Γράμματα & Τέχνες Περισσότερο διαβασμένα Συνεντευξεις

Πυθαγόρας Ιερόπουλος. Ένας διανοούμενος της Βέροιας, ένας πολίτης του κόσμου / συνέντευξη στη Δήμητρα Σμυρνή

Συνειδητοποιημένος πολίτης της πόλης του αλλά και του κόσμου, με ατέλειωτα  ταξίδια που του έδωσαν την ευκαιρία να τον γνωρίσει, μελετώντας τόπους και ανθρώπους.

Και τον γνώρισε όχι μόνο μέσα από τα ταξίδια του αλλά και μέσα από τα βιβλία, που από μικρό παιδί δέθηκε μαζί τους μ’ έναν ακατάλυτο ομφάλιο λώρο.  

Στο σαλόνι του σπιτιού του τα βιβλία της τεράστιας βιβλιοθήκης του και οι μνήμες των ταξιδιών του μέσα από αντικείμενα που το κοσμούν, συνυπάρχουν μ’ ένα παλιό πιάνο, ένα σαντούρι κι ένα βιολί, καθώς ένα πορτρέτο φαγιούμ σε υποβάλλει στον τοίχο μαζί με εξωτικές μάσκες μακρινών οριζόντων.

Με φόντο τη βιβλιοθήκη του και τον Τσε στο βάθος να σηματοδοτεί ανησυχίες και επιλογές ζωής, μιλά για τα παιδικά του χρόνια, για τις νομικές σπουδές του στην Ελλάδα και στη Χάγη, για τη δικηγορία, για τα βιβλία και τα ταξίδια του, για τον πολιτισμό και την πολιτική, για το παρόν και το μέλλον του τόπου, πάντα με τη δική του ματιά, με τη δική του ανησυχία και ευαισθησία. 

……………………. 

 Γεννιέστε στη Βέροια, την Πρωτοχρονιά του 1941, ζώντας τα παιδικά σας χρόνια μέσα στη δεκαετία του ’40, μια δεκαετία που καθόρισε όχι μόνο την πορεία της Νεότερης Ελλάδας, αλλά και το πρόσωπο του Νεοέλληνα. Πώς ήταν αυτά τα παιδικά χρόνια για σας;

Τα παιδικά μου χρόνια τα έζησα μισά στην Αρδαία, γιατί εκεί ο πατέρας μου ήταν καθηγητής, και τα άλλα μισά στη Βέροια. Καθώς, λοιπόν, εκείνη την εποχή χωρίσανε και οι δικοί μου, τα χρόνια ήταν για μένα από κάθε άποψη δύσκολα. Τα αντιμετώπισα με όπλο έναν φοβερό εγωτισμό. Εγωτισμό που τραυμάτισε την εικόνα μου ακόμα από τα χρόνια του Δημοτικού Σχολείου. Επέμενα για παράδειγμα στη δασκάλα μου με πείσμα πως πρωτεύουσα της Αυστραλίας είναι η Καμπέρα! Και αργότερα στο Γυμνάσιο – τότε δεν υπήρχε Λύκειο, ήταν εξατάξιο –  επειδή είδα καθηγητή μας να σπρώχνει έναν ανάπηρο συμμαθητή μας κι αυτός να κυλά στις σκάλες, δεν άντεξα. Πήγα και γρονθοκόπησα τον καθηγητή, με αποτέλεσμα να με διώξουν απ’ όλα τα γυμνάσια της χώρας. Τελικά, παίρνοντας ένα χαρτί από ψυχίατρο, με δέχτηκαν σε ιδιωτικό γυμνάσιο κι εκεί τελείωσα.

