“Η Απώλεια της Σύγκρουσης: Γιατί η Νεότερη Γενιά Νιώθει μια Αφόρητη Απουσία” / γράφει ο Άρης Ορφανίδης

Η σχέση μεταξύ των γενεών είναι πάντοτε μια σχέση έντασης, όπου η νεότερη γενιά παλεύει να αυτονομηθεί, ενώ η παλαιότερη αντιστέκεται στην αλλαγή. Η γενιά που σήμερα κατέχει τη θέση του γονιού και του δασκάλου, έχοντας βιώσει τη δική της σύγκρουση με τους προηγούμενους, φαίνεται να επιλέγει έναν διαφορετικό δρόμο. Αντί να αναπαράγει την αυστηρότητα που κάποτε την καταπίεσε, υιοθετεί έναν ρόλο πιο φιλικό, περισσότερο αδελφικό, προσπαθώντας να κερδίσει την αποδοχή της νεότερης γενιάς. Όμως, αυτή η προσέγγιση δεν οδηγεί σε μια πραγματική σχέση ισοτιμίας, αλλά σε μια παγίδευση της νέας γενιάς, η οποία στερείται την απαραίτητη αντιπαράθεση που θα της επέτρεπε να διαμορφώσει τη δική της ταυτότητα.
Η σύγκρουση με την προηγούμενη γενιά είναι ουσιώδες στοιχείο της διαμόρφωσης κάθε ανθρώπου. Μέσα από την αμφισβήτηση, τον αγώνα για ανεξαρτησία και την προσπάθεια υπέρβασης του παρελθόντος, οι νέοι χαράζουν τη δική τους πορεία. Όταν όμως οι μεγαλύτεροι αποφεύγουν να αναλάβουν τον ρόλο του αυστηρού γονέα ή του δασκάλου με κύρος, η νεότερη γενιά δεν έχει κανέναν πραγματικό αντίπαλο απέναντί της. Δεν υπάρχει εκείνη η απαραίτητη αντίσταση που θα την ωθήσει να δημιουργήσει κάτι δικό της, διαφορετικό, νέο. Αντίθετα, βρίσκεται σε μια κατάσταση όπου όλα μοιάζουν ήδη αποδεκτά, η αμφισβήτηση είναι περιττή ώστε η πάλη για ταυτότητα αποδυναμώνεται.
Αυτή η κατάσταση δημιουργεί ένα βαθύ υπαρξιακό κενό. Οι νέοι δεν έχουν απέναντί τους γονείς και δασκάλους με τους οποίους μπορούν να συγκρουστούν, δεν έχουν αυστηρές αρχές που να πρέπει να αμφισβητήσουν. Αυτό, αντί να τους ελευθερώνει, τους αφαιρεί το έναυσμα να αγωνιστούν, τους νωθροποιεί. Η έλλειψη ορίων δεν συνιστά ελευθερία και οδηγεί στην αβεβαιότητα. Το αντίθετο μάλιστα αποδεικνύει η ετυμολογία της λέξης: Ελευθερία= Έλευσις ορίων. Το παιδί που μεγαλώνει χωρίς να χρειάζεται να διεκδικήσει τον χώρο του, χωρίς να χρειάζεται να αποδείξει την αξία του σε έναν κόσμο που του αντιστέκεται, νιώθει τελικά ανίσχυρο και απροσανατόλιστο.
Η κοινωνιολογία της νεότητας έχει δείξει ότι η σύγκρουση είναι απαραίτητο στοιχείο για την ψυχοκοινωνική εξέλιξη. Κάθε νέα γενιά δοκιμάζει τα όρια των παλαιότερων και μέσα από αυτή τη διαδικασία διαμορφώνει τις δικές της αξίες. Αν δεν υπάρχει μια γενιά που να προβάλλει αντίσταση, δεν υπάρχει και το ερέθισμα για αλλαγή. Αυτό είναι εμφανές και στο πολιτισμικό επίπεδο: σε παλαιότερες εποχές, η αμφισβήτηση των παραδοσιακών αξιών γινόταν μέσα από την τέχνη, μουσική, πολιτική δράση. Σήμερα, παρατηρούμε μια σχετική αδράνεια, μια δυσκολία στη δημιουργία νέων μορφών έκφρασης που να έρχονται σε σύγκρουση με το κατεστημένο.
