Βέροια Πολιτισμός Τοπικά

Βέροια – ΑποΜνημοΝεύματα της Μνήμης / γράφει ο Νίκος Μανούδης

Αναμνήσεις από πρόσωπα της Πόλης

Νίκος Μανούδης

Καθημερινά πρόσωπα της πόλης μας που έζησαν το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα στη Βέροια και άφησαν μέχρι σήμερα τα ίχνη τους στις παιδικές μου αναμνήσεις. Τα παρακολουθούσα να περνούν μπροστά από το «ΥΦΑΣΜΑΤΟΠΩΛΕΙΟ» του πατέρα μου στην πλατεία του Αγίου Αντωνίου ή στη γειτονιά μου.

Έμειναν στη μνήμη μου να κινούνται ακόμη ανάμεσα σε σπίτια και μαγαζιά που παρασύρθηκαν με τη σκόνη του χρόνου, συντροφιά με πολλές επιγραφές καταστημάτων-εργαστηρίων που πια έχουν ξεχαστεί: ΕΔΩΔΙΜΑ-ΑΠΟΙΚΙΑΚΑ, ΟΙΝΟΙ-ΠΟΤΑ, ΕΙΔΗ ΠΡΟΙΚΟΣ, ΨΙΛΙΚΑ, ΝΕΩΤΕΡΙΣΜΟΙ, ΕΤΟΙΜΑ ΕΝΔΥΜΑΤΑ, ΓΑΛΑΚΤΟΠΩΛΕΙΟ, ΣΑΓΜΑΤΟΠΟΙΕΙΟ, ΕΙΔΗ ΚΙΓΚΑΛΕΡΙΑΣ, ΣΤΙΛΒΩΤΗΡΙΟ, ΓΕΝΙΚΟ ΕΜΠΟΡΙΟ, ΕΓΧΩΡΙΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ, ΠΑΝΤΟΠΩΛΕΙΟ, ΥΑΛΟΠΩΛΕΙΟ, ΜΑΝΤΑΡΟΝΤΑΙ ΚΑΛΤΣΕΣ.

Ο Φάνης, κήρυκας, φωτογράφος, λαχειοπώλης

Ήμουνα πολύ μικρός όταν τον είδα για πρώτη φορά. Είχε στηθεί με καμάρι μπροστά στο καφενείο δίπλα στον πλάτανο, απέναντι από την Παλιά Μητρόπολη, και καλούσε τον κόσμο να τον ακούσει. Κάθισα και παρακολούθησα την «παράσταση» εντυπωσιασμένος. Ανακοίνωσε μια δημοτική εντολή. Ίσως μια διακοπή νερού ή κάτι με τα δημοτικά τέλη, δεν θυμάμαι. Εύσωμος, ξανθός, μιλούσε με βροντερή φωνή και πάθος στο λιγοστό κοινό που είχε συγκεντρωθεί. Στο τέλος κάποιοι τον χειροκρότησαν μ’ ένα ειρωνικό χαμόγελο και περιπαιχτικά σχόλια. Άλλοι απλώς έφυγαν αμίλητοι φορτωμένοι με τις σκέψεις τους. Εκείνος δεν έδωσε σημασία και αποχώρησε περήφανος να συνεχίσει την αποστολή του σε άλλες γειτονιές.

Από τότε τον έβλεπα συχνά να τριγυρίζει στην πόλη, άλλοτε με μια φωτογραφική μηχανή στα χέρια, κυρίως στις γιορτές και στις παρελάσεις, να φωτογραφίζει και να πουλά τις φωτογραφίες, κι άλλοτε με ένα κοντάρι φορτωμένο με λαχεία να διαλαλεί… «εδώ τα τυχερά»… Έμεινε έτσι για χρόνια ένα χαρακτηριστικό πρόσωπο της πόλης, μέχρι που χάθηκε.