Τα παιδικά μου χρόνια τα σφραγίζει περισσότερο κι από τη μνήμη των γονιών μου η μνήμη της γιαγιάς μου, που, παρόλο που δεν ήταν μορφωμένη, ήταν μια δυνατή προσωπικότητα, ικανότατη, που συνταξιοδοτήθηκε ως μαία του Δήμου Βέροιας. Η γιαγιά μου ήταν ο ηθικός, ψυχολογικός και οικονομικός μου στυλοβάτης εκείνα τα χρόνια. Φανατική βενιζελική, όταν ήρθε ο Βενιζέλος, έβαλε εδώ, στην οδό Ελιάς – είχε την οικονομική δυνατότητα να το κάνει –  βαρέλια με κρασί, για να πίνει ο κόσμος.

Με τη μητέρα του Ευδοκία

Πέρα, λοιπόν, από τις δύσκολες προσωπικές συνθήκες που αντιμετώπιζα, βάραινε και η περιρέουσα πολιτική ατμόσφαιρα, δύσκολη κι αυτή. Κυριολεκτικά πέτρινα χρόνια…

Στο σπίτι επικρατούσε διφορούμενη πολιτική ατμόσφαιρα, καθώς ο πατέρας μου ήταν αριστερός και η μάνα μου απολιτική. Το περιβάλλον όμως ήταν ακραία αριστερό.

Άρα, η δημοκρατική, ή η αριστερή αντίληψη του κόσμου, γεννιέται σε μένα από πολύ νωρίς…

Θυμάμαι, αν και ήμουν πολύ μικρός, στην Αρδαία τον τηλεβόα των Αριστερών που φώναζε «την τάδε ώρα να βρίσκεστε στο σινεμά του Τυμπανίδη, πρέπει να είστε. Όποιος κοιμάται θα κοιμάται αιωνίως!»

Στο πατρικό του σπίτι στη Βέροια στην Οδό Ελιάς

Αλλά και κάποια γεγονότα που προκαλούσαν πραγματική φρίκη δεν ξεχνιούνται… Στη γειτονιά του 6ου Δημοτικού Σχολείου βρέθηκα με τη γυναίκα που με μεγάλωνε, την κ. Αρχοντούλα, και οι Πουλικοί, που σκοτώναν χωρίς να λογαριάζουν εκείνα τα χρόνια, δεν δίστασαν να σκοτώσουν μπροστά στα παιδικά μου μάτια μια έγκυο γυναίκα που τους παρακαλούσε να σταματήσουν τη σφαγή των αντιφρονούντων, που είχαν ξεκινήσει στη γειτονιά.

Θυμάμαι ακόμη πως, όταν έγινε η κατάληψη της Νάουσας από τους αντάρτες, ακουγόταν μέχρις εδώ, μέχρι τη Βέροια, ο ήχος των όπλων. Όλα αυτά καταγράφονται στην παιδική μνήμη… Πολύ σκληρές εποχές… Κυριολεκτικά πέτρινα χρόνια…

Σπουδάζετε Νομικά στη Θεσσαλονίκη και στη Χάγη, στην Ακαδημία Διεθνούς Δικαίου. Πόσο οι σπουδές αυτές καθορίζουν αργότερα την πορεία σας ως δικηγόρου και ως πολίτη;

Η πνευματική μου πορεία ήταν περίεργα αυτόνομη, πριν από τις σπουδές. Απίστευτο ίσως, αλλά διαβάζαμε μ’ έναν παιδικό μου φίλο Νίτσε από την ΣΤ’ Δημοτικού. Μας γοήτευε η γραφή του, παρόλο που βέβαια δεν πολυκαταλαβαίναμε. Βρήκα στα συρτάρια μου σημειώσεις που κρατούσαμε για τον Νίτσε, με ημερομηνία 1954! Και βέβαια αυτό το πάθος για το διάβασμα και τη διαρκή αναζήτηση συνεχίστηκε και στα γυμνασιακά χρόνια.

Επιλέγοντας αργότερα τη Νομική της Θεσσαλονίκης δεν μπορώ να πω ότι αποκόμισα πολλά θετικά στον επιστημονικό τομέα. Αποκόμισα όμως πολλά ως φοιτητής στον πνευματικό και πολιτικό τομέα. Οργανώσαμε ήδη από το πρώτο έτος φοιτητικό όμιλο συζητήσεων που διευρύνθηκε και είχε γενική αποδοχή.

