Λογοτεχνία

Δημήτριος Ιορδ. Καρασάββας “Στον Σταθμό των Τρένων”

Φωτογραφία: Δημήτρης Παπαδίνας

Δημήτριος Ιορδ. Καρασάββας

Το μακρύ καλοκαίρι του 1974 διαρκούσε ακόμη και στις αρχές του Σεπτέμβρη ο καιρός εξακολουθούσε να είναι γλυκός. Στο σπίτι επικρατούσε μία ευφορία, προφανώς λόγω της Μεταπολίτευσης, που παρά το δράμα της Κύπρου, διατηρούσε ψηλά τα συναισθήματα ανακούφισης και λύτρωσης. Ήταν βέβαια και το γεγονός ότι πέρασα επιτυχώς τις εξετάσεις των μεταξεταστέων στα μαθηματικά, οπότε πλέον θα συνέχιζα την τυραννική μου εκπαίδευση στα θρανία της Ε΄ Γυμνασίου. Έτσι, παρακάλεσα τους γονείς μου να μου δώσουν την άδεια να πάω στην Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης μαζί με άλλους τρεις φίλους από το γυμνάσιο. Χαρούμενοι από την επιτυχία μου στις εξετάσεις, αλλά και από το γενικό κλίμα αισιοδοξίας των ημερών εκείνων, μου την έδωσαν και τους ευγνωμονώ ακόμη για εκείνη την «ημέρα ανεξαρτησίας» που μου δώρισαν.

Ο καιρός εκείνη την Κυριακή ήταν πολύ καλός και την μέρα αυτή η Έκθεση θα έκλεινε τις πύλες της το βράδυ. Από αδημονία ξεκίνησα πολύ νωρίς για τον Σιδηροδρομικό Σταθμό, όπου και ήταν το ραντεβού με τους φίλους μου. Με ένα αρκετά μεγάλο χαρτζιλίκι στις τσέπες και το αίσθημα της ελευθερίας να με κατακλύζει, τα πόδια μου είχαν «βγάλει φτερά», οπότε και κάλυψα την απόσταση από το Τζαμί μέχρι το Σταθμό, περίπου σε μισή ώρα.

Έφτασα γύρω στις 8 και κάτι στον Σταθμό και πρόλαβα μια αμαξοστοιχία, με πολλά βαγόνια, από την Θεσσαλονίκη. Αμέσως το μυαλό μου άρχισε να αποτυπώνει λαίμαργα τις εικόνες.

Κατ’ αρχάς μου έκανε εντύπωση ο μεγάλος αριθμός των επιβατών που κατέβηκαν. Δεν πίστευα ότι ημέρα Κυριακή θα ταξίδευαν τόσοι πολλοί για την Βέροια. Προφανώς μου διέφυγε εκείνη την στιγμή ότι ο χρόνος των ανθρώπων καθορίζεται εν πολλοίς από τις ανάγκες και τις υποχρεώσεις τους. Τόσοι πολλοί όμως κυριακάτικα; Είδα ανθρώπους μόνους, είδα ζευγάρια, είδα και οικογένειες. Είδα ανθρώπους με γυμνά χέρια ή κρατώντας μία εφημερίδα, όμως είδα τους πιο πολλούς με αποσκευές. Από πού ξεκίνησαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι για να έρθουν στην Βέροια; Ένα άλλο στοιχείο που κέντρισε το ενδιαφέρον μου ήταν ο τεράστιος όγκος εμπορευμάτων που στοιβάχτηκε στην αποβάθρα εκείνο το κυριακάτικο πρωινό. Κιβώτια κάθε μεγέθους σχημάτιζαν τουλάχιστον τρεις με τέσσερις πυραμίδες. Γιατί η εκφόρτωσή τους έγινε μη εργάσιμη μέρα; Τι περιείχαν τα κιβώτια τελικά; Μήπως κι αυτό όλο αποτελούσε μέρος των αναγκών και των υποχρεώσεων των ανθρώπων; Τελικά ακούστηκε το σφύριγμα για την αναχώρηση του τρένου. Είδα τον Σταθμάρχη, με την υπηρεσιακή στολή του, να σηκώνει το σήμα χειρός και να δίνει την άδεια στον μηχανοδηγό για την εκκίνηση της αμαξοστοιχίας. Παρακολούθησα τον μεγάλο συρμό να φεύγει για τον προορισμό του, μέχρι που και το τελευταίο βαγόνι χάθηκε στο βάθος του ορίζοντα. Ο Σταθμάρχης μπήκε βιαστικά στο γραφείο του, κι εγώ απόμεινα ολομόναχος στην αποβάθρα. Εκείνες τις στιγμές ένιωσα περίεργα και τρόμαξα μάλιστα όταν το βλέμμα μου έπεσε πάνω στον πανύψηλο όγκο μιας υδατοδεξαμενής. Ένιωσα να με παρατηρεί ένας τσιμεντένιος γίγαντας, σχεδόν με απορία, και να αναρωτιέται «τι κάνει εδώ πέρα το ανθρωπάκι;»…