———————

Ο Σαΐνης «ο πετειναρής»

Στη γειτονιά που μεγάλωσα, στη γωνία Εδέσσης και Ξάνθης έστεκε το σπίτι και εργαστήριο του μπαρμπα-Σαΐνη. Εκεί έφτιαχνε τα λαχταριστά ζαχαρωτά του. Μηλαράκια φιρίκια καρφωμένα σ’ ένα μικρό καλάμι, βουτηγμένα σε κόκκινη καραμέλα και διάφανα κοκοράκια γλειφιτζούρια (πετειναρής). Μοσχοβολούσε όλη η γειτονιά από το άρωμα της καμένης ζάχαρης και τα αρώματα που έβαζε. Δεν έλειπε από κανένα πανηγύρι, ούτε των Αγίων Αναργύρων ούτε του Αγίου Αντωνίου. Έστηνε τη λαχταριστή πραμάτεια του σε ένα τραπεζάκι και περίμενε την παιδική του πελατεία.

————–

Η Μάρω και η Ασημίνα οι γυμνάστριες

Ήταν δύο αδελφές γυμνάστριες, που έμειναν στη μνήμη μου περισσότερο για την αυστηρότητά τους παρά για τη γυμναστική τους. Άλλωστε, τότε δίδασκαν στο Γυμνάσιο Θηλέων. Με τα μαλλιά τους δεμένα σε σφιχτό κότσο, τα πρόσωπά τους πάντα σκυθρωπά (μην πάρουμε και αέρα) και το αυστηρό ντύσιμό τους, είχαν επιβάλει με το παράδειγμά τους στα κορίτσια να κρατούν κι αυτά μια συντηρητική στάση. Τουλάχιστον προσπαθούσαν. Βέβαια, πάντα η ορμή της νιότης έβρισκε τρόπους να ξεφεύγει από τα δεσμά της και να δίνει λίγη χαρά και σε μας τα αγόρια, που περιμέναμε με λαχτάρα μια χαραμάδα έρωτα ή έστω ονειροφαντασίας.

Οι μακριές ποδιές μετά το σχόλασμα κόνταιναν τραβηγμένες μέσα στη ζώνη, οι κορδέλες στα μαλλιά κρύβονταν στις φράντζες και σε κάποιες τολμηρές κάποιο κουμπί έμενε τυχαία ξεκούμπωτο. Να είναι καλά τα κορίτσια της νιότης μας.

Βέβαια δεν πρόκειται θα ξεχάσω ποτέ τις παρελάσεις του Γυμνασίου Θηλέων.

Μπροστά προχωρούσαν σε δυο σειρές εξάδες από τυμπανίστριες, που έδιναν βήμα στα τμήματα που ακολουθούσαν και από δίπλα εκείνες με τις σφυρίχτρες να τρυπούν τα τύμπανα του κόσμου με τον οξύ τους ήχο. Ο βηματισμός και ο συγχρονισμός τους μπορούσε να συγκριθεί μόνο με τα στρατιωτικά τμήματα των Λοκατζήδων που ακολουθούσαν αργότερα. Και τα χειροκροτήματα μαζί με τα στραγάλια που πέφτανε βροχή από τους σκαρφαλωμένους στους τοίχους του Γυμνασίου υποψήφιους εραστές μεταμόρφωναν την παρέλαση σε τρικούβερτο πανηγύρι.

———————

Ο Κούλης ο ποδηλατάς και μικροπωλητής

 Κρατούσε ένα μαγαζί, που περισσότερο έμοιαζε με την παράγκα του Καραγκιόζη, στην αρχή της οδού Ελιάς αλλά που τα είχε σχεδόν όλα. Ήταν περίπτερο, μικρομπακάλικο, ψιλικατζίδικο και… νοίκιαζε ποδήλατα με την ώρα για βόλτα. Την εποχή που τον θυμάμαι ζούσε μόνος και κοιμόταν εκεί μέσα. Είχε μιαν αναπηρία που όμως δεν τον εμπόδιζε να κάνει καλά τη δουλειά του. Είχα ακούσει πολλές ιστορίες για τα πειράγματα που του κάνανε τα παιδιά που νοικιάζανε ποδήλατα. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του άλλαξε στέκι, γιατί η αντιπαροχή τον έδιωξε. Λένε πως μετά τον θάνατό του βρέθηκε κρυμμένη στο στρώμα του μια μικρή περιουσία. Δεν ξέρω.

