Χρονογράφημα

Γιώργος Σιώμος “Η Ελληνίδα μάνα”

Γιώργος Σιώμος

«Πώς πέρασες στην Αθήνα Καλλιόπη; Τι είδες; Τι άκουσες; Είναι ψηλά τα σπίτια όπως μολογούν;» «Καλά μάνα μ, μήπως είδα και τίποτα;  Κοιτούσα το μικρό. Μόνο άκουγα τον αέρα που φυσούσε μέρα νύχτα. Βοριάς, πολύ βοριάς, φυσούσε συνέχεια».

Η ηρωίδα της ιστορίας μας –ηρωίδα με την ουσιαστική έννοια του όρου και όχι ως το κεντρικό της πρόσωπο –  είναι γιαγιά της προηγούμενης γενιάς. Χωριάτισσα κι αγράμματη. Εργατική και αστοιχείωτη όπως οι περισσότερες γιαγιάδες της εποχής. Οι μάνες μας. Με τα μαύρα ρούχα και το μαύρο μαντίλι στο κεφάλι. «Πού πας Καλλιόπη; Έγινε δικτατορία, δεν άκουσες ότι απαγορεύονται οι μετακινήσεις;» της είπε ο γείτονάς της το πρωί της  21ης  Απριλίου 1967. «Δεν ξέρω γω δικτατορία και ξεδικτατορία, παένω στη δλεια μ» απάντησε η σαράντα πεντάρα Καλλιόπη και συνέχισε το δρόμο για το χωράφι της με την τσάπα στον ώμο. Η Καλλιόπη όπως και οι άλλες γυναίκες, αλλά και οι άντρες χωρικοί εκείνου του καιρού ήξεραν μόνο το χωριό και τις δουλειές τους. Για να πάνε στην πόλη έπρεπε να πας με το αυτοκίνητο να τις πάρεις από εδώ να τις πας εκεί, σαν δέμα, σαν πακέτο. Δεν είχαν ιδέα από τηλέφωνα, λεωφορεία, δρόμους, ασανσέρ, συμπεριφορές. Όλα άγνωστα.

Αντίθετα οι σημερινές γιαγιάδες δεν θυμίζουν σε τίποτα τις γιαγιάδες τους, ούτε καν τις μάνες τους στην εμφάνιση. Ντύνονται κομψά, έχουν το δικό τους εισόδημα, πίνουν καφέδες σε συντροφιές στα καφέ, καπνίζουν, ταξιδεύουν, χειρίζονται άνετα τα κινητά τελευταίας γενιάς, μπαίνουν στο internet, στο facebook, συναγωνίζονται τις κόρες τους επάξια στην εμφάνιση. Όταν κληθούν από τα παιδιά τους προστρέχουν σε βοήθεια. Παίρνουν το λεωφορείο, το τρένο, το πλοίο ή το δικό τους αυτοκίνητο και σε λίγες ώρες αναλαμβάνουν καθήκοντα. Μεγαλώνουν ένα και δυο και τρία και τέσσερα εγγόνια, αγόγγυστα, με αφοσίωση, με αυτοθυσία, με αυταπάρνηση, με ηρωισμό. Τσοντάρουν και τη σύνταξή τους τα τελευταία χρόνια γιατί οι καραβοκύρηδες πιάστηκαν στον ύπνο κι έριξαν τη χώρα στα βράχια.

«Μάνα έλα, δουλεύουμε και οι δύο και δεν έχουμε πού να αφήσουμε το μωρό» την ειδοποίησε η κόρη της, γιατρός, παντρεμένη στην Αθήνα με γιατρό επίσης.  Έσφιξε το μαντίλι γερά στο μέτωπο, έσφιξε και τα δόντια η εξηντάχρονη Καλλιόπη και πήγε. Στην οδό Κηφισίας έμενε το ζευγάρι, στο ύψος των Αμπελοκήπων  και η Καλλιόπη έπιασε αμέσως δουλειά. Ζέσταινε το γάλα του μωρού, το τάιζε, το άλλαζε, «όλα εύκολα είναι τώρα, νερό μες στο σπίτι, ζεστό νερό όποια ώρα θες, πάνες αρωματικές, μοσχομυρίζει το μωρό, όχι όπως τα δικά μας που μύριζαν κατουρλιό» το κοίμιζε και σαν τον Κλέφτη που κοιμόταν με προσκέφαλο το όπλο του, ξυπνούσε στο πρώτο σκίρτημά του, στο κλάμα του, ικανοποιούσε τις ανάγκες του, νταχντιρντί νταχτιρντί, του μιλούσε για μια χελώνα που ξεκίνησε από την Άρτα κι έρχεται, όλο έρχεται, και ποτέ δεν φτάνει, για τα κατσίκια που λόζιαξαν τα γνέματα και παίρνει η μπάμπω τη ρόκα και τσίκα έρμα τσίκα, έρμα τα κατσίκια, κι άλλες τέτοιες ιστορίες από το χωριό της  σκάρωνε η Καλλιόπη και ησύχαζε το μωρό, και μεγάλωνε μέρα με τη μέρα.  « Μωρ Καλλιόπη δασκάλα έγινες» έλεγε ο γέρος της όταν επέστρεφε στο χωριό μετά από ένα εξάμηνο. Έβρισκε ευκαιρία να ξεκουραστεί η Καλλιόπη μεγαλώνοντας το μωρό και μαλάκωναν τα πετσιά στις παλάμες της που τα έτρωγαν οι τσάπες και τα χώματα στο χωριό. Μαλάκωναν οι αυλακώσεις στο πρόσωπο που είχαν χαράξει ο ήλιος κι ο αέρας. « Πώς πέρασες στην Αθήνα; Τι είδες ; τι άκουσες;» την ρωτούσαν οι γειτόνισσες διψασμένες για χαμπέρια. « Καλά μάνα μ, δεν βγήκα απ’ το σπίτ’, μόνο άκουγα το βοριά που φύσαγε μέρα νύχτα. Βοριάς, πολύ βοριάς στην Αθήνα.»

Μεγάλωσαν οι εγγονές της Καλλιόπης, έγιναν γιατροί, γέρασε και η Καλλιόπη, ήρθε η ώρα της, πέρασε τα 90 , έφυγε, αποδήμησε με ήσυχη τη συνείδησή της ότι επιτέλεσε στο ακέραιο το καθήκον της ως Ελληνίδα μάνα κι ως Ελληνίδα γιαγιά. Τη σκυτάλη παρέλαβε η κόρη της, που μεγαλώνει τα παιδιά των παιδιών της με την ίδια αφοσίωση, την ίδια αυτοθυσία, την ίδια αυταπάρνηση, τον ίδιο ηρωισμό. Στο μόνο που διαφέρει η κόρη από τη μάνα της την Καλλιόπη είναι ότι ξέρει πως δεν είναι ο βοριάς που φυσάει μέρα νύχτα αλλά τα αυτοκίνητα που περνούν ασταμάτητα στην οδό Κηφισίας στο ύψος των Αμπελοκήπων.

Γιώργος Ν. Σιώμος 12/8/2019

banner-article

Δημοφιλή άρθρα

  • Εβδομάδας