Απόψεις Πολιτισμός

Μουσείο Λαϊκής Τέχνης και Παράδοσης “Αγγελική Χατζημιχάλη”. Γράφει η Άννα Γαβρά

Άννα Γαβρά

Η ιστορία

«Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Πλάκα, τότε που τα σπίτια είχαν ακόμα πλακόστρωτες αυλές, κληματαριές, πεζούλια και γλάστρες με ευωδιαστούς ανθούς… οι δυο σεβαστοί μου πρόγονοι, ο πατέρας και ο παππούς μου, γνωστοί για την πολύτιμη συμβολή τους στα γράμματα και στην τέχνη… αβίαστα κύλισαν μέσα στο αίμα μου και στην ψυχή μου το δικό τους αίμα…»

Η Αγγελική Χατζημιχάλη γεννιέται στην Αθήνα το 1895. Η αγάπη της για την τέχνη και την παράδοση ξεκινά ήδη στα πρώτα χρόνια της ζωής, με τη βαθιά επιρροή της οικογένειάς της. Η πολύπλευρη προσωπικότητα, ο δυναμισμός μα και η ευαισθησία της ψυχής της δεν αργούν να φανούν. Διακρίνεται ως ζωγράφος, συγγραφέας, λαογράφος, καθώς επίσης και για το κοινωνικό της έργο, και αργότερα, για την προσφορά της στον πόλεμο του ’40 και την κατοχή.

Ταξιδεύει σε ολόκληρη την Ελλάδα και αφιερώνει τη ζωή της στην καταγραφή και συλλογή αντικειμένων της λαϊκής μας παράδοσης. Παράλληλα, οργανώνει εκδηλώσεις με στόχο την ευαισθητοποίηση των ανθρώπων για την αξία και  τη  δύναμη του λαϊκού πολιτισμού, πάνω  στον οποίο  θεμελιώνεται  η  ελληνική  συνείδηση  και  συλλογικότητα.  Η εντατική της ενασχόληση με τους Σαρακατσάνους γίνεται έρευνας ζωής και αποτυπώνεται στο έργο της «Σαρακατσάνοι», το οποίο αποδεικνύει, εκτός των άλλων, την ελληνικότητα αυτού του νομαδικού πληθυσμού. Οι συστηματικές έρευνες και μακροχρόνιες μελέτες της λαϊκής μας παράδοσης την καθιερώνουν ως την πρώτη Ελληνίδα λαογράφο.

Η Αγγελική Χατζημιχάλη φεύγει από τη ζωή το 1965, στην Αθήνα.

Εφημερίδα της εποχής γράφει: «Η Αγγελική Χατζημιχάλη, ο άνθρωπος που με όλη του την ψυχή αφιερώθηκε στη μελέτη και την ανάδειξη της νεοελληνικής λαϊκής τέχνης και αφιέρωσε όλη της τη ζωή σ’ αυτή την τόσο σημαντική εθνική προσπάθεια, δεν υπάρχει πια. Υπέκυψε χθες το μεσημέρι στο μοιραίο, θύμα μακροχρόνιας και βασανιστικής αρρώστιας, που αν είχε κατορθώσει ως τώρα να την υπερνικά, αυτό γινόταν εφικτό μόνον με την απέραντη ψυχική της δύναμη, που πρόσταζε και το σώμα της να εξακολουθεί να υπάρχει. Η μεγάλη της καρδιά δεν άφηνε να εγκαταλείψει τον αγώνα, έναν αγώνα ευγενικό και αφάνταστα αποδοτικό…» *

Γράφει ο Αλεξ. Μαμμόπουλος: «Οι τσελιγκάδες έβγαλαν τα κυπροκούδουνα, κατά την πανάρχαια συνήθεια όταν πεθαίνει πρωτοτσέλιγκας, και ξαρμάτωσαν τα γκεσέμια τους, οι λαϊκοί βιοτέχνες σταμάτησαν τα τσιακ τσιακ στα εργαστήριά τους και οι Σαρακατσάνες σφράγισαν τα αργαλειά τους στη μνήμη της.»