Εκτός από τον Μάνεση, τον Ευρυγένη και τον Πανταζόπουλο, οι άλλοι καθηγητές μου ήταν μάλλον αντιδραστικοί. Με ταλαιπώρησαν πολύ εκείνα τα χρόνια και οι καθηγητές και οι Αρχές, καθώς είχα έντονη δράση στο φοιτητικό κίνημα, εκλεγμένος σε όργανα πανελλήνιου επιπέδου, αλλά και πόστο στο γραφείο  διεθνών σχέσεων, που μου έδωσε την ευκαιρία να επισκεφτώ τότε πολλά μέρη του κόσμου.

Επέλεξα τη Χάγη για μεταπτυχιακές σπουδές μετά από υπόδειξη του καθηγητή μου του Κωνσταντόπουλου – καλός άνθρωπος και καλός επιστήμονας –  ο οποίος με επηρέασε. Βέβαια, το περιεχόμενο των σπουδών ήταν το πρώτιστο που με οδήγησε στην τελική επιλογή. Να προσθέσω όμως και κάτι σημαντικό. Οι απόφοιτοι της Σχολής αυτόματα ενταχθήκαμε στην Αμερικανική Εταιρεία Διεθνούς Δικαίου ως αντεπιστέλλοντα μέλη της.

Εκεί συναντώ τον Νίκο Πουλαντζά, φοβερό δάσκαλο με παγκόσμια λάμψη και κύρος, που με επηρέασε αφάνταστα.

Αλλά και εμπειρίες άλλες απ’ αυτές τις σπουδές αξίζει να ειπωθούν, όπως η στιγμή που η συμφοιτήτριά μου, κόρη του δικτάτορα Μπαριέντος της Βολιβίας, μαθαίνει ότι στην πατρίδα της δολοφονείται ο Τσε και ξεσπά σε λυγμούς. Είναι ένα πραγματικά εντυπωσιακό περιστατικό αυτό! Ένας διαφορετικός, ένας ιδιαίτερος ευρωπαϊκός αέρας υπήρχε σ’ εκείνες τις σπουδές και τις χαρακτήριζε.

Με τη γυναίκα του Νίκη σύντροφο στη ζωή και στα ταξίδια του

Και η δικηγορία στη Βέροια; Ποιες εμπειρίες αποκομίσατε από την ένταξή σας σ’ αυτήν;

Πολλές φορές σκέφτομαι ότι ίσως θα έπρεπε να σπουδάσω Φιλοσοφία, αλλά η τελική επιλογή με οδήγησε στους δρόμους της Νομικής. Αν και είχα στραφεί προς το Διπλωματικό Σώμα, καθώς είχα το αβαντάζ των πολλών γλωσσών που ήξερα, και οι γνώσεις αυτές με οδηγούσαν  προς τα εκεί με άνεση, άρχισα να κυνηγιέμαι στο στρατό για τις ιδέες μου. Και είναι πραγματικά αστείο το ότι, ενώ με προόριζαν στην Κόρινθο για διερμηνέα του ΝΑΤΟ, μόλις πληροφορήθηκαν τη δράση μου, με ενέταξαν στη Γ’ Κατηγορία και με έστειλαν οπλίτη στη Χαλκίδα. Βέβαια, επειδή έβγαζα πολλή δουλειά στο Στρατολογικό Γραφείο, με μετέφεραν από τη Γ’ στη Β’ κατηγορία! Μοιραία, λοιπόν, στρέφομαι στη Δικηγορία.

