Αχ, μάνα μου Ελλάς! / γράφει η Ειρήνη Δασκιωτάκη

Αχ, μάνα μου Ελλάς!
Χρόνια τώρα, άλλοτε ρακένδυτη,
άλλοτε ξυπόλητη με ωραία ρούχα δανεικά,
που πληρώνει ο λαός σου ακόμα .
Ένας λαός που ο καημός του γίνεται δράκος και του τρώει τα σωθικά…
Έχεις ντυθεί τα αρχαία σου τα λούσα, όπως λέει ο Νίκος Γκάτσος* και καμώνεσαι πως όλα είναι καλά…
Φοράς τα αρχαία σου τα λούσα,
και ζητιανεύεις στις αγορές του κόσμου.
«Αχ, Ελλάδα σ΄ αγαπώ
και πολύ σ’ ευχαριστώ
γιατί μ’ έμαθες και ξέρω
ν’ ανασαίνω όπου βρεθώ
να πεθαίνω όπου πατώ
και να μην σε υποφέρω»*
Αχ, Ελλάδα σ’ αγαπώ,
μα δεν μου φτάνουν να πληρώσω το νοίκι!
Δεν έχω τον κατάλληλο αριθμό να ζεσταθώ, όταν κρυώνω!
Είμαι ο λαός σου, μάνα μου,
Ελλάδα μου αγαπημένη.
Με λησμόνησες, με λησμονάς…
Κι ύστερα φεύγω! Έχε γειά!
Την Ανεργίτσα* δεν αντέχω πια!
Είναι τα φράγκα της δουλειάς ανασφαλή και λιγοστά…
Αχ, μάνα μου, Ελλάς!
Τι όμορφη που είσαι!
Μάνα μου, εσύ γλυκιά,
με διώχνεις μακριά σου.
Και μη θαρρείς πώς δεν πονώ!
Μη βλέπεις που γελάω!
Δάκρυα κυλούν στα μάτια μου,
μα εσύ δεν το γνωρίζεις.
Δεν έχεις χρόνο να σκεφτείς!
Σε τρώει το βιαστικό παρόν
που σέρνει ιδρωμένο,
το γέρικο κι ολόιδιο παρελθόν!
Μας ξεπουλάς, Ελλάδα μου
Τους άρχοντες προσέχεις
Να είναι όλοι αυτοί καλά!
Τίποτα μην τους λείψει.
Και μεις να δώσουμε γι’ αυτούς,
Μάνα, μας βάζεις πάλι.
Μα, σκέψου! πού πάνε όλα αυτά;
Μη σκύβεις το κεφάλι.
Πεθαίνουν, Μάνα, τα παιδιά σου…
Τη γιατρειά δε βρίσκουν.
Πληγές ανοίγουν στο ΕΣΥ,
πληγές που δε θα κλείσουν.
Γιατί, Κορ’ μάνα, που λέει κι η Γκουστιρίτσα!*
«Ιβρώ, δε μ’ έμινι μέσ’ τζιέπ;
Τι να σι πω διεν ξιέρου.
Δα πάου απάνου στου βουνό
Δα γίνου σαν τ’ν Αστέρου!»
Μέρα τ’ς μητέρας σίμιρα
χαίροντι τα πιδιά σου,
όπου τα έχεις σι σκουλειά
πο όλη μιέρα δλιέβουνε,
σαν να ‘νι ιργάτις μι γκασμά!
Δασκάλοι κι παιδιά,
φοβούντι τουν μπαμπούλα…
Μη κι δε δώσ’ του χρίσμα!
Του σκήπτρου του αρχουντικό,
για να σκανιάζουν τ’ άλλα τα σκουλειά
που δα χαθούν απ’ του ντουνιά,
που είνι φτουχά κι δίχους μπάρμπα μι λιφτά!
Αχ! Μανούλα μου, αφελή…
Όλο τα ίδια κάνεις.
Στα αρχαία λούσα σου κοιτάς,
κορδώνεσαι με χάρη.
Θαρρείς οι ξένοι σ’ αγαπούν,
μα αυτοί είναι κόλακες γνωστοί.
Ακόμη δεν το είδες;
Τόσες φωτιές σ’ ανάψανε,
μ’ αυτούς που κυβερνάνε!
Αυτούς τους θέλουνε πολύ,
πίσω απ’ την πλάτη τους, γελάνε…
Πηγαίνουν πάντοτε σχεδόν
Εις τας Ευρώπας, τες Αμερικές
Με οσφυοκαμψία!
Γιατί καλέ, Κυρία;
Γιατί , βρε Μάνα μου χρυσή;
Πολύ κρατάει του έργου!
Αλλάξτε του καμιά φορά!
Να σι προτείνου ιγώ ιφθύς
μία καλή τινία;
Ου τίτλους ίνι συνηθής
Φτου! Ξιλιφθιρία!
Άχ, Ιλλάδα μ’ τό ‘χασις!
Γίνικις Ιλβιτία;
Κόρ’ τι ακρίβεια είνι αυτή;
Αρχίνσα να πεινάου!
Στα ξιένα πάλι θε να πάου…
Χρόνια πολλά, Μανούλα μου,
κι ας μ’ έχεις αποπαίδι.
Να είσαι πάντα όμορφη,
με τα ψηλά βουνά σου,
χωρίς φουρφούρια παγερά,
που κλέβνι τ’ν ουμουρφιά σου!
Με τις γαλάζιες θάλασσες,
ελεύθερες κι ωραίες
για τον λαό σου καψερήηη…
Μην τις πουλάς κοψοχρονιά!
Χάνεσαι, Ελλάδα!
Σκέψου!
Αχ, Ελλάδα σ’ αγαπώ
κι όμως να φύγω θέλω,
Μελαγχολώ , μελαγχολώ…
Λέω ‘πο μέσα μου συχνά:
«Εδώ δεν έχει μέλλο!»
Γιατί, Κόρ’ Μάνα!
Πες μι κι με να μάθου,
να μην του ξαναπάθου!
Χρόνια πολλά σε όλες τις μανούλες του κόσμου και πιο πολύ σ΄ αυτές που ζούνε έναν πόλεμο για τον οποίο δεν ευθύνονται, στην Πείνα και στη φτώχεια που άλλοι έφεραν και στις μητέρες που μεγαλώνουν μόνες τα παιδιά τους…
Ει. Δα.
*Στίχοι του Μανώλη Ρασούλη από το τραγούδι του Παπάζογλου:
«Αχ, Ελλάδα σ’ αγαπώ»
Ο Πειναλέων, η Ανεργίτσα και η Μαμά Ελλάδα, ήρωες του γελοιογράφου Μποστ που βρίσκονται στο μουσείο Μπενάκη.
Η Γκουστιρίτσα έχει στήλη στη «Φαρέτρα» και γράφει… γελοιογραφώντας
* Μάνα μου Ελλάς
Τραγούδι του Σταύρος Ξαρχάκος ‧ 1983
Τους στίχους έγραψε ο Νίκος Γκάτσος.
———-