Αναγνώστες Λογοτεχνία Πολιτισμός

Βασιλική Μαργιόλα “Ιούνης ο θεριστής”

Η ενίσχυση του στρατεύματος εκείνο το διάστημα, αρχές καλοκαιριού του 1913, από πολλούς εθελοντές, έδινε ελπίδες μιας και αριθμητικά τα βουλγαρικά στρατεύματα υπερτερούσαν

Βασιλική Μαργιόλα*

Στις δεκαεπτά του Ιούνη άρχισαν τα όργανα. Όχι της χαράς. Τρεις μέρες ο τόπος λεηλατούνταν, άμαχοι εκτελούνταν, σπίτια καίγονταν πλακώνοντας με τα ξύλινα δοκάρια τους ιδιοκτήτες τους. Το δίπατο σπίτι του Δημάκη κάηκε. Ο ίδιος, η γυναίκα του και τα δύο αδέρφια της Μαρίας, ο Νικόλας και ο Βασιλάκης, σκοτώθηκαν. Αυτή γλύτωσε. Ο μεγαλύτερος, ο Παύλος, υπηρετούσε στη Μεραρχία των Σερρών. Η Μαρία και ο Νικόλας, είχαν πάει απ’ το πρωί να ξεβοτανίσουν  ένα καπνοχώραφο, που δεν είχαν προλάβει την προηγούμενη μέρα. Μικρό ήταν, οι δυο τους πήγαν.

Γυρνώντας με το κάρο από το δρόμο που αποτελούσε την «ημιονική οδό» που συνέδεε τη Νιγρίτα με το Σοχό και τη Σαλονίκη, αντίκρισαν καπνούς από μακριά. Ένας συγχωριανός με τη γυναίκα του, τους είπαν να μη γυρίσουν, γιατί γίνονταν μεγάλο κακό. Ο Νικόλας άφησε την Μαρία μαζί τους στο χωράφι και γύρισε στην κόλαση. Αυτή θα έβρισκαν το πρωί της 20ης Ιουνίου τα πρώτα τμήματα του ελληνικού στρατού, μετά από μάχη που θα έδιναν παραέξω απ’ την κωμόπολη, ερχόμενοι από τη Σαλονίκη. Ο τόπος που κάπνιζε ακόμα, μύριζε θάνατο. Ο Νικόλας σκοτώθηκε έξω από το σπίτι του που καιγόταν. Τον πυροβόλησαν στο κεφάλι. Η Μαρία και οι γείτονές της έβλεπαν τους καπνούς από μακριά. Πέρασαν τη νύχτα στο εκκλησάκι της Παναγούδας.

Κάθε χρόνο στα εννιάμερα της Παναγίας μαζεύονταν εκεί απ’ όλα τα χωριά της περιοχής. Και δεν ήταν και λίγα. Η Μαρία θυμόταν πάντα από μικρή που πήγαινε με τη μάνα και τη γιαγιά της με τα πόδια. Γυρνώντας, μάζευαν σύκα από κάτι μεγάλες συκιές που απλώνονταν δίπλα στο χωματόδρομο. Σκέτο μέλι. Πως και πως περίμενε κάθε χρόνο τη γιορτή της Παναγούδας.  Επέστρεψαν μόνο όταν είδαν συγχωριανούς στο δρόμο και τους είπαν ότι ήρθε ο ελληνικός στρατός. Εκείνη τη μέρα γυρνώντας και περνώντας δίπλα από τις συκιές, ένιωσε πίκρα στο στόμα της. Πικρό το στόμα, πικρά και όσα έμελλε να αντικρίσει σε λίγη ώρα.

Την ίδια ώρα, βορειοδυτικά, λίγο έξω από το Κιλκίς, μέσα σε μια θάλασσα από ξεραμένα στάχυα, προχωρούσε ο Παύλος ο αδερφός της Μαρίας, με τη Μεραρχία του, πλησιάζοντας τα οχυρά. Ακόμα δεν είχε μάθει το κακό που έγινε στον τόπο του, λίγα χιλιόμετρα ανατολικά, από κει που βρισκόταν εκείνες τις μέρες του Ιούνη. Οβίδες ακούγονταν και λάμψεις φαίνονταν προς την πόλη. Επιτάχυναν το βήμα. Το βάρος του εξοπλισμού τούς δυσκόλευε. Οι ξιφολόγχες γυαλισμένες, άστραφταν κάτω από το εκτυφλωτικό φως του καυτού ήλιου, ενώ οι αρβύλες τσάκιζαν με δύναμη τα στάχυα ποδοπατώντας τα στο πέρασμά τους.