————–

 Ο Αντώνης ο μουγγός

Φάνταζε στα μάτια μου σαν ένα σχεδόν μυθικό πρόσωπο. Ένα ξωτικό. Γεροδεμένος, μελαψός, τον είδα για πρώτη φορά στην κατασκήνωση των προσκόπων στη Μεθώνη. Βοηθούσε σε όλες τις βαριές δουλειές και κάποιες φορές οδηγούσε ένα παράξενο φορτηγό που είχε ξεμείνει από τους Άγγλους σαν δώρο στους προσκόπους. Έπαιρνε μπροστά μόνο με μανιβέλα και πολύ δύσκολα. Όταν τα κατάφερνε, χειροκροτούσαμε με ενθουσιασμό κι εκείνος χαμογελούσε σαν μικρό παιδί. Με αυτό κουβαλούσαμε κάποιες φορές και τα φαγητά που πηγαίναμε στον φούρνο στο χωριό. Θυμάμαι ακόμη τα μουγκρητά και τις χειρονομίες που έκανε στην προσπάθειά του να συνεννοηθεί. Κάποιοι λέγανε πως του είχανε κόψει τη γλώσσα. Δεν έμαθα ποτέ την αλήθεια, όπως και τι απέγινε αυτό το ειρηνικό παλικάρι.

—————

Η κομψή κυρία Ψιψίκα, η «Ψιψίκαινα»

 Έτσι άκουσα να την αναφέρει η μάνα μου στις φίλες της καθώς εκείνη περήφανη περνούσε από μπροστά τους στην πλατεία Αγίου Αντωνίου. Και πίσω από τον χαρακτηρισμό καταλάβαινα πως κάτι κρυβόταν… ζήλια, θαυμασμός, ειρωνεία, δεν μπορούσα να καταλάβω. Ίσως όλα αυτά μαζί να συνέθεταν ένα ενδιαφέρον κουτσομπολιό. Η αλήθεια ήταν πως πραγματικά είχε μια διαφορετική παρουσία. Ξεχώριζε με το ιδιαίτερο κομψό και μοντέρνο ντύσιμό της, τα καπέλα που φορούσε, το παράστημά της. Για τη μικρή μας επαρχιακή κοινωνία όλα αυτά ήταν μια πρόκληση. Εμένα όμως μου άρεζε, γιατί έβλεπα στη στάση της μιαν ελευθερία, τόλμη, αδιαφορία για τα σχόλια και μια άλλη εικόνα ντυσίματος, πράγματα ιδιαίτερα σημαντικά εκείνη την εποχή του συντηρητισμού και της καχυποψίας. Είχα ακούσει πως ήταν από εύπορη οικογένεια και μάλλον χήρα. Νομίζω πως είχαν βενζινάδικο κάπου στο τέλος της Κεντρικής.

————-

Ο Θοδωράκης με τα λουκούμια

 Ο Θοδωράκης ήταν βοηθός στο μαγαζί του Κεμιντζέ, του πρώην δημάρχου της πόλης. Αργότερα νομίζω έγινε εκείνος ιδιοκτήτης. Έφτιαχνε διάφορα γλυκά αλλά κυρίως λουκούμια. Τον θυμάμαι πάντα με μια άσπρη ποδιά «ζωγραφισμένη σταμπωτά» από υπολείμματα ξερής ζάχαρης, άχνης και αλευριού. Μάλλον παχουλός, εγκάρδιος μοσχοβολούσε βανίλια και κανέλα. Τα λουκούμια του ήταν φημισμένα και κυκλοφορούσαν σε διάφορες γεύσεις, χρώματα και αρώματα. Ιδανικά για όλους εμάς που λατρεύαμε τα μπισκοτολούκουμα. Λίγο τον ήξερα αλλά περισσότερο τον γνώρισα από τα σχόλια στις συντροφιές των μεγάλων. Λέγανε πως έβαζε μέσα στα λουκούμια κάτι, που δεν καταλάβαινα τι, αλλά αυτό το κάτι ήταν που τα έκανε τόσο νόστιμα. Μουρμούριζαν πονηρά δυο λέξεις μάλλον τούρκικες και σκάζανε στα γέλια. Και συνέχιζαν αυτοί να αγοράζουν κι εμείς να τρώμε μπισκοτολούκουμα. Ένα λουκούμι Κεμιντζέ ζουλιγμένο ανάμεσα σε δυο τετράγωνα πτι-μπερ Παπαδοπούλου. Ακολουθούσε ένα ποτήρι δροσερό νερό.

