
Η σημερινή πολεμική ένταση εγκυμονεί τον κίνδυνο μιας ευρείας περιφερειακής ανάφλεξης, με την εμπλοκή υπερδυνάμεων και τη διάρρηξη κάθε ελπίδας ειρηνικής συνύπαρξης
–
Πριν την Ισλαμική Επανάσταση του 1979, το Ιράν βρισκόταν σε μια περίοδο βαθύτατων κοινωνικών και πολιτικών μετασχηματισμών. Υπό την ηγεσία της δυναστείας Παχλαβί, και ειδικότερα του Σάχη Μοχάμεντ Ρεζά Παχλαβί, η χώρα επιχειρούσε να μετατραπεί σε ένα σύγχρονο, δυτικού τύπου κράτος. Ο εκσυγχρονισμός που επιβλήθηκε από πάνω, σε συνδυασμό με τον αυταρχικό χαρακτήρα του καθεστώτος και την κοινωνική ανισότητα, δημιούργησαν έντονες αντιφάσεις που σταδιακά συσσώρευαν δυσαρέσκεια. Το Ιράν, αν και τεχνολογικά εξελισσόταν, πολιτικά αποστερούταν ελευθεριών και πολιτισμικά απομακρυνόταν από τις παραδοσιακές του ρίζες, γεγονός που υπήρξε καθοριστικό για την έκρηξη της επανάστασης.
Η δυναστεία Παχλαβί, που ξεκίνησε με τον Ρεζά Χαν το 1925, υιοθέτησε ένα πρόγραμμα κρατικού εθνικισμού και εξευρωπαϊσμού, το οποίο ενίσχυσε περαιτέρω ο γιος του, Μοχάμεντ Ρεζά Παχλαβί, μετά το 1941. Ο Σάχης επιδίωξε να δημιουργήσει ένα ισχυρό, εκβιομηχανισμένο κράτος, αξιοποιώντας τα έσοδα από το πετρέλαιο και εφαρμόζοντας προγράμματα όπως η “Λευκή Επανάσταση” του 1963. Αυτή η σειρά μεταρρυθμίσεων περιλάμβανε αγροτική αναδιανομή, ενίσχυση της εκπαίδευσης, χειραφέτηση των γυναικών και περιορισμό της ισχύος των θρησκευτικών ηγεσιών. Ωστόσο, οι μεταρρυθμίσεις αυτές, αντί να δημιουργήσουν κοινωνική συνοχή, όξυναν τις αντιθέσεις: η αγροτική οικονομία διαταράχθηκε χωρίς να υπάρξει υποστήριξη, ενώ η εκκοσμίκευση και η “δυτικοποίηση” της κοινωνίας ξένισε πλατιά στρώματα του πληθυσμού, ιδιαίτερα στις επαρχίες και στους θρησκευτικά ευαίσθητους κύκλους.
Η αντιπαλότητα μεταξύ του καθεστώτος και του σιιτικού κλήρου εντάθηκε, καθώς ο Σάχης επιχειρούσε να περιορίσει τη δύναμη των μουλάδων και να διαχωρίσει ριζικά θρησκεία και κράτος. Η θρησκευτική εξουσία, που είχε για αιώνες ισχυρό κοινωνικό έρεισμα, βρέθηκε στο περιθώριο, και η αίσθηση προσβολής των παραδόσεων και της πίστης καλλιέργησε μια βαθιά ρήξη. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο αναδείχθηκε η μορφή του αγιατολάχ Ρουχολάχ Χομεϊνί, ο οποίος από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 και ιδίως μετά το 1963, όταν και εξορίστηκε, αποτέλεσε σύμβολο της θρησκευτικής και λαϊκής αντίστασης. Το Ισλάμ άρχισε να προβάλλεται όχι μόνο ως πίστη αλλά και ως πλαίσιο πολιτικής απελευθέρωσης από την τυραννία και την ξενική επιρροή.
Η αυταρχική φύση του καθεστώτος ήταν ιδιαίτερα έντονη. Η μυστική αστυνομία SAVAK αποτελούσε όργανο εκτεταμένης καταστολής, παρακολούθησης και βασανιστηρίων. Η πολιτική αντιπολίτευση ουσιαστικά δεν υφίστατο, ενώ τα μέσα ενημέρωσης ελέγχονταν αυστηρά. Το κοινοβουλευτικό σύστημα ήταν προσχηματικό, με το μοναδικό επιτρεπόμενο κόμμα, το Rastakhiz, να λειτουργεί ως εργαλείο μαζικής χειραγώγησης. Παράλληλα, ο Σάχης προωθούσε μια μορφή προσωπολατρίας, συνδέοντας την ηγεσία του με το ένδοξο παρελθόν της Περσικής Αυτοκρατορίας, σε μια απόπειρα να προσδώσει ιστορική νομιμοποίηση στην εξουσία του.
Από οικονομικής άποψης, το Ιράν γνώρισε εντυπωσιακή ανάπτυξη, ιδίως μετά την αύξηση των τιμών του πετρελαίου το 1973. Οι πετρελαϊκές εισροές επέτρεψαν τη δημιουργία μεγάλων υποδομών, την ενίσχυση της εκπαίδευσης και την τεχνολογική πρόοδο. Όμως, αυτή η ανάπτυξη δεν συνοδεύτηκε από κοινωνική δικαιοσύνη. Μια στενή ελίτ πλούτιζε ασύλληπτα, ενώ τα χαμηλά και μεσαία στρώματα δεν ωφελούνταν. Ο πληθωρισμός αυξανόταν, η αστική μεσαία τάξη βίωνε οικονομική ανασφάλεια και η επαρχία παρέμενε παραμελημένη. Πολλοί Ιρανοί ένιωθαν ότι το κράτος εξυπηρετούσε τα συμφέροντα των ξένων και των προνομιούχων, αδιαφορώντας για τις παραδοσιακές αξίες και τις ανάγκες του λαού.