Από την θέση που βρισκόμουν είχα την κατάλληλη οπτική γωνία για να παρατηρήσω το κεντρικό κτίριο του Σ.Σ., όπου και το Σταθμαρχείο. Το πρώτο που μου έκανε εντύπωση ήταν το οξυκόρυφο σχήμα της στέγης, που παρέπεμπε σε κεντροευρωπαϊκά κτίρια. Είχα δει σε κινηματογραφικές ταινίες και στην τηλεόραση, αλλά και σε φωτογραφίες στις εφημερίδες και τα περιοδικά, παρόμοια κτίρια, όλα τους χτισμένα με το ίδιο αρχιτεκτονικό σχέδιο, οπότε και δεν μου ήταν ξένη η εικόνα τους. Όμως, για πρώτη φορά βρισκόμουν τόσο κοντά στο κτίριο. Έβλεπα, για παράδειγμα, στην πλάτη του κτιρίου, ψηλά, προς την πλευρά μου την ένδειξή «Βέροια» με μαύρα κεφαλαία γράμματα σε λευκό πλαίσιο, ενώ όλο το κτίριο ήταν βαμμένο στην ώχρα. Το Σταθμαρχείο αποτελείτο από ένα ισόγειο και έναν όροφο. Από την κεντρική είσοδο έμπαινες στην Αίθουσα Αναμονής, όπου στα δεξιά ήταν το γκισέ των εισιτηρίων ενώ στην υπόλοιπη αίθουσα ήταν περιμετρικά τοποθετημένοι ξύλινοι πάγκοι για να κάθεται το κοινό. Συνεχίζοντας, δίπλα ακριβώς, ήταν η Αποθήκη Εμπορευμάτων. Ευθεία στο βάθος, έβλεπες στις ράγες εγκαταλειμμένες ατμομηχανές και βαγόνια να στέκουν εν αχρηστία περιμένοντας την διάλυσή τους. Ακριβώς απέναντι, στις τελευταίες αποβάθρες υπήρχαν σε μεγάλες «ουρές» σταθμευμένα εμπορικά βαγόνια, που εξυπηρετούσαν τις παρακείμενες βιομηχανίες διαλογής φρούτων. Ο Σ.Σ. της Βέροιας ήταν ένας μικρόκοσμος που με καλούσε να τον γνωρίσω…

Έπρεπε όμως να σταματήσω για λίγο την «εξερεύνηση» στον χώρο, αφού ήρθε η ώρα για καφέ και τσιγάρο. Στην ίδια ευθεία με το Σταθμαρχείο, αλλά από την άλλη πλευρά, υπήρχε ένα χαμηλό κτίριο όπου λειτουργούσε ένα μικρό καφενεδάκι. Μπαίνοντας στο εσωτερικό του διέκρινα τα λιγοστά τραπέζια με φορμάικα και τις ψάθινες καρέκλες. Αριστερά ήταν ο μπουφές κι από πίσω ο καφετζής, ένας τύπος φαλακρός με μουστάκι. Απέναντι από την είσοδο, στον τοίχο, ήταν κρεμασμένο ένα παλαιού τύπου ρολόι, που έδειχνε σωστά την ώρα, δίπλα του ένας μικρός μακρόστενος κατάλογος με τις λιγοστές «παρεχόμενες υπηρεσίες» του, παραδίπλα ένα ημερολόγιο με την «Βασίλισσα του Βορρά», και λίγο πιο πέρα, σχεδόν στο κέντρο του τοίχου, το ευμέγεθες σκονισμένο ίχνος ενός πλαισίου κάδρου που είχε αφαιρεθεί, μάλλον πρόσφατα. Στο καφενεδάκι, εκείνη την ώρα, δεν είχε πολύ κόσμο, μόνο ένα ζευγάρι ώριμης ηλικίας που έπινε τον καφέ του, και σε ένα γωνιακό τραπέζι μόνος του ένας τύπος με τραγιάσκα, οστεώδες πρόσωπο με τσιγκελωτό μουστάκι, απροσδιορίστου ωστόσο ηλικίας, που κάπνιζε άφιλτρα κι έπινε την πρωινή του «μαλαματίνα». Χαμογέλασα από μέσα μου για το όλο σκηνικό και κατευθύνθηκα προς τον μπουφέ. Ήμουνα ευπρεπώς ντυμένος και φορούσα μάλιστα και γραβάτα, οπότε ρώτησα τον καφετζή αν μπορώ να παραγγείλω καφέ και να καπνίσω. Αυτός, βλέποντας ότι ήμουν πρόσφατα κουρεμένος με ρώτησε αν ήμουν μαθητής και στην κατάφασή μου, μου είπε να τον ακολουθήσω. Πίσω από τον μπουφέ υπήρχε μια μικρή πόρτα που οδηγούσε στην «αυλή» του κτιρίου, έναν στριμωγμένο χώρο, με ένα υποτυπώδες στέγαστρο που προστάτευε ένα τραπέζι και δύο καρέκλες.