Το 1966 το αρχοντικό αγοράζεται από τον Δήμο Αθηναίων και στις αρχές της δεκαετίας του ‘80 λειτουργεί ως Κέντρο Λαϊκής Τέχνης και Παράδοσης.

Το Υπουργείο Πολιτισμού έχει χαρακτηρίσει το αρχοντικό ως αρχιτεκτονικό μνημείο – έργο τέχνης.

Το μουσείο είναι μέλος τους Διεθνούς Συμβουλίου Μουσείων. Οι πόρτες του είναι ανοιχτές στο κοινό. Οι συλλογές του δεν εκτίθενται μόνον για ψυχαγωγία αλλά και για μελέτη και εκπαίδευση. Διοργανώνει εκθέσεις που ταιριάζουν στον χώρο, ημερίδες , διαλέξεις και δωρεάν ξεναγήσεις από λαογράφο, σεμινάρια και μαθήματα χειροτεχνίας, υφαντικής και κεντήματος και γενικά μαθήματα παραδοσιακών τεχνών. Η λαογραφική βιβλιοθήκη του μουσείου, αποτελεί σπουδαίο εργαλείο στα χέρια κάθε ερευνητή και μελετητή , αλλά και για τους απλούς ανθρώπους, που αγαπούν και σέβονται τη λαϊκή μας παράδοση. Είναι πραγματικά, ζωντανό κύτταρο της κοινωνίας μας που παράγει πολιτισμό.

«Το ταξίδι»

Σε μια ήσυχη γωνιά της Πλάκας, μακριά από τα πολύβουα και πολύχρωμα δρομάκια της, στην οδό που φέρει το όνομά της, βρίσκεται το αρχοντικό της Αγγελικής Χατζημιχάλη, σήμερα Μουσείο Λαϊκής Τέχνης και Παράδοσης, που ίσως πολλοί από εμάς που ζούμε μακριά από την Αθήνα, να μην το γνωρίζουμε.

Χτισμένο σε πολλά επίπεδα, υπόγειο, ισόγειο, πάνω όροφοι, σε σχέδια του Μακεδόνα αρχιτέκτονα, με καταγωγή από την Καστοριά, Αριστείδη Ζάχου.(1924 – 1929) Παντρεύει με τρόπο μοναδικό παραδοσιακά, νεοβυζαντινά και σύγχρονα αρχιτεκτονικά στοιχεία. Δίπλα στην ξύλινη πόρτα της εισόδου η μαρμάρινη επιγραφή γράφει: «Εδώ έζησε, δούλεψε και πέθανε η μεγάλη μας λαογράφος Αγγελική Χατζημιχάλη». Η εσωτερική ξυλόγλυπτη διακόσμηση με σχέδια από την ελληνική λαϊκή παράδοση, προσδίδει στο αρχοντικό γοητεία ξεχωριστή˙ ανήκει στον λαϊκό τεχνίτη Νικόλαο Θεοδωρόπουλο, πάντοτε υπό την επίβλεψη της Αγγελικής και του Α. Ζάχου.

Μπαίνοντας στο μουσείο μας υποδέχτηκαν οι δύο κυρίες «φύλακες άγγελοι» του χώρου. Και πριν καλά καλά το καταλάβουμε άρχισε η ξενάγηση· αυθόρμητη, με απλότητα, αμεσότητα και πολλή αγάπη για το έργο τους.