Τα τόσα χρόνια που έκανα δικηγορία στην πόλη σίγουρα ήταν γεμάτα εμπειρίες. Βέβαια, η τριβή με τη Δικηγορία και με τον κόσμο που εδώ στην πόλη γνώριζα μου άνοιγε και το δρόμο της Πολιτικής, που εκείνα τα χρόνια δεν απέρριπτα. Ήμουν από τα ιδρυτικά μέλη του ΠΑΣΟΚ και ξέρουμε πώς βλέπαμε όλοι τότε το καινούργιο αυτό κόμμα, πόσα οράματα δημιουργούσε. Γρήγορα όμως η κατάσταση έγινε απογοητευτική και η έξοδος από τον πολιτικό αυτό χώρο ήταν αναπόφευκτη.

Είχα ως δικηγόρος ενδιαφέρουσες υποθέσεις και εδώ και στο Εξωτερικό, όπου μπορούσα να δικηγορώ χάρη στις σπουδές μου στη Χάγη.

Θυμάμαι με την «Υπόθεση Άλεξ», την οποία χειρίστηκα, πώς κάποια κανάλια ζητούσαν να αγοράσουν από μένα την αποκλειστική είδηση. Δεν ήταν όμως στο χαρακτήρα μου τέτοιου είδους τακτικές. Η σκέψη μου ήταν πάντα αριστερή.

Η συνολική εμπειρία από το επάγγελμα θεωρώ πως είχε πλήθος θετικών αλλά και αρκετά αρνητικά στοιχεία.

Δηλώνετε φανατικός αναγνώστης αλλά είναι γνωστό πως γράφετε κιόλας. Πέρα από χρονογραφήματα και άρθρα σας στον Τοπικό Τύπο, τι άλλο έχετε γράψει; Τι υπάρχει κλειδωμένο στο συρτάρι, τι θα θέλατε να εκδοθεί; Τι είναι για σας η γραφή;

Γράφω από παιδί. Κάποια γραπτά μου, επειδή είμαι πολύ αυστηρός με τον εαυτό μου, τα πυρπόλησα. Για κάποια, και ειδικά για ένα, τη «Μικρή Θητεία», μετάνιωσα. Έπρεπε να το έχω κρατήσει.

Έβγαλα κάποια θεατρικά, έχω κάποια ακόμη δακτυλογραφημένα, αλλά, το ξαναλέω, είμαι αυστηρός. Αν και ο Ντίνος Χριστιανόπουλος και ο Μένης Κουμανταρέας, των οποίων είχα ζητήσει κάποτε τη γνώμη, ήταν θετικοί με τα γραπτά μου, εγώ πιστεύω πως δεν θα μπορούσα να καταξιωθώ ως συγγραφέας.

Ποιοι συγγραφείς σάς διαμόρφωσαν; Ποιους διαβάζετε ακόμα; Τι είναι για σας τα βιβλία;

Καθημερινά ρίχνω μια ματιά στον Όμηρο, τον έχω πάντα δίπλα μου, και μάλιστα αγαπώ πολύ την μετάφραση του Μαρωνίτη. Στο μαξιλάρι μου μού κάνει συντροφιά πάντα ο Σταντάλ -στις μεταφράσεις του Πέτρου Χάρη και του Άρη Αλεξάνδρου- ο Μπαλζάκ με το ύψος του…

Με γοητεύουν ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Φώτης ο Κόντογλου με τη λιτή γραφή του, και πάντα ο Καβάφης, ο Σεφέρης, ο Ρίτσος…

Τα βιβλία είναι για μένα το παν. Δεν θα μπορούσα να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς βιβλία. Βιβλιοθήκη υπάρχει εδώ στο σαλόνι, βιβλιοθήκες υπάρχουν σ’ όλα τα δωμάτια κι ακόμη επάνω στην ταράτσα, που έχουμε κήπο, κι εκεί έχουμε βιβλία.

