Life Περιβάλλον

Σινιάτσικο. Ανεβαίνοντας το Ά-σκιο από τα Νάματα της Κοζάνης

Περιγραφή:  Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος

Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος, Συργιάννης Αθανάσιος

«Αυτό που είναι υπέροχο, είναι πως η κάθε μέρα μας φέρνει μια καινούργια αιτία για να     εξαφανιστούμε.» (Emile M. Cioran, Γαλλορουμάνος φιλόσοφος)

Φτάσαμε στα μέσα του Φλεβάρη.

Ο χειμώνας άρχισε να «ετοιμάζει» τις…αποσκευές του…για «αναχώρηση». «Είχε» μπροστά του μετρημένες, μόλις, μέρες για να «παραχωρήσει» τη θέση του στην Άνοιξη.

Ξημέρωνε μία καινούργια μέρα.

Όταν με «ξύπνησαν» οι ενοχλητικοί και άβολοι «κόμποι» των…κλινοσκεπασμάτων: ‘‘ξύπνα’’,  ‘‘σήκω’’, ‘‘ξεκίνα’’, ‘‘απόδρασε’’, ‘‘δράσε’’, ‘‘εξερεύνησε’’, ‘‘απόκτησε καινούργιες εμπειρίες’’…τα ρολόγια δείχνανε 05.30’ π.μ.

Στο ημερολόγιο έγραφε: Κυριακή, 16-02-2020.

Σηκώθηκα χαρούμενος, γιατί με περίμενε η…αγαπημένη μου.  Ονομάζεται Φύση.

Με περίμενε να ξαναβρεθώ στην…αγκαλιά Της και να βιώσω από κοντά όλα εκείνα τα όμορφα, που μου τα «είχε» φυλαγμένα σαν εκπλήξεις.

Η προίκα Της αστείρευτη και τα προικιά Της τα «μοιράζεται» απλόχερα με όλους εκείνους  που Της δείχνουν την αληθινή τους αγάπη και τον πραγματικό σεβασμό τους (φωτ. 1)

Εμείς, τα μέλη της ορειβατικής ομάδας Βέροιας «Τοτός», από τον πρώτο μας, κιόλας, «ραντεβού» μαζί Της…Την ερωτευτήκαμε κεραυνοβόλα.

Ήταν εκείνα τα καταπληκτικά χρώματά Της, τα απερίγραπτα ποικίλα αρώματά Της, οι φανταστικές εναλλασσόμενες φορεσιές Της, που μας έκαναν να Της «παραχωρήσουμε» ένα μόνιμο…χώρο στις καρδιές μας.

Η φαντασία Της να σε μαγέψει, οι εμπνεύσεις Της να «δημιουργεί»…έργα τέχνης – σε κάθε τι στο περιβάλλον– προκαλώντας τον θαυμασμό σου στο αντίκρισμά τους, η ικανότητά Της να σε «κρατήσει» κοντά Της…όλα αυτά και άλλα πολλά μάς έκαναν, χρόνο με τον χρόνο, να Την αγαπήσουμε ακόμη περισσότερο και την αγάπη μας αυτήν να την εκφράζουμε με τις σαββατοκυριακάτικές μας εξορμήσεις στην «αγκαλιά» Της (φωτ. 2).

Πήρα το πρωϊνό μου. Το ζεστό τσάϊ βουνού με τα απαραίτητα συνοδευτικά του, ήταν ό,τι πρέπει για να «εφοδιαστεί» ο οργανισμός με ενέργεια και να μπορέσει να αντέξει στην απαιτητική ορειβατική δραστηριότητα της μέρας.

Στη συνέχεια, έκανα τον τελευταίο έλεγχο στο σακίδιο και αφού τα βρήκα όλα τακτοποιημένα, ξεκίνησα για τη συνάντησή μου με τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας.

Δεν γεννηθήκαμε ορειβάτες, αλλά γίναμε. Γίναμε, επειδή έτυχε να γεννηθούμε στη χώρα με την ποικίλη γεωμορφολογία της. Την Ελλαδίτσας μας, με τους αμέτρητους ορεινούς όγκους της.