Ακριβώς στην είσοδο του μουσείου τα «βιτρώ» με τις παραδοσιακές φορεσιές και τα έντονα χρώματα, τα οποία σχεδίασε και ζωγράφισε με το χέρι η ίδια, μαγνητίζουν το βλέμμα του επισκέπτη. Η αίθουσα υποδοχής συγγενών και φίλων, με το τζάκι και τον πίνακα με τις ασχολίες των κατοίκων της υπαίθρου να κοσμεί τον τοίχο, φιλοξένησε μεγάλες προσωπικότητες των γραμμάτων, της τέχνης και της πολιτικής στα φιλολογικά απογευματινά που οργάνωνε η Αγγελική. Ο Άγγελος και η Εύα Σικελιανού, ο Κωστής Παλαμάς και ο Κώστας Βάρναλης, η Πηνελόπη Δέλτα και ο Αντώνης Μπενάκης, ο Γιάννης Τσαρούχης και ο Γεώργιος Παπανδρέου έχουν αφήσει τα ίχνη τους στον χώρο. Ο επισκέπτης, μπορεί να γυρίσει πίσω στον χρόνο, να «δει» και να «ακούσει» τον Κ. Παλαμά να συνομιλεί με τον Κ. Βάρναλη για το γλωσσικό ζήτημα. Ίσως ακόμα να «ακούσει» τον Άγγελο και την Εύα Σικελιανού να συζητούν με την Α. Χατζημιχάλη την αναβίωση των Δελφικών Γιορτών. Και λίγο μακρύτερα να μοιράζεται το όραμα της πνευματικής και πολιτιστικής αναγέννησης του τόπου με τον Νίκο Καζαντζάκη, τον  Άγγελο  Σικελιανό  και  τον  Κωστή  Παλαμά.

Περνώντας στο χώρο του σαλονιού, δεν μπορείς παρά να θαυμάσεις την ξύλινη σκαλιστή πόρτα, πραγματικό έργο τέχνης, με παραστάσεις από την παράδοσή μας, αλλά και μοτίβα από την Βυζαντινή Ιστορία, που ήταν η αγαπημένη της. Το χώρο του σαλονιού κοσμεί το ξυλόγλυπτο Σκυριανό σαλόνι. Η τραπεζαρία με τις ξύλινες προθήκες, σκαλισμένες και αυτές με αντίστοιχα μοτίβα, φιλοξενεί συλλογές κεραμικής και μεταλλοτεχνίας. Όλα σε καφέ σκούρο χρώμα, δημιουργούν μια ιδιαίτερη αίσθηση ζεστασιάς και οικειότητας, σαν να μην πέρασε ούτε μια μέρα από τότε που το αρχοντικό γέμιζε από την παρουσία της αγγελικής.

Στον απλό και λιτό χώρο της κουζίνας η ματιά μας πέφτει στα αντικείμενα καθημερινής χρήσης, οικεία ίσως σε πολλούς από εμάς από τα σπίτια των γονιών μας ή των παππούδων μας. Η μηχανή του καφέ, του κιμά, χάλκινα σκεύη μαγειρικής, το ξύλινο παγούρι του νερού, το «φτσέλι» όπως το λέγανε, ο «ντορβάς» κρεμασμένος σε μια γωνιά της κουζίνας. Κι ακόμη η πρώτη ίσως, μαντεμένια κουζίνα με τον ξυλόφουρνο, πολυτέλεια για τα σπίτια της εποχής.

Εσωτερικές ξύλινες σκάλες, πραγματικά  στολίδια, οδηγούν στους επάνω ορόφους, όπου δεσπόζει το εσωτερικό « μπαλκόνι», απ’ όπου η Αγγελική μπορούσε να έχει την εποπτεία όλου του χώρου υποδοχής.

Στο εργαστήρι υπάρχουν προσωπικά της αντικείμενα. Η ξύλινη καρέκλα της, το γραφείο με τη γραφομηχανή της, τα μετάλλιά της. Δίπλα, μια χειρόγραφη επιστολή θαυμασμού από  τον Άγγελο Σικελιανό, που θαρρείς και υποκρύπτει έναν ερωτισμό – έναν ανομολόγητο έρωτα του ποιητή προς την Αγγελική. Στον τοίχο βραβεία και δίπλα πίνακας ζωγραφικής της ίδιας. Ένα ένδυμα από τις Δελφικές γιορτές, θυμίζει στους επισκέπτες τις προσπάθειές της για την αναβίωσή τους. Στην απέναντι πλευρά στέκει «Αφέντρα και Κυρά» η Σαρακατσάνα, με την παραδοσιακή ασπρόμαυρη φορεσιά της.