Στο Θιβέτ

Ταξιδέψατε πολύ, μιλάτε εφτά γλώσσες κι είστε κοσμοπολίτης με το ουσιαστικό περιεχόμενο της λέξης. Κοιτάζοντας πίσω ποια ταξίδια και ποιες εμπειρίες τους σας διαμόρφωσαν ως πολίτη της πόλης σας και του κόσμου;

Τα ταξίδια μου έγιναν όχι μόνο γιατί το να ταξιδεύω ήταν πάθος ζωής, όπως και τα βιβλία, αλλά και γιατί είχα τη δυνατότητα να αναλαμβάνω λόγω των ειδικών σπουδών μου στη Χάγη και υποθέσεις στο Εξωτερικό. Για παράδειγμα, είχα αρκετές υποθέσεις κληρονομιάς στην Αμερική και εμπορικές σε άλλα μέρη του κόσμου. Ταξίδια  όμως πολλά έκανα, πέρα από όσα έκανα μόνος, με το Ελληνικό Κίνημα Ειρήνης και τους Δημοκρατικούς Δικηγόρους

Ταξίδια που κυριολεκτικά όμως με σημάδεψαν ήταν αυτά που μου έδωσαν την ευκαιρία να μελετήσω τον τόπο και τους ανθρώπους σαν επισκέπτης.

Στην Ινδία ταξίδεψα τρεις φορές. Την πρώτη φορά με τη γυναίκα μου τη Νίκη μείναμε  Ινδία και Νεπάλ κοντά 40 μέρες. Σε μια από τις τρεις ήρθα σε επαφή με τους Μυστικούς της Βομβάης και θυμάμαι πως γνώρισα και έζησα από κοντά την εγγονή του Ταγκόρ.

Το θέμα του φιλοσοφικού αποκρυφισμού πάντα με συνείχε, καθώς ένωνε την έννοια της σοφίας μαζί μ’ αυτήν της αγιότητας. Μπορούσαν οι μύστες να αρθούν πάνω από τα ανθρώπινα και να σε κάνουν κι εσένα να αισθανθείς από τη μια  πρωταγωνιστής σε μια μάχη με τον εαυτό σου κι από την άλλη να έρθεις σε επαφή με τον κόσμο. Η εμπειρία αυτή μου χάρισε τη δυνατότητα της ενδοσκόπησης και της αποκρυπτογράφησης του κόσμου.

Βραζιλία, Ρίο ντε Τζανέιρο

Άλλο καθοριστικό ταξίδι αυτό της Κούβας, το 1978, με το Ελληνικό Κίνημα Ειρήνης, Μου έδωσε την ευκαιρία να γνωρίσω όχι μόνο τον τόπο αλλά και τον Φιντέλ Κάστρο και τον Ραούλ, τον αδελφό του.

Την Κούβα μπόρεσα και την αντιμετώπισα απολιτικά, δηλαδή χωρίς να λαμβάνω υπόψη μου την προσωπική μου ιδεολογία. Ο Φιντέλ είχε μια φοβερή λάμψη ως προσωπικότητα. Με εντυπωσίασε το πάθος του για την παγκόσμια επικράτηση της αλήθειας και του δικαίου, βλέποντας με το ταξίδι μου ότι αυτά που έλεγε τα εφάρμοζε στη χώρα του.

Ήταν συγκινητικό ένα γεγονός που θυμάμαι. Καθώς μια κοπέλα από μας, από τη Θεσσαλονίκη, την τσίμπησε ένα έντομο και κινδύνευε να πεθάνει, εντυπωσιαστήκαμε πώς ξεσηκώθηκε το σύμπαν εκεί, πώς έδρασαν ακαριαία και με πόσο ενδιαφέρον για να τη σώσουν… Είδα, λοιπόν, εκεί στην Κούβα, να εφαρμόζεται στην πράξη η ιδεολογία μου.

Καθώς τα Ισπανικά μου ήταν καλά, και καταλάβαινα και τα Ισπανικά της Κούβας άνετα, εξαφανιζόμουν από τα επίσημα γεύματα και χανόμουν στις γειτονιές, κουβεντιάζοντας με τους απλούς ανθρώπους. Στην  Κούβα πήγα τρεις φορές. Νομίζω, λοιπόν, πως έχω άποψη για τη χώρα.