 —————

Ο Σπύρος ο ασφαλίτης

 Χοντρός, φούσκωνε μέσα στην πράσινη στολή του χωροφύλακα και καμάρωνε. Με την αυστηρή φιγούρα που πρόβαλλε και τις ιστορίες που άκουγα, φάνταζε στα μάτια μου κάτι σαν μπόγιας. Προσπαθούσε και κάπου τα κατάφερνε να σκορπίσει τρόμο στην ποινική αλλά και κυρίως πολιτική «παρανομία». Δεν ξέρω τι πραγματικά έκρυβε στην ψυχή του. Ζούσε ήσυχα με τη γυναίκα του και ήταν άτεκνος. Εκείνα τα σκοτεινά χρόνια του ψυχρού πολέμου και του αντικομμουνισμού, αυτός ενσάρκωνε τους εφιάλτες σε πολλούς από μας.

————-

Ο Πυλορώφ

 Κοντός, με το κεφάλι γουλί, με εντυπωσίαζε και με τη παρουσία του και με το επίθετό του. Διάβαζα τότε τους «αδελφούς Καραμάζωφ». Είχα ακούσει πως ήταν από τη Θεσσαλονίκη και ήταν παντρεμένος με μια ωραία γυναίκα. Εγώ τον ήξερα σαν ιδιοκτήτη του σινεμά «Πάνθεον», τον έβλεπα να κόβει εισιτήρια και να παρακολουθεί την κατάσταση στην αίθουσα μην τυχόν δούμε δυο φορές την ταινία. Επίσης κρατούσε ένα γραφείο ταξιδιών στη Βενιζέλου πίσω από τον Άγιο Αντώνη. Πολλές φορές χάζευα τη βιτρίνα του. Είχε μακέτες από αεροπλάνα, φωτογραφίες από μακρινές χώρες και παράξενες σημαίες. Επίσης, στη βιτρίνα του έστεκε μια μικρογραφία από το υπερωκεάνιο «Βασίλισσα Φρειδερίκη» που διαφήμιζε τη μετανάστευση στην Αμερική. Πουλούσε και εισιτήρια για τα τρένα. Μου άρεσε να χαζεύω και να ονειρεύομαι.

———-

Η Μαριγούλα η πριγκίπισσα

Ήταν μια πραγματικά μυθική φιγούρα στολισμένη με κάθε λογής ρούχα και κοσμήματα. Στεκόταν ψηλά στο παράθυρο του σπιτιού της στη γωνία Μ. Αλεξάνδρου και Κωττουνίου και καμάρωνε. Πληθωρική παρουσία, περίμενε τον πρίγκιπα που, καθώς έλεγε, της είχε τάξει γάμο. Ήταν πρόσχαρη και εγκάρδια όταν της καλομιλούσες, που μεταμορφωνόταν σε σκληρή και αθυρόστομη σε όσα παιδιά την πείραζαν και αμφισβητούσαν την αλήθεια των λόγων της. Ήταν μια πραγματική πριγκίπισσα ανάμεσα στις συμβάσεις της πόλης.

————–

Ο κυρ Κοσμίδης με το κοκορέτσι

Τον θυμάμαι αρκετά γέρο πια, στην πλατεία του Αγίου Αντωνίου να σπρώχνει με κόπο το βαρύ μεταλλικό καρότσι του, που ήταν μια κινούμενη ψησταριά. Μπροστά ανάμεσα στα πόδια του ξεχώριζαν οι άκρες από σούβλες, γιατί μέσα βαθιά στο καρότσι στα αναμμένα κάρβουνα ψηνόταν το κοκορέτσι που το πουλούσε χύμα. Μοσχοβολούσε όλη η αγορά. Ήθελα να δοκιμάσω αλλά δεν τόλμησα.