Ταυτόχρονα, η πολιτισμική σύγκρουση μεταξύ του εξευρωπαϊσμένου μοντέλου που προωθούσε το καθεστώς και των εσωτερικών πολιτισμικών ταυτοτήτων εντεινόταν. Η προβολή δυτικού τρόπου ζωής, η εμπορευματοποίηση των ηθών, η ενίσχυση του καταναλωτισμού και η μίμηση δυτικών πολιτιστικών προτύπων αντιμετωπίζονταν από πολλούς ως πολιτισμική εισβολή. Η αντίθεση στον εκδυτικισμό συνδέθηκε με την αντίσταση στη δικτατορία και κατέστη ισχυρό ιδεολογικό εργαλείο της επερχόμενης επανάστασης.
Στο πεδίο της διανόησης, η δεκαετία του 1960 και 1970 σημαδεύτηκε από την εμφάνιση ριζοσπαστικών στοχαστών, όπως ο Ali Shariati, ο οποίος επιχείρησε να συνδυάσει τον σιιτισμό με στοιχεία σοσιαλιστικής και αντιαποικιακής ιδεολογίας. Η σκέψη του ενέπνευσε χιλιάδες νέους, ιδίως στα πανεπιστήμια, καλλιεργώντας την ιδέα ενός “επαναστατικού Ισλάμ” ως δύναμη κοινωνικής απελευθέρωσης. Την ίδια ώρα, διάφορες αριστερές οργανώσεις, όπως οι Μοτζαχεντίν του Λαού και οι Φενταγίν, προσπαθούσαν με ένοπλο αγώνα να αποσταθεροποιήσουν το καθεστώς, αν και με περιορισμένη απήχηση. Το ετερόκλητο φάσμα της αντιπολίτευσης, παρά τις ιδεολογικές διαφορές, συναντήθηκε στον κοινό παρονομαστή της εναντίωσης προς τον Σάχη.
Καθώς η δεκαετία του 1970 πλησίαζε στο τέλος της, η ένταση έφτανε στο αποκορύφωμα. Μαζικές διαδηλώσεις, θρησκευτικές τελετές που μετατρέπονταν σε πολιτικές συγκεντρώσεις, διαρροή πληροφοριών για βασανιστήρια, και κυρίως η επιμονή του Χομεϊνί από την εξορία, δημιούργησαν ένα κλίμα εξεγερσιακό. Η αλαζονεία του καθεστώτος, η αποκοπή από την κοινωνική βάση και η αποτυχία να ερμηνεύσει το βαθύ υπαρξιακό άγχος των πολιτών, επιτάχυναν την πτώση του. Το Ιράν, λίγο πριν το 1979, έμοιαζε με χύτρα έτοιμη να εκραγεί.
Η Ισλαμική Επανάσταση, όταν τελικά ξέσπασε, δεν ήταν απλώς πολιτική ανατροπή. Ήταν ρήξη πολιτισμική, υπαρξιακή και ιστορική. Ήταν η απάντηση μιας κοινωνίας που, κουρασμένη από την αυταρχία και την αποξένωση, διεκδίκησε πίσω την ταυτότητά της, έστω και μέσα από μια νέα, θεοκρατική μορφή εξουσίας. Το Ιράν προ του 1979 ήταν μια χώρα που είχε εξωτερικά εκσυγχρονιστεί, αλλά εσωτερικά είχε αποξενωθεί από τον εαυτό της. Αυτό το υπαρξιακό χάσμα υπήρξε το προσάναμμα της επανάστασης.
Το Ιράν μετά την Ισλαμική Επανάσταση: Από τη θεοκρατία στον σύγχρονο αυταρχισμό και η επιτακτική ανάγκη για εκδημοκρατισμό το 2025
Η Ισλαμική Επανάσταση του 1979 στο Ιράν σηματοδότησε μια ριζική τομή στην ιστορία της χώρας. Με την ανατροπή της δυναστείας Παχλαβί και την εγκαθίδρυση της Ισλαμικής Δημοκρατίας υπό την καθοδήγηση του αγιατολάχ Ρουχολάχ Χομεϊνί, το Ιράν πέρασε από έναν κοσμικό αυταρχισμό σε μια θεοκρατική πολιτική τάξη όπου η εξουσία αποδόθηκε στους θεολόγους. Αυτό το μοντέλο διακυβέρνησης, θεμελιωμένο στην αρχή του velayat-e faqih (κυβερνητική εξουσία του νομικού ειδικού στο ισλαμικό δίκαιο), αποτέλεσε μια sui generis μορφή θεοκρατικής κυριαρχίας, μοναδική στον σύγχρονο κόσμο. Αν και η Επανάσταση είχε γεννηθεί από το αίτημα για κοινωνική δικαιοσύνη, εθνική ανεξαρτησία και αποκατάσταση της ηθικής τάξης, στην πορεία εξελίχθηκε σε ένα καθεστώς συγκεντρωτικό, κατασταλτικό και ιδεολογικά αδιάλλακτο, το οποίο ως το 2025 δεν έχει ακόμα εκπληρώσει τις δημοκρατικές προσδοκίες των πολιτών του.
Στα πρώτα χρόνια μετά την Επανάσταση, η χώρα αντιμετώπισε βίαιες πολιτικές εκκαθαρίσεις, ιδίως εις βάρος φιλελεύθερων, μαρξιστών και εθνοτικών μειονοτήτων. Το νέο καθεστώς εγκαθίδρυσε θεσμούς που συγκέντρωναν τεράστια εξουσία στα χέρια του Ανώτατου Ηγέτη και του Συμβουλίου των Φρουρών. Το Κοινοβούλιο και ο Πρόεδρος, αν και εκλεγόμενοι, υπάγονται τελικά στην κρίση των θεοκρατικών αρχών, οι οποίες ελέγχουν τη νομοθεσία, τη δικαιοσύνη και την εσωτερική ασφάλεια. Έτσι, το πολίτευμα της «Ισλαμικής Δημοκρατίας» υπήρξε περισσότερο ισλαμικό και πολύ λιγότερο δημοκρατικό.