Βενεζουέλα, Εκουαδόρ και Αϊτή… Γοητευτικοί τόποι…Ειδικά η εξωτική Αϊτή  ήταν μια ανεπανάληπτη εμπειρία… Πανέμορφη χώρα με καταπληκτικό λαό! Σε μια μικρή της πόλη με 5000 κατοίκους, όλοι, μα όλοι, ήταν ζωγράφοι! Φτώχεια και δικτατορία  όμως για πολλά χρόνια ισοπέδωσαν οικονομικά και ψυχολογικά τον πανέμορφο λαό της, μαζί με φυσικές καταστροφές από σεισμούς και τσουνάμια.

Στο Λάος

Τα ταξίδια αυτά κυριολεκτικά με έπλασαν. Και όχι μόνο εμένα αλλά και τη Νίκη, γιατί μαζί συνήθως ταξιδεύαμε. Σε τέσσερις περιπτώσεις υιοθετήσαμε παιδιά από την Γκάνα, από την Ινδία και εξακολουθούμε να έχουμε επαφές με την Action Aid, τον οργανισμό που υποστηρίζει τέτοιες υιοθεσίες.

Ταξιδεύοντας, πέρα από την ασύλληπτη ομορφιά του κόσμου που με μάγεψε, με συνέτριψε κυριολεκτικά η ασύλληπτη φτώχεια που υπάρχει. Γεγονός που μου προκαλεί τρόμο αλλά και αγανάκτηση για την αδικία που επικρατεί παγκόσμια.

Ένα από τα παιδιά που υιοθέτησε η οικογένεια Ιεροπούλου

Και μόνο ένα περιστατικό που θυμάμαι νομίζω πως αιτιολογεί τα παραπάνω συναισθήματα. Ήμασταν στο Μπαγκλαντές κι ένα κοριτσάκι που ήξερε Αγγλικά, γιατί στο σχολείο τα μάθαιναν μια και η χώρα ήταν παλιά αγγλική αποικία, έτρεχε πίσω μας και μας παρακαλούσε, εμάς τους άγνωστους,  να το πάρουμε μαζί μας, για να μην το φάνε τα σκυλιά. Και στο ξενοδοχείο μού επιβεβαίωσαν πως είχαν συμβεί ανάλογα περιστατικά… Για ποιον κόσμο, λοιπόν, και για ποια δικαιοσύνη μιλάμε…

Αυτός ο κόσμος που γνώρισα με τα ταξίδια μου, ή μέσα από τα βιβλία μου, με έκανε να συνειδητοποιήσω πολλά πράγματα, που είναι οδοδείκτες ζωής…

Είπατε κάποτε πως το μότο της ζωής σας είναι  χαραγμένο πάνω στον τάφο του αμερικανού ζωγράφου, λογοτέχνη και φωτογράφου, Μαν Ρέι, «αμέτοχος μα όχι αδιάφορος», που τον επισκεφτήκατε στο Νεκροταφείο του Μονπαρνάς στο Παρίσι. Αυτή η φράση προσδιορίζει και τη στάση σας ως πολίτη; Πώς μπορεί να είναι κανείς αμέτοχος αλλά όχι αδιάφορος;

