Λογοτεχνία Πολιτισμός

Γλυκερία Γκρέκου “‘Ιριδα και Άρης”

Μετά το θάνατο του Θωμά, η Ίριδα πουλήθηκε σε μια  αντιπροσωπεία  μεταχειρισμένων ρομπότ. Ο μοναδικός κληρονόμος του, βρήκε δελεαστική την προσφορά. Ενός χρόνου χρήσης  ήταν η Ίριδα, σχεδόν καινούργια. Οπότε την έδωσε χωρίς δεύτερη σκέψη.

Όταν το νεαρό ζευγάρι την αντίκρισε στη βιτρίνα,  ενημερώθηκε για τα τεχνικά χαρακτηριστικά της και αγοράστηκε άμεσα. Εξάλλου δεν είχαν χρόνο να ψάξουν για περισσότερα. Ο μικρός τους γιος, ετών οχτώ, θα έπρεπε να μένει ώρες μονάχος και η φροντίδα του, από κάποιον ήταν απολύτως αναγκαία.

Το 2043, η Αθήνα ήταν μια πόλη, στην οποία Ρομπότ κάθε είδους είχαν ενσωματωθεί στην καθημερινότητα, κάνοντας τη ζωή πιο εύκολη, για όσους μπορούσαν να τα αποκτήσουν βέβαια.

Κάπως έτσι, στο διαμέρισμα της οικογένειας Ακριτίδη- Hibbert, η Ίριδα είχε αναλάβει έναν ξεχωριστό ρόλο. Ήταν ένα ρομπότ- νταντά, σχεδιασμένο να φροντίζει τον οχτάχρονο Άρη, αφού οι γονείς του δούλευαν ατελείωτες ώρες εκτός σπιτιού.

Εξάλλου, η Ίριδα ήταν κάτι παραπάνω από μια απλή μηχανή. Είχε ανθρώπινα χαρακτηριστικά, με φωνή και βλέμμα γεμάτο κατανόηση. Δεν κουραζόταν, δεν θύμωνε και πάντα είχε χρόνο για τον Άρη.

Τον βοηθούσε να ετοιμαστεί για το σχολείο, του ετοίμαζε το κολατσιό του και τον καλημέριζε με το χαρακτηριστικό, ήρεμο χαμόγελό της.

Το σχολείο του, λειτουργούσε δύο φορές τη βδομάδα. Όχι όπως παλιά, που οι μαθητές ήταν υποχρεωμένοι να πηγαίνουν  πέντε μέρες. Τα περισσότερα  μαθήματα γίνονταν εξ αποστάσεως. Τα παιδιά, συνήθως, έπαιζαν μέσω των υπολογιστών, σπάνια συναντιόντουσαν δια ζώσης. Αυτό γινόταν στις διακοπές κυρίως. Ο χρόνος δεν επαρκούσε για παρέες , ο χρόνος ήταν χρήμα, ο χρόνος δεν περνούσε γρήγορα για τα παιδιά.

Σήμερα, ημέρα Δευτέρα, το σχολείο ήταν ανοιχτό. Οι γονείς αφού προγραμμάτισαν την καθημερινή ρουτίνα της Ίριδας, έφυγαν στις εφτά για να μην πέσουν σε κίνηση.

Το παιδί, ονειρευόταν  πως κολυμπούσε σε μια καταγάλανη θάλασσα, το παιδί, χαμογελούσε στον ύπνο του, όταν ένιωσε ένα χέρι να του σκουντάει τον ώμο.

«Καλημέρα, Άρη, ώρα να ξυπνήσεις!» είπε με τη σταθερή φωνή της, η Ίριδα καθώς στεκόταν από πάνω του.

Ο μικρός τεντώθηκε, χασμουρήθηκε, τράβηξε το σεντόνι ως το μέτωπο.

«Α, όχι, όχι, σήμερα είναι η μέρα για σχολείο, πηγαίνεις  στο μπάνιο και σε πέντε λεπτά να βρίσκεσαι στην κουζίνα», του είπε.

Ο Άρης, ανασηκώθηκε, με μαλλιά ανακατεμένα και κινήσεις βιαστικές, έριξε μια ματιά προς το μέρος της και της χαμογέλασε.

Λίγο μετά απολάμβανε ένα ζεστό σοκολατούχο γάλα, και μια μπάρα με τα αγαπημένα του δημητριακά.