Η περίοδος του πολέμου Ιράν-Ιράκ (1980-1988) συνέβαλε στην περαιτέρω παγίωση της εξουσίας των σκληροπυρηνικών στοιχείων και ενίσχυσε τη στρατιωτικοποίηση της κοινωνίας μέσω των Φρουρών της Επανάστασης (IRGC). Η ειρήνη δεν έφερε εκδημοκρατισμό αλλά μια εδραίωση του θεοκρατικού συστήματος, όπου η πίστη στην ιδεολογική καθαρότητα του Ισλάμ υπερίσχυσε της πολιτικής πολυφωνίας. Αν και σταδιακά άρχισαν να εμφανίζονται τάσεις μεταρρυθμιστικές, όπως κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Μοχάμεντ Χαταμί τη δεκαετία του 1990, κάθε προσπάθεια φιλελευθεροποίησης της κοινωνίας και του πολιτεύματος προσέκρουε στον τοίχο του ιερατικού εποπτικού μηχανισμού.
Στις αρχές του 21ου αιώνα, το Ιράν αντιμετώπισε ένα αυξανόμενο χάσμα μεταξύ μιας μορφωμένης, αστικοποιημένης και διεθνοποιημένης νεολαίας και ενός καθεστώτος βαθιά ριζωμένου σε ιδεολογικά και πατερναλιστικά σχήματα. Η καταστολή των φοιτητικών κινητοποιήσεων το 1999 και αργότερα το αιματηρό χτύπημα στο Κίνημα του Πράσινου (2009), μετά τις αμφιλεγόμενες εκλογές που επανέφεραν στην εξουσία τον Μαχμούντ Αχμαντινετζάντ, απέδειξαν ότι το θεοκρατικό καθεστώς δεν θα ανεχόταν δημοκρατικές αμφισβητήσεις. Παράλληλα, η εντεινόμενη διεθνής απομόνωση εξαιτίας του πυρηνικού προγράμματος και των κυρώσεων δημιούργησε μια εσωτερική οικονομική κρίση που τροφοδοτούσε τη λαϊκή δυσαρέσκεια.
Τα τελευταία χρόνια, ιδίως μετά την αποτυχία των προσπαθειών εκσυγχρονισμού του Χασάν Ροχανί και τη διαδοχή του από τον σκληροπυρηνικό Εμπραχίμ Ραϊσί, το Ιράν μοιάζει να έχει εισέλθει σε μια περίοδο νέο-αυταρχισμού. Η καταστολή έχει ενταθεί, τα ΜΜΕ και το διαδίκτυο λογοκρίνονται, ενώ το 2022 σημαδεύτηκε από το ξέσπασμα της εξέγερσης μετά τη δολοφονία της Μαχσά Αμινί από την αστυνομία ηθών. Το σύνθημα «Γυναίκα, Ζωή, Ελευθερία» μετατράπηκε σε εθνικό αίτημα χειραφέτησης από την καταπίεση του θεοκρατικού συστήματος, συνδέοντας τον φεμινισμό με το αίτημα για θεσμική αλλαγή. Χιλιάδες διαδηλωτές συνελήφθησαν, πολλοί βασανίστηκαν ή εκτελέστηκαν, και η διεθνής κοινότητα παρακολουθεί με αποτροπιασμό αλλά και αμηχανία την κλιμάκωση της κρατικής βίας.
Το 2025 βρίσκει το Ιράν σε κρίσιμο σταυροδρόμι. Από τη μία, το καθεστώς συνεχίζει να ελέγχει τον κρατικό μηχανισμό, τις ένοπλες δυνάμεις, τα μέσα ενημέρωσης και τους θεσμούς. Από την άλλη, η κοινωνία, και ειδικά η νέα γενιά, έχει μετακινηθεί ριζικά σε μια κοσμική, δυτικότροπη, δημοκρατική κατεύθυνση. Η απόσταση ανάμεσα στην κρατική ιδεολογία και τις πραγματικές αξίες του πληθυσμού είναι πλέον χαώδης. Η μορφωμένη νεολαία, οι γυναίκες, οι εθνοτικές και θρησκευτικές μειονότητες, οι καλλιτέχνες, ακόμη και μερίδα του σιιτικού κλήρου, εκφράζουν με αυξανόμενη ένταση την ανάγκη για βαθύ πολιτικό μετασχηματισμό.
Ο εκδημοκρατισμός του Ιράν σήμερα δεν είναι μόνο ζήτημα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά και υπαρξιακή αναγκαιότητα. Το καθεστώς δεν μπορεί πια να διατηρεί την εξουσία μόνο με καταστολή, παραπληροφόρηση και εξωτερικούς εχθρούς ως φόβητρο. Η κοινωνική δυναμική έχει αλλάξει. Οι Ιρανοί πολίτες, και κυρίως οι γυναίκες και οι νέοι, δεν διεκδικούν απλώς καλύτερες συνθήκες διαβίωσης· διεκδικούν την επιστροφή της πολιτικής και της ατομικής αξιοπρέπειας. Η απαίτηση για ελεύθερες εκλογές, ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, σεβασμό της ετερότητας και θρησκευτική ανεκτικότητα είναι αιτήματα που το καθεστώς αδυνατεί πια να αγνοήσει.
Ο δρόμος προς τον εκδημοκρατισμό δεν είναι εύκολος. Το καθεστώς διατηρεί ένα βαθιά ριζωμένο σύστημα εξουσίας, στρατιωτικοποιημένο και ιδεολογικά εμποτισμένο. Όμως, το Ιράν του 2025 δεν είναι πια το Ιράν του 1980. Η διασπορά, η παγκόσμια συνδεσιμότητα, το διαδίκτυο και η πολιτισμική αφύπνιση δημιουργούν τις προϋποθέσεις για αλλαγή από τα κάτω. Αν το παρελθόν του Ιράν ήταν ένα εκκρεμές μεταξύ αυταρχισμού και θεοκρατίας, το μέλλον του οφείλει να κινηθεί προς τη δημοκρατία, την ατομική ελευθερία και τον σεβασμό των δικαιωμάτων. Το αίτημα αυτό είναι πλέον καθολικό, επίκαιρο και αδιαπραγμάτευτο.