Πριν οχτώ μήνες, κατά τον Πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο, την ώρα που ο ελληνικός στρατός έμπαινε εκείνο το πρωί του Οκτώβρη του 1912 στη Σαλονίκη, καταλαμβάνονταν το Κιλκίς, το Κουκούς όπως το έλεγαν, το οποίο γέμισε κομιτατζήδες που οχυρώθηκαν στα υψώματα του Πολυκάστρου. Ένα δίκτυο οχυρωματικών έργων δημιουργήθηκε στην αμυντική γραμμή Καλινόβου- Κιλκίς- Λαχανά. Είχε προηγηθεί η χάραξη αμυντικής γραμμής που ξεκινούσε βορειοδυτικά της λίμνης Δοϊράνης και περνώντας από Ακρίτα, Πικρολίμνη, Δημητρίτσι και τη λίμνη Αχινού έφτανε μέχρι την κορυφή του Παγγαίου. Από τότε, μεγάλο εμπόδιο για το ελληνικό στράτευμα ήταν η οχύρωση του εχθρού στα υψώματα της περιοχής που έγιναν και ορμητήριό τους, με στόχο τη Γκεβγκέλιγια, τη Γευγελή, και όλο  τον κάμπο εκατέρωθεν, με τη Σαλονίκη  να παραμένει πάντα ευσεβής πόθος.

Η ενίσχυση του στρατεύματος εκείνο το διάστημα, αρχές καλοκαιριού του 1913, από πολλούς εθελοντές, έδινε ελπίδες μια και αριθμητικά τα βουλγαρικά στρατεύματα υπερτερούσαν. Βάδιζαν οι πεζικάριοι εντατικά, με λίγες μόνο στάσεις για ξεκούραση. Ο Παύλος, ο αδερφός της Μαρίας,  ο γιος του Δημάκη,  δεν ήξερε τίποτα ακόμα για το χαμό των δικών του, μα ο φόβος είχε τρυπώσει για τα καλά στο μυαλό του. Είχε μάθει ότι πυρπολήθηκε ο τόπος του. Προσπαθούσε να συγκεντρωθεί σε ό,τι ήταν να γίνει τις επόμενες ώρες, μα δεν τα κατάφερνε. Το μυαλό του πήγαινε συνέχεια στο σπίτι του, τους δικούς του.  Άτιμο πράγμα ο νους. Αυτός τον πήγαινε όπου ήθελε. Μα του αντιστάθηκε.  Προσπάθησε να ακούει τον ήχο που έκαναν τα ξερά στάχυα, καθώς έσπαζαν κάτω από τις βαριές αρβύλες. Χρατς… χρατς… περπατούσε κι άκουγε δίχως να σκέφτεται. Μόνο άκουγε. Περπατούσε κι άκουγε. Χρατς…χρατς …χρατς…τον ξεγέλασε για λίγο το νου του. Τον αγνόησε. Περπατούσε με τον βαρύ εξοπλισμό και ο ιδρώτας του έκαιγε τα μάτια. Τα άγανα απ’ τα στάχυα πετάγονταν σε χέρια και πρόσωπα ιδρωμένα, κι αυτοί περπατούσαν. Στόχος ήταν η αμυντική οχυρωματική γραμμή μήκους δέκα χιλιομέτρων και βάθους έξι, που εκτείνονταν από το Καλίνοβο μέχρι το Λαχανά, βόρεια της Σαλονίκης, για να μείνει ο δρόμος προς την κοιλάδα του Στρυμόνα και τις Σέρρες ανοιχτός.

