Χιουμοριστικά

«Γεια σου, ρε ΚΙΝΑΛ, που μι τουν Γιουργάκη θα φας μι χρυσό κουτάλι» γράφει η γκουστιρίτσα

……………….

«Γεια σου, ρε ΚΙΝΑΛ, που μι τουν Γιουργάκη θα φας μι χρυσό κουτάλι»

 

“Ε! Ε! Ε! Έρχητι!
Η Γιουργάκης έρχητι!”
Ψηφοφόροι μ’ πείτι μι
τούμπαλιν τουν αντέχιτι;

Γεια σου, ρε ΚΙΝ.ΑΛΛ.
που ξερς απού προυέδρους
γιατί απ’ τα λαμόγια σ΄
τρανό ίνι του εύρους!

Μα τώρα αλλάζ’ του πράμα
για σένανι ΚΙΝ.ΑΛΛ.
κι μι τουν Παπανδρέου
που δω θα παν κι οι άλλ’!

Μα, τούτους είνι έξυπνους
του γλιέπς κο, απ’ τ’ ματιά τ’
ασχέτους, αν πλερώνουμι
ακόμα τα δανεικά τ’.

Καλιέ, είμι πουλί κιφάτη
πιτώ απ’ τ’ χαρά μ’
αφού θα προυιδρεύσ’
ου Γιώργους στα … κοινά μ’!

Βρε, είναι γιος τ’ Αείμνηστου
κουβαλάει βαριά κληρουνουμιά
κι μην κοιτάς που του πιδί
είντου μέσα στ’ ζαβουλιά.

Έχου πουλλά ρουτήματα
κυρ – Γιώργη μου, για σιένα
που μ’ έμπασις στου ΔΝΤ
κι πλιρώνου τα σπασμιένα.

Ήξιβρις, βρε, τι γένιτι
σαν πήγις κι κυβέρνησις;
Γιατί, σαν να μην τρέχ’ ντίπουτα ντιπ
ισύ συμπεριφέρθηκις;

Ιφνιαδιάσκις, ρε, τότις
που σι παραπλάντσαν
κι η ιφθίνη σ’, ρε, που πήγι
για κείνους που σι δάνεισαν;

Γιατί, ρε, δεν απευθύνθηκις στου λαό
να πεις του τι συμβαίν;
Τι νόμιζις, ρε δόλιε;
Πως δεν καταλαβαίν’;

Στην Τρόικα μας ουδήγησις
απού του Καστιλόριζο
όπου με τ’ λιτότητα
κατέστηκι ουμόριζου.

Θυμούμι, ρε, του ύφους σ’
ικείνου του βλακώδις
που νόμζις πως «πουλάς»
στουν Έλλην’ του ιδεώδις!

“Λιφτά υπάρχουν, ίλιγις
ξεχείλτσαν τα ταμεία!”
κι ήτου σ’ όλνους προυφανιές
στου νου σ’ είχις τη λεία.

Δεν ιμπουρώ, καλιέ, να γλιέπου
αυτήν ιδώ τ’ φάτσα
λιες, ρε, να ξιέχασα που φύτιψις
του δέντρου μαζί μ’ τ’ γλάστρα;

Ήσαν ισύ για προυθυπουργός
που είπις τ’ χώρα σ’ διαφθαρμέν’
που τ’ άκσαμι κι μείναμι
ούλ’ απουσβουλουμέν΄;

Έχς, ρε, του θράσους κι έρχισι
να βάλτς υπουψηφιότητα;
Δεν του κατέχς πως είνι
μιγάλη χυδιότητα;

Ισύ, ρε, δεν έφυγις απ’ του ΠΑΣΟΚ
κι ίδρυσις νιέου κόμμα;
Τώρα γιατί πισουγυρνάς
κι γέννησι κι ρόμπα;

Μα, τι σι νοιαζ’ ισιένανι;
Αυτή η … αθώα μουρ΄!
Ιμένα ισύ δε θα μι δλιέβς
σι κόβου πουνηρούλ΄!

Αφού τουν ίξιβρις καλά
«ου Έλλην λησμουνά»!
Για πέμι δεν του σκέφτηκις
Γιουργάκη μ’, σατανά;

-Τόσα κι τόσα ξέχασιν
ιτούτος ου λαός!
Θα επανιέλθου, κο, δριμύτιρος
κι γω, ου πουνηρός!

Θα θέσου υπουψηφιότης
στου κόμμα του κινούργιου
τούτου του σχέδιο μου
μι φένητι ειν’ πανούργου.

«Ιμπρός για νιέα αλλαγή»!
Θα πω κι αυτό τ’ αλλόκουτου!
Κι θα ταΐσου στου λαό
κι ιγώ, καλιέ, κουτόχουρτου!

Ααα, ρε Γιώργου, σι παραδέχουμι!
Ισύ απ’ του πουδήλατου  πέφτς, κο, καταή
μα η πολιτική σ΄ πουρεία
ιστέφτηκι λαμπρή!

Πόσου θλιβιρό του παριλθόν
πόσου μαύρις οι στιγμές!
Μα να του ξερς, α, ρε Γιουργάκ’
οι πληγές είν’ ανοιχτές…

Μπουρεί μι τα μνημόνια
να άνξις τν αυλαία
μα δεν κατέχω πού θα ‘βουσκις
σα δεν ήσαν βλαστάρ’ τ’ Αντρέα!

 

Μ’ αγάπ κι ικτίμισ’;
Τι λιέτι, βρε πιδιά;
Πώς να ξιχάσου ιγώ
π’ έπληξιν τ’ φτουχουλουγιά;

Ι γκουστιρίτσα

banner-article

Ροη ειδήσεων