Γράμματα & Τέχνες Συνεντευξεις

Η Γιώτα Φέστα για τις “Τρωάδες”: “Μια παράσταση αρμονικής συνδημιουργίας και γόνιμης διαφορετικότητας”

Συνέντευξη στη Δήμητρα Σμυρνή

Η Γιώτα Φέστα, ηθοποιός με περγαμηνές στο θέατρο, αλλά και στον κινηματογράφο, ερμηνεύει την Εκάβη στις «Τρωάδες» του Ευριπίδη, παράσταση που ανεβαίνει σε συμπαραγωγή του ΚΘΒΕ, του ΔΗΠΕΘΕ Βέροιας και του Κέντρου Πολιτισμού της Περιφέρειας Κ. Μακεδονίας. Η πρεμιέρα ήδη έγινε με μεγάλη επιτυχία στο Θέατρο Δάσους της Θεσσαλονίκης και ακολουθούν οι παραστάσεις στο Θέατρο Άλσους της Βέροιας στις 26/8 και στο Αρχαίο Θέατρο της Μίεζας στις 27.

Η Γιώτα Φέστα, μέσα από τη συνέντευξη που έδωσε στη Φαρέτρα, αποτυπώνει την επίδραση που έχει ο αρχαίος λόγος στον ψυχισμό του ηθοποιού αλλά και του θεατή, τη δημιουργική συνεργασία όλων κάτω από τη σκηνοθετική ματιά του Γιάννη Παρασκευόπουλου, ενός ανθρώπου που το Θέατρο Έρευνας έγινε γι αυτόν γοητευτικό πεδίο καλλιτεχνικής κατάθεσης, δίνοντας το κλίμα που χαρακτηρίζει την παράσταση με τη φράση: «Καταφέραμε νομίζω να γίνουμε μια ομάδα, που στη σκηνή μερικές φορές έχω την αίσθηση πως είμαστε όλοι μαζί ένα κύμα της θάλασσας…»

Η συνέντευξη αποδίδει στη ροή της όχι μόνο τον πλούτο που αποκομίζει η ηθοποιός, αλλά θα αποκομίσει και ο θεατής μέσα από την συγκεκριμένη παράσταση,  παράσταση – διαμαρτυρία κατά του πολέμου και κατά της αυθαιρεσίας  των νικητών, αλλά συνάμα αποδίδει και τη δική της ματιά μέσα από τις διαδρομές της καλλιτεχνικής της πορείας.    

Η πορεία σας στο θέατρο αλλά και στον κινηματογράφο είναι και μακρά και πετυχημένη, με γνώμονα πάντα την ποιότητα και τη συνέπεια. Αυτό το καλοκαίρι το ΚΘΒΕ, το ΔΗΠΕΘΕ Βέροιας και το Κέντρο Πολιτισμού της Περιφέρειας Κ. Μακεδονίας ανεβάζουν σε συμπαραγωγή τις «Τρωάδες» του Ευριπίδη, όπου ερμηνεύετε την Εκάβη. Πώς βιώνετε την Αρχαία Τραγωδία; Πώς αισθάνεστε μεταφέροντας τον διαχρονικό της λόγο στον θεατή;

Είχα πολύ καιρό να ασχοληθώ με κείμενο της Aρχαίας Tραγωδίας. Από τότε που είχαμε ανεβάσει εδώ στη Βέροια την “Αντιγόνη”, σε σκηνοθεσία του Πάνου Γλυκοφρύδη, με Κρέοντα τον Πέτρο Φυσσούν. Ένα αίσθημα κοινό για τότε και για τώρα είναι η συγκίνηση που νιώθει κανείς, όταν μιλάει αυτόν τον λόγο. Μετά θα έλεγα έχεις ένα αίσθημα μεγαλύτερης ευθύνης  και φόβου για το πώς χειρίζεσαι, ύστερα από όλα αυτά τα χρόνια, με δεδομένη μια εμπειρία στη δουλειά, αυτά τα κείμενα. Τώρα κανείς ξέρει κάτι λίγο παραπάνω αλλά ποτέ αρκετά.

