Άρθρα Κοινωνία

“Για τη Νέα Επικοινωνιακή Τάξη Πραγμάτων” (2ο) / γράφει ο Αριστοτέλης Παπαγεωργίου

Οι οικονομικές μεταβολές που συντελούνται σήμερα επηρεάζουν το πλέγμα των εργασιακών σχέσεων και μοιραία προκαλούν κραδασμούς και ισχυρές αντιδράσεις – ας θυμηθούμε τη μαζική διαμαρτυρία στη Γένοβα το 2001. Η σύγχρονη αντίληψη του marketing και της διαχείρισης των ανθρώπινων πόρων παρακολουθεί τα τεκταινόμενα στον παγκόσμιο καπιταλιστικό μετασχηματισμό. Στη νέα τάξη πραγμάτων εύλογα υιοθετείται ένα διαφορετικό μοντέλο διοίκησης. Οι εργαζόμενοι αντιμετωπίζονται πια περισσότερο ως δημιουργικές μονάδες και λιγότερο ως εκτελεστικά όργανα. Οι απαιτήσεις της  σύγχρονης παραγωγικότητας επιβάλλουν τη διαρκή επιμόρφωση των εργαζομένων. Οι ικανότητές τους τείνουν να θεωρούνται ως επενδυτικό προϊόν μεσοπρόθεσμης αξιοποίησης.

Nicolas Odinet

            Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό το γεγονός ότι το νέο αυτό διαχειριστικό και διοικητικό πρότυπο δεν εφαρμόζεται μόνο στο χώρο των επιχειρήσεων. Διαχέεται και ισχυροποιείται παντού: στο σχολικό πλαίσιο, στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, στην τοπική αυτοδιοίκηση, γενικά σε οποιαδήποτε μεγαλύτερη ή μικρότερη ομάδα, που επιχειρεί να αυξήσει την αποδοτικότητά της με όχημα τη μάθηση. Στη διαμόρφωση αυτής της κατάστασης συντελούν μεταξύ άλλων και οι ευρείας έκτασης ιδιωτικοποιήσεις, η λειτουργία και το management των δημόσιων οργανισμών με κριτήρια της ιδιωτικής οικονομίας και η γενίκευση της επιχειρησιακής λογικής που εμπερικλείεται στο μότο «σκέφτομαι παγκόσμια, δρω τοπικά»[1]. Η μάθηση επομένως είναι νευραλγικό σημείο στη δρομολόγηση των κοινωνικών εξελίξεων (learning society), καθώς ταυτίζεται με τη νέα μορφή της εργασίας, συνιστά τη σύγχρονη εργασιακή πρακτική και προοπτική. Σε αυτά τα προσδοκώμενα εγγράφεται το αίτημα για διά βίου μάθηση, για θεσμοθετημένη σύνδεση της αρχικής με τη συνεχιζόμενη επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση.

            Το μοντέλο του αυτόνομου γραμματισμού δε δύναται να αντεπεξέλθει επαρκώς στις απαιτήσεις, που θέτουν τα νέα εργασιακά δεδομένα. Επιβάλλεται πλέον η απόκτηση και η καλλιέργεια νέων γλωσσικών και κοινωνικών δεξιοτήτων. Οι μελλοντικοί εργαζόμενοι οφείλουν να είναι αποδοτικοί στα όρια του παγκόσμιου ανταγωνισμού, να επιβεβαιώνουν διαρκώς τις ικανότητές τους στη συλλογική εργασία και την ανάληψη πρωτοβουλιών, στη σώρευση και την επεξεργασία πληροφοριών[2].

Edward Hopper

            Οι αιτούμενοι στόχοι, λειτουργικοί και στρατηγικοί, σχεδιάζονται δυναμικά και ενεργοποιούν την παραγωγική διαδικασία. Σε αυτή τη λογική προγραμματισμού επιδιώκεται να καθίστανται διαρκώς σαφείς, μετρήσιμοι, ρεαλιστικοί, επιτεύξιμοι, χρονικά πεπερασμένοι και αποτελεσματικοί. Ταυτόχρονα οι γεωγραφικές συντεταγμένες, η ηλικιακή παράμετρος στη διαμόρφωση των target groups, η οργάνωση ενιαίας πολιτικής για την ελκυστική προώθηση των προϊόντων καθώς και οι επιμέρους ιδιαιτερότητες συνιστούν τα κριτήρια επιλογής για την ολική ή τη μερική τμηματοποίηση. Στο νέο καπιταλισμό δραστηριοποιούνται και αναδεικνύονται novi homines : από την άσκηση της εξουσίας έως τον οικονομικό έλεγχο και τη διαχείριση της ίδιας της καθημερινότητας. Ασφαλώς εγείρονται πολλές ενστάσεις, καθώς δημιουργούνται ανακολουθίες και μεταπτώσεις και ανοίγουν νέα μέτωπα ιδεολογικών αντεγκλήσεων. Προτάσσεται αντισταθμιστικά ο επαναπροσδιορισμός του ανθρωπισμού[3].