Τα πάμπολλα βουνά της, που με την όλο πρόκληση αγριάδα τους και τη μαγευτική επιβλητικότητά τους…σε προκαλούν να παραβγείς μαζί τους και να προσπαθήσεις να τα νικήσεις.

Η κατάκτησή τους είναι ένα…στοίχημα του καθένα με τον εαυτό του, μία ευκαιρία να δοκιμάσει τα όριά του, η αφορμή να βιώσει αντιφατικά συναισθήματα, όπως: φόβο του τολμήματος, ικανοποίηση της δοκιμασίας, ανακούφιση του κατορθώματος, επιβράβευση της επιτυχίας….και τέλος, να αισθανθεί ένας μικρός…θεός…στο «σπίτι» των θεών του βουνού (φωτ. 3).

Συγκεντρωθήκαμε στην ώρα μας, ήμασταν όλοι συνεπείς στο ραντεβού μας.

Μόλις που άρχιζε να χαράζει. Ο ουρανός με τα λιγοστά σύννεφά του και η θερμοκρασία της ατμόσφαιρας στους 5 βαθμούς Κελσίου (φωτ. 4).

Φορτώσαμε τα σακίδιά μας στο αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε για την προγραμματισμένη μας κυριακάτικη δραστηριότητα σε έναν ορεινό όγκο με δύο άκρως αντίθετες όψεις.

Τα ρολόγια εκείνη τη στιγμή δείχνανε 07.00’ π.μ.

Σκοπός της εξόρμησής μας ήταν: «Ανάβαση στην ψηλότερη κορυφή ‘‘2111’’ του βουνού Σινιάτσικο ή Άσκιο», που από τη νότια πλευρά του είναι γυμνό και βραχώδες – αποτέλεσμα των επανωτών πυρκαγιών και της υπερβολικής βόσκησης από τα κοπάδια αιγοπροβάτων κατά την περίοδο των περασμένων ετών– και από τη βόρειά του καλύπτεται, τμηματικά, από δρυοδάση→ από δάση οξιάς→ από σφενδαμιές και τέλος→  απο άλλα χαμηλόκορμα δένδρα και θάμνους.

Η ονομασία «Ά-σκιο» = χωρίς ίσκιο, οφείλεται πιθανότατα στην απουσία, στο μεγαλύτερο τμήμα του, της ψηλής βλάστησης (φωτ. 5, 6).

Βγήκαμε από τη Βέροια, που ακόμη κοιμόταν και μπήκαμε στην Εγνατία Οδό με κατεύθυνση προς Ιωάννινα.

Προορισμός μας το ορεινό χωριό Νάματα της Περιφερειακής Ενότητας Κοζάνης.

Στην έξοδο για «Σιάτιστα», βγήκαμε από την Εγνατία και μπήκαμε στον επαρχιακό ασφαλτόδρομο Σιάτιστα – Καστοριά, που χρησιμοποιείται πλέον ελάχιστα μετά την κατασκευή του καινούργιου αυτοκινητόδρομου που συνδέει την Εγνατία με την πόλη της Καστοριάς.

Περάσαμε από την Εράτυρα και συνεχίσαμε.

Ενάμιση χιλιόμετρα πριν το χωριό Σισάνι, που απλώνεται κτισμένο μέσα στην εύφορη κοιλάδα που διασχίζει ο ποταμός Μύριχος και φημίζεται για τα φασόλια της περιοχής, στρίψαμε δεξιά παίρνοντας τον ασφαλτόδρομο με κατεύθυνση προς το ορεινό χωριό Νάματα, που απείχε μόλις 5 χλμ από τη στροφή.

Ο δρόμος ανηφορικός, στενός και με πολλά στροφηλίκια. Και νάτα !!!

Μετά την τελευταία στροφή του δρόμου φάνηκαν τα Νάματα.