Τον τελευταίο καιρό συχνά σκεφτόμουν το υλικό της Αρχαίας Τραγωδίας και είχα την επιθυμία να ασχοληθώ, είτε σε ανοιχτό χώρο είτε σε κλειστό. Είχα δουλέψει πρόσφατα με κλασσικά κείμενα, τον “Γλάρο” του Τσέχοφ και τον “Γυάλινο κόσμο” του Τενεσί Ουίλλιαμς κι ίσως αυτό άνοιξε μέσα μου έναν δρόμο να ονειρεύομαι αυτό το πρωτογενές υλικό, που είναι η Αρχαία Τραγωδία και από όπου ξεκινάνε όλα στο Θέατρο.

Όταν ξεκινήσαμε τις πρόβες έδωσα στον εαυτό μου την ευκαιρία να απαλλαγώ από τους φόβους μου και τις προκαταλήψεις μου. Προσπάθησα να ξυπνήσω ένα ζωντανό κομμάτι του εαυτού μου που έχει να κάνει με τον αυθορμητισμό μου, με κάτι που δεν έχει φθαρεί ακόμα ελπίζω, την αθωότητα να βλέπεις το κείμενο με καινούργια ματιά.

Το όχημα είναι πάντα ο λόγος, αλλά ο λόγος παράγει νόημα. Ο λόγος είναι και πράξη. Κάπου, σε κάποιον στοχεύει. Είναι ζωντανός και μας ενώνει με τους άλλους. Όταν άρχισα να συνδέομαι με τους συμπαίκτες μου, άρχισε το κείμενο να ξυπνάει μέσα μου πρωτόγνωρες συγκινήσεις. Αυτά τα λόγια που κάπου απευθύνονται και σε ενώνουν με τον άλλο είναι, με έναν τρόπο, ένα τοπίο που  καταργεί τον χρόνο. «Είμαι εδώ, τώρα, μαζί σου». Κι αυτό το ίδιο αίσθημα είναι νομίζω και αυτό που σε ενώνει με τον θεατή. Καταργούμε για λίγη ώρα τον χρόνο, αναβάλλουμε τον θάνατο, συνεχίζουμε τη ζωή. Ο λόγος στην Αρχαία Τραγωδία είναι ζωή.

Ειδικά οι «Τρωάδες» είναι όσο ποτέ επίκαιρες. Πιστεύετε όμως πως η ματιά του Ευριπίδη μπορεί να ευαισθητοποιήσει σήμερα έναν θεατή, που έχει συνηθίσει πια στην απεικόνιση της προσφυγιάς και του ξεριζωμού, είτε μέσα από το γυαλί της τηλεόρασης, είτε μέσα από τις πραγματικές εικόνες που ζει ο ίδιος με τους πρόσφυγες στην Ελλάδα; Μπορεί να δει τη ρίζα του κακού, τον πόλεμο, και μάλιστα τον πόλεμο συμφερόντων;

Οι Τρωάδες γράφτηκαν μετά την καταστροφή της Μήλου από τους Αθηναίους. Διδάχτηκαν στα Μεγάλα Διονύσια το 415 π.Χ. Είναι σαφής ο υπαινιγμός. Αλλά και τι θάρρος και τόλμη από τη μεριά του Ευριπίδη να καταδικάσει τόσο άμεσα τις απάνθρωπες συμπεριφορές των συμπατριωτών του.

Οι Έλληνες στην Τροία υπήρξαν υπερόπτες και απάνθρωποι. Οι Τρωάδες πάντα θα ευαισθητοποιούν τον θεατή και θα αναγνωρίζει αυτά που βλέπει γύρω του και ζει, είτε πρόκειται για έναν πόλεμο, είτε για μια μεγάλη καταστροφή. Κάποιος όμως μπορεί να βλέπει εκεί ένα προσωπικό του δράμα.

Είναι μια κραυγή διαμαρτυρίας κατά της αυθαιρεσίας των νικητών απέναντι στους ηττημένους. Κατά της τυραννίας αυτού που μας ξεπερνά, κατά του εγωισμού και της ανθρώπινης σκληρότητας, κατά της ασφυκτικής πίεσης του περιβάλλοντος κόσμου που μας δίνεται και τις περισσότερες φορές δεν μπορούμε να τον αλλάξουμε.