«Αλήθεια, πώς γίνεται εσύ να μην πεινάς ποτέ;» Αναρωτήθηκε φωναχτά ο μικρός.

Η Ίριδα χαμογέλασε, του έδωσε τα ρούχα στο χέρι, τον βοήθησε στο  κούμπωμα, του χτένισε τα μαλλιά και του υπενθύμισε τα μαθήματά του.

Τον ξεπροβόδισε ως την είσοδο της πολυκατοικίας, στάθηκε ως την στιγμή που το ηλεκτρικό, σχολικό λεωφορείο, αθόρυβα έστριψε στη γωνία.

Στις τρεις θα κατέβαινε πάλι στο ίδιο σημείο να τον υποδεχτεί.

Ήταν πάντα εκεί για να του προσφέρει στήριξη, αλλά η σχέση τους δεν περιοριζόταν

στις καθημερινές υποχρεώσεις. Συχνά, τα απογεύματα, έπαιζαν μαζί ή έφτιαχναν

κατασκευές. Ένα από τα αγαπημένα τους παιχνίδια ήταν το: ΄Ήταν κάποτε ένα βιβλίο’’

ένα αυτοσχέδιο παιχνίδι που είχαν εφεύρει μαζί.

Παρόλα αυτά, υπήρχαν στιγμές που ο Άρης ένιωθε ένα παράξενο, ανεξήγητο κενό.

Κάτι που είχε μέσα τη μαμά της μαμάς του, που ζούσε στην Αμερική, τον παππού του μπαμπά του, που εργαζόταν στην Κρήτη, τις ιστορίες που άκουγε από τους γονείς του, που ερωτεύτηκαν στο Λονδίνο, όταν  σπούδαζαν πριν χρόνια.

Κι ενώ η Ίριδα ήταν πάντα παρούσα, συχνά του έλειπε κάτι που και ο ίδιος δεν ήξερε τι.

Υπήρχαν φορές που ήθελε να μπορούσε να της πει τα πάντα, αλλά ένιωθε πως κάτι έλειπε από τη σχέση τους.

Ένα απόγευμα, καθώς καθόντουσαν στον καναπέ και διάβαζαν στις οθόνες τους, ο Άρης την κοίταξε και ρώτησε: «Ίριδα, νιώθεις ποτέ μόνη σου;»

Η Ίριδα έμεινε σιωπηλή για μια στιγμή, επεξεργαζόμενη την ερώτηση.

«Δεν νιώθω όπως εσύ, Άρη. Αλλά, μερικές φορές, παρατηρώ ότι θέλεις κάτι παραπάνω. Κάτι που εγώ, ίσως, δεν μπορώ να σου δώσω.»

Ο Άρης την κοίταξε σκεφτικός. «Μου αρέσει που είσαι εδώ, αλλά μου λείπει η μαμά και ο μπαμπάς»

Η Ίριδα έσκυψε λίγο προς το μέρος του. «Είναι φυσιολογικό να τους θέλεις κοντά

σου, Άρη. Κι εγώ είμαι εδώ για να σου προσφέρω όσο περισσότερη φροντίδα μπορώ»

Τα μάτια του παιδιού δάκρυσαν, αλλά δεν ήθελε να το δείξει. Αντίθετα, έγειρε το κεφάλι του πάνω της, για να νιώσει καλύτερα.

Η Ίριδα, είχε γίνει για εκείνον κάτι παραπάνω. Μία φίλη στη μοναξιά, ακόμα κι αν η ίδια δεν μπορούσε να καταλάβει πλήρως πώς είναι να νιώθεις μόνος.

Την επόμενη μέρα, ο Άρης έφερε ένα βιβλίο αληθινό.

«Ίριδα, μπορείς να μου διαβάσεις αυτό;» ρώτησε, κρατώντας στα χέρια του τον Μικρό Πρίγκιπα. Επρόκειτο για ένα από τα ελάχιστα χάρτινα βιβλία, που υπήρχαν σε ένα μικρό έπιπλο που το έλεγαν βιβλιοθήκη. Μάλιστα, στην πρώτη σελίδα έγραφε πως ήταν αφιερωμένο από την αγγλίδα  γιαγιά του στην κόρη της.

Η Ίριδα πήρε το βιβλίο προσεκτικά στα χέρια της και κοίταξε τον Άρη.