Σήμερα, το 2025, το Ιράν βρίσκεται σε ένα ιστορικό μεταίχμιο. Η χώρα, βαθιά τραυματισμένη από δεκαετίες θεοκρατικής καταπίεσης, κοινωνικής ανισότητας και διεθνούς απομόνωσης, έχει απέναντί της ένα κρίσιμο ερώτημα: θα κινηθεί προς τον εκδημοκρατισμό ή θα βυθιστεί σε έναν νέο κύκλο αυταρχισμού και κοινωνικής κατάρρευσης;
Για να υπάρξει πραγματική προοπτική ελευθερίας και αξιοπρέπειας για τον ιρανικό λαό, απαιτούνται τα εξής βήματα – πολιτικά, κοινωνικά, θεσμικά και ηθικά:
- Κατάργηση της θεοκρατικής υπερεξουσίας
Η βασική προϋπόθεση για κάθε μεταρρύθμιση είναι η κατάργηση ή δραστική αποδυνάμωση του θεσμού του Ανώτατου Ηγέτη (Rahbar) και της θεωρίας του velayat-e faqih, δηλαδή της απόλυτης κυριαρχίας του Ισλαμικού Νόμου. Όσο ο Ανώτατος Ηγέτης παραμένει υπεράνω των νόμων, της δικαιοσύνης και του λαϊκού ελέγχου, δεν μπορεί να υπάρξει δημοκρατία. Το Ιράν χρειάζεται ένα πολιτικό σύστημα όπου η κυριαρχία ανήκει στον λαό, και όχι στους θεολόγους.
- Αποστρατιωτικοποίηση της πολιτικής ζωής
Οι Φρουροί της Επανάστασης (IRGC) έχουν εξελιχθεί σε ένα παρακράτος, με τεράστια πολιτική, οικονομική και στρατιωτική ισχύ. Ο εκδημοκρατισμός απαιτεί τη συρρίκνωση της επιρροής τους, την αποστρατιωτικοποίηση της δημόσιας διοίκησης και την παράδοση του ελέγχου των θεσμών σε πολιτικά πρόσωπα υπό δημοκρατικό έλεγχο.
- Ελευθερία του λόγου, του τύπου και της έκφρασης
Χωρίς ελεύθερο Τύπο και διαδίκτυο χωρίς λογοκρισία και προστασία των καλλιτεχνών και των διανοουμένων, δεν μπορεί να υπάρξει δημόσια σφαίρα. Ο τερματισμός της λογοκρισίας, της ποινικοποίησης της γνώμης και των αυθαίρετων συλλήψεων είναι απαραίτητος για να αναπνεύσει η κοινωνία.
- Άρση των περιορισμών στα δικαιώματα των γυναικών
Η ισότητα των φύλων πρέπει να κατοχυρωθεί συνταγματικά και θεσμικά. Η κατάργηση της υποχρεωτικής μαντίλας, η εξίσωση των δικαιωμάτων σε γάμο, διαζύγιο, επιμέλεια, μετακίνηση και εργασία, είναι όχι μόνο ηθική υποχρέωση αλλά και πολιτικός δείκτης προόδου. Το αίτημα «Γυναίκα, Ζωή, Ελευθερία» παραμένει θεμελιώδες.
- Θρησκευτικός πλουραλισμός και κοσμικότητα
Η συνταγματική αναγνώριση της ελευθερίας θρησκεύματος και της ανεξιθρησκίας είναι κρίσιμη. Οι Σουνίτες, οι Μπαχάι, οι Χριστιανοί, οι άθεοι και όσοι διαφωνούν με τη σιιτική ορθοδοξία πρέπει να προστατεύονται από διακρίσεις και διώξεις. Η θρησκεία δεν μπορεί να είναι κριτήριο για την πολιτική ή νομική, ηθική και κοινωνική αξιολόγηση των πολιτών.
- Ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και Συνταγματική Αναθεώρηση
Το Ιράν χρειάζεται μια νέα συντακτική διαδικασία: ένα δημοκρατικό σύνταγμα που εγγυάται διαχωρισμό εξουσιών, ανεξαρτησία δικαιοσύνης, ανθρώπινα δικαιώματα και προστασία μειονοτήτων. Ο διορισμός δικαστών και οι διαδικασίες ελέγχου νομιμότητας πρέπει να απαλλαγούν από τη θεολογική επιρροή.
- Διεθνής συνεργασία και τερματισμός της απομόνωσης
Το Ιράν πρέπει να εγκαταλείψει τον αντιδυτικό φανατισμό και την επεκτατική ιδεολογία και να στραφεί σε οικοδόμηση σχέσεων εμπιστοσύνης με τη διεθνή κοινότητα. Η άρση των κυρώσεων μπορεί να συνδυαστεί με μια πορεία εκδημοκρατισμού, διαφάνειας και σεβασμού στο διεθνές δίκαιο.
- Ενεργός ρόλος της κοινωνίας των πολιτών
Ο εκδημοκρατισμός δεν θα έρθει μόνο από πάνω. Απαιτείται η ενίσχυση των οργανώσεων βάσης, η εκπαίδευση στη δημοκρατική κουλτούρα, η ενεργοποίηση των νέων και των γυναικών και η ανάκτηση της πολιτικής ελπίδας. Όπου το κράτος καταρρέει, οι κοινότητες χτίζουν τις βάσεις του νέου.