Αντικρίσαμε, μέσα από την ψυχρή πρωϊνή ατμόσφαιρα, ένα χωριό χτισμένο αμφιθεατρικά στα 1.140 μέτρα υψόμετρο και από πίσω να ορθώνεται η βόρεια πλευρά του ορεινού όγκου που θα ανηφορίζαμε.

[Στη μεταλλική πινακίδα, που βρίσκεται πριν την είσοδο στο χωριό, έχει την ένδειξη «υψόμετρο 1.250 μέτρα»)] (φωτ. 7).

Κοιτάζοντας ψηλά, είδαμε έκπληκτοι τις «φυτρωμένες» ανεμογεννήτριες, που δεν υπήρχαν πριν από δύο περίπου χρόνια που ξαναεπισκεφτήκαμε την περιοχή !!!

Μπήκαμε στο χωριό και προχωρήσαμε λίγα μέτρα πιο πέρα από την Πλατεία ‘‘Μιχαήλ Ν. Γκάνα’’.

Στο πρώτο πλάτωμα, που συναντήσαμε στα αριστερά μας, αποφασίσαμε να σταθμεύσουμε το αυτοκίνητό μας.

Στο σημείο εκείνο, βρεθήκαμε πάνω ακριβώς από την πέτρινη βρύση με το νερό της να τρέχει αδιάκοπα, περνώντας μέσα από τέσσερις σωλήνες.

Χρειαστήκαμε 1,5 ώρες χαλαρού οδικού ταξιδιού και να διανύσουμε 116 χιλιόμετρα για να βρεθούμε από τη Βέροια στο πλάτωμα με την πηγή.

Αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την κυριακάτική μας δραστηριότητα.

Παντού σιωπή, απόλυτη ησυχία. Μόνο οι φωνές μας ακούγονταν κάπου-κάπου.

Η θερμοκρασία της ατμόσφαιρας στον -1 βαθμό Κελσίου και ο ουρανός χωρίς σύννεφα, καθαρός.

Οι κινήσεις μας γρήγορες.

Βλέποντας τις συνθήκες που επικρατούσαν στην περιοχή φορτώσαμε ανάλογα και τα σακίδιά μας.

Αφού ετοιμαστήκαμε, ξεκινήσαμε την πορεία μας περπατώντας, αρχικά, στους στενούς πετρόχτιστους δρόμους του χωριού ακολουθώντας τη σήμανση του μονοπατιού που συναντούσαμε στις κολώνες της ΔΕΗ.

Περνούσαμε δίπλα από ερμητικά κλειστά σπίτια. Σπίτια χωρίς κανένα φως στα παραθύρια τους, χωρίς καμιά κουρτίνα να κουνηθεί από περιέργεια.

Δεν είδαμε καπνοδόχο να καπνίζει.

Δεν υπήρχε ψυχή, απουσίαζε παντελώς η ανθρώπινη παρουσία. Βρισκόμασταν σε ένα χωριό…φάντασμα.

Η μόνη «ζεστή» υποδοχή ήταν το «Καλώς ορίσατε» της μεταλλικής πινακίδας, που συναντήσαμε πριν μπούμε στο χωριό.

Κρίμα που ένα τόσο μεγάλο χωριό έδειχνε εγκαταλειμμένο (φωτ. 8, 9, 10).

Η πορεία μας ανηφορική. Η σήμανση που ακολουθούσαμε μας οδηγούσε στην έξοδο του χωριού με κατεύθυνση προς το βουνό.

Υπάρχει και ένα δεύτερο μονοπάτι, με κατεύθυνση στα αριστερά, που οδηγεί στο χωριό Βλάστη και στο καταφύγιο Ορειβατικού Συλλόγου.

Το πέρασμά μας από τα δρομάκια του χωριού ολιγόλεπτο. Φτάνοντας στα τσιμεντένια σκαλοπάτια, που τα συναντήσαμε στα αριστερά μας, βγήκαμε από το πλακόστρωτο στενό δρόμο και τα ανηφορήσαμε.