Σας εξομολογούμαι ότι τα ταξίδια μου, όσο κι αν φαίνεται παράξενο, τα συνδυάζω με επισκέψεις σε νεκροταφεία. Κάθε φορά που κατεβαίνω στην Αθήνα επισκέπτομαι τον τάφο του Δεξίλεω, το άγαλμα του Μύρωνα. Πάντα με γοητεύουν τέτοιες επισκέψεις… Όπως και ο τάφος του Μαρξ στο Λονδίνο. Ή και το νεκροταφείο της Ευαγγελίστριας ή το Ζεϊτελίκ, στη Θεσσαλονίκη, όπου θάφτηκαν οι στρατιώτες του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Στην Αϊτή μάλιστα τα νεκροταφεία θυμίζουν γκαλερί! Και, όταν πας σε κάποιο αϊτινό σπίτι, σε γνωρίζουν με τους ζωντανούς αλλά σου μιλούν και για τους νεκρούς τους σαν να είναι παρόντες! Για μένα αυτά είναι δείγματα πολιτισμού. Κάτι ανάλογο διαπίστωσα να συμβαίνει και στη Μογγολία. Αλλά και στην Αφρική, στην Μπουργκίνα Φάσου, παρατήρησα ανάλογες συμπεριφορές απέναντι στους νεκρούς.  Φαίνεται πως ψάχνω τους ζωντανούς αλλά και τους νεκρούς του κάθε τόπου. Άλλωστε η Ιστορία ανήκει και στους δύο.

Το μότο αυτό, του Μαν Ρέι, βρίσκω να έχει πρώτα-πρώτα εφαρμογή στη σχέση μου με την Τεχνολογία. Και το βλέπω σαν προσωπική ήττα αυτό, να είμαι αμέτοχος αλλά όχι αδιάφορος. Στην πολιτική δεν υπήρξα ούτε αμέτοχος ούτε αδιάφορος, αλλά δεν μπόρεσα να βγάλω από μέσα μου τον δαίμονα της επίμονης κριτικής, ιδιαίτερα στο χώρο της κομματικής ένταξης, κι αυτό μου στοίχισε.

Με τον Φυσιολατρικό Όμιλο Βέροιας

Για πολλά χρόνια ενταχθήκατε στο παρελθόν σε σύνολα πολιτιστικής δράσης, που βοήθησαν στη διαμόρφωση του πολιτιστικού προσώπου της πόλης. Μορφωτικό Κέντρο Βεροίας,  Όμιλος Φίλων Θεάτρου, Εφημερίδα «Παρατηρητής», πάντα από τα ιδρυτικά μέλη. Τι θυμάστε απ’ αυτά τα χρόνια της έντονης πολιτιστικής δράσης;

Ήταν η χρυσή εποχή του πολιτισμού και της συλλογικής δράσης. Πρίν από τη Δικτατορία του ’67 ξεκινά το Μορφωτικό Κέντρο με τον Χρίστο Τσολάκη, τον Αντώνη τον Γώγο, τον Θόδωρο τον Πολυχρονιάδη και άλλους, που αυτήν την στιγμή δυστυχώς δεν θυμάμαι. Οργανώναμε διαλέξεις, συζητήσεις, διοχετεύοντας αυτό το πνεύμα και σε άλλους φορείς. Για παράδειγμα, κάναμε φοβερά πράγματα με το Σωματείο Οικοδόμων. Με τη Νίκη τη γυναίκα μου, τη Ρίτα τη Γιαννούλη, κι άλλους,  κάναμε εκδηλώσεις μέσα και έξω από τη Βέροια.

Θυμάμαι συγκεκριμένα σε μια εκδήλωση που κάναμε στο Βελβεντό Κοζάνης με το Σωματείο Οικοδόμων, θαύμασαν όχι μόνο το περιεχόμενο της εκδήλωσης αλλά και την ενότητα που μας διέκρινε.

Ιδρύουμε τον Όμιλο Φίλων Θεάτρου και τον «Παρατηρητή», αποσκοπώντας σε μια άλλη πολιτιστική ζωή της πόλης, που μαζί με τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών και τους ανθρώπους που την πλαισιώνουν, οδηγούμαστε σε μια πολιτιστική έκρηξη. Στον «Παρατηρητή», σε μια εφημερίδα που την διέκρινε η ποιότητα και η άλλη ματιά, λειτουργούσαμε όλοι μαζί, ο Δήμαρχος ο Κώστας ο Ζαμπούνης, ο Θόδωρος ο Πολυχρονιάδης, ο Νίκος ο Παπαγιαννούλης, ο Κώστας ο Παπαδόπουλος, ο Γιώργος ο Ταξιαρχόπουλος, ο Γιώργος ο Τζίκας, ο σκιτσογράφος μας… Για χρόνια συνεργαζόμουν και με την εφημερίδα «Πληροφόρηση», γράφοντας χρονογραφήματα.