- Εθνική συμφιλίωση χωρίς ατιμωρησία
Η μετάβαση απαιτεί ειρηνικό πέρασμα σε νέο καθεστώς με αλήθεια, μνήμη και δικαιοσύνη. Οι θύτες της βίας πρέπει να λογοδοτήσουν· αλλά ταυτόχρονα, πρέπει να αποφευχθεί ο φαύλος κύκλος εκδίκησης. Χρειάζεται ένα μοντέλο «δίκαιης μετάβασης», όπως συνέβη στη Νότια Αφρική ή στη Χιλή.
- Οραματική ηγεσία και διεθνής αλληλεγγύη
Το Ιράν χρειάζεται μια νέα γενιά ηγετών – όχι μόνο πολιτικούς, αλλά διανοούμενους, καλλιτέχνες, φοιτητές, εργάτες, που να εκφράζουν ένα νέο συλλογικό ήθος. Παράλληλα, η διεθνής κοινότητα πρέπει να στηρίξει τον αγώνα των Ιρανών, όχι με επεμβάσεις ή ηθικολογίες, αλλά με προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καταγραφή των εγκλημάτων και φιλοξενία των εξόριστων φωνών.
Ο εκδημοκρατισμός του Ιράν δεν είναι απλώς ζήτημα πολιτικής αλλαγής· είναι ζήτημα επιβίωσης μιας κοινωνίας που αρνείται να συνεχίσει να ζει στον φόβο, στο ψεύδος και στην καταπίεση. Η ιρανική κοινωνία έχει ωριμάσει· το ερώτημα είναι αν θα της επιτραπεί να διεκδικήσει τον δικό της κόσμο. Το μέλλον του Ιράν ανήκει σε αυτούς που το φαντάζονται ελεύθερο και παλεύουν με κόστος γι’ αυτό.
Ιράν και Ισραήλ: Από τη συνεργασία στη σύγκρουση – Πώς οδηγήθηκαν στην πολεμική αντιπαράθεση και ποιοι είναι οι στόχοι των δύο πλευρών – Ρεαλιστικές προτάσεις εξομάλυνσης των σχέσεων.
Η σχέση Ιράν–Ισραήλ αποτελεί ίσως το πιο ενδεικτικό παράδειγμα μεταμόρφωσης γεωπολιτικής σχέσης στη σύγχρονη ιστορία: από στρατηγικούς εταίρους στις δεκαετίες πριν την Ισλαμική Επανάσταση του 1979, σε σφοδρούς εχθρούς με πολεμική αντιπαράθεση υψηλής έντασης το 2025. Η διαδρομή αυτή δεν είναι γραμμική, αλλά σφραγίζεται από ιδεολογικές μεταμορφώσεις, περιφερειακές ανακατατάξεις, στρατηγικούς υπολογισμούς και ιστορικές πληγές.
Από την προσέγγιση στην εχθρότητα
Μέχρι το 1979, το Ιράν του Σάχη Μοχάμαντ Ρεζά Παχλαβί διατηρούσε θερμές, αν και ημιεπίσημες, σχέσεις με το Ισραήλ. Οι δύο χώρες συνεργάζονταν στενά οικονομικά (ιδίως στον τομέα της ενέργειας), τεχνολογικά και στρατιωτικά, ενόψει της κοινής τους αντιπαλότητας με τον αραβικό εθνικισμό (όπως ο νασερισμός) και τον κομμουνισμό. Το Ιράν υπήρξε ένας από τους βασικούς προμηθευτές πετρελαίου του Ισραήλ, ενώ οι μυστικές τους υπηρεσίες – η ισραηλινή Μοσάντ και η ιρανική Σαβάκ – συνεργάζονταν στον αντικομμουνιστικό αγώνα και στην παρακολούθηση εσωτερικών αντιπάλων των καθεστώτων.
Ωστόσο, η Ισλαμική Επανάσταση του 1979 κατέλυσε βίαια αυτό το πλαίσιο. Ο Αγιατολάχ Χομεϊνί χαρακτήρισε το Ισραήλ «καρκίνωμα στη Μέση Ανατολή», καταγγέλλοντας τη σιωνιστική του υπόσταση και τη στρατηγική του συμμαχία με τις ΗΠΑ ως σύμβολα «παγκόσμιου σατανά». Από τότε, το Ιράν όχι μόνο διέκοψε κάθε επαφή με το Ισραήλ, αλλά υιοθέτησε πολιτική θεσμικής και στρατηγικής εχθρότητας, ενσωματώνοντας τον αντισιωνισμό στον θεοκρατικό του ιδεολογικό πυρήνα. Η άρνηση του δικαιώματος ύπαρξης του ισραηλινού κράτους έγινε
δομικό στοιχείο του καθεστώτος.
Το Ιράν ως δύναμη “αντίστασης”
Το Ιράν επιδιώκει, από τη δεκαετία του 1980 και εξής, να ηγεμονεύσει στον μουσουλμανικό κόσμο, προβάλλοντας τον εαυτό του ως «προμαχώνα των καταπιεσμένων» και ηγέτη του αγώνα κατά του σιωνισμού και του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Στο πλαίσιο αυτό, υποστήριξε και εξόπλισε σειρά ένοπλων οργανώσεων στη Μέση Ανατολή: τη Χεζμπολάχ στον Λίβανο, τη Χαμάς και την Ισλαμική Τζιχάντ στην Παλαιστίνη, τους Χούθι στην Υεμένη και σιιτικές πολιτοφυλακές στο Ιράκ και τη Συρία.
Για το Ισραήλ, η στρατηγική αυτή σημαίνει περικύκλωση από ιρανικούς συμμάχους και απειλή για την εδαφική και εθνική του ασφάλεια. Οι Ιρανοί θεωρούν ότι πολεμούν έναν “ιερό πόλεμο” υπέρ των μουσουλμάνων, ενώ το Ισραήλ βλέπει σε αυτή την επιρροή έναν υπαρξιακό κίνδυνο. Η στρατηγική ασυμμετρία (Ιράν μέσω πληρεξουσίων – Ισραήλ με απευθείας στρατιωτική ισχύ) καθόρισε για δεκαετίες τη “ψυχρή σύγκρουση” των δύο χωρών.