Ξημερώνοντας δέκα εννιά του μήνα, έφτασαν έξω από το Κιλκίς. Ιούνης του 1913. Ο κάμπος ψήνονταν από τη ζέστη. Το πρωί άρχισε η επίθεση. Απέναντί τους 40.000 άντρες της Δεύτερης  Στρατιάς. Οι Έλληνες σε δεινή θέση. Εύκολοι στόχοι. Ο Παύλος και οι συμπολεμιστές του εκτεθειμένοι απόλυτα στον εχθρό. Στόχοι ξεκάθαροι σε ένα γυμνό από δέντρα κάμπο. Πήγαιναν σαν τους ποντικούς στη φάκα. Σε όλη αυτή τη διαδρομή του θανάτου, οι διπλανοί του έπεφταν πάνω στα χρυσοκίτρινα ξεραμένα στάχυα, βάφοντάς τα κατακόκκινα. Μετά από λίγο, στον πυρετό της μάχης, δεν προλάβαινε να γυρίσει να δει ποιος έπεφτε. Ούτε είχε απόλυτη αίσθηση όσων συνέβαιναν γύρω του. Η αδρεναλίνη είχε κατακλύσει κάθε κύτταρο στο σώμα του. Έβλεπε μόνο το στόχο. Να φτάσουν στα οχυρά. Να τα καταλάβουν. Να μπουν στο Κιλκίς.  Όταν η μάχη έγινε σώμα με σώμα, και «εφ’ όπλου λόγχη», οι κινήσεις γίνονταν μηχανικά, το μυαλό έκαιγε. Η «εκ του συστάδην» μάχη έκανε τον αγώνα τους υπεράνθρωπο. Οι επιθέσεις γινόταν κατά κύματα και ήταν σφοδρές.

Οι απώλειες πολλές. Η τελική επίθεση, ορίστηκε για το βράδυ της 20ης προς την 21η του Ιούνη. Το βράδυ της 20ης Ιουνίου, είχαν φτάσει λίγες εκατοντάδες μέτρα από τις οχυρωματικές θέσεις. Νυχτερινή επίθεση. Από τις έντεκα το βράδυ έως τις 3.30  τα χαράματα. Στη γραμμή Κιλκίς – Λαχανά από τις 19 Ιουνίου και για τρία μερόνυχτα, οι κοντά στις εννιά χιλιάδες νεκροί και τραυματίες, θα κατέτασσαν στην ιστορία τη μάχη αυτή, ως τη φονικότερη μάχη των Βαλκανικών Πολέμων και μια από τις φονικότερες της νεότερης ελληνικής ιστορίας

Πολλοί από τους νεκρούς ήταν αξιωματικοί που ηγούνταν τον μονάδων. Πολλοί και οι νεοσύλλεκτοι. Οι εθελοντές λιγότεροι. Ο εκτυφλωτικός ήλιος εκείνης της μέρας της επίθεσης, έκανε τις επωμίδες και τα χρυσά γαλόνια των αξιωματικών να γυαλίζουν. Έτσι οι ελεύθεροι σκοπευτές, εντόπιζαν με ευκολία τη  θέση των αξιωματικών και βαθμοφόρων.  Γι’ αυτό το λόγο, στις επόμενες αναμετρήσεις, θα διατάσσονταν να αφαιρεθούν τα διακριτικά των βαθμοφόρων. Στις έντεκα το άλλο πρωί, άρχισε η υποχώρηση των ηττημένων προς τη Δοϊράνη και το Στρυμόνα, αφού πρώτα είχαν πυρπολήσει την πόλη. Θα υποστήριζαν αργότερα ότι το Κιλκίς πυρπολήθηκε από τα ελληνικά στρατεύματα, ενώ ο ανταποκριτής των Τάιμς των ΗΠΑ Λου Πράις θα έγραφε μεταξύ άλλων «Η πόλις του Κιλκίς εκαίετο ήδη όταν είχον εισέλθει εις αυτήν οι Έλληνες……» .

Οι εικόνες που αντίκρισαν ο Παύλος και οι υπόλοιποι Έλληνες μπαίνοντας στην πόλη, θα έμεναν στη μνήμη τους για πάντα. Στις τρεις το απόγευμα η επίθεση ολοκληρώθηκε και σε άλλα σημεία του μετώπου του Κιλκίς, με επόμενο στόχο την διασφάλιση διατήρησης της κατοχής των γεφυρών του Στρυμόνα. «Μετά τριήμερον σφοδρόν αγώνα έγινε η κατάληψη του Κιλκίς και ο εχθρός καταδιώχθηκε κατά πόδας», θα διάβαζε εκείνη τη μέρα ο Βενιζέλος στο τηλεγράφημα που θα λάμβανε  από τον Έλληνα αντιστράτηγο επιτελάρχη.  «Ηθικόν Στρατού μας  έκτακτον»!  Έκτακτο ήταν και το ηθικό του Παύλου, μέχρι που θα μάθαινε λίγες ώρες αργότερα τι είχε γίνει στο σπιτικό του. Εκείνο το διήμερο, από τις δεκαεννιά μέχρι τις εικοσιμία του Ιούνη, ο μακεδονικός κάμπος έγινε αλώνι, μα όχι για χορό. Ο θεριστής εκείνης της χρονιάς, θέρισε παλληκάρια που κείτονταν καταγής, βάφοντας κατακόκκινα τα ολόξερα στάχυα και  ποτίζοντας με το αίμα τους την στεγνή διψασμένη γη.