Χρόνια πραγματικής συλλογικής δράσης σε όλους τους τομείς του πολιτισμού… Πνεύμα μαζικότητας, πέρα από κάθε μικροσυμπεριφορά και μικροπολιτική. Παραμερίζοντας το εγώ μας, προχωρούσαμε ενωμένοι.

Συγκρίνοντας τις εποχές, ποιες διαφορές παρουσιάζει η σημερινή πολιτιστική ζωή σε σχέση με την τότε;

Αν και έχουμε υπερπαραγωγή εκδηλώσεων σήμερα, θεωρώ ότι η ποιότητα δεν είναι ίδια. Υπάρχουν τεχνικά μέσα με τα οποία είναι πολύ εύκολο να παρουσιάσεις κάτι ως δικό σου, ενώ είναι έτοιμο από αλλού, Το φέρνεις εδώ, αλλά δεν είναι δημιούργημά σου.

Μας λείπει, λοιπόν, η ντόπια παραγωγή, που θα αναδείκνυε το δικό μας πρόσωπο. Βέβαια αυτό δεν σημαίνει ότι εκδηλώσεις που έρχονται από έξω δεν διακρίνονται για το υψηλό τους επίπεδο. Κάθε άλλο. Και θέλουμε να είμαστε κοινωνοί τέτοιων εκδηλώσεων. Όμως η ντόπια δημιουργία πρέπει να πάρει τη θέση που της αξίζει.

Στη Σάμο. Στο μνημείο του Πυθαγόρα

Σας διακρίνει μια διεισδυτική πολιτική ματιά. Πώς βλέπετε το παρόν αλλά και το μέλλον της χώρας μετά από μια δεκαετία οικονομικής, πολιτικής, πολιτιστικής και ηθικής κρίσης;

Διανύουμε, δυστυχώς, καιρούς ολοκληρωτικής αποκαρδίωσης. Ποιος φταίει; Σίγουρα όχι «το κακό το ριζικό μας», όπως λέει και ο Κώστας Βάρναλης στους «Μοιραίους». Φταίμε εμείς με τις επιλογές που κάνουμε.

Κι αν το παρόν είναι αποκαρδιωτικό, καθόλου ευοίωνες δεν είναι και οι προοπτικές για το μέλλον. Μάλιστα φοβάμαι ότι θα συμβούν γεγονότα τόσο τρομερά, που θα χτυπάμε το κεφάλι μας στον τοίχο, γιατί δεν μπορούσαμε όχι να τα προβλέψουμε, αλλά ούτε καν να τα φανταστούμε.

Πάντα έχω το όραμα της Αριστεράς, αλλά δεν μ’ αρέσει να ανήκω κάπου χωρίς την δυνατότητα της κριτικής ματιάς. Πρέπει να βρεθεί ένας τρόπος, ώστε η Αριστερά να συγκινήσει τον κόσμο και να μην είναι στο καναβάτσο. Να μπει σε μια διαδικασία γενικής αναμόρφωσης. Να ακολουθήσει τα βήματα της εποχής.

Και κλείνοντας, θα μπορούσατε να ορίσετε τις λέξεις «πόλη, πολίτης, κόσμος» μέσα από τη δική σας ματιά;

Καθώς ήρθαν «καιροί οργισμένοι», που λέει κι ο Παλαμάς και τα συμπεράσματα κι οι χαρακτηρισμοί γίναν όλα τόσο δύσκολα, ακόμη πιο δύσκολη είναι η οροθέτηση, για να μην πω αδύνατη… Ας μην την κάνω, λοιπόν…

Φωτογραφίες: faretra.info – Αρχείο Πυθαγόρα Ιερόπουλου

 

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