Η πυρηνική διάσταση
Η ένταση επιδεινώθηκε όταν το Ιράν άρχισε να αναπτύσσει πυρηνικό πρόγραμμα, με προφανείς στρατιωτικές προεκτάσεις. Το Ισραήλ – μοναδική πυρηνική δύναμη της περιοχής – είδε την εξέλιξη αυτή ως κόκκινη γραμμή και απειλή εξόντωσης. Οι αποκαλύψεις για τις ιρανικές πυρηνικές εγκαταστάσεις, οι υποψίες για κατασκευή πυρηνικής βόμβας και η επανειλημμένη ρητορική για “εξαφάνιση του Ισραήλ από τον χάρτη” οδήγησαν σε μια σειρά μυστικών επιχειρήσεων: κυβερνοεπιθέσεις, σαμποτάζ, δολοφονίες Ιρανών επιστημόνων που αποδίδονται στο Ισραήλ.
Η συμφωνία του 2015 (JCPOA), που περιόριζε το ιρανικό πρόγραμμα με αντάλλαγμα άρση κυρώσεων, ανεστάλη μετά την αποχώρηση των ΗΠΑ (2018), και η δυναμική της αντιπαράθεσης επιταχύνθηκε.
Από την έμμεση σύγκρουση στην απευθείας αναμέτρηση
Η επίθεση της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου 2023 στο Ισραήλ και η φονική απάντηση του Ισραήλ στη Γάζα αποτέλεσαν τομή. Το Ιράν υποστήριξε την επίθεση, αρνούμενο ότι την οργάνωσε, αλλά υιοθετώντας πλήρως την “αντίσταση”. Ολόκληρος ο Άξονας της Αντίστασης ενεργοποιήθηκε: η Χεζμπολάχ άνοιξε το βόρειο μέτωπο, οι Χούθι επιτέθηκαν σε πλοία, σιιτικές πολιτοφυλακές χτύπησαν αμερικανικές βάσεις. Το Ισραήλ ανταπάντησε στο Ιράν μέσω στρατιωτικών πληγμάτων στη Συρία και στο Ιράκ. Η κορύφωση ήρθε με την απευθείας ιρανική επίθεση στο Ισραήλ τον Απρίλιο του 2024 – η πρώτη στην ιστορία.
Η κατάσταση έκτοτε κλιμακώνεται. Ουσιαστικά, η σύγκρουση Ιράν–Ισραήλ έχει πάψει να είναι δια της “αντιπροσώπευσης” και βαδίζει σε πλήρη στρατιωτική αντιπαράθεση.
Τι επιδιώκουν οι δύο πλευρές;
Το Ιράν επιδιώκει:
- Την αποτροπή ισραηλινής κυριαρχίας στην περιοχή.
- Την στήριξη των παλαιστινιακών οργανώσεων και την ανάδειξη του εαυτού του ως ηγέτη του ισλαμικού κόσμου.
- Την εξασφάλιση στρατηγικού βάθους σε Συρία, Ιράκ, Υεμένη και Λίβανο.
- Την επιβίωση και νομιμοποίηση του καθεστώτος στο εσωτερικό μέσω του αντισιωνιστικού λόγου.
- Μακροπρόθεσμα: την αποδυνάμωση και, σε ρητορικό επίπεδο, την εξαφάνιση του Ισραήλ ως κρατικής οντότητας.
Το Ισραήλ επιδιώκει:
- Την αποτροπή της πυρηνικής οπλοποίησης του Ιράν.
- Την εξόντωση της Χαμάς και την αποδυνάμωση της Χεζμπολάχ.
- Την ανάσχεση της ιρανικής περιφερειακής επιρροής.
- Τη διατήρηση του αποτρεπτικού του κύρους στον αραβικό κόσμο.
- Μακροπρόθεσμα: τη στρατηγική εξουδετέρωση του Ιράν ως απειλής.
Γιατί οδηγήθηκαν στη σύγκρουση;
Η σύγκρουση δεν είναι αποτέλεσμα στιγμιαίων αποφάσεων, αλλά καρπός ενός χρόνιου στρατηγικού και ιδεολογικού ανταγωνισμού. Ο αντισιωνισμός είναι θεμελιώδες στοιχείο του ιρανικού καθεστώτος, όπως και η αντίληψη εθνικής επιβίωσης απέναντι στο Ιράν είναι για το Ισραήλ ζωτικής σημασίας. Η απουσία διαύλων επικοινωνίας, η εργαλειοποίηση της εχθρότητας για εσωτερική νομιμοποίηση και η κλιμάκωση μέσω πληρεξουσίων οδήγησαν σε μια σταδιακή, αναπόφευκτη φαινομενικά στρατιωτική σύγκρουση.
Τι διακυβεύεται σήμερα;
Η σημερινή πολεμική ένταση εγκυμονεί τον κίνδυνο μιας ευρείας περιφερειακής ανάφλεξης, με την εμπλοκή υπερδυνάμεων και τη διάρρηξη κάθε ελπίδας ειρηνικής συνύπαρξης. Το Ισραήλ νιώθει ότι πολεμά για την επιβίωσή του· το Ιράν, ότι υπερασπίζεται έναν ιερό σκοπό. Όσο η γεωπολιτική κυριαρχείται από απόλυτες αντιλήψεις περί «καλού» και «κακού», ο δρόμος της σύγκρουσης θα μοιάζει μονόδρομος. Ωστόσο, αν δεν υπάρξει μια νέα αρχιτεκτονική ασφάλειας στην περιοχή, με σεβασμό στο διεθνές δίκαιο και τους λαούς, οι συνέπειες θα είναι καταστροφικές για όλους.