————

Ο Μπατζανάκης με τα παγωτά

 Τα καλοκαίρια είχαμε ραντεβού με τα παγωτά του. Έσπρωχνε κι αυτός το καρότσι του και διαλαλούσε το αρωματικό μαστιχάτο καϊμάκι. Σήκωνε το καπάκι και ξεχώριζε μέσα στο δοχείο που ήταν βυθισμένο σε σπασμένο πάγο με χοντρό αλάτι το φανταστικό παγωτό του. Το πουλούσε είτε σε «τιπ τοπ», μια παράξενη συσκευασία σε μέγεθος σπιρτόκουτου, ή σε μικρά χωνάκια. Εξαιρετικό!

————

Ο Αντώνης ο φουρφουράς

 Μια ακόμη εξωτική φιγούρα. Ο Αντώνης ο φουρφουράς για χρόνια ήταν ένα σημείο αναφοράς, ένα ζωντανό μνημείο της πόλης μας. Τριγυρνούσε κουβαλώντας το μικρό καλάθι του, όπου είχε αραδιασμένα πολύχρωμα φουρφούρια που τα έφτιαχνε μόνος του. Με καλάμι, κόλλες γλασέ και σύρμα. Περισσότερο σοφός από πολλούς που τον πειράζανε, ήταν λιγομίλητος και συγκεντρωμένος στα δικά του. Πολλές φορές καθώς περπατούσε μονολογούσε και πρόδινε τις σκέψεις του. «Να βρέξει, να βρέξει, να στροβοκάψει, να πάει και το νοσοκομείο για να μη δουλεύει η αδελφή μου…» Τα τελευταία χρόνια είχε αφήσει τα φουρφούρια του και περιφερόταν κρατώντας ένα μεγάλο κομπολόι που είχε φτιάξει με αλυσίδα και κρίκους.

————–

Ο Μέρκος ο επιστάτης

Ψιλόλιγνος σαν τον Δον Κιχώτη, φρόντιζε το Γυμνάσιο Αρρένων. Λύτρωνε από την αγωνία της εξέτασης και τη βαριεστημάρα του μαθήματος, καθώς χτυπούσε το κουδούνι για διάλειμμα. Τον θυμάμαι να κουνάει το κουδούνι με ένα απροσδιόριστο χαμόγελο, μάλλον ευτυχίας, και να ταλαντεύεται ολόκληρος στην κίνηση. Τα τελευταία χρόνια έστηνε πάνω σε ένα πτυσσόμενο καρεκλάκι μια μεγάλη μαύρη λαμαρίνα και πουλούσε κουλούρια στο διάλειμμα.

—————

Ο κυρ Μήτσος ο τραυματίας στον Σαγγάριο

Όταν τον γνώρισα, είχε ένα μικρό καφενείο σε μια ανήλια στοά απέναντι από τον Άγιο Αντώνιο. Έφτιαχνε και μοίραζε καφέδες στα μαγαζιά της περιοχής. Ψηλός, λίγο κυρτός, με την παλάμη του αριστερού χεριού σακατεμένη από τραύμα, που το απόκτησε καθώς μου είπε από τη Μικρασιατική Εκστρατεία. Μιλούσε βιαστικά και πολλές φράσεις του δεν τις καταλάβαινα. Τον ρωτούσα και επιζητούσα να ακούσω ιστορίες, αλλά δεν έλεγε πολλά, παρά μόνο ότι είχε φτάσει στον Σαγγάριο. Συχνά επαναλάμβανε γελώντας «μον περ, μα μερ, ο μπαμπάς, η μαμά» ή «ταπεινότερος σκλάβος και μισητότερος τύραννος η γυνή, γούμαν, γούμαν», λέξεις και εκφράσεις που είχε μάθει από συμπολεμιστές του.

—————–

Ο Οδυσσέας ο χαμάλης

 Ένας χεροδύναμος άνδρας, που κουβαλούσε τα βαριά σακιά σαν να κρατούσε πούπουλα. Κάπως έτσι φανταζόμουν τον Ταρζάν. Κάποιοι λέγανε πως δεν ήταν καλά στα μυαλά του.