Στη συνέχειά τους ακολουθήσαμε ένα τσιμεντένιο δρομάκι, που τερμάτιζε στα τελευταία σπίτια του χωριού  (φωτ. 11, 12, 13).

Δεν αργήσαμε να βρεθούμε στο δρόμο πάνω από το χωριό.

Στο σημείο εκείνο, αποφασίσαμε να μην ακολουθήσουμε τα σημάδια του κλασικού μονοπατιού, που συνέχιζαν προς τα δεξιά, αλλά να κάνουμε μία «δικιά μας» διαδρομή ανηφορίζοντας την πλαγιά που βλέπαμε ακριβώς μπροστά μας (φωτ, 14).

Η πλαγιά αυτή είχε μεγάλη κλίση

Ξέραμε πολύ καλά ότι, από ένα σημείο και μετά, η κλίση της θα γινόταν ακόμη μεγαλύτερη και ότι το απότομο σε συνδυασμό με το χιόνι, που δεν γνωρίζαμε την ποσότητα και την ποιότητά του, θα μας δυσκόλευαν περισσότερο.

Γνωρίζοντας, όμως, τη δυνατότητα της ομάδας και έχοντας εμπιστοσύνη στην ικανότητα του καθένα μας, πήραμε αυτήν την απόφαση. Να την ανηφορήσουμε, δηλαδή, «κόβοντας» διαδρομή για να βρεθούμε συντομότερα στην κορυφή που βλέπαμε από το χωριό.

Πήραμε βαθιές ανάσες και ξεκινήσαμε.

Σημάδια μονοπατιού δεν υπήρχαν, «χαράζαμε» εμείς ένα «δικό μας».

Περάσαμε δίπλα από ένα τμήμα πευκοδάσους, που η συνέχειά του απλωνόταν, μετά το ρέμα, καλύπτοντας την πλαγιά στα αριστερά μας.

Εκεί βρίσκεται ο Χώρος Αναψυχής, με το κιόσκι και τις διάφορες πέτρινες κατασκευές του (φωτ. 15, 16).

Χιόνια ακόμη δεν συναντήσαμε. Το έδαφος, όμως, ήταν παγωμένο και τα σημάδια ύπαρξης υγρασίας στην περιοχή εμφανή.

Κοντεύαμε στο δάσος οξιάς.

Όσο ανηφορίζαμε, μας συντρόφευε ο ήχος, κάτω από τα πόδια μας, του τρεχούμενου με ορμή νερού που περνούσε μέσα από υπόγειες σωληνώσεις.

Η παρουσία των άφθονων πηγαίων νερών ήταν και ο λόγος που δόθηκε στο χωριό το όνομα «Νάματα», που αρχικά ονομαζόταν «Πιπιλίτσα».

Στην ανηφορική πορεία μας συναντήσαμε φρεάτια νερού και ποτίστρες ζώων (φωτ. 17, 18).

Δεν μπήκαμε καθόλου στο δάσος οξιάς, το προσπεράσαμε.

Όσο ανεβαίναμε, τόσο τα δένδρα αραίωναν.

Τελευταία συστάδα δένδρων οξιάς και μπήκαμε στο «βασίλειο» των θάμνων, που και αυτά άρχιζαν να λιγοστεύουν σταδιακά.

Παντού η απόλυτη σιωπή.

Το δάσος ακόμη «κοιμόταν», η Φύση στη…χειμερία της νάρκη, τα μποφόρ…τεμπέλικα -φύλλο δεν κουνιόταν- και η ζεστασιά του ήλιου άρχιζε να μας γίνεται ολοένα αισθητή.

Περάσαμε τους τελευταίους θάμνους και βρεθήκαμε στην περιοχή…των βράχων της απότομης πλαγιάς (φωτ. από 19 έως και 22).

 

Από δω και πέρα η ανάβαση άρχιζε να γίνεται πιο απαιτητική και τα περάσματα από τους βράχους με το λιγοστό χιόνι να χρειάζονται περισσότερη προσοχή, για την αποφυγή κάποιου ανεπιθύμητου τραυματισμού.