Η συνέχιση αυτής της πολεμικής αντιπαράθεσης μεταξύ Ιράν και Ισραήλ φέρει τον κίνδυνο γενικευμένης αποσταθεροποίησης στη Μέση Ανατολή, με παγκόσμιες συνέπειες. Η αναζήτηση ειρήνης και σταθερότητας δεν είναι απλώς επιθυμητή – είναι υπαρξιακά αναγκαία για μια περιοχή που αιμορραγεί επί δεκαετίες. Παρ’ όλα αυτά, τα εμπόδια είναι τεράστια, καθώς και οι δύο πλευρές έχουν εγκλωβιστεί σε απόλυτες ταυτότητες και υπαρξιακές αφηγήσεις.
Το Ιράν σε σταυροδρόμι
Το Ιράν βρίσκεται ταυτόχρονα σε εξωτερική πολεμική εμπλοκή και σε εσωτερική κρίση νομιμοποίησης. Οι νεότερες γενιές, με φόντο το κίνημα «Γυναίκα, Ζωή, Ελευθερία», ζητούν ελευθερία, άνοιγμα στη Δύση και τερματισμό της θεοκρατικής καταπίεσης. Πολλοί Ιρανοί, ιδίως στις μεγάλες πόλεις, δεν ταυτίζονται με την αντισιωνιστική ρητορική του καθεστώτος, αλλά την βιώνουν ως εργαλείο αποπροσανατολισμού και καταστολής. Παράλληλα όμως, η ιρανική ηγεσία προσπαθεί να εξάγει την κρίση μέσω της “αντίστασης” στο εξωτερικό, ελπίζοντας να διατηρήσει την ενότητα και την πίστη στο καθεστώς.
Η αλήθεια είναι ότι η πολεμική σύγκρουση με το Ισραήλ λειτουργεί διττά για την Τεχεράνη: ως εργαλείο περιφερειακής ισχύος και εσωτερικής συσπείρωσης. Όμως, αυτή η στρατηγική έχει όρια: η οικονομική κατάρρευση, η διεθνής απομόνωση και η κοινωνική αγανάκτηση υπονομεύουν την αντοχή του καθεστώτος. Το Ιράν χρειάζεται επειγόντως εκδημοκρατισμό, άρση της θεοκρατικής επιβολής, και νέα εξωτερική πολιτική προσανατολισμένη στη συνεργασία και όχι στη σύγκρουση. Η αντιπαράθεση με το Ισραήλ τροφοδοτεί μόνο την καθυστέρηση και την απομόνωση.
Το Ισραήλ και η παρατεταμένη κρίση ταυτότητας
Το Ισραήλ από την άλλη, ενώ παραμένει τεχνολογικά και στρατιωτικά ισχυρό, αντιμετωπίζει βαθιά κρίση στρατηγικής και ηθικής φύσης. Η συνεχιζόμενη κατοχή, η αποτυχία διαμόρφωσης λύσης στο παλαιστινιακό, η εσωτερική κοινωνική πόλωση και η άνοδος του θρησκευτικού εθνικισμού αποσταθεροποιούν τον ισραηλινό δημοκρατικό πυρήνα. Η σύγκρουση με το Ιράν χρησιμοποιείται και στο Ισραήλ ως νομιμοποιητικός μηχανισμός της στρατιωτικοποίησης της πολιτικής.
Το Ισραήλ δικαιούται την ασφάλεια και την ειρηνική του ύπαρξη. Όμως η μονοδιάστατη στρατιωτική απάντηση και η συνεχής χρήση βίας υπονομεύουν τη διεθνή του εικόνα και στενεύουν το πεδίο του πολιτικού διαλόγου. Χωρίς δίκαιη λύση στο παλαιστινιακό, χωρίς άρση της στρατηγικής του κατοχής και μετωπικής στρατιωτικής κυριαρχίας, η πολεμική του σύγκρουση με το Ιράν δεν θα τελειώσει.
Υπάρχει διέξοδος;
Η σύγκρουση Ιράν–Ισραήλ δεν μπορεί να λυθεί μόνο με στρατιωτικά μέσα. Απαιτείται γενναία πολιτική βούληση και από τις δύο πλευρές ή έστω από τις κοινωνίες τους. Χρειάζεται ένα διεθνές πλαίσιο αποκλιμάκωσης και εγγυήσεων ασφαλείας, ένα νέο περιφερειακό σύμφωνο μη επιθετικότητας και ένας ειλικρινής διάλογος. Η αναγνώριση των αναγκών ασφαλείας του Ισραήλ πρέπει να συνδυαστεί με τον σεβασμό των δικαιωμάτων των Παλαιστινίων και την αποσύνδεση του ιρανικού λαού από την πολιτική εξαγωγής επανάστασης.
Για να υπάρξει ειρήνη, πρέπει να ακουστεί η φωνή των πολιτών: των Ιρανών που ζητούν ελευθερία και αξιοπρέπεια· των Ισραηλινών που επιζητούν ειρήνη και σταθερότητα· των Παλαιστινίων που διεκδικούν κράτος και ζωή. Αν η πολιτική καθορίζεται μόνο από τους φρουρούς της επανάστασης ή τις στρατιωτικές εντολές, τότε η ειρήνη θα παραμείνει αδύνατη.
Το 2025 είναι ίσως η τελευταία ευκαιρία για να ανατραπεί η λογική της αναπόφευκτης σύγκρουσης. Αν χαθεί και αυτή, το μέλλον της περιοχής ίσως γραφτεί με ακόμα πιο σκοτεινά χρώματα. Ο δρόμος για τη συμφιλίωση μπορεί να φαίνεται ουτοπικός, αλλά μπροστά στον απόλυτο όλεθρο, η ουτοπία γίνεται η μόνη ρεαλιστική επιλογή.