————-

Ο Τάκης ο μόδιστρος

 Τον θυμάμαι να περπατά καμαρωτός και βιαστικός, πάντα άψογα ντυμένος, στους δρόμους της πόλης και να συγκεντρώνει βλέμματα θαυμασμού ή απορίας πάνω του. Ξεχώριζε από τους ομοιόμορφα ντυμένους συμπολίτες, και αυτό δεν περνούσε απαρατήρητο. Μόδιστρος υψηλής ραπτικής, έραβε τις πλούσιες κυρίες της πόλης. Λέγανε πως είχε διασυνδέσεις με μεγάλους οίκους μόδας της Αθήνας. Δεν καταλάβαινα τι ήταν ακριβώς αυτοί οι οίκοι μόδας, εγώ ήξερα τη μοδίστρα που έραβε τη μάνα μου. Η απορία μου λύθηκε όταν είδα μια ταινία με τον Βουτσά, τον Ηλιόπουλο και τον Χατζηχρήστο που είχαν κληρονομήσει έναν τέτοιο οίκο. Εκτός δηλαδή που ράβανε ρούχα, κάνανε και επίδειξη των μοντέλων σε πλούσιες κυρίες ή κάτι τέτοιο.

————-

Μίλτος Κλoκίδης, ο πρώτος ενεργός πολίτης

 Υπόδειγμα ενεργού πολίτη, επαναστάτη με αιτία, λαϊκός αλλά με μεγάλη ευγένεια και παιδεία, για ένα διάστημα τάραξε τα λιμνάζοντα νερά της πόλης με τους αγώνες του. Πάλεψε για τη γειτονιά του την Κυψέλη και κατάφερε να δημιουργήσει εκεί αθλητικές εγκαταστάσεις και ένα μικρό πολιτιστικό κέντρο.

—————

Σαμαράς-Μιχαηλίδης: Οι τερματοφύλακες

 Ο πρώτος στο  «Βέρμιο» και ο δεύτερος στον «Ερμή», τις δύο ποδοσφαιρικές ομάδες της πόλης πολύ πριν από τη συγχώνευσή τους στη «Βέροια». Ο Σαμαράς, μπογιατζής στο επάγγελμα, ήταν ένας γεροδεμένος μαυριδερός άνδρας, βράχος κάτω από τα δοκάρια, ντόμπρος, λαϊκός τύπος. Ο δεύτερος, δανδής και κομψός, περισσότερο διέπρεπε στις γυναικείες κατακτήσεις. Έχουν μείνει ιστορικές οι αναμετρήσεις των δύο ομάδων όπου συνήθως κέρδιζε το «Βέρμιο». Δύο διαφορετικοί τύποι, που πραγματικά ήταν σαν να είχαν βγει από ελληνική ταινία εκείνης της εποχής.

————

Ο Νίκος ο εφημεριδοπώλης

 «Μακεδονία», «Βορράς», όλα τα νέα. Ακόμη αντηχεί η φωνή του στ’ αυτιά μου. Ψηλός, λιγνός, με έναν δερμάτινο φάκελο περασμένο με λουριά από τον λαιμό του στο πλάι, τριγύριζε στους δρόμους και πουλούσε εφημερίδες. Ήταν η εποχή που η εφημερίδα που διάβαζες προσδιόριζε την κομματική σου τοποθέτηση και την ανάλογη μεταχείριση από το κράτος. Η «Μακεδονία» εξέφραζε το Κέντρο, ίσως και την καλυμμένη Αριστερά και ο «Βορράς» τη Δεξιά. Κάπου κρυμμένες στο βάθος του φακέλου μπορεί να κρυβόταν και καμιά «Αυγή» για συγκεκριμένους «χαρακτηρισμένους» πελάτες. Τα τελευταία χρόνια της δουλειάς του είχε αγοράσει ένα μηχανάκι με «βάρκα», όπου φόρτωνε τις εφημερίδες και τα περιοδικά «Θησαυρός», «Ντόμινο», κ.ά.