Οι μάχες της γραμμής Κιλκίς – Λαχανά, σηματοδότησαν τον αγώνα της απελευθέρωσης της μακεδονικής γης. Λίγο μετά τη λήξη της επίθεσης, ο Παύλος σε έξαψη ακόμα από τον πυρετό της μάχης και την υπερπροσπάθεια, ενώ ξαπόσταινε, έμαθε τα μαντάτα. Πολλοί οι σκοτωμένοι στον τόπο του. Φίδια τον έζωσαν. « Οι δικοί του;» «Πώς θα μάθαινε;» Κίνησε λυτούς και δεμένους, ρώτησε, έψαξε κι έμαθε. Το σπίτι του, ο τόπος του, ο κόσμος του  είχαν ρημαχτεί.  Μόνο η Μαρία γλύτωσε. Έμαθε ότι έμενε με τους γείτονές τους. Είχαν μείνει οι δυο τους πια. Έπρεπε να την προστατέψει. Αλλά πώς. Δε μπόρεσε να πάει να τη βρει, μα της μήνυσε μέσω ενός συγχωριανού τους, ότι δεν θα αργήσει. Πού να ήξερε ότι σε μια βδομάδα θα βρισκόταν λίγα μόλις χιλιόμετρα απ’ τον τόπο του,  χωρίς να μπορεί να πάει εκεί, να τη βρει.

Σε μια βδομάδα η ίδια μοίρα περίμενε και τις Σέρρες. Η «Σιρραίων πόλις» κατά τον Ηρόδοτο, η Σίρρις, που αποτέλεσε στους πρώτους βαλκανικούς πολέμους, μαζί και με το Μοναστήρι και τη Σαλονίκη, κέντρο οργάνωσης του αγώνα, έμελλε να βρεθεί στο μάτι του κυκλώνα, τη χρονιά που κορυφώνονταν η ένταση στα Βαλκάνια. Μια πόλη στο υπογάστριο των Βαλκανίων, με το Παγγαίο των χρυσοφόρων κοιτασμάτων από τη μια και το Μπέλες από την άλλη, με το Στρυμόνα να ρέει πλάι της, διαπερνώντας όλη τη ραχοκοκαλιά του νομού από τα σύνορα με τη Βουλγαρία μέχρι την εκβολή του στον Στρυμονικό κόλπο, μια πόλη  πλούσια και κοσμοπολίτικη. Τράπεζες και εκπαιδευτήρια, δεκάδες μαγαζιά και ζαχαροπλαστεία στο ιστορικό κέντρο, το Βαρόσι, άνθρωποι όλων των τάξεων, επαγγελματίες, αγρότες, εργάτες, μορφωμένοι και αγράμματοι, Έλληνες, Τούρκοι και Εβραίοι, σχημάτιζαν ένα πολύμορφο σύνολο ανθρώπων, που θα βρίσκονταν στο έλεος των μέχρι τότε κατακτητών τους.