Ερμηνεύετε την Εκάβη. Ποιο συναισθηματικό υπόβαθρο, αλλά και ποια καλλιτεχνική εμπειρία απαιτεί ο ρόλος;

Η Εκάβη είναι ένα πρόσωπο που, όπως πολλά στην Αρχαία Τραγωδία, δημιουργεί πολλά ερωτηματικά και ελάχιστες βεβαιότητες. Βρίσκουμε αυτό το πρόσωπο σε μια απόλυτη συντριβή. Ψυχική, πνευματική, σωματική. Παρακολουθούμε μια προς μια τις συμφορές που της αναγγέλλονται. Λέει κάπου «τι με χρη σιγαν, τι δε μη σιγαν;» Γιατί χρειάζεται να σιωπήσω, γιατί να μη σιωπήσω; Πώς μιλάει; Πώς εκφράζει τον τόσο μεγάλο πόνο; Πώς χρησιμοποιεί τις αισθήσεις της; Πώς είναι ένα σώμα που κατακλύζεται από την οδύνη;

Υπάρχει μια φράση του Ezra Pound στα Cantos που λέει «με το κεφάλι άλλοτε χαμηλά, και άλλοτε προς τα πάνω». Ήταν μια φράση που μου άνοιξε ένα δρόμο για να πλησιάσω αυτό το πρόσωπο, γιατί από την άλλη είναι μια βασίλισσα. Εκτός από τον προσωπικό λόγο της υπάρχει και ένας δημόσιος λόγος. Λέει κάποια στιγμή «αλίμονο που τα μάτια μου βλέπουν ακόμα» και αυτό σε οδηγεί να σκεφτείς τι συμβαίνει με την όραση της. Τι βλέπει η Εκάβη και τι δεν βλέπει;

Όπως βλέπετε είμαι ακόμα γεμάτη ερωτηματικά. Συχνά οδηγήθηκα με βάση αυτά που ακούει περισσότερο από αυτά που λέει. Άλλωστε σε αυτό με βοήθησε πολύ και η φράση του Γιάννη του Παρασκευόπουλου που λέει συχνά για τους ηθοποιούς «είμαστε αυτό που ακούμε». Με απασχόλησε πολύ και ο χρόνος της Εκάβης. Η αίσθηση του χρόνου που μεταβάλλεται συνεχώς… Το παρόν μπερδεύεται με το παρελθόν. Οι ψυχικοί και σωματικοί κραδασμοί του προσώπου. Το τοπίο της Εκάβης είναι εκεί που συνορεύει ο ανθρώπινος νους με την τρέλα.

Παραμένει πάντα για μένα μια διαδικασία σε εξέλιξη. Είναι σα να βρίσκεις έναν δρόμο, τον πας… τον πας… και βλέπεις πως δεν έχει τέρμα. Αυτοί οι ρόλοι απαιτούν από τον ηθοποιό την  αδρεναλίνη στα ύψη, γι αυτό και χρειαζόμαστε μεγάλα αποθέματα δύναμης.

Την παράσταση σκηνοθετεί ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής του ΔΗΠΕΘΕ Βέροιας, ο Γιάννης Παρασκευόπουλος. Η συνεργασία σας μαζί του παλιότερα στον «Γλάρο» του Τσέχωφ υπήρξε εξαιρετικά γόνιμη. Τι τον χαρακτηρίζει γενικά ως σκηνοθέτη;

Ο Γιάννης Παρασκευόπουλος δημιουργεί ένα πλαίσιο πειραματισμού και έρευνας σε όλες τις δουλειές του, μέσα στο οποίο καλεί τους ηθοποιούς του να γίνουν συνδημιουργοί της παράστασης. Είναι η δεύτερη φορά που συνεργάζομαι μαζί του και αισθάνομαι πως έρχομαι πιο κοντά και κατανοώ βαθύτερα τον τρόπο που δουλεύει. Βέβαια από την αρχή είχα μαζί του ένα αίσθημα οικειότητας ως προς τον τρόπο δουλειάς. Υπήρξε από τη αρχή μια «συγγένεια». Επενδύει πολύ στην προσωπικότητα του ηθοποιού και σέβεται το υλικό που φέρνει στην πρόβα.