Όσο ανεβαίναμε, τόσο το χωριό χανόταν κάτω χαμηλά. Κοιτάζοντας λίγο πιο πέρα από τα Νάματα μπορέσαμε να διακρίνουμε και την τεχνητή λίμνη του χωριού Σισάνι.

Στην πλαγιά μετά το ρέμα, στα δεξιά μας, διακρίναμε το κιόσκι και τους βράχους με τη  στάνη που βρίσκεται ακριβώς δίπλα τους. Τα προσπερνούν όλοι εκείνοι που ακολουθούν το κλασικό μονοπάτι από το χωριό για την κορυφή (φωτ. 23).

Η κλίση της πλαγιάς που ανηφορίζαμε γινόταν ολοένα και μεγαλύτερη.

Το χιόνι άρχιζε να καλύπτει όλο το γύρω τοπίο. Ήταν, όμως, καλό ποιοτικά. Τα πόδια μας δεν βούλιαζαν. Δεν χρειάστηκε, καθόλου, να φορέσουμε κραμπόν (φωτ. από 24 έως και 28).

Από τα 1.800 περίπου μέτρα υψόμετρο μπορέσαμε να δούμε καθαρά και το άλλο ορεινό χωριό της περιοχής, τη Βλάστη. Κοιτάζοντας ακόμη πιο πέρα καταφέραμε να αντικρίσαμε την χιονισμένη κορυφή του βουνού Βίτσι, που τα λιγοστά σκουρόχρωμα σύννεφα προσπαθούσαν να την «κρύψουν» (φωτ. 29).

Συνεχίζαμε.

Βρισκόμασταν στην Αλπική ζώνη, που στο βουνό αυτό αρχίζει από πολύ χαμηλά. Δένδρα και θάμνους δεν συναντούσαμε πλέον πουθενά. Όλο το κομμάτι ήταν γυμνό από βλάστηση.

Επιτέλους, φάνηκε ο ήλιος ολόκληρος δίνοντας με την εμφάνισή του λάμψη και χρώματα σε όλο το γύρω τοπίο, που αντίκριζαν τα μάτια μας.

Εικόνες φανταστικές, απερίγραπτες (φωτ. 30).

Προχωρούσαμε. Είχαμε πολλά ακόμη αποθέματα δυνάμεων.

Χρειαστήκαμε 2 ώρες και 40 λεπτά απαιτητικής ανηφορικής πορείας για να βρεθούμε από το χωριό στην κορυφογραμμή με τις δεκάδες «φυτρωμένες» ανεμογεννήτριες.

Από τη θέση που βρισκόμασταν βλέπαμε το μεγαλύτερο κομμάτι του ορεινού όγκου, καθώς και την ψηλότερη κορυφή του, που ολόλευκη μας «καλούσε» να βρεθούμε κοντά της και να μάς «ξεδιπλώσεις» όλα εκείνα που μάς είχε «φυλαγμένα» εκείνη τη στιγμή για έκπληξη.

Ακολουθήσαμε την κορυφογραμμή με κατεύθυνση προς το «2111» (φωτ. από 31 έως και 35).

Κοντεύοντας στον προορισμό μας, διακρίναμε κάποιες σκουρόχρωμες κουκκίδες να πηγαινοέρχονται στο ψηλότερο σημείο του βουνού. Ήταν ορειβάτες που είχαν φτάσει πριν από μας ανεβαίνοντας από την άλλη πλευρά του βουνού.

Η μέρα…χαρά Θεού. Ο ζωοδότης ήλιος από πάνω μας και εμείς με την αίσθηση της ευχάριστης ζεστασιάς του περπατούσαμε σε ένα λευκό τοπίο που έλαμπε ολόκληρο.

Τα μποφόρ σχεδόν ανύπαρκτα.

Ήμασταν, εκείνη τη στιγμή, το τελευταίο κομμάτι που συμπλήρωνε το όλο σκηνικό και το ολοκλήρωνε. Το απολαμβάναμε.

Φτάσαμε στο «Σημείο».