Ξημερώνοντας Παρασκευή είκοσι οχτώ του Ιούνη, ενός Ιούνη όπου ζεμάταγε ο τόπος και οι θεριστάδες αποκεφάλιζαν τα χρυσά στάχυα, σε ένα κάμπο που καίγονταν από το καλοκαιρινό λιοπύρι, έμελλε ν’ ανάψουν άλλες φωτιές, από ανθρώπινα χέρια αναμμένες. Απ’ το πρωί στρατιώτες και κομιτατζήδες εγκατέλειπαν την πόλη οδεύοντας ανατολικά προς τη Δράμα. Η σκόνη που σήκωναν τα άλογα, καθώς κάλπαζαν στην ξεραμένη στεγνή γη, άφηνε πίσω της τον καπνό από τις φωτιές που είχαν αρχίσει να καίνε στην πόλη. Εκεί κατά το μεσημέρι, τα καμπαναριά, τις συναγωγές και τους μιναρέδες, τα αγκάλιασαν φλόγες που έγλειφαν με μανία ό, τι έβρισκαν στο διάβα τους. Απ’ την εκκλησία του Αγίου Νικολάου ξεκίνησε η φωτιά. Ο παπα Νικόλας, ίσα που πρόλαβε να βγει στο δρόμο με καψαλισμένα τα ράσα και μαυρισμένη την εικόνα του Αγίου και της Παναγιάς στα χέρια. Τρέχοντας ανάμεσα στις φωτιές, πέρασε από το κέντρο, όπου καταστήματα ρούχων, φαρμακεία, βιβλιοπωλεία, γίνονταν παρανάλωμα. Μες στη μυρωδιά της φωτιάς, μυρωδιές από αρώματα που χύνονταν καταγής, ξεχύνονταν και ανακατεύονταν με την κάπνα, εκεί όπου τα μυροπωλεία γεμάτα μπουκαλάκια με ροδόνερο, λεβάντα και πολλά ευρωπαϊκά αρώματα παραδίνονταν στις φλόγες. Κόσμος γύρω του, έτρεχαν όλοι αλλόφρονες, άλλοι για να βρουν τους δικούς τους, άλλοι για να πάνε στα σπίτια τους να σώσουν ό, τι μπορέσουν. Παρακάτω τα μπακάλικα, με τα ξύλινα ράφια φορτωμένα με όλα τα καλά του θεού, παραδίνονταν στις φλόγες. Ζαχαροπλαστεία και καφενεία γεμάτα άλλοτε με κόσμο, γέμισαν φλόγες που άφηναν πίσω τους στάχτες μόνο και αποκαΐδια. Φτάνοντας ο παπα Νικόλας στη γειτονιά του, αντίκρισε την κόλαση που έβλεπε κάθε μέρα σε μια τοιχογραφία της εκκλησίας του. Τούτη εδώ όμως ήταν αληθινή. Άνθρωποι μαυρισμένοι απ’ τον καπνό, μισοκαμένοι βήχοντας και προσπαθώντας να πάρουν ανάσα, έτρεχαν να σωθούν. Ήταν οι τυχεροί. Που είχαν σωθεί. Ο ίδιος ο παπάς είχε μια εικόνα αλλοπρόσαλλη. Χαμένος. Καμένα τα ράσα, καμένα τα μαύρα του γένια, βλέμμα γεμάτο τρόμο. Ένα μόνο τον ένοιαζε. Να φτάσει στο σπίτι. Στην παπαδιά και την Άννα του. Η κόρη του ήταν δέκα χρονών.

Την έκανε μεγάλος και της είχε μεγάλη αδυναμία. Ώρες ώρες, ένιωθε ενοχές σκεπτόμενος το θεό του, γιατί στην καρδιά του την πρώτη θέση είχε πάρει η Άννα του, από τη στιγμή που γεννήθηκε. Όταν έβλεπε τα μπλε της ματάκια ξεχνούσε και το Θεό του και τη ματαιότητα του κόσμου τούτου. Ο κόσμος του ομόρφυνε με τον ερχομό της. Ποιος παράδεισος. Εδώ ήταν ο παράδεισος ο δικός του. Επί γης. Κρυμμένος μες στα ξανθά της μαλάκια. Φανερωμένος στα μάτια της τα μπλε, όμοια με  τις θάλασσες όλες.

Ο παράδεισός του χάθηκε μεμιάς, όταν αντίκρισε την παπαδιά να βγαίνει ουρλιάζοντας απ’ το σπίτι τους, με το παιδί στην αγκαλιά. Αυτό ήταν. Την μύρισε την κόλαση, βαθιά μέσα στα σωθικά του που έκαιγαν. Την είδε μπροστά του. Την επόμενη μέρα, ο Ελληνικός Στρατός έμπαινε στην πόλη. Ο Παύλος ο αδερφός της Μαρίας, βλέποντας τη ρημαγμένη πόλη ήταν σα να έβλεπε τι πέρασαν οι δικοί του. Βοήθησε πολύ κόσμο, μιας και τους δικούς του δε μπόρεσε να τους βοηθήσει.  Η πόλη, μετά από πεντακόσια τριάντα χρόνια ήταν ελεύθερη. Ρημαγμένη μα Ελεύθερη.  Ρημαγμένος έμεινε ο παπα Νικόλας. Και η παπαδιά. Ο Παύλος σε λίγο καιρό θα την έβρισκε την αδερφή του Μαρία. Φθινόπωρο πια. Αρχές Οκτώβρη. Στη Σαλονίκη.

 

Η *Βασιλική Μαργιόλα είναι απόφοιτος του Παιδαγωγικού Δημοτικής Εκπαίδευσης Ιωαννίνων, με Μετεκπαίδευση στην Ειδική Αγωγή στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και είναι κάτοχος Μεταπτυχιακού διπλώματος στη Δημιουργική γραφή του ΕΑΠ και του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας.  Εργάζεται στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση.

 

 

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