Στη διαδικασία των προβών επιτρέπει στους ηθοποιούς του αλλά και στον ίδιο να κάνουν λάθη, και να ακολουθήσουν ενδεχομένως τον δρόμο που ανοίγουν αυτά τα λάθη. Αυτό θέλει τόλμη και γενναιότητα. Είναι γενναιόδωρος με τους ηθοποιούς, το βλέμμα του είναι ένα βλέμμα αποδοχής και αγάπης, που δημιουργεί ένα τοπίο εμπιστοσύνης του ενός προς τον άλλον. Στην διαδικασία των προβών είδα σε όλους μας τη διαθεσιμότητα και την πίστη σε αυτό που κάνουμε. Φτιάχνει ομάδα.

Και στις «Τρωάδες»; Πώς ο Παρασκευόπουλος, ένας σκηνοθέτης του Θεάτρου Έρευνας, αντιμετωπίζει τον κλασικό λόγο μέσα από τη δική του οπτική;

Θα έλεγα χωρίς το βάρος των προκαταλήψεων που δημιουργούν πολλές φορές αυτά τα κείμενα. Με ένα ανοικτό βλέμμα. Με αθωότητα, την αθωότητα που έχει ένας θεατής που βλέπει πρώτη φορά ένα έργο. Δεν δραματοποιεί τον τραγικό λόγο. Θεωρεί πως είναι ένας ισχυρός λόγος που δεν χρειάζεται να τον υπογραμμίσουμε. Μας προέτρεψε να ακουμπήσουν τα λόγια αυτά σε μας  τους ηθοποιούς μέσα καταρχήν από το προσωπικό μας σκηνικό βίωμα. Με έναν τρόπο  μας βοήθησε να ξυπνήσουμε τον ψυχισμό μας.

Το αίτημα στις Τρωάδες είναι το «ανηκειν». Και στις γυναίκες αλλά και στους άντρες. Η ανάγκη του ανθρώπου να ανήκει κάπου. Σε μια οικογένεια, σε μια ομάδα, σε μια πατρίδα. Όπως λέει και ο ίδιος «… με την απειλή της πανδημίας, επιστρέψαμε στον πυρήνα μας, στη δουλειά μας, εκεί που ανήκουμε…».

Ανεξάρτητα από τον πρωταγωνιστικό ρόλο της Εκάβης, οι «Τρωάδες» είναι έργο συνόλου. Πώς δουλεύτηκε η σχέση των ηθοποιών μεταξύ σας, ώστε η μονάδα να αποτελεί μέρος του συνόλου, αλλά και το σύνολο να αναδεικνύει τη μονάδα;

Η παράσταση συγκροτείται μέσα από τις διαφορετικές προσωπικότητες. Εδώ η διαφορετικότητα είναι το ζητούμενο. Είμαστε δεκαοκτώ ηθοποιοί, δεκατρείς γυναίκες και πέντε άντρες, που αποκτούν σκηνική ταυτότητα κατά τη διάρκεια της παράστασης. Ψάξαμε αυτό το άγνωστο υλικό με αθωότητα και με την επιθυμία να συναντήσει ο ένας τον άλλον. Δημιουργήσαμε με το υλικό των Τρωάδων καινούργια διλήμματα, χτίσαμε σιγά σιγά ένα τοπίο, όπου ακουμπήσαμε ο ένας στο βλέμμα του άλλου. Εμπιστευτήκαμε ο ένας τον άλλον, γίναμε μια ομάδα, πράγμα καθόλου εύκολο με τόσες πολλές διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες.

Σκέφτομαι μια φράση του Γιάννη που τη λέει συχνά στη διαδικασία των προβών «είμαι αυτό που ακούω». Θα έλεγα πως αυτό ισχύει στην παράσταση μας περισσότερο από το «είμαι αυτό που λέω». Για μένα ό,τι προέρχεται από μένα είναι απόλυτα εξαρτημένο από τον άλλον, και το αντίστροφο. Πρέπει να υπάρχει ο άλλος για να εκτεθώ στη ματιά του, στην κρίση του.

