Πολιτισμός

Ο σωτήρας: ‘’για μας Βαρδάρης ο τρελός αφέντης και πατέρας’’

Ο Βαρδάρης είναι μια έννοια πολυδιάστατη για τη Θεσσαλονίκη. Είναι το ποτάμι, ο εύφορος κάμπος της Καμπανίας, που αρδεύεται από τον Αξιό, είναι ο σφοδρός βορειοδυτικός άνεμος, σαρωτικός και παγωμένος το χειμώνα, το καθαρτήριο της θεσσαλονικιώτικης ατμόσφαιρας. Είναι το Βαρδάρι, η διαβόητη πλατεία από τα χρόνια του μεσοπολέμου, της κατοχής  και των δυο πρώτων μετεμφυλιακών δεκαετιών, που παραμένει το σήμα κατατεθέν της πόλης, της περιθωριακής της κουλτούρας, της διασκέδασης και  της τοπικής λογοτεχνίας.

Χρήστος Ζαφείρης

Σήμερα με τα μεγάλα κτήρια και την προγραμματισμένη πολεοδομική και κτιριακή μετάπλασή της, η περιοχή δεν κρατάει κανένα εμπράγματο σημάδι από όσα έχουν σφραγίσει το χώρο της κατά το παρελθόν. Όμως παλιότερα υπήρξαν πολλά γνωρίσματα, κτήρια, γεγονότα, λογοτεχνικές περιγραφές, που άφησαν ανεξίτηλο το όνομα της περιοχής στην πόλη. Έτσι ο Βαρδάρης ως άνεμος και ως περιοχή, με τις συνακόλουθες συναισθηματικές και ιδεολογικές προεκτάσεις, σφράγισε την πόλη. Έγινε συνώνυμό της, χαρακτήρισε μια ολόκληρη εποχή, μια κοινωνική προέλευση και μια περιθωριακή νοοτροπία. Προβάλλεται ως το όνομα που χαρακτηρίζει τις πιο ανείπωτες πλευρές της πόλης. Ταυτίστηκε ως τόπος και ως όνομα με την πόλη κι έγινε σύμβολο και παρώνυμο που χαρακτηρίζει μια κατηγορία Θεσσαλονικιών και επισκεπτών της πόλης με ιδιαίτερα γνωρίσματα. Ο Βαρδάρης μετουσιώθηκε σε ένα πολεοδομικό και ιστορικό τοπίο με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στην ιστορία της Θεσσαλονίκης.

Με τέτοιο δυναμικό όνομα, που αντέχει ακόμη στη δύναμη της παράδοσης, παρά τις έντονες πολεοδομικές μεταμορφώσεις και την αλλαγή του χώρου,  ήταν φυσικό να εμπνεύσει τραγούδια, να γραφτούν ποιήματα, να γίνουν αφορμές για λογοτεχνικές καταγραφές.

Θα σφυρίξω στο Βαρδάρη/ Να σε πάρει μακριά/ Κι ο  καημός μου να μπαρκάρει / Να μη σε θυμάμαι πια.

Είναι ένα  νεότερο τραγούδι των Βαγγέλη και Γιάννη Βαφίνη, «Τα παιδιά του Οδυσσέα», ένα από τα πολλά τραγούδια αφιερωμένα στον  Βαρδάρη, στον άνεμο που είναι δεμένος με την ψυχοσύνθεση του Σαλονικιού, ο οποίος τον έχει αναγάγει σε  θαυματουργό φυσικό φαινόμενο. Του προσάπτει ακόμη και μαγικές δυνάμεις και δυνατότητες και σε άλλα πεδία, πέρα από την ατμόσφαιρα και τη μετεωρολογία. Του αποδίδει δυνάμεις που επενεργούν στο συναισθηματικό του κόσμο. Είναι ένας άνεμος ταυτισμένος με το χνώτο, την ανάσα και την ευαισθησία των κατοίκων της πόλης.

Η σαρωτική δύναμη του Βαρδάρη δεν καθαρίζει μόνο την πόλη από την επικαθήμενη  στους δρόμους και τις πολυκατοικίες ρύπανση που προέρχεται  από βιομηχανίες και αυτοκίνητα, καθώς και τη μόνιμη υγρασία και το πυκνό πούσι του Θερμαϊκού το χειμώνα. Είναι αυτός που σε μέρες καύσωνα αποκαθαίρει τον Θερμαϊκό από το κιτρινοκαφέ φυτοπλαγκτόν που επικάθεται ανιαρό και δυσώδες κατά μήκος της παλιάς και νέας παραλίας.  Γίνεται η καθαρτική δύναμη για όλες τις καταστάσεις: φυσικές, συναισθηματικές, ιδεολογικές, ανθρώπινες.