———-

 Ο Παύλος «ο νοσοκόμος»

Τον θυμάμαι, δεν ξέρω γιατί, τις απογευματινές ώρες να γλιστράει σαν βιαστική σκιά στα μισοφωτισμένα σοκάκια της πόλης με ένα μεταλλικό κουτί στο ένα του χέρι. Έμπαινε σε διάφορα σπίτια και αυτό μου γέννησε την περιέργεια να ρωτήσω. Και έμαθα. Ο κυρ Παύλος πήγαινε στα σπίτια που υπήρχε κάποιος άρρωστος και χρειαζόταν να βάλει ενέσεις. Στο μεταλλικό κουτί του έκρυβε τα σύνεργα του επαγγέλματος. Μια γυάλινη σύριγγα, πολλές βελόνες, οινόπνευμα κ.ά. Έτυχε να παρακολουθήσω κι εγώ μια φορά το τελετουργικό κρυμμένος πίσω από τη φούστα της μάνας μου. Πάντα σοβαρός και τυπικός. Φαντάζομαι και εχέμυθος. Πρώτα αποστείρωνε σε νερό που έβραζε τα σύνεργα, μετά συνέδεε την κατάλληλη βελόνα, ύστερα έπαιρνε το μπουκαλάκι με το φάρμακο και μια αμπούλα μ’ ένα διάφανο υγρό που αργότερα έμαθα πως ήταν ένας απλός ορός. Στο σημείο αυτό γινόταν κάτι πολύ μαγικό για τα μάτια μου. Μ’ ένα μικρό πριονάκι έκοβε το λαιμό της αμπούλας, ρουφούσε με τη σύριγγα τον ορό, τρυπούσε με τη βελόνα το λαστιχένιο πώμα που έκλεινε το μπουκαλάκι με το φάρμακο που ήταν μια άσπρη σκόνη, έχυνε τον ορό μέσα και το ανακάτευε. Τέλος τραβούσε το διάλυμα πίσω στη σύριγγα και ήταν έτοιμος για… Έκρυβα τα μάτια μου για να μη δω τα άσπρα οπίσθια του παππού μου.

—————

Οι γερόντισσες των Αγίων Αναργύρων / Μοναχή Ευσεβία & Μοναχή Μακρίνα

 Στο χαμηλό σπιτάκι ανάμεσα στην καινούργια και την παλιά εκκλησία των Αγίων Αναργύρων ζούσαν δυο καλόγριες. Η μία λίγο πιο ψηλή από την άλλη, περπατούσαν, ή καλύτερα κυλούσαν, ανάλαφρα μέσα και έξω από τους ναούς. Με εντυπωσίαζαν όλα επάνω τους, τα κατάμαυρα ρούχα που φορούσαν, το σφιχτά τυλιγμένο μαντίλι στο κεφάλι που άφηνε μόνο λίγο πρόσωπο να φαίνεται, η σοβαρότητα και αυστηρότητα στο βλέμμα τους. Βοηθούσαν και επόπτευαν σε όλους τους χώρους. Μάλιστα, είχαν και την ευλογία και το προνόμιο να μπορούν να εισέρχονται στο ιερό. Μεγαλωμένος σε αυτήν την ενορία, για χρόνια νόμιζα πως κάθε εκκλησία είχε τις δικές της γερόντισσες, όμως έκανα λάθος. Δεν έμαθα ούτε πώς βρέθηκαν εκεί, ούτε αργότερα τι απέγιναν, υπάρχουν όμως ακόμη στη μνήμη μου.

————-

Ο γιατρός Ιωαννίδης

 Έμενε σε μια ωραία μονοκατοικία με κήπο στην Ανοίξεως, απέναντι από την είσοδο του Αρχαιολογικού Μουσείου. Ήταν η πρώτη εικόνα «επιστήμονα» και «αστού αριστοκράτη» που γράφτηκε στη μνήμη μου. Είχε έναν διαφορετικό αέρα και μια παρουσία που ξεχώριζε. Μπορεί να ήταν η ιδιότητά του και το δέος που προξενούσε αυτή, αλλά μάλλον όχι. Παλιά οι γιατροί ήταν μετρημένοι στην πόλη μας και έχαιραν μεγάλης εκτίμησης. Πάντως άκουγα από τις συζητήσεις των μεγάλων πως ήταν καλός γιατρός. Θυμάμαι πως με πήγε η μάνα μου, μια φορά, που είχα πυρετό και με εξέτασε. Τις επόμενες μέρες καθώς έκανε τη βόλτα του με τη συνοδεία του «Wolf» του γερμανικού λυκόσκυλού του, περνούσε έξω από σπίτι και ρωτούσε για την υγεία μου. Πολύ εκτιμήθηκε η στάση του. Άκουσα να λένε πως κάθε εβδομάδα αγόραζε ένα λαϊκό λαχείο και ο λόγος ήταν καθώς έλεγε… «να έχει κάτι να ελπίζει, κάτι να περιμένει κάθε Δευτέρα».