Οι πρόβες στη Θεσσαλονίκη πρέπει να ήταν εξαιρετικά επίπονες, λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών του κορωνοϊού. Πόσο επέδρασε αυτό και φωνητικά και κινητικά  στην όλη ερμηνευτική απόδοση; Πώς το αντιμετωπίσατε;

Ακολουθήσαμε φυσικά  το πρωτόκολλο υγείας. Κρατήσαμε τις αποστάσεις. Η απόσταση όμως αυτή σε αναγκάζει να εφεύρεις άλλους τρόπους έκφρασης και άλλους σκηνικούς κώδικες. Και να γίνει έτσι η απόσταση αυτή πιο αποκαλυπτική κι από την πιο ζεστή αγκαλιά. Η απόσταση από το σώμα του άλλου αποκτά μια σημασία για το δικό σου σώμα. Το να θέλεις να ακουμπήσεις το σώμα του και να μη μπορείς, εκτός από τη δύναμη της ματιάς , μπορεί να σε αναγκάσει να χρησιμοποιήσεις ήχους, που δεν φανταζόσουνα. Οι ήχοι στην παράσταση μας είναι σημαντικό κομμάτι της έκφρασης μιας οδύνης και όχι μόνο.

Εντέλει κάτι που θα μπορούσε να μας δυσκολέψει μας οδήγησε στο να είμαστε στη σκηνή πιο ισχυροί, πιο ζωντανοί, περισσότερο παρόντες στη στιγμή και ουσιαστικά ανοιχτοί στο βλέμμα του άλλου. Από το άγγιγμα του βλέμματος του άλλου το σώμα μας μαθαίνει κάτι.

Στην Ημαθία έρχεστε για δεύτερη φορά με Αρχαία Τραγωδία. Πριν 32 χρόνια το ΔΗΠΕΘΕ Βέροιας ανέβασε την «Αντιγόνη» σε σκηνοθεσία Πάνου Γλυκοφρύδη, την οποία υποδυθήκατε εντυπωσιακά. Ποιες είναι οι αναμνήσεις σας από κείνην την συνεργασία, από τον τόπο και τους ανθρώπους;

Η παράσταση της Αντιγόνης στη Βέροια είναι συνδεδεμένη με τη νιότη μου. Συγκινούμαι πάντα, όταν βλέπω φωτογραφίες από τον χώρο που έγινε η πρώτη παράσταση στη Βεργίνα. Θυμάμαι το υπέροχο σκηνικό του Νίκου Στέφανου, που γινόταν ένα με εκείνο το καλοκαιρινό τοπίο των χωραφιών. Μετά από δυο χρόνια νομίζω ανεβάσαμε στο κλειστό θέατρο «Το παιχνίδι της μοναξιάς».

Μετά από τόσα χρόνια είναι μεγάλη η χαρά μου που συναντιέμαι με τους ανθρώπους που δούλευαν τότε και στις δυο παραστάσεις και δουλεύουν ακόμα στο θέατρο. Η συνάντηση μας για μια φορά στη Βέροια συνεχίζει ένα ίχνος ζωής. Κάποιοι από τους ανθρώπους δεν υπάρχουν πια και είναι καλά να τους ξαναφέρνουμε στη μνήμη μας. Ακόμα θυμάμαι κάποιους στίχους από την υπέροχη μετάφραση της Τώνιας Μαρκετάκη στην Αντιγόνη. Ή πώς ο Πάνος ο Γλυκοφρύδης στεκόταν στο καινούργιο ανοικτό θέατρο που είχε εγκαινιαστεί  τότε για την παράσταση μας. Ή τον Πέτρο Φυσσούν να καθόμαστε στις κερκίδες και να κουβεντιάζουμε. Ανυπομονώ να δω πάλι τον χώρο και να θυμηθώ …

Και ας γυρίσουμε μ’ αυτήν την ευκαιρία και πάλι πίσω. Σε κείνα τα χρόνια που ο κόσμος σάς γνωρίζει μέσα από τον ποιοτικό κινηματογράφο, παράδειγμα η «Ρεβάνς» του Βεργίτση, όπου και διακρίνεστε παίρνοντας το α’ βραβείο γυναικείου ρόλου. Πρόσφατα ο  «Απόστρατος» του Μαυροειδή ήταν μια άλλη πετυχημένη κινηματογραφική συμμετοχή για σας. Ποια διαφοροποίηση έχει υποστεί ο κινηματογράφος μέσα στο χρόνο και πόσο σας ενδιαφέρει σήμερα;