Βρεθήκαμε, επιτέλους, στην ψηλότερη κορυφή του όρους Σινιάτσικο ή «Άσκιο».

Στο σημείο εκείνο, κοντά στο τριγωνομετρικό κολωνάκι της ΓΥΣ ( Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού) υπάρχουν: μία μεταλλική ελληνική σημαία, που στέκεται όρθια στα 2.111 μέτρα υψόμετρο αντιστεκόμενη στους δυνατούς αέρηδες που φυσούν στην περιοχή και αντέχοντας στο βάρος του χιονιού, ένα μικρό εικονοστάσι και ένας μεταλλικός σταυρός, που όλα μαζί το κάνουν να διαφέρει από όλες της άλλες κορυφές (φωτ. 36, 37).

Χρειαστήκαμε 3 ώρες απαιτητικής ανηφορικής πορείας για να νιώσουμε τα δεκάδες συναισθήματα στο «2111». Χαρά, ανακούφιση, θαυμασμό, ικανοποίηση…κ.α.

Εάν ακολουθούσαμε το κλασικό μονοπάτι θα χρειαζόμασταν περισσότερο χρόνο ανάβασης.

Η επιβράβευση για την όλη προσπάθειά μας…η μορφιά των εικόνων που αντικρίζαμε από ψηλά.

Ταξιδεύοντας τη ματιά μας γύρω-γύρω, βλέπαμε διάφορες περιοχές, κάποιες πόλεις και δεκάδες χωριά των Νομών Κοζάνης, Γρεβενών, Καστοριάς, Φλώρινας.

Μπορέσαμε, επίσης,  να διακρίνουμε  και τις κορυφές βουνών των πιο πάνω Νομών.

Γνωριστήκαμε με τους ορειβάτες που είχαν έρθει πριν από μάς. Ήταν…Πτολεμαίοι, όπως μας συστήθηκαν και ανέβηκαν από τη πλευρά του βουνού που κοιτούσε προς την Πτολεμαϊδα (φωτ. 38).

Βλέποντας τα ελάχιστα σύννεφα να πηγαινοέρχονται και να περνούν σχεδόν…από δίπλα μας, είχαμε την αίσθηση ότι ήμασταν, εκείνη τη στιγμή, μικροί θεοί του βουνού (φωτ. 39).

 

Καθίσαμε να κολατσίσουμε και να ξεκουραστούμε. Σάντουϊτς, μπάρες δημητριακών και πολλά υγρά…περιελάμβανε το menu στα ψηλά. Το…ανθοδοχείο…του «πρώτο τραπέζι πίστα» ήταν «στολισμένο» με όλες εκείνες τις απερίγραπτες εικόνες που «ξεδίπλωναν» κάτω από τα….πόδια μας.

Αλληλοκεραστήκαμε με τους «συγκατοίκους» μας στην κορυφή και ανταλλάξαμε κουβέντες μαζί τους.

Η αρχηγός της ομάδας από την «Ορειβατική Λέσχη Πτολαμαϊδας», μάς προσκάλεσε να συμμετάσχουμε στη Βορειοελλαδική συγκέντρωση ορειβατών που θα διοργανώσουν στις 20 και 21 Ιουνίου στο χώρο κοντά στο Καταφύγιό τους.

Όμορφες στιγμές. Άλλη μια ομορφιά της ορειβασίας.

Όλα τα όμορφα κάποτε τελειώνουν. Έτσι και για μας, έφτασε η στιγμή που έπρεπε να πάρουμε το δρόμο της επιστροφής.

Ολιγόλεπτη σύσκεψη και αποφασίσαμε να μην επιστρέψουμε από το μονοπάτι που ανηφορίσαμε, αλλά να κατεβούμε από ένα άλλο. Έτσι, για αλλαγή παραστάσεων.

Ετοιμαστήκαμε. Φορτωθήκαμε τα σακίδιά μας. Τελευταία ματιά στο γύρω τοπίο. Χαιρετήσαμε τους Πτολεμαίους και ξεκινήσαμε.