Μπαίνουμε στα υπνοδωμάτια, το δικό της και των παιδιών, ένα για το κορίτσι – την Έρση που απέκτησε από τον πρώτο της γάμο με τον Μιχάλη Γλητσό- και ένα για το αγόρι – το Νίκο που απέκτησε από το δεύτερο γάμο της με τον Πλάτωνα Χατζημιχάλη. Στο κέντρο τραβά το βλέμμα η παραδοσιακή ξύλινη κούνια, πρόσφατη δωρεά φίλου του μουσείου, ενώ τους τοίχους κοσμούν μοτίβα ζωγραφισμένα από την ίδια, και πίνακες ζωγραφικής «Ναΐφ», που ξεχωρίζουν για την απλότητά τους, και που αυτήν την περίοδο φιλοξενούνται  στο μουσείο. Τριγύρω τα δωμάτια υπηρεσίας και «κρυφοί» χώροι που λειτουργούσαν ως αποθηκευτικοί.

Προσεγγίζουμε τα τελευταία δωμάτια. Παραδοσιακές φορεσιές από διάφορα μέρη της Ελλάδας – καθημερινές, γιορτινές, νυφιάτικες – αλλά και κεντήματα κεντημένα στο χέρι και χαλιά υφασμένα στους παραδοσιακούς αργαλειούς,  δείχνουν  τη  διαχρονική  πορεία  της  ελληνικής  τέχνης.

Οι χώροι του μουσείου είναι γεμάτοι με έργα της λαϊκής μας παράδοσης. Μας καλούν να την ακολουθήσουμε, να πατήσουμε γερά πάνω στη δύναμή της, να ποτιστούμε με τις αξίες της και να χαράξουμε τη δική μας σταθερή πορεία μέσα στο χρόνο. Κάποια από αυτά ανήκουν στην ίδια την Α. Χατζημιχάλη, κάποια άλλα στην Ελληνική Λαογραφική Εταιρεία και άλλα είναι δωρεές ιδιωτών, φίλων του μουσείου.

Κι ενώ η επίσκεψή μας φτάνει στο τέλος της, οι αργαλειοί στέκουν εκεί, ανέγγιχτοι από το χρόνο. Έρχονται από πολύ μακριά, από τον Όμηρο – ο αργαλειός της Πηνελόπης – από το Βυζάντιο και τη νεοελληνική ιστορία. Νομίζεις, ότι όπου να ΄ναι θα «ακούσεις» τον χαρακτηριστικό τους θόρυβο, τραγουδισμένο στα Δημοτικά μας τραγούδια, και θα «δεις» τις υφάντρες με τα επιδέξια χέρια τους να περνούν τη σαΐτα με το υφάδι μέσα από το στημόνι και να δημιουργούν ανυπέρβλητης ομορφιάς σχέδια.

Μια επίσκεψη στο Αρχοντικό – Μουσείο δεν σ’ αφήνει ανεπηρέαστο. Νιώθεις παντού την παρουσία της, σε κάθε σημείο του χώρου, σε κάθε γωνιά. Σαν ένα ταξίδι στον χρόνο μαζί της, εκεί όπου η δύναμη και η αγάπη για τη λαϊκή μας παράδοση, η θέληση για γνώση και συνέχειά της, έχουν αφήσει έντονα τα σημάδια τους στο Αρχοντικό της «Μεγάλης Κυρίας του Έθνους», όπως την αποκαλούσαν οι φίλοι της.

*Εφημερίδα “Ελευθερία”, Παρασκευή 5 Μαρτίου 1965

banner-article

Ροη ειδήσεων