Κοινωνία

“Τα σχολεία ανοίγουν. Οι σπουργίτες σου χτυπούν τα φτερά τους” γράφει η Σοφία Παυλίδου

Σοφία Παυλίδου

Κάθε επαφή μ’ ένα παιδί είναι κι ένα θαύμα. Κι εκεί που νόμισες πως δίδασκες, σε χαράζει βαθιά σα νυστέρι η θύμηση … η συνείδηση. Κι αφαιρεί το ασθενικό και κρατά το υγιές.

Έτσι σε νιώθω Δάσκαλε, σα να τραβάς το μονοπάτι που οδηγεί στην θάλασσα. Πλησιάζεις, μα εκείνη πάλι χάνεται. Προσπαθείς να σπάσεις το κύμα μα ένα άλλο πίσω του έρχεται και… χάνεσαι και… σβιέσαι και πάλι από την αρχή. Η αναπνοή σου δάσκαλε είναι ο αγώνας σου για διδαχή, μαζί με τις σκέψεις και τις λέξεις που καίνε όταν το συναίσθημα το πυρώνει η ανθρωπιά σου. Δύναμή της είναι τα μάτια των παιδιών σου που διψούν για μάθηση. Φλόγα της είναι ο κοινός αγώνας και οι στιγμές στην πορεία για την Ιθάκη τους. Είναι το κοινό όραμα.

Η ΑΓΑΠΗ. Χωρίς αγάπη δεν μπορείς ούτε να διδάξεις, ούτε να μάθεις. Κι η αγάπη χρειάζεται ένα και μόνο στοιχείο, την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ. Είναι η ευγενική διακινδύνευση της ψυχής σου ανάμεσα στο χρέος και στην ενσυναίσθηση. Χρέος σου η Γνώση, μα τα φωτεινά προσωπάκια του «ήλιου» ψάχνουν κι έναν παιδ- Αγωγό που να βγάλει προς τα έξω τις υψηλότερες και ευγενέστερες ιδιότητες που έχουν μέσα τους. Άσε το μαθητή σου να νιώσει.

  • «Με επιμονή χελιδονιού φωλιές χτίσε με τις λέξεις…». Οι λέξεις έχουν ζωή. Το νιώθεις όταν στέκεσαι πλάι στα παιδιά σου. Δωσ’ τους το λόγο, ψάξε πίσω απ’ αυτόν. Θα ακούσεις φλογέρες με ήχους σε λόγγους να ξεπηδούν και τα λόγια τραγούδια να γίνονται, τραγούδι γνώριμο της παιδικής ζωής σου. Σκαρφάλωσε με τις λέξεις στης ελεύθερης σκέψης, στης φαντασίας τη σκάλα. Σκαλί – σκαλί, μέρα τη μέρα που αλλάζει και φτιάχνεται κάθε στιγμή αντιλαλώντας «του τραγουδιού τη γλώσσα. Και τα βιβλία σαν τα τραγούδια να είναι».

  • Να «κοιτάς με αθόλωτο μάτι τα σκοτάδια῾ Δείξε τους τον τρόπο να μάχονται το χάος μέσα τους. Δείξε τους το δρόμο, βοήθησε στη στροφή να λογαριάζουν το φως. Το φως της καρδιάς, το αναγκαίο για τη ζωή, για την ψυχική ισορροπία. Δείξε τους με τα μάτια σου το φως του ήλιου, της σελήνης, των άστρων, το ηλιοβασίλεμα, την αυγή, το ουράνιο τόξο. Το φως ταυτίζεται με τη χαρά, την ανύψωση, τη λύτρωση, τη νίκη. Βάψε τους τοίχους με βεγγαλικά χρωμάτων και θαυμάτων. Με πεταλούδες που πετούν ταίρι με ταίρι. «Αρχίζοντας από τις πεταλούδες φτάνεις στη σκέψη».