Για την επίτευξη κατάπαυσης του πυρός και την εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ Ιράν και Ισραήλ, απαιτείται ένας συνδυασμός ρεαλιστικών, διπλωματικών, θεσμικών και πολιτισμικών παρεμβάσεων. Η πολυπλοκότητα της σύγκρουσης δεν επιτρέπει απλοϊκές λύσεις, αλλά υπάρχουν προτάσεις που μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για αποκλιμάκωση:
- Διπλωματική διαμεσολάβηση από ουδέτερες χώρες και διεθνείς οργανισμούς
Πρωτοβουλία τρίτων χωρών (όπως το Ομάν, η Ελβετία, ή και χώρες της Ανατολικής Ασίας με ουδέτερη θέση) για άτυπες συνομιλίες (backchannel diplomacy).
Ενεργοποίηση του ΟΗΕ και ιδίως του Συμβουλίου Ασφαλείας για δημιουργία πλαισίου διαλόγου.
Ρόλος της Ε.Ε. ως εγγυήτριας δύναμης αποκλιμάκωσης – ιδίως μέσω της εμπειρίας της από τις διαπραγματεύσεις του πυρηνικού συμφώνου (JCPOA).
- Σταδιακή αποστρατιωτικοποίηση των μετώπων δι’ αντιπροσώπων (proxy conflicts)
Συμφωνίες σταδιακής αποχώρησης των ενόπλων φιλοϊρανικών ομάδων (όπως Χεζμπολάχ, Ιρακινοί πολιτοφύλακες, Χούθι) από περιοχές όπως ο Λίβανος, η Συρία, η Υεμένη.
Αντίστοιχη δέσμευση του Ισραήλ να περιορίσει στρατιωτικές επιχειρήσεις εκτός των συνόρων του και να μην επιδιώκει την πλήρη κατάρρευση του ιρανικού καθεστώτος.
- Επαναφορά και διεύρυνση του πυρηνικού συμφώνου (JCPOA)
Το Ιράν να δεσμευτεί ξανά σε διαφανές και περιορισμένο πυρηνικό πρόγραμμα υπό την εποπτεία της Διεθνούς Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας (IAEA).
Οι δυτικές δυνάμεις να άρουν σταδιακά κυρώσεις και να δημιουργηθεί οικονομικό άνοιγμα προς τον ιρανικό λαό, όχι προς την πολιτική ελίτ.
Το Ισραήλ, παρότι δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος, να αποδεχθεί τη συμφωνία ως μέτρο ασφάλειας και σταθερότητας.
- Διακριτός διάλογος για τα παλαιστινιακά εδάφη με συμμετοχή όλων των εμπλεκομένων
Η υποστήριξη της Χαμάς από το Ιράν είναι βασικός μοχλός έντασης.
Ένα νέο σχήμα παλαιστινιακής ενότητας με πολιτική νομιμοποίηση (μέσω εκλογών) θα μπορούσε να αφαιρέσει τη νομιμοποίηση από τις ένοπλες ομάδες.
Ο διάλογος να μετατοπιστεί από τη λογική της «αντίστασης» προς τη λογική της «λύσης δύο κρατών», με παροχή εγγυήσεων και από το Ιράν ότι θα υποστηρίξει παλαιστινιακή κρατική οντότητα και όχι μόνο την αντιπαράθεση με το Ισραήλ.
- Πολιτιστική και κοινωνική διπλωματία
Ενίσχυση των ανταλλαγών μεταξύ κοινωνιών πολιτών, πανεπιστημίων, καλλιτεχνών και διανοουμένων.
Ιδιαίτερα εντός του Ιράν, όπου η νεολαία είναι πολύ πιο ανοιχτή σε διάλογο με τη Δύση και αδιάφορη προς την αντιισραηλινή ρητορική.
Επαναπροσδιορισμός των αφηγήσεων: από τον «εχθρό» στον «άλλον» που είναι μεν διαφορετικός, αλλά όχι απαραιτήτως απειλή.
- Δημιουργία Μόνιμου Μηχανισμού Περιφερειακής Ασφάλειας στη Μέση Ανατολή
Ένα «Ελσίνκι της Μέσης Ανατολής», δηλαδή διάσκεψη ασφάλειας όπου όλα τα κράτη (Ιράν, Ισραήλ, Σαουδική Αραβία, Τουρκία, Αίγυπτος) να εκπροσωπούνται και να συζητούν μηχανισμούς εμπιστοσύνης και μη επέμβασης.
Πιλοτική εφαρμογή τοπικών ζωνών αποκλιμάκωσης, κοινών επιχειρήσεων ανθρωπιστικής βοήθειας και μηχανισμών ανταλλαγής πληροφοριών.
- Εσωτερικός εκδημοκρατισμός – προϋπόθεση ειρήνης
Το ιρανικό καθεστώς πρέπει να αποδεχτεί εσωτερικές μεταρρυθμίσεις και συνταγματική αναθεώρηση με μείωση του ρόλου του Ανώτατου Ηγέτη.
Η φωνή του ιρανικού λαού που δεν επιθυμεί ούτε πόλεμο ούτε απομόνωση πρέπει να ενισχυθεί με μηχανισμούς στήριξης της κοινωνίας των πολιτών.
Παράλληλα, το Ισραήλ οφείλει να συγκρατήσει την αυταρχική διολίσθηση και να διατηρήσει τη δημοκρατία του χωρίς ρατσιστικές πολιτικές εσωτερικής καταπίεσης.
Η ειρήνη δεν θα προέλθει από μια θεαματική συνθήκη, αλλά από μικρά, ρεαλιστικά βήματα που σέβονται τις ανησυχίες και των δύο πλευρών. Η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης, η αποδυνάμωση των ακραίων δυνάμεων και η ενίσχυση των μετριοπαθών είναι η μόνη διέξοδος. Το Ιράν και το Ισραήλ δεν είναι καταδικασμένα να συγκρουστούν. Είναι θύματα της Ιστορίας τους, αλλά μπορούν να επιλέξουν άλλο μέλλον. Αν αποτύχουν να το κάνουν, η σύγκρουση αυτή θα συνεχίσει να αιματοκυλά γενιές χωρίς σκοπό και χωρίς τέλος.
–