———-

Τσιγκογιάννης, ακονιστήριο (μαχαίρια, δρεπάνια, τσεκούρια…)

Είχε το εργαστήριό του λίγο πιο κάτω από το μαγαζί του Χοχλιούρου στην Κεντρικής. Εκεί μ’ έστελνε ο πατέρας μου να ακονίσω τα ψαλίδια, που χρησιμοποιούσαμε για να κόβουμε τα υφάσματα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την πρώτη φορά. Ένας μαγικός κόσμος γεμάτος κίνηση, φασαρία και μυρουδιές ανοίχτηκε εμπρός μου. Άξονες που κινούσαν με τεράστια πέτσινα λουριά τροχούς, φωτιές που δυνάμωναν μ’ ένα τεράστιο φυσερό, πυρακτωμένα σίδερα, πέτρες που έβγαζαν σπίθες κι ένας μαυριδερός «γίγαντας» να χτυπά ένα πυρακτωμένο σίδερο με το σφυρί και να το σβήνει στον τενεκέ με το νερό. Κάπως έτσι θα ήταν φαντάστηκα το εργαστήριο του θεού Ήφαιστου. Μόλις είχα διαβάσει για τους θεούς του Ολύμπου.

Όταν με αντιλήφθηκε, με καλωσόρισε με χαμόγελο και ξανάγινε άνθρωπος. Γιατί πραγματικά ήταν ένας πολύ καλός άνθρωπος και απαντούσε με υπομονή σε όλες τις ατέλειωτες απορίες μου για τα τρομερά πράγματα που συνέβαιναν εκεί μέσα. Μαχαίρια, ψαλίδια, δρεπάνια, κόσες, τσεκούρια, τσάπες….

 —————–

Κυρ Τάσος ο ψάλτης

Ήταν δεξιός ψάλτης στην εκκλησία των Αγίων Αναργύρων ο κυρ Τάσος. Είχε μελωδική φωνή και πάντα ένα χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη του. Τον θυμάμαι στο ψηλό στασίδι στο ψαλτήρι να διευθύνει τις ψαλμωδίες. Τριγύρω του άνδρες και παιδιά τον βοηθούσαν στην ψαλτική με ισοκράτημα. Χρόνια πολλά εκεί σαν βράχος έστεκε και μεγάλωνε γενιές ενοριτών.

Η κορυφαία του όμως στιγμή ήταν τις παραμονές της Μ. Εβδομάδας. Για μέρες προετοίμαζε με πρόβες μια χορωδία κοριτσιών για να ψάλουν τα εγκώμια της Μ. Παρασκευής. Έτσι με τις αγγελικές φωνές τους, εκείνες τις ανοιξιάτικες βραδιές στην περιφορά του Επιταφίου στην Ανοίξεως, όλα γίνονταν μαγικά κι ευλογημένα. Ο κόσμος κρατώντας αναμμένες λαμπάδες κυλούσε αργά σαν φλογισμένο ποτάμι ανάμεσα στις φωτισμένες εξώπορτες και τα μπαλκόνια με τα ανοιχτά παράθυρα και τις κουρτίνες που ανέμιζαν στον βραδινό αέρα. Οι ψαλμωδίες, στολισμένες με τα αρώματα από τις πασχαλιές και τις βιολέτες από τις αυλές, ανέβαιναν στον ουρανό να προετοιμάσουν την Ανάσταση. Ω γλυκύ μου έαρ…

banner-article

Δημοφιλή άρθρα

  • Εβδομάδας