Την καλύτερη εικόνα ύμνο στον άνεμο Βαρδάρη δίνει το ομώνυμο τραγούδι του Νίκου Παπάζογλου «Φύσηξε Βαρδάρης». Είναι μια ποιητική και εικαστική εικόνα της πόλης μετά το πέρασμα του ανέμου

Φύσηξε βαρδάρης και καθάρισε/ ήλιος λες και τελείωσε ο χειμώνας.

Μέσα από την ομίχλη με τον βαρδαρίσιο άνεμο άλλαξαν όλα, αναδύθηκε καθάριο το πρόσωπο του πόθου και της αναμονής, ξελαγάρισε η σκέψη. Είναι το ευαίσθητο τραγούδι γραμμένο και συνθεμένο από τον Θεσσαλονικιό τραγουδοποιό Νίκο Παπάζογλου, που αποδίδει αυτήν την λυτρωτική αίσθηση του άνεμου Βαρδάρη.

Στο τραγούδι «Βαρδάρης» του Γιώργου Σφυρίδη, σε στίχους του Θωμά Κοροβίνη, ο Νίκος Παπαζογλου  τραγουδάει το  ανεμολόγιο του κόσμου και συγκρίνει τον Βαρδάρη με τους διάσημους  ανέμους της γης, τους σφοδρούς σιμούν, χαμσίν, βοριάδες, μουσώνες και τιφώνες. Κι εδώ ο Θεσσαλονικιός άνεμος είναι σαρωτικός, αλλά έχει μια σχέση οικεία μέσα στην παραφορά του, είναι ο υπέρτατος εξουσιαστής της πόλης, ο αφέντης και πατέρας:

Βοριάς φυσάει στο Αϊβαλί,/ αύρα στον κόλπο Γέρας,/ για μας Βαρδάρης ο τρελός/ αφέντης και πατέρας.

Τις ευεργετικές καθαρτικές ιδιότητες του Βαρδάρη, του βορειοδυτικού ανέμου, επισημαίνουν κλιματολόγοι και πολεοδόμοι που μελέτησαν το μετεωρολογικό φαινόμενο της πόλης στο οποίο οφείλει, τουλάχιστο παλιότερα, την υγιεινή της υπόσταση, αλλά και την ιστορική καταστροφή της. Τρελός βαρδάρης φύσαγε το τριήμερο της καταστροφικής πυρκαγιάς τον Αύγουστο του 1917, που κατέστρεψε  ολοσχερώς την πόλη. Η φωτιά άρχισε από ένα σπίτι κοντά στην πλατεία Βαρδάρη και με την ταχύτητα του ανέμου δεν άφησε τίποτα όρθιο από την ιστορία της πόλης: σπίτια, καταστήματα, εκκλησίες, συναγωγές, τζαμιά. Ο Βαρδάρης πάλι ήταν αυτός που καθάρισε σε λίγες μέρες τους καπνούς και τα αποκαϊδια κι αποκάλυψε στα περίφοβα μάτια Θεσσαλονικιών και ξένων δυνάμεων το μέγεθος της καταστροφής.

Την πρώτη ιδιότητα του Βαρδάρη, την καθαρτική,  περιγράφει με   γλαφυρό ύφος  στον Γιώργο Κορδομενίδη ο  συγγραφέας Γιώργος Ιωάννου :

   Η Θεσσαλονίκη δίνει την εικόνα μιας δροσερότητας ακόμη, παρόλα τα  αυτοκίνητα που κυκλοφορούν… Εδώ πέρα, παρόλο που βλέπεις σε μερικά σημεία το φοβερό αυτοκίνητο και ακούς το φοβερό ορυμαγδό των μηχανών, έχεις την εντύπωση πως είναι πιο καθαρή η ατμόσφαιρα. Γιατί φαίνεται πώς οι δρόμοι που είναι στον άξονα του Βαρδάρη (με τον άνεμο λαμπικάρουν). Νομίζω ότι ο Βαρδάρης, μολονότι δεν φυσάει κάθε μέρα, καθαρίζει. Καθαρίζει κάθε τόσο που φυσάει, γερά τη Θεσσαλονίκη, και μετά δεν επέρχεται αυτή η ρύπανση που λέμε, όχι με την έννοια της αιωρούμενης αιθάλης, της αιθαλομίχλης, αλλά η ρύπανση με την έννοια του διαποτισμού των πάντων από αυτό το πράγμα, (γι αυτό) δεν το βλέπεις αυτό και τόσο στη Θεσσαλονίκη.