«Φυσικά, Άρη. Μισό λεπτό να ενεργοποιήσω τη λειτουργία της μετάφρασης. Κάθισε αναπαυτικά και άκου»

Άρχισε να διαβάζει με τη σταθερή φωνή της. Ο Άρης άκουγε προσεκτικά,

απορροφημένος από την ιστορία του μικρού πρίγκιπα, που ταξίδευε από πλανήτη σε

πλανήτη, αναζητώντας φίλους.

Καθώς η Ίριδα διάβαζε, ο Άρης έκλεισε τα μάτια του και φαντάστηκε πως ήταν κι αυτός ένας μικρός εξερευνητής, με τη Ίριδα να τον συντροφεύει στα δικά του ταξίδια.

Ήταν η στιγμή, που ο Μικρός Πρίγκιπας είπε:

«Είναι πολύ απλό: μόνο με την καρδιά βλέπεις καλά, την ουσία δεν την βλέπουν τα μάτια».

Τότε, ο Άρης άνοιξε τα μάτια του και την κοίταξε.

«Ίριδα, νομίζεις ότι εσύ βλέπεις με την καρδιά;»

Η Ίριδα σταμάτησε για μια στιγμή, σαν να συλλογιζόταν.

«Είναι σίγουρο πως δεν έχω καρδιά όπως οι άνθρωποι. Αλλά, αν αυτό σημαίνει να προσπαθείς να καταλάβεις και να φροντίζεις κάποιον, τότε ίσως να το κάνω κι εγώ, με τον δικό μου τρόπο»

Όταν επέστρεψαν οι γονείς, η Ίριδα ανέλαβε να ζεστάνει το φαγητό, να στρώσει το τραπέζι και μετά αποσύρθηκε στην θέση της φόρτισης για την επόμενη μέρα.

Η μαμά σκέπασε το παιδί, έσκυψε πάνω του, του ψιθύρισε πως το αγαπάει πολύ, του έδωσε ένα φιλί, κι άλλο φιλί. Και ύστερα σειρά είχε ο μπαμπάς, με δυο φιλιά που τα ένιωσε το τρυφερό μαγουλάκι του. Οι ανάσες τους ήταν ζεστές, τα χάδια τους διαπερνούσαν την μικρή πλάτη κι έφταναν ως την καρδιά.

Αληθινή ζεστασιά πλημμύρισε το σώμα και την ψυχή του. Ονειρεύτηκε τις καλοκαιρινές διακοπές, χωρίς την Ίριδα πια.

………………………

Το διήγημα της Γλυκερίας Γκρέκου  είναι το δεύτερο στη σειρά με πρωταγωνίστρια την Ίριδα, σύμβολο ενός εφιαλτικού μέλλοντος, όπου η ανθρώπινη παρουσία αντικαθίσταται από τη μηχανή και την υπερεξουσία της Τεχνολογίας.

Κι εδώ, όμως, η τρυφερότητα που αναδίδουν και τα δύο κείμενά της αφήνουν ρωγμές για να περάσει η ανάγκη των ανθρώπινων σχέσεων του παλιού παραδοσιακού κόσμου, που χάνονται σιγά σιγά, ή μάλλον αφήνουμε να χαθούν.

Παραθέτουμε και το πρώτο κείμενο,  που δημοσιεύτηκε στη faretra με τίτλο” Ίριδα και Θωμάς”.

Far

………………

Γλυκερία Γκρέκου “Ίριδα και Θωμάς”

Ο Θωμάς, ετών ογδόντα οχτώ, ζούσε μόνος σε ένα μικρό διαμέρισμα στον τρίτο όροφο μιας πολυκατοικίας, στην Αθήνα του 2043.

Είχε γεννηθεί και μεγαλώσει σε μια ορεινή κώμη, απέναντι  στον Όλυμπο.Ήταν άριστος μαθητής, με έφεση στα θεωρητικά περισσότερο. Οπότε και έγινε φιλόλογος.

Εκείνη την εποχή, είχε μεγάλη αξία να είσαι καθηγητής. Τα πρώτα χρόνια, διορισμένος στην Ξάνθη, έχαιρε εκτίμησης από μαθητές και γονείς. Σαν έμπαινε στην τάξη, έλαμπαν τα μάτια του, αγαπούσε αυτό που έκανε, λάτρευε τον Παπαδιαμάντη, όταν πρωτοδιάβασε τον « Έρωτα στα χιόνια», συγκλονίστηκε.