Κατηφορίσαμε από την πλευρά που κοιτούσε προς τον κάμπο της Πτολεμαϊδας. Δεν απομακρυνθήκαμε πολύ από την κορυφή και στρίψαμε αριστερά  ακολουθώντας τους κάθετους μεταλλικούς σωλήνες και τους πέτρινους «κούκους» της σήμανσης του μονοπατιού: Βλάστη – «Σημείο».

Τους βλέπαμε να ξεχωρίζουν στο ολόλευκο τοπίο της απότομης πλαγιάς που κατεβαίναμε.

Ήθελε πολλή προσοχή στο κατέβασμα. Η κλίση μεγάλη και το χιόνι σε πολλά σημεία της ήταν παγωμένο.

Με προσεκτικά βήματα και με αργές κινήσεις κατηφορίζαμε όλο εκείνο το κομμάτι (φωτ. από 40 έως και 46).

Σε κάποιο σημείο της διαδρομής βγήκαμε από το μονοπάτι «Κορυφή-Βλάστη» και «χαράξαμε» ένα «δικό μας» με κατεύθυνση προς Νάματα.

Τα τμήματα που περάσαμε κατηφορίζοντας μέχρι το χωριό του προορισμού μας, ήταν: χιονισμένη αλπική ζώνη με βράχους → το κομμάτι με τους θάμνους → εκείνο με το δάσος οξιάς → και τέλος, το άλλο με τα πεύκα (φωτ. από 47, 48, 49).

Κοιτάζοντας πίσω μας, βλέπαμε από χαμηλά την απότομη πλαγιά που κάποιες ώρες νωρίτερα ανηφορίσαμε για την κορυφή (φωτ. 50)

Φτάσαμε στα Νάματα.

Το περιτριγυρισμένο από ορεινούς όγκους χωριό έλαμπε, το φώτιζε ολόκληρο ο ήλιος.

Η μόνη διαφορά, από πρωινή εικόνα του έρημου από κόσμο χωριού που αντικρίσαμε πριν ξεκινήσουμε την ανάβασή μας,  ο καπνός που έβγαινε από την καπνοδόχο ενός και μόνο σπιτιού!!

Χρειαστήκαμε 2 ώρες και 10 λεπτά πορείας για να βρεθούμε από την κορυφή στα Νάματα (φωτ 51).

Φτάνοντας στο αυτοκίνητο αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την επιστροφή.

Στο σημείο αυτό έφτανε στο τέλος του άλλο ένα ραντεβού μας με τη Φύση, άλλη μία κυριακάτικη δραστηριότητά μας στο βουνό.

Νιώθαμε ικανοποίηση που τα καταφέραμε, χαρούμενοι που το τολμήσαμε, τυχεροί που ο καιρός μας βοήθησε και ευχαριστημένοι που όλα πήγαν καλά.

Αφού ετοιμαστήκαμε, πήραμε το δρόμο της επιστροφής μας για Βέροια  με πάμπολλες εικόνες τοπίων που αντικρίσαμε και στιγμών που βιώσαμε, σε όλη τη διάρκεια της πορείας μας στο βουνό, να «φωλιάζουν» σε μια γωνιά του μυαλού μας (φωτ. 52).

«Το πιο δύσκολο πράγμα είναι η απόφαση να δράσεις, τα υπόλοιπα είναι απλώς επιμονή.» (Amelia Earhart, Αμερικανίδα πιλότος) [φωτ. 53].

 

Απολογισμός :

Διαδρομή :  Χωριό Νάματα ( υψ. 1.140 μ.) → διαδρομή εκτός μονοπατιού →  κορυφή «Σημείο» ή

«2111» → επιστροφή από άλλη διαδρομή.

Υψομετρική  διαφορά: 1.000 μέτρα ( με τα ανεβοκατεβάσματα, GPS ).

Χρόνος:       6 ώρες   ( συνολικός χρόνος, GPS)

banner-article

Δημοφιλή άρθρα

  • Εβδομάδας