Βέβαια η μεταπολεμική εγκατάσταση της βιομηχανικής ζώνης στον άξονα του άνεμου Βαρδάρη, που έρχεται από βορειοδυτικά, ρύπανε την πόλη. Αυτό το φαινόμενο είχε άσχημες συνέπειες για την ατμόσφαιρα της πόλης. Το επισημαίνει ο αείμνηστος καθηγητής Βασίλης Κυριαζόπουλος που τίμησε την έδρα της Κλιματολογίας και Μετεωρολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Γράφει γι’ αυτές τις συνέπειες: Το υγιεινό ρεύμα του Βαρδάρη, που περιορίζει την υγρασία και διαλύει την ομίχλη, το κατάντησαν ένα από τα πιο ανθυγιεινά, όταν φτάνει στην πόλη φορτωμένο με τα τοξικά αέρια, αποβλήματα της βιομηχανικής ζώνης. Κι όταν πάλι καταπαύει, ύστερα από την πνοή του ο βοριάς, τα ανθυγιεινά αέρια, που έχει μεταφέρει, εμπλουτίζουν το χειμώνα την κορεσμένη ατμόσφαιρα της πόλεως από τους καπνούς των τοπικών καλοριφέρ και των τροχαίων καυσαερίων.

    Αυτά έγραφε με γνώση και αίσθημα ο εραστής της Θεσσαλονίκης Μυκονιάτης την καταγωγή Βασίλης Κυριαζόπουλος για τον άνεμο Βαρδάρη. Και σαν κατακλείδα, για τις θαυματουργές ιδιότητες του ανέμου, ο Γιώργος Ιωάννου ταυτίζει τον άνεμο Βαρδάρη με τον πολιούχο Άγιο Δημήτριο: «Ίσως μάλιστα να είναι ένα και το αυτό, ο ίδιος ο θαυματουργός Άγιος.  Και κάποτε θα φυσήξει. Θα φυσήξει όπως φύσαγε».                       

Στο τραγούδι «Φύσα Βαρδάρη» του Στέλιου Φωτιάδη σε στίχους του Χρήστου Προμοίρα, που το ερμηνεύει αριστοτεχνικά η Γλυκερία, ο άνεμος δεν είναι απλώς οικείος και γνωστός αλλά καρδάσης με τη γενικότερη και βαθύτερη έννοια που έχει ο καρντάσης για τους Θεσσαλονικιούς: δηλαδή ο αδερφός, ο οικείος, ο φιλότιμος, ο αγαπητός, ο κολλητός, αυτός που θα θυσιαστεί για τον αγαπημένο του, για τον δικό του.

Φύσα Βαρδάρη, πάνω απ’  τα  κάστρα/ Φύσα Βαρδάρη μου, φύσα καρδάση.

Την επίδραση του ανέμου πάνω στην κίνηση της πόλης που κλείνει τους ανθρώπους στα σπίτια τους απηχεί το τραγούδι του Γιάννη Τσολακίδη «Κάνε κάτι»  που ερμηνεύει ο Θωμάς Κοροβίνης.

Βαρδάρης πάλι  φύσηξε κι απόψε/  κι απόμειναν οι δρόμοι αδειανοί/ Στης Δεληγιώργη το στενάκι  κόψε/ Η σκέψη σου να βρει στέγη θολή.

Κάνε κάτι, κάνε κάτι/  μη γυρνάς μες στο σταθμό/ Κάνε κάτι βρες την άκρη/  δεν θα ρθει το τρένο εδώ.

Ο άνεμος Βαρδάρης είναι εκείνος που θαλασσοδέρνει τα πλοία στο Θερμαϊκό, αλλά και γίνεται ερωτικό ορόσημο στις περιπλανήσεις του ποιητή των μεγάλων θαλασσινών ταξιδιών Νίκου Καββαδία. Στο ποίημα Θεσσαλονίκη συνηχεί ο άνεμος με τις γλυκές  ερωτικές αναμνήσεις από την πόλη, το Ντεπό και την Καλαμαριά. Και ευτύχησε να ξαναφυσήξει μουσικά και ζείδωρα μέσα από τη σύνθεση του Θάνου Μικρούτσικου και τη φωνή του Βασίλη Παπακωνσταντίνου.

Το τραγούδι «Θεσσαλονίκη» είναι ένα από τα δύο ποιήματα που αφιέρωσε στην πόλη ο Νίκος Καββαδίας. Σε όλη την ποιητική του παραγωγή δεν τιμήθηκε έτσι άλλη πολιτεία. Υπάρχουν μόνο φευγαλέες αναφορές σε εξωτικά ονόματα, τα κύματα και τους καημούς των ωκεανών. Γι’ αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία αυτή η μελοποίηση.

Ήτανε ’κείνη τη νυχτιά που φύσαγε ο βαρδάρης,/ Το κύμα η πλώρη εκέρδιζεν οργιά με την οργιά/ Σ’ έστειλε ο πρώτος τα νερά να πας για να γραδάρεις./ Μα εσύ θυμάσαι τη Σμαρώ και την Καλαμαριά.

Κάτου από φώτα κόκκινα κοιμάται η Σαλονίκη./  Πριν δέκα χρόνια μεθυσμένη μούπες «σ’ αγαπώ»./ Αύριο, σαν τότε, και χωρίς χρυσάφι στο μανίκι,/ Μάταια θα ψάχνεις το στρατί που πάει για το Ντεπό.

thessmemory 

banner-article

Ροη ειδήσεων