            Τα δρώντα υποκείμενα είναι άνθρωποι ευπροσάρμοστοι και ευέλικτοι, με γνωστική υποδομή διαρκώς ανανεώσιμη. Έχουν εύστοχα χαρακτηριστεί ως άνθρωποι “portfolio.[4] Σε αυτό ακριβώς το πεδίο αναφοράς αναδύεται η αναγκαιότητα για ένα νέο γραμματισμό. Δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για μια άλλη μυθολογία του γραμματισμού, με την έννοια της αέναης εγρήγορσης, της άμεσης και δυναμικής ανταπόκρισης του ατόμου στις απαιτήσεις της εποχής του. Μάλλον ανακύπτει μία παλίνδρομη εκδοχή της διαπίστωσης ότι «οι καιροί ου μενετοί».

            Το νέο δόγμα καθιερώνει – με την κυριολεκτική σήμανση της λέξης – τις τεχνολογίες της πληροφορίας και της επικοινωνίας ως αναπόσπαστο εργαλείο στο εργασιακό περιβάλλον αλλά και στην εκπαιδευτική διαδικασία. Γράφονται – ή ορθότερα διαμορφώνονται – κείμενα ατομικά ή συλλογικά και πάντως πολυτροπικά σε ηλεκτρονικά περιβάλλοντα, αναζητούνται δεδομένα στο Internet, μητρικές και θυγατρικές εταιρείες χρησιμοποιούν δικτυακούς τόπους ως ομφάλιους λώρους, ανταλλάσσονται μηνύματα και πληροφορίες σύγχρονα ή ασύγχρονα (chat, e-mail, social media κά). Ο γλωσσικός γραμματισμός αναπροσαρμόζεται προβάλλοντας την αυταξία της κειμενικής πολυτροπικότητας και των πολυγραμματισμών στην κατάκτηση των νέων κοινωνικών δεξιοτήτων.

Jeff Koons

            Η τεχνολογία των πολυμέσων κατέστησε ευκολότερη την παραγωγή κειμένων με νοητική και μορφική πολυμέρεια. Δεν είναι εφικτή η συνολική κατανόηση αυτών των κειμένων, εάν η προσέγγισή τους περιοριστεί μόνο στην ανάγνωση του γλωσσικού τους μέρους. Εκτός αυτού, σε επίπεδο ψυχολογικό, τα πολυτροπικά κείμενα προξενούν πιο άμεσα την αισθητική συγκίνηση, καθώς είναι ελκυστικότερα και ενεργοποιούν την πειθώ της εικόνας – και του ήχου. Η όποια συναισθηματική φόρτιση αποπνέουν δεν είναι το αποτέλεσμα εσωτερικής, λογικής διεργασίας ή συγκινησιακής ανάτασης, όπως αντίστοιχα συμβαίνει με το λόγο[5].

            Η υποτίμηση της πολυτροπικότητας στην επικοινωνία έως σήμερα οφείλεται, σε ένα μέτρο, και στο γεγονός ότι η γλωσσολογία εστίασε το ενδιαφέρον και την ερευνητική της στοχοθεσία κατ’ αποκλειστικότητα στη γλώσσα. Δημιουργήθηκε η σφαλερή εντύπωση ότι η γλώσσα είναι ο μόνος σημειωτικός τρόπος που διαθέτουν οι άνθρωποι, για να παράγουν νοήματα. Τα πολυτροπικά κείμενα είναι σύνθετα και απαιτητικά[6], παράλληλα και ως προς την κατανόηση και ως προς την παραγωγή τους. Η κατανόηση προϋποθέτει τη γνώση όχι μόνο της γλώσσας αλλά και των λοιπών τρόπων, που συγκροτούν το κείμενο. Αντιστοίχως, η παραγωγή πολυτροπικών κειμένων απαιτεί γνώση των δυνατοτήτων, που ο κάθε σημειωτικός τρόπος παρέχει, καθώς και της διαπλοκής αυτών των τρόπων. Άρα ο σχεδιασμός (design) ενός κειμένου με τα αναγκαία συγκείμενά του καθορίζεται από τον τρόπο, με τον οποίο ο δημιουργός θα οργανώσει και θα κατανείμει το πληροφοριακό υλικό, αξιοποιώντας τους διαθέσιμους σημειωτικούς πόρους.