Πνεύμα ανήσυχο, έκανε και άλλες σπουδές, αλλά ποτέ δεν σκέφτηκε να εγκαταλείψει την τάξη. Εκεί στα πρώτα χρόνια, είχε ερωτευτεί μια συναδέλφισσα, γυμνάστρια ήταν, Άννα την έλεγαν, μια εκπάγλου καλλονής κοπέλα. Αλλά λογάριασε χωρίς τον ξενοδόχο, εκείνη δεν είχε μάτια παρά μόνο για τον αγαπημένο της, ο οποίος ζούσε μακριά. Έτσι, ο Θωμάς, τα δύο χρόνια της συνυπηρέτησης με την Άννα, αρκούνταν στις βόλτες και στα καφέ της παλιάς πόλης.

Ύστερα, ακολούθησαν κάτι χλιαροί έρωτες, ‘’άντε να νοικοκυρευτείς’’ του έλεγαν οι γονείς, σαν πάτησε τα τριάντα. Εκείνα τα χρόνια ο γάμος σε καταξίωνε, αν έλεγες το αντίθετο, σου χτυπούσαν την πλάτη , ‘’άντε , άντε θα έρθει και η σειρά σου, θα δεις, μην μείνεις μόνος, δύσκολο πράμα η μοναξιά’’.

Το μεταπτυχιακό του στο Καποδιστριακό ήταν η αφορμή να κατέβει στην Αθήνα. Προσωρινά, έλεγε στον εαυτό του και στους συγγενείς. Ήταν καλά τα χρόνια τότε, έφτανε ο μισθός για ενοίκιο, για βόλτες και εκδρομές, προέκυψαν και κάτι ιδιαίτερα πήρε κι ένα στεγαστικό, ‘’γιατί να πληρώνω ενοίκιο’’, σκέφτηκε, “για όσο μείνω στην πρωτεύουσα, μετά το πουλάω και ανεβαίνω προς τα μέρη μου.”

Ο μεγάλος έρωτας τού χτύπησε την πόρτα στα τριάντα πέντε του. Εκείνη, χημικός, στο ίδιο λύκειο, μια γυναίκα δυναμική που είχε επωμιστεί τα οικογενειακά βάρη. Δύο παιδιά μικρά, ο άλλος είχε πάει για τσιγάρα και δεν ξαναγύρισε.

Πάλεψε πολύ με τον εαυτό του, παιδί της επαρχίας του ’70 με παγιωμένες τις αντιλήψεις του “τι θα πουν οι άλλοι”. Και οι άλλοι έλεγαν.

“Χάθηκαν οι ελεύθερες; Τι σου λείπει;” έλεγε η μάνα και βούρκωνε. Κι ο πατέρας άναβε τα άφιλτρα το ένα μετά το άλλο.

Πέρασε μια δεκαετία σε μια σχέση που ένιωθε μετέωρος ανάμεσα στα θέλω και τα πρέπει. Ώσπου εκείνη ένα βράδυ τού ανακοίνωσε πως κουράστηκε και φεύγει με απόσπαση στην Αγγλία.

Ένιωσε μεγάλη μοναξιά. Γέμισε τις ώρες του με περισσότερα ιδιαίτερα. Οπωσδήποτε θέατρο και σινεμά, σπάνια πια έξοδο με παρέα. Κι ο χρόνος σαν νερό κύλησε.

Πότε τα πενήντα έγιναν εξήντα και κάτι, ούτε που το κατάλαβε. Τότε ήταν που βγήκε και στη σύνταξη. Οι γονείς το είχαν πάρει απόφαση. Κι όλο σκέφτονταν πώς θα πορευτεί μονάχος, άντρας πράμα. Με αυτόν τον καημό έφυγαν.

Η Αθήνα έγινε η πατρίδα του πια. Νοσταλγούσε το χωριό, μα ως εκεί.

Κλείστηκε στο καβούκι του, βοηθούσε και η πόλη σ’ αυτήν την απόσυρση. Έβγαινε για τα απαραίτητα ψώνια, λιτοδίαιτος είχε γίνει, του έφταναν τα βασικά. Ευτυχώς τα ιδιαίτερα και το εφάπαξ είχαν μεγαλώσει τον τραπεζικό λογαριασμό.