Φωτογραφία: Δημήτρης Παπαδίνας

Ο χώρος ήταν προστατευμένος από την κοινή θέα, και ο καφετζής θέλοντας προφανώς να με προστατεύσει με έβαλε στην «απομόνωση». Γύρω μου υπήρχαν στοιβαγμένες κάσες με γεμάτες και άδειες φιάλες. Ήρθε ο καφές μου και άρχισα να καπνίζω. Δεν πρόλαβα όμως να ρουφήξω για δεύτερη φορά τον καφέ μου, όταν ένα νιαούρισμα απέσπασε την προσοχή μου και απορημένος έστρεψα το κεφάλι αναζητώντας την προέλευσή του. Πίσω μου ήταν ένα δεντράκι όπου στα κλαδιά του διέκρινα συγκεντρωμένες πέντε-έξι γάτες. Η εικόνα προκάλεσε το χαμόγελό μου, αλλά δυνάμωσε και την απορία μου. Γιατί οι γάτες ήταν ανεβασμένες στο δέντρο; Μήπως αυτή η γατοσύναξη υποδήλωνε κάποια σχέση με τα πετούμενα; Συνέχισα τον καφέ μου κι άναψα δεύτερο τσιγάρο, ενώ το βλέμμα μου σταματούσε πάνω στον όγκο των τακτοποιημένων σιδηροδρομικών υλικών που κάλυπταν όλο τον χώρο εμπρός μου. Μετά από κάποια ώρα τελείωσα τον καφέ μου, με τρία τσιγάρα, πλήρωσα κι ευχαρίστησα τον καφετζή για την διακριτικότητά του, και βγήκα πάλι να συνεχίσω την «εξερεύνησή» μου.

Στράφηκα προς την έξω πλευρά του Σταθμού κι αυτό που είδα με «πάγωσε». Καμιά πενηνταριά σκυλιά – ναι, τόσα τα υπολόγισα – με κοιτούσαν σιωπηλά. Σκυλιά με τρίχωμα διαφορετικό, κάθε χρώματος και ράτσας, σε πυκνή «παράταξη», κοιτούσαν προς το μέρος μου, χωρίς να γνωρίζω τον λόγο. Τις στιγμές της ακινησίας μου, διέκοψε ένα γάβγισμα, που μάλλον πρέπει να ήταν κάτι σαν «σύνθημα», γιατί όλα μαζί τα αδέσποτα κινήθηκαν ταχύτατα προς την πλευρά του κεντρικού δρόμου. Έτσι όπως τα έβλεπα να τρέχουν μου φάνηκαν σαν «στρατός ατάκτων» που μετακινείται. Τότε μάλιστα μου λύθηκε και η απορία για τις γάτες στο δέντρο…

Μόλις απελευθερώθηκε ο χώρος κινήθηκα κι εγώ για να αγκαλιάσω με το βλέμμα περιμετρικά την περιοχή. Στα αριστερά μου ήταν τοποθετημένα με τάξη διάφορα σιδηροδρομικά υλικά, όπως ράγες και υποστηρίγματα, ξύλινα και μεταλλικά, όλα τους σκεπασμένα με χοντρό καραβόπανο χακί χρώματος. Απέναντι από την είσοδο του Σταθμού, σε ένα όχι ψηλό κτίριο, ήταν το Τελωνείο. Στο βάθος δεξιά και διαγώνια φαινόταν η είσοδος ενός Στρατοπέδου, που από τις πινακίδες, που προειδοποιούσαν για «κίνδυνο» και «εύφλεκτα», αλλά και τους πυραμοειδείς σωρούς με μαύρα βαρέλια, κατάλαβα ότι πρέπει να ήταν χώρος συγκέντρωσης καυσίμων, για την τροφοδοσία των μονάδων του Β’ Σώματος Στρατού. Στράφηκα προς τον Σταθμό κι από μια ανοιχτή πόρτα είδα έναν υπάλληλο να τακτοποιεί τα εμπορεύματα στην αποθήκη.

