Άρθρα Κοινωνία

“50cc #1: Η αποικία των καταδίκων” / γράφει ο Γιώργος Κοροπούλης

«Στην περιφέρεια, ένα δακτυλιοειδές οικοδόμημα. Στο κέντρο, ένας πύργος. Ο πύργος αυτός έχει μεγάλα παράθυρα που βλέπουν προς το εσωτερικό τού δακτυλίου· το περιφερικό οικοδόμημα διαιρείται σε κελιά, που το καθένα τους διαπερνά ολόκληρο το πάχος του οικοδομήματος. Τα κελιά έχουν δύο παράθυρα. Το ένα τους βλέπει προς τα μέσα και αντιστοιχεί σ’ ένα από τα παράθυρα του πύργου. Το άλλο δίνει προς τα έξω και αφήνει το φως να διαπερνά το κελί πέρα για πέρα. Φτάνει έτσι να τοποθετηθεί ένας επιτηρητής στον κεντρικό πύργο και σε κάθε κελί να κλειστεί ένας τρελός, ένας άρρωστος, ένας κατάδικος, ένας εργάτης ή ένας μαθητής: με την αντιφεγγιά της μέρας μπορείς να διακρίνεις από τον πύργο τους έγκλειστους  -μικρές σιλουέτες δέσμιες στα κελιά της περιφέρειας. Το κάθε κλουβί είναι κι ένα μικρό θέατρο όπου ο ηθοποιός είναι μόνος, τέλεια εξατομικευμένος και μόνιμα ορατός.

Το πανοπτικό αυτό σύστημα δημιουργεί μονάδες χώρων που επιτρέπουν την αδιάκοπη παρακολούθηση και την άμεση αναγνώριση. […Το μείζον αποτέλεσμα του «Πανοπτικού» είναι, επομένως, το ακόλουθο: να υποβάλλει στον κρατούμενο μια συνειδητή και μόνιμη, εις βάρος του, κατάσταση ορατότητας, που εξασφαλίζει την αυτόματη λειτουργία της εξουσίας. Να μονιμοποιεί τα αποτελέσματα της επιτήρησης, ακόμα κι αν αυτή είναι ασυνεχής στην άσκησή της. H τελειότητα της εξουσίας να τείνει στο να καθιστά περιττή τη συγκεκριμένη άσκησή της]».

Έτσι περιγράφει και αξιολογεί ο Μισέλ Φουκώ το «Panopticon», την πρότυπη φυλακή που επινόησε ο εισηγητής της κοινωνικής θεωρίας του ωφελιμισμού Τζέρεμι Μπένθαμ (1748-1832) έχοντας την αγαθότερη πρόθεση: Οι βαρυποινίτες εκτοπίζονταν τότε στην Αυστραλία κι έψαχνε τρόπο να τους απαλλάξει απ’ αυτήν την απάνθρωπη μεταχείριση… Η πρότυπη εκείνη φυλακή ήταν λοιπόν, αν και ο Μπένθαμ δεν θα το φανταζόταν και, προπάντων, δεν θα το προσυπέγραφε, η μακέτα της κοινωνίας όπου σήμερα συρόμαστε να ζήσουμε εμείς. Οι στραμμένες κατά πάνω μας κάμερες, τα βιομετρικά δεδομένα, οι υποκλοπές -όλ’ αυτά έχουν υπογραμμιστεί κατά κόρον. Και είναι πασίδηλο πως τα έκτακτα μέτρα  που λαμβάνονται βαθμηδόν και σωρευτικά, με άλλοτε άλλη επινοημένη ή υπαρκτή αφορμή, τείνουν να συνδυαστούν σ’ ένα μεταμοντέρνο, άτυπο πραξικόπημα- που η άλλη, η κρυμμένη του όψη ενδέχεται να είναι εξίσου ή και πιο ζοφερή, εφόσον η γενικευμένη επιτήρηση τείνει να δημιουργήσει το ηθικό τετελεσμένο ενός εσωτερικευμένου Μεγάλου Αδερφού, δηλαδή μιαν αντεστραμμένη Κατηγορική Επιταγή: «Πρέπει να φέρεσαι έτσι που αν επιτηρείται η συμπεριφορά σου, η επιτήρηση να μην σε θέτει σε κίνδυνο»…

Κρισιμότερο εντούτοις στον ξεπεσμό προς τη ριζική, γενικευμένη συμμόρφωση φαίνεται πως ήταν το επόμενο βήμα: η πάση θυσία ορατότητα έγινε σιγά-σιγά εθελοντική και μάλιστα υπό τον όρο ότι σε κοιτάνε ενώ κάθεσαι, αθέατος φαινομενικά, μες στο κελί σου. Και να πώς η ενδοβεβλημένη επιτήρηση, ακριβώς, εγγυήθηκε τη μεθυστική ελευθερία που νιώθεις όταν δραστηριοποιείσαι στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Στον «τοίχο» σου εκτυλίσσεται ένα έπος αδιακρισίας πρωτοφανές, το μελόδραμα και το λυντσάρισμα διαρκώς εναλλάσσονται. Θα έπρεπε ίσως ν’ αναρωτηθούμε αν αυτή η ηθική δούλου ήταν εξαρχής η «μορφή» που αντιστοιχεί στην «ύλη» η οποία διακινείται στα social media. Όμως διερωτήσεις τέτοιας λογής επισύρουν τον ψόγο περί λουδδιτισμού -και, το χειρότερο, δεν εξασφαλίζουν τα απαραίτητα likes. Έτσι δεν πρόκειται να γίνεις influencer -ποτέ.

banner-article

Δημοφιλή άρθρα

  • Εβδομάδας