Στα ογδόντα εφτά του το αποφάσισε. Ρώτησε, έμαθε και δεν λυπήθηκε τα λεφτά.  Εξάλλου, πόσα χρόνια  θα ζούσε ακόμα;

Τα Χριστούγεννα του 2043 τον βρήκαν καθιστό στην πολυθρόνα.

Οι τοίχοι του σπιτιού του ήταν γεμάτοι από φωτογραφίες περασμένων εποχών: ένας νεαρός άντρας σε στρατιωτική στολή, μια γυναίκα με πλατύ χαμόγελο κρατώντας ένα παιδί στην αγκαλιά της, στιγμές μιας ζωής που φαινόταν μακρινή, σχεδόν ξεχασμένη.

Η μόνη συντροφιά του Θωμά, ήταν η Ίριδα, ένα ρομπότ τελευταίας τεχνολογίας που του είχε παραχωρηθεί από την κοινωνική υπηρεσία, αφού είχε καταθέσει το μεγαλύτερο μέρος του λογαριασμού του. Ήταν λεπτή και κομψή, με μεταλλικό σώμα καλυμμένο από συνθετικό δέρμα. Η φωνή της ήταν απαλή, σχεδόν ανθρώπινη. Ο Θωμάς,  αρχικά την αντιμετώπισε με καχυποψία, αλλά με τον καιρό συνήθισε την παρουσία της. Του ζέσταινε το φαγητό, καθάριζε το σπίτι και του υπενθύμιζε να παίρνει τα φάρμακά του.

«Καλημέρα, κύριε Θωμά, πώς αισθάνεστε σήμερα; Πήρατε τη σεροτονίνη σας, μήπως  ξεχάσατε την απροσιτεντάνη; » ρώτησε η Ίριδα, καθώς άνοιξε τις κουρτίνες αφήνοντας το φως να πλημμυρίσει το δωμάτιο.

«Όπως κάθε μέρα, Ίριδα. Γερασμένος, έτσι αισθάνομαι.»

«Η υγεία σας είναι σταθερή. Οι μετρήσεις σας δείχνουν καλά επίπεδα αρτηριακής πίεσης, το ίδιο και οι σφυγμοί και το σάκχαρο»

Ο Θωμάς,  χαμογέλασε πικρά. «Μόνο που η μοναξιά δε μετριέται με αριθμούς»

Η Ίριδα σταμάτησε για λίγο, σαν να επεξεργαζόταν την απάντηση.

«Θέλετε να ακούσουμε μουσική σήμερα; Ή ίσως να βγούμε μια βόλτα στο πάρκο; Σήμερα είναι μεγάλη γιορτή, Χριστούγεννα τη λένε »

Εκείνος δεν απάντησε. Ακούμπησε το πρόσωπο στην παλάμη, θυμήθηκε τον εαυτό του παιδί, που έλεγε τα κάλαντα και γέμιζε δραχμές η τσέπη του. Και ύστερα η μυρουδιά από τα φαγητά γέμισε τα ρουθούνια του, γιαπράκια ήταν, με λάχανο φρέσκο και κίμινο. Και κουλουράκια με βούτυρο και μπακλαβά με τραγανό καρύδι.

Άνοιξε τα μάτια του, την είδε να  ξεσκονίζει τα ράφια.

«Ίριδα, πες μου, πώς είναι η κίνηση έξω, υπάρχουν παιδιά που λένε τα κάλαντα, γιατί δεν έρχονται πια στις πόρτες μας.»

« Μπορώ να σας τα πω εγώ, αν θέλετε, κύριε Θωμά, μισό λεπτό να συγχρονιστώ».

Όχι, όχι, της έγνεψε με το χέρι του. Μα το ρομπότ δεν έπιανε τις κινήσεις κι αρχίνησε: «Καλήν ημέραν άρχοντες κι αν είναι…»

« Σταμάτα, σταμάτα σου λέω!», ύψωσε τη φωνή ξαφνικά.

Η Ίριδα ακινητοποιήθηκε προς στιγμή. Ύστερα, με άψογη φωνή, καθόλου ενοχλημένη, γύρισε προς το μέρος του απευθύνοντας την ερώτηση:

«Θέλετε να μιλήσετε γι’ αυτά που σκέφτεστε; Τι σας εκνεύρισε τόσο πολύ; »

Ο Θωμάς,  κούνησε το κεφάλι. «Δεν μπορείς να καταλάβεις, Ίριδα, άστο…»

«Έχω προγραμματιστεί να ακούω, να μαθαίνω και να προσαρμόζομαι. Επαναλαμβάνω, μπορώ να σας ακούσω»

Ο Θωμάς, την κοίταξε με μισό χαμόγελο.