  • Γίνε «γέφυρα για να περάσει αντίπερα ο μαθητής». Μαζί στο «πέρασμα». Μαζί, μαζί ως τα μισά. Μείνει εκεί, μα το βήμα στο γιοφύρι θα το σπρώχνουν οι παλμοί της καρδιάς σου. Βήμα και παλμός. Βήμα και παλμός μέχρι το τέλος. «Πρώτα εσείς κι ύστερα εγώ», να λες. Δεν είναι δύσκολο. Αρκεί το μεράκι και το πείσμα. Αρκεί το φτερούγισμα της καρδιάς που δεν έχει σταματημό. Κι εσύ, εργάτης κάτω απ’ τα γιοφύρια, στην αντοχή και στην καρτερικότητα. Συμμερίσου μόνο τ’ όνειρο. Αυτό, που σ’ έβγαλε ως εδώ. Ακούραστα, αγόγγυστα, υπομονετικά και κυρίως πεισματάρικα.

  • «Σμίλεψε Δάσκαλε ψυχές…». Άνοιξε την ψυχή τους από καθρέφτη σε παράθυρο. Κι η δική σου ψυχή να λαχταρά! Σαν την αδιάκοπη λαχτάρα της μάνας, την φλογισμένη, που ανησυχεί κι αγρυπνά σε κάθε «πέταγμα». Θα νιώσεις τότε χαρά γιατί πλάθοντας την ψυχή «του», θα πλάθεις μαζί και τη μορφή τη δική σου. Άσβεστη να καίει η φλόγα της καρδιάς, σαν στέκεσ’ εκεί… στο «πέταγμα». Ένα σμήνος πουλιών και η ψυχή σου. Σμίλεψε Δάσκαλε ψυχές. Με πόθο και λαχτάρα.

Σαν κι εκείνον τον αόρατο καλλιτέχνη που μεταμορφώνει την πέτρα τη βουβή σε έργο τέχνης μιας αλλόκοσμης αισθητικής, που ‘ναι λειασμένη μόνο απ’ τη σμίλη του ανέμου. Σμίλεψε τον πόθο του «καλού» να δυνάμωσ’ η ψυχή, στήριγμα να βρει και βάθος να θεμελιωθεί.

Ρίξε συ τον σπόρο, χορτάρι να φυτρώσει χλωρό! Όξω να βγούνε τα σπουργίτια, ψηλά να πετάξουν στον καθάριο ουρανό, στα χίλια χρώματα των ενθουσιασμών. Κι εσύ εκεί, άνεμος μαΐστρος. Να φυσάς τον αγέρα. Με τις αναπνοές σου να τον στέλνεις ψηλά να χαϊδεύει τ’ απαλά τους φτερά. Μην κουραστείς. Όχι μη φοβηθείς. Μη δειλιάσεις. Φωταδιστής είσαι. Μην το ξεχνάς. Κοίτα, κοίτα πως χτυπούν οι σπουργίτες σου τα φτερά τους! Δε φοβούνται μήπως σπάσει το κλαδί. Δεν είναι από χαρά και ευτυχία. Είναι γιατί τους έμαθες εσύ να εμπιστεύονται τα φτερά τους.

‘Γι’ αυτούς  τους δασκάλους, που ποθούν και λαχταρούν και λένε: «Μια λύτρωση τα παιδιά που δεν μ’ αφήνουν να πεθάνω». Δεν πεθαίνεις. Ταξιδεύεις. Και το ταξίδι της δικής μου σκέψης, εκεί ένα γύρω. Κι αν η σκέψη μου η πιο τρελή στο παρελθόν όλο γυρίζει και κάνει το βλέμμα πιο υγρό, εσείς μου παίρνετε τη σκέψη και την πάτε εκεί όπου τα μάτια των παιδιών μπορούνε να την πάνε’.

……………………………………….

Η Σοφία Παυλίδου είναι εκπαιδευτικός

banner-article

Ροη ειδήσεων