Η ώρα της αναχώρησης πλησίαζε. Άρχισε να συγκεντρώνεται στις αποβάθρες κόσμος, λιγότερος όμως απ΄εκείνους που είχαν έρθει το πρωί νωρίτερα. Έφτασαν και οι άλλοι τρεις φίλοι μου, με το αμάξι του πατέρα ενός, και η συνάντησή μας ήταν τόσο χαρούμενη και θορυβώδης που προκάλεσε τα βλέμματα των άλλων. Όμως, αυτή την χαρούμενη συνάντηση θα διέκοπτε η ξαφνική εμφάνιση της «κλούβας», του αστυνομικού περιπολικού, του λευκού «λαντ ρόβερ», που βλέπαμε όλα τα προηγούμενα χρόνια στους δρόμους της πόλης. Ήμασταν στην αρχή της Μεταπολίτευσης και παρόλο που μας λέγανε ότι «τα πράγματα είχαν αλλάξει», είχε «παγώσει το αίμα μας» στην θέα των δύο Χωροφυλάκων, που αμέσως κατέβηκαν από το περιπολικό και κατευθύνθηκαν, ο ένας στο Σταθμαρχείο κι ο άλλος στις αποβάθρες. Νέα ερωτήματα άρχισαν να στροβιλίζονται στο μυαλό μου. Γιατί δεν ήρθαν το πρωί, να δούνε ποιοι έρχονται; Γιατί ήρθαν τώρα, να δούνε ποιοι «φεύγουνε»; Ο πατέρας του φίλου μας διέκρινε την ταραχή και την ανησυχία μας γι΄αυτό και μας συνόδεψε στο Σταθμαρχείο για την έκδοση των εισιτηρίων.  Δίπλα στο γκισέ καθόταν σιωπηλός ο ένας Χωροφύλακς, χωρίς να ενοχλεί το κοινό, παρά μόνο με την παρουσία του να υπενθυμίζει την «αρχή» που εκπροσωπούσε. Βγάλαμε τα εισιτήρια και πήγαμε στην αποβάθρα περιμένοντας το τρένο.

Σε λίγο, από το βάθος, διακρίναμε τον όγκο της ντιζελομηχανής να μας πλησιάζει γρήγορα. Το τρένο διέφερε από την πρωινή αμαξοστοιχία με τα πολλά βαγόνια. Ήταν ένα «οτομοτρίς», που στα παιδικά μου χρόνια το αποκαλούσα «τρομοτρίτς» και το είχα δει, εκ του μακρόθεν, άπειρες φορές από τον λόφο της Βίλλας Βικέλα. Είχε τρία ή τέσσερα βαγόνια το πολύ και ερχόταν από την Φλώρινα. Ανεβήκαμε μαζί με λίγους ακόμη επιβάτες και καθίσαμε στις θέσεις μας. Έτσι όπως ξεκινούσε το τρένο είδα ένα ηλικιωμένο ζευγάρι να χαιρετάει κάποιον, και τους δύο Χωροφύλακες να στρέφουν την πλάτη τους στο τρένο και να κατευθύνονται προς το περιπολικό τους. Είδα στο βάθος δεξιά την Βέροια στην αγκαλιά του Βερμίου. Απόρησα με τον αριθμό των νέων κτιρίων της πόλης, όμως είδα και πολλά σπίτια με κεραμίδια, χωρίς να υποψιάζομαι τότε πως κι αυτά θα εξαφανίζονταν πολύ σύντομα. Η διαδρομή ήταν καλή και είδαμε πολλά τοπία της υπαίθρου. Το τρένο έκανε πολλές στάσεις, κουνούσε στην κίνηση και τρανταζόταν όταν σταματούσε. Φτάσαμε στην Θεσσαλονίκη μετά από μιάμιση ώρα περίπου.

