, καθώς στις σελίδες του υφέρπει το στοιχείο του μεταμελημένου.
Η γλώσσα του μυθιστορήματος, αν και σε πολλά σημεία χαρακτηρίζεται από συναισθηματική φόρτιση, θεωρείται «προσβάσιμη», καθώς στοχεύει στη σύνδεση με τον αναγνώστη μέσω της περιγραφής καθημερινών σκηνών. Για τον λόγο αυτό η συγγραφέας αποφεύγει τη λεγόμενη υπέρμετρη λογοτεχνικότητα.
Αποφεύγει ακόμα τις αναφορές σε βαθύτερες εσωτερικές διεργασίες (συγκρούσεις, αναστολές, ματαιώσεις κλπ) αφήνοντας προφανώς χώρο στον αναγνώστη υιοθετώντας ένα δικό της στυλ γραφής.
Στα δυνατά σημεία του μυθιστορήματος θα εντάσσαμε τη συναισθηματική χροιά, τις έντονες εικόνες, την επιτυχή προσέγγιση της πραγματικότητας της ελληνικής επαρχίας, τη σύγκρουση των παραδόσεων και τις πιέσεις της οικογένειας και της κοινότητας που φέρνουν, κυρίως τις γυναίκες, αντιμέτωπες με κοινά διλήμματα.
Εν κατακλείδι: Το «Κι όμως, αν με ρωτούσες» είναι ένα στοχαστικό έργο βγαλμένο από την καθημερινή πραγματικότητα που αγγίζει με ευαισθησία πολλά κοινά ζητήματα των ανθρώπων, όπως είναι αυτά της επιλογής, της ταυτότητας, της αγάπης και της ελευθερίας. Για τον λόγο αυτό θα λέγαμε πως απευθύνεται κυρίως σε αναγνώστες που ενδιαφέρονται για τη λογοτεχνία με έντονο ψυχολογικό και κοινωνικό στοιχείο που προσφέρει προβληματισμό και συναισθηματική εμβάθυνση.
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις «Σύγχρονοι Ορίζοντες».
—