Σε αυτό το πλαίσιο, η νέα γενιά δεν έχει κίνητρο να «εκθρονίσει» την παλαιότερη, όπως έκαναν οι προηγούμενες γενιές. Η επανάσταση δεν είναι πια απαραίτητη, διότι δεν υπάρχει καμία πραγματική εξουσία απέναντί της. Αυτό όμως σημαίνει και ότι δεν έχει την ευκαιρία να δομήσει μια νέα πραγματικότητα μέσα από τη σύγκρουση. Η καινοτομία, η δημιουργικότητα καθώς και η πολιτική σκέψη, βασίζονται στην ανάγκη να ανατραπεί κάτι παλιό και να αντικατασταθεί με κάτι νέο. Αν η νέα γενιά δεν χρειάζεται να αγωνιστεί για κάτι, τότε δεν αναπτύσσει την ίδια ένταση που χαρακτήριζε τις προηγούμενες.
Αυτό εξηγεί και το παράδοξο της εποχής μας: ενώ οι μεγαλύτεροι επιδιώκουν να είναι πιο κοντά στους νέους, να γίνουν φίλοι τους και να καταργήσουν τις ιεραρχίες, οι νέοι δεν τους εκτιμούν γι’ αυτό. Η ανάγκη για μια καθορισμένη δομή και ιεράρχηση δεν είναι απλώς ένα κοινωνικό κατασκεύασμα’ είναι μια ψυχολογική έως και φυσική αναγκαιότητα. Οι νέοι έχουν ανάγκη από γονείς και δασκάλους, όχι μόνο για να μάθουν, αλλά και για να τους αμφισβητήσουν. Χωρίς αυτήν τη διαδικασία, νιώθουν ένα είδος αφόρητης απουσίας, καθώς δεν τους προσφέρεται το αναγκαίο πεδίο μάχης για να ορίσουν τον εαυτό τους και να σφυρηλατήσουν την ταυτότητα και τη θέση τους μέσα στον κόσμο.
Αντίστοιχα, στην πολιτική σφαίρα, παρατηρείται μια σχετική αδράνεια των νέων. Ενώ οι προηγούμενες γενιές συμμετείχαν σε κινήματα, σε διαδηλώσεις και σε πολιτικές αντιπαραθέσεις, σήμερα οι νέοι φαίνεται να μην έχουν την ίδια ένταση στις διεκδικήσεις τους. Αυτό δεν σημαίνει ότι αδιαφορούν, αλλά ότι η έλλειψη σαφών αντιπάλων και ιδεολογικών συγκρούσεων τους καθιστά πιο παθητικούς. Η πολιτική ανάλυση δείχνει πως οι μεγάλες αλλαγές συμβαίνουν όταν οι νέες γενιές έρχονται σε ευθεία αντιπαράθεση με τις παλαιότερες. Αν αυτή η αντιπαράθεση είναι απούσα, τότε η κοινωνία παραμένει στάσιμη.
Επομένως, αν η παλαιότερη γενιά επιθυμεί πραγματικά να βοηθήσει τη νέα, δεν πρέπει να φοβάται να αναλάβει τον ρόλο του «αντιπάλου». Η προσφορά καθοδήγησης, η θέσπιση ορίων και η ύπαρξη μιας δομημένης σχέσης εξουσίας δεν είναι εμπόδια για την ελευθερία των νέων, αλλά τα αναγκαία ερεθίσματα για την ανάπτυξή τους. Η σύγκρουση είναι μέρος της ωρίμανσης, και χωρίς αυτήν, η επόμενη γενιά κινδυνεύει να μείνει αδρανής, παγιδευμένη σε μια ψευδαίσθηση αποδοχής και ελευθερίας που στην πραγματικότητα τη στερεί από την αυθεντική αυτονομία. Για να αποκτήσει ξανά η νεότητα το δυναμικό της, χρειάζεται ένα πλαίσιο που να της επιτρέπει να συγκρουστεί, να δοκιμαστεί και τελικά να δημιουργήσει το δικό της μέλλον.
—