Από τον Σ.Σ. Θεσσαλονίκης περπατήσαμε επί της Εγνατίας μέχρι την Πλατεία Σιντριβανίου, κι από την βορινή πύλη, όπου και το γιγαντιαίο γλυπτό του Γ. Ζογγολόπουλου, μπήκαμε, αφού βγάλαμε τα εισιτήριά μας, στην Έκθεση. Η 39η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης μας μάγεψε. Ήταν η «πρώτη μεταπελευθερωτική  περίοδός της» σύμφωνα με τα λόγια του τότε Πρωθυπουργού Κ. Καραμανλή στα εγκαίνιά της. Η μέρα ήταν καλή και η διάθεσή μας ακόμη καλύτερη. Δεν αφήσαμε περίπτερο για περίπτερο που να μην επισκεφτούμε. Είδαμε θαυμαστά πράγματα. Όταν πεινάσαμε πήγαμε σε μια από τις υπαίθριες μπιραρίες, για λουκάνικα και μπύρες. Αργά το απόγευμα ανεβήκαμε στον Πύργο του ΟΤΕ, για να πιούμε καφέ στην περιστρεφόμενη καφετέρια, αλλά δεν μπορέσαμε να βρούμε ελεύθερο τραπέζι, οπότε απογοητευμένοι κατεβήκαμε. Όμως, βγαίνοντας από την Πύλη της ΧΑΝΘ, μας έσωσε ο Ξαρχάκος, χαμηλά στην Αγγελάκη, όπου εκείνη την ώρα δεν δυσκολευτήκαμε να βρούμε τραπέζι. Στην μυθική καφετέρια ήπιαμε το φραπέ μας καπνίζοντας διαρκώς και παρατηρώντας κλεφτά τα όμορφα κορίτσια στα γύρω τραπέζια. Ούτε που καταλάβαμε για πότε νύχτωσε. Έπρεπε να βιαστούμε για την επιστροφή. Ανεβήκαμε στην Εγνατία, πήραμε το αστικό και φτάσαμε εγκαίρως στον Σ.Σ. όπου βγάλαμε εισιτήρια για το τελευταίο δρομολόγιο για την Βέροια. Αυτή τη φορά η αμαξοστοιχία μας ήταν ένας μεγάλος συρμός με πολλά βαγόνια.

Στην επιστροφή, η διαδρομή μου φάνηκε πιο σύντομη, αφού η κούραση από το περπάτημα, οι μπύρες και το κούνημα του τρένου, συνέβαλλαν στην κατάσταση υπνηλίας. Φτάσαμε τελικά στη Βέροια, όπου και μας περίμενε ο πατέρας του φίλου μας με το αμάξι του. Κατεβαίνοντας όμως από το βαγόνι έζησα οραματικά την σκηνή κάποιας ταινίας. Εκεί μπροστά, στον χαμηλό φωτισμό του Σ.Σ. Βέροιας, εκατοντάδες άνθρωποι κάθε ηλικίας και φύλου, με ένα κίτρινο αστέρι στο πέτο, και όλοι τους με μία βαλίτσα στο χέρι, είχαν κατακλύσει όλο τον χώρο στις αποβάθρες. Ένιωσα όλοι τους να στρέφουν το βλέμμα τους προς το μέρος μου, σαν να περίμεναν να κατέβω από το τρένο. Στα πρόσωπά τους δεν διέκρινα φόβο, τρόμο ή απόγνωση, παρά μόνο απορία. Που πηγαίνουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι; Πάτησα τελικά στην αποβάθρα και μόλις έγινε αυτό, όλο το πλήθος εξαφανίστηκε. Αποσβολωμένος στάθηκα εκεί ολομόναχος και ένιωθα να χαϊδεύει την πλάτη μου η αμαξοστοιχία που κινούσε για τον προορισμό της. Εκείνη την στιγμή ένιωσα ότι πίσω μου υπήρχε κάποιος που με παρατηρούσε. Αναστατωμένος γύρισα και είδα μπροστά μου τον σκοτεινό όγκο της υδατοδεξαμενής. Ο τσιμεντένιος γίγαντας με τα φωτεινά μάτια του με κοιτούσε και ήταν σαν να αναρωτιόταν «ήρθες πάλι ανθρωπάκι;». Άκουσα να φωνάζουν το όνομά μου και φοβισμένος έτρεξα και χώθηκα στο αμάξι με τους άλλους.

Η πόλη είχε ακόμη κίνηση. Ζήτησα να με αφήσουν ψηλά στη Μητροπόλεως, όπου από τον «Κρίνο» πήρα μισό κιλό κουρκουμπίνια και πήγα σπίτι. Οι γονείς μου χάρηκαν που με είδαν. Ξεντύθηκα και ξάπλωσα κουρασμένος. Όλο το βράδυ έβλεπα στον ύπνο μου γάτες με φτερά στα δέντρα να προσπαθούν να πετάξουν και σκυλιά σε άψογους σχηματισμούς να παρελαύνουν με στρατιωτικό βήμα…

Δ. Ι. ΚΑΡΑΣΑΒΒΑΣ

Βέρροια 16-18.11.20

banner-article

Ροη ειδήσεων