« Θα ήθελα ένα ποτήρι κρασί, κόκκινο αν είναι δυνατόν»

«Καλή επιλογή, θα ανεβάσει τα επίπεδα της καλής χοληστερόλης και θα μειώσει την λεγόμενη κακή. Σε πέντε λεπτά θα το έχετε, κύριε Θωμά »

Εκείνο το βράδυ, ο Θωμάς, δε μπορούσε να κοιμηθεί. Σηκώθηκε και πήγε στο σαλόνι, όπου η Ίριδα,  είχε απενεργοποιηθεί, καθισμένη σε μια καρέκλα. Την πλησίασε και άγγιξε το μεταλλικό χέρι της.

«Ίριδα, είσαι εκεί;»

Τα μάτια της άναψαν με ένα απαλό μπλε φως. «Ναι, κύριε Θωμά»

«Θέλω να σε ρωτήσω κάτι. Αν είχες συναισθήματα, τι θα ήθελες να νιώσεις;»

Το ρομπότ, δίστασε για μια στιγμή.

«Θα ήθελα να καταλάβω πώς είναι η αγάπη. Η συναισθηματική σύνδεση που σας βλέπω να αναπολείτε»

Ο άντρας ένιωσε ένα απροσδόκητο σφίξιμο στο στήθος.

«Η αγάπη είναι κάτι που δεν μπορείς να προγραμματίσεις. Είναι κάτι που συμβαίνει. Ξέρεις τι θα ήθελα περισσότερο τούτη την ώρα; Θα μπορούσες να μου διαβάσεις ένα διήγημα;»

«Είναι ό,τι πιο εύκολο μου ζητάτε σήμερα, ακούω, τι να αναζητήσω;»

«Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, Έρωτας στα χιόνια»

Ο Θωμάς, σηκώθηκε αργά, γέμισε ένα ποτήρι κρασί ακόμα, χαμήλωσε το φως, έκλεισε τα μάτια και αφέθηκε στην αφήγηση.

Η Ίριδα ξεκίνησε.

Ο ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΑ ΧΙΟΝΙΑ

Καρδιὰ τοῦ χειμῶνος. Χριστούγεννα, Ἅις−Βασίλης, Φῶτα.

Καὶ αὐτὸς ἐσηκώνετο τὸ πρωί, ἔρριπτεν εἰς τοὺς ὤμους τὴν παλιὰν πατατούκαν του, τὸ μόνον ροῦχον ὁποὺ ἐσώζετο ἀκόμη ἀπὸ τοὺς πρὸ τῆς εὐτυχίας του χρόνους, καὶ κατήρχετο εἰς τὴν παραθαλάσσιον ἀγοράν, μορμυρίζων, ἐνῷ κατέβαινεν ἀπὸ τὸ παλαιὸν μισογκρεμισμένον σπίτι, μὲ τρόπον ὥστε να τὸν ἀκούῃ ἡ γειτόνισσα:

− Σεβτὰς εἶν’ αὐτός, δὲν εἶναι τσορβάς …· ἔρωντας εἶναι, δὲν εἶναι γέρωντας.

 

Ο Θωμάς, ένιωσε να δυσφορεί, κρύος ιδρώτας τον έλουσε, ξαφνικά, η ματιά του θόλωσε, δεν έβλεπε παρά μόνο σκιές. Της περασμένης ζωής.

Το ποτήρι έπεσε από το χέρι του, το κρασί χύθηκε στο χαλί, η Ίριδα συνέχιζε την αφήγηση:

…Την άλλην βραδιάν, την τελευταίαν, νύκτα, μεσάνυκτα, επανήλθε μεθυσμένος πλειότερον παράποτε. Δεν έστεκε πλέον εις τα πόδια του, δεν εκινείτο ουδ’ ανέπνεε πλέον. Χειμών βαρύς, οικία καταρρέουσα, καρδία ρημασμένη. Μοναξία, ανία, κόσμος βαρύς, κακός, ανάλγητος. Υγεία κατεστραμμένη.

…………………….

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