Με τα χρόνια μ’ ενδιαφέρει περισσότερο το θέατρο. Θα ήθελα να μου δοθεί η δυνατότητα να ασχοληθώ με κείμενα κλασσικά. Η αλήθεια είναι ότι έχω ασχοληθεί λιγότερο από όσο θα ήθελα. Πιστεύω πως ο κινηματογράφος είναι υπόθεση περισσότερο νεανική. Συνέδεσα τα νεανικά μου χρόνια με το σινεμά και με έναν τρόπο διαμόρφωσε τον χαρακτήρα μου και τη ζωή μου. Παρ’ όλα αυτά χάρηκα πολύ την συνάντηση μου με τον Ζαχαρία Μαυροειδή στον «Απόστρατο», μετά από καιρό που είχα να κάνω σινεμά. Είναι μια υπέροχη ταινία, ανοιχτή στο κοινό, με μια ιδιαίτερη προσωπική ματιά. Όσο όμως μεγαλώνουμε οι ρόλοι στο σινεμά σπανίζουν. Τώρα πια χαίρομαι πιο πολύ τη δουλειά μου στο θέατρο και τις συναντήσεις μου στον χώρο αυτό με τους ανθρώπους.

Και στο Θέατρο; Μετά από τον «Γλάρο» ή τον «Γυάλινο Κόσμο» του Τένεσι Ουίλιαμς ή το «Πέρασα» – μουσικοθεατρική απόδοση του ποιητικού λόγου της Δημουλά-  ποιους άλλους καλλιτεχνικούς στόχους θέτετε ή καλύτερα ποιους άλλους ρόλους θα θέλατε να ερμηνεύσετε;

Με ενδιαφέρουν πολύ τα κλασσικά κείμενα και έχω μεγάλη επιθυμία να ασχοληθώ με αυτά. Αλλά αυτό που κυρίως με ενδιαφέρει στο θέατρο είναι η συνάντηση μου με τους ανθρώπους. Οι ρόλοι γίνονται αφορμές να επικοινωνήσει κανείς με αχαρτογράφητες περιοχές του ψυχισμού μας, που όμως για να εισέλθουμε σε αυτές χρειαζόμαστε πάντα τον άλλον. Είναι λίγο σαν τον έρωτα. Μέσα από τα μάτια του άλλου γνωρίζεις άγνωστα κομμάτια δικά σου. Στη δουλειά μας είναι πάντα καλύτερα να αναζητάμε τη βοήθεια των άλλων. Κι όσο πιο ενδιαφέροντες και ουσιαστικοί είναι οι άλλοι, τόσο η συνάντηση μαζί τους γίνεται ευλογία. Νιώθω τυχερή για τη συνάντηση μου με τους ανθρώπους που δουλεύουμε μαζί στις Τρωάδες.

Είναι σπουδαίοι  ηθοποιοί και καταφέραμε νομίζω να γίνουμε μια ομάδα που στη σκηνή μερικές φορές έχω την αίσθηση πως είμαστε όλοι μαζί ένα κύμα της θάλασσας.

Και ξαναγυρνώντας στην Εκάβη, ποια φράση της κρατάτε και μ’ αυτήν θα θέλατε να περάσετε το λόγο του Ευριπίδη στο σήμερα;

Είναι μια φράση που χρησιμοποιούμε στην παράσταση και θα ήθελα να την αφιερώσω σε όλους εμάς τους ηθοποιούς των Τρωάδων αλλά και στους ανθρώπους από κάτω που δουλέψαμε τόσο πολύ μαζί. Στον Γιάννη, στον Τάσο, στον Μάνο, στον Βαγγέλη, στη Μαρίνα, στη Σοφία, στον Θανάση, στην Εύα, στη Μαρία-Νεφέλη, στον Στέλιο, στον Δημήτρη…

«…πλει κατά πορθμόν, πλει κατά δαίμονα». Να πλέεις με το ρέμα, να πλέεις με τη μοίρα…

Φωτογραφίες: Τάσος Θώμογλου

banner-article

Δημοφιλή άρθρα

  • Εβδομάδας