Fernand Léger

            Στη λογική αυτή συγκαταλέγεται η σχεδίαση π.χ ενός εκπαιδευτικού λογισμικού. Τίθεται ο γενικός σκοπός, οι επιμέρους μαθησιακοί στόχοι, διαπλέκονται και συνδιαλέγονται λειτουργίες κειμενικές και οπτικοακουστικές, οργανώνονται ενδεχομένως ασκήσεις αξιολόγησης με κλιμακούμενη ιεράρχηση στις απαντήσεις, σχεδιάζονται δραστηριότητες και τελικά επιχειρείται η επίτευξη συγκεκριμένων αποτελεσμάτων, με κριτήριο αναφοράς το «κοινό» των εκπαιδευομένων στο οποίο απευθύνεται.  Αναμφίβολα, η νέα συνθήκη στο φάσμα του επικοινωνιακού πεδίου επηρεάζει δραματικά και την ίδια τη γλώσσα· την αλλάζει ως χρήση και ως προοπτική, στην εννοιολογική της θεώρηση και τη λειτουργικότητα.

Leon Zernitsky

            Οι εξελίξεις διαφοροποιούν κατεστημένες αναγνωστικές συμπεριφορές. Επαναπροσδιορίζουν την κοινωνική οπτική της ανάγνωσης. Η μετεξέλιξη μίας εφημερίδας ή ενός περιοδικού εντύπου ευρείας κυκλοφορίας – ήδη από τη δεκαετία του 1980 – στην επιλογή και την κατανομή της ύλης, στη γλωσσική επένδυση, καθώς και στην εικονογράφηση είναι χαρακτηριστική. Ομοίως, τα σύγχρονα εκπαιδευτικά εγχειρίδια επιχειρούν τη δόκιμη συναρμογή εικόνας και κειμένου, με γλώσσα απλούστερη και μάλλον πιο ευθύβολη. Οι φράσεις είναι σύντομες, με μικρό μήκος στο συνταγματικό και τον παραδειγματικό άξονα του λεκτικού πεδίου. Γλωσσικές δομές που χρησιμοποιούνταν στα παλαιότερα σχολικά βιβλία και ήταν σύνθετες συντακτικά, κατά συνέπεια και σημασιολογικά, έχουν πια εξαφανιστεί[7]. Η γλωσσοδιδακτική οπτική που διαπερνά τα σύγχρονα εγχειρίδια αποτελεί κρίσιμο ζητούμενο. Είναι εμφανές ότι έχει πλέον εγκαταλειφθεί η παραδοσιακή αλλά και η στρουκτουραλιστική αντίληψη. Αντιθέτως, τείνει να επιβληθεί – έστω και σε επίπεδο ρητορείας – η επικοινωνιακή θεώρηση και πρακτική.

            Η επίδραση των τεχνολογιών της πληροφορίας και της επικοινωνίας είναι καταλυτική. Έχει θεαματικά αυξηθεί ο αριθμός των εικόνων, και μάλιστα των έγχρωμων, που συνοδεύουν το κείμενο. Υιοθετούνται πρότυπα σχεδιασμού (π.χ στα τεύχη της «Νεοελληνικής Γλώσσας για το Γυμνάσιο», έκδ. ΟΕΔΒ, 2006 κε), που απαντώνται κυρίως στην οθόνη. Το μέγεθος, ο έντονος χρωματισμός των χαρακτήρων, η ευκρίνεια και η απόσταση μεταξύ τους παραπέμπουν εικαστικά στις αρχές σύνθεσης των ιστοσελίδων.

            Η κειμενική διάταξη ευνοεί τους εναλλακτικούς τρόπους ανάγνωσης, τους συναφείς με τη λογική του υπερκειμένου (hypertext). Πρόκειται για ένα σχεδιαστικό όλο, μία οπτική σύνθεση συνόλου με συνεκτικό υλικό το χρώμα. Παρουσιάζονται συχνά προφανείς αναλογίες με τις αρχικές σελίδες των ηλεκτρονικών δικτυοτόπων. Σε αρκετά διδακτικά εγχειρίδια λοιπόν, όπως συμβαίνει και με άλλα σύγχρονα έντυπα, επιχειρείται συνειδητά η σύνδεση με τον κόσμο της οθόνης. Η έκταση και ο βαθμός αξιοποίησης και άλλων σημειωτικών συστημάτων πέραν της γλώσσας τίθεται ως βασική προϋπόθεση. Η πολυτροπικότητά τους έγκειται ακριβώς στο γεγονός ότι εξετάζονται οι συνέπειες και των άλλων σημειωτικών συστημάτων στο κείμενο, δηλαδή ως προς το σημασιακό φορτίο, που ο κάθε τρόπος συνεισφέρει στην – πολυτροπική συνήθως – επικοινωνία της καθημερινότητας.

Jackson Pollock

            Ο εκτοπισμός όμως ή ο περιορισμός του ρόλου της γλώσσας στα πολυτροπικά περιβάλλοντα προκαλεί ποικίλες και βάσιμες ενστάσεις. Στο πλαίσιο των θεωρητικών αναζητήσεων για την κειμενική πολυτροπικότητα έχει τονιστεί ρητά πως σήμερα, στην εποχή της πληροφορικής τεχνολογίας, η επικοινωνία πραγματοποιείται όλο και περισσότερο με την αξιοποίηση των μη γλωσσικών σημειωτικών τρόπων. Η γλώσσα όχι μόνο συρρικνώνεται αλλά υπόκειται και σε αλλαγές. Αναντίρρητα, η αξιολόγηση αυτή κρίνεται ως γενικευτικά απλουστευτική. Η αναπτυσσόμενη επιχειρηματολογία δεν είναι κίβδηλη ή επίπλαστη. Όμως και η «αποκαθήλωση» της γλώσσας από την ίδια την ανάγνωση του κόσμου δε συνιστά πνευματική επανάσταση∙ μάλλον προσιδιαζει στα σημαινόμενα της παρακινδυνευμένης αυθαιρεσίας.

            Ασφαλώς, η διοχέτευση και η λήψη των πληροφοριών δεν πραγματοποιείται αποκλειστικά με το γλωσσικό σύστημα. Οι μη γλωσσικοί σημειωτικοί τρόποι όμως λειτουργούν μόνο συμπληρωματικά. Η επικοινωνία χωρίς τη γλώσσα είναι υποτυπώδης και δύναται να ικανοποιήσει απλώς στοιχειώδεις ανάγκες. Μόνο η γλώσσα επιτρέπει τη σαφή και αδιαμφισβήτητη κατανόηση μίας μεταδιδόμενης πληροφορίας. Εξόν εάν ο πομπός κατευθύνει εκούσια το δέκτη σε δυσανάγνωστη αμφισημία.

            Ένα μήνυμα άλλωστε, που σημαίνεται με μη γλωσσικό τρόπο (π.χ ένα σκίτσο), είναι πρόσφορο για/σε πολλαπλές εκδοχές ανάγνωσης. Η ερμηνεία του δεν είναι μονοσήμαντη. Στην περίπτωση που χρησιμοποιείται ένας άλλος – μη γλωσσικός και τεχνητός – κώδικας (από τα μαθηματικά σύμβολα έως τα σήματα του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας) υφίσταται ad hoc ένα κατασκευασμένο σύστημα επικοινωνίας. Η επινόηση και η ύπαρξή του είναι μία σύμβαση, απορρέει από μία προσυμφωνημένη επιλογή, προκειμένου να αποφεύγονται παρερμηνείες που ενδεχομένως θα προέκυπταν, εάν τα μηνύματα μεταδίδονταν μόνο με το γλωσσικό σύστημα. Κατά συνέπεια, σε σχέση με τα λοιπά επικοινωνιακά συστήματα η γλώσσα είναι πληρέστερη και φέρει σταθερά γνωρίσματα που οριοθετούν την ιδιαιτερότητά της[8]. Εν πρώτοις διέπεται από καθολικότητα, εφόσον όλοι οι άνθρωποι τη χρησιμοποιούν, για να επικοινωνήσουν.

Terry Allen “Modern Communication”, Kansas 1995

            Οι μη γλωσσικοί κώδικες, όπως ήδη σημειώθηκε, είναι απόρροιες συμβάσεων και έχουν σαφώς εξειδικευμένη χρήση. Αντιστοίχως οι γλώσσες είναι ανοιχτοί κώδικες προς την επικοινωνία με δυνατότητα παραγωγής απεριόριστων μηνυμάτων, ενώ οι μη γλωσσικοί κώδικες είναι πεπερασμένοι. Η γλώσσα, ως η καθαυτή συνέπεια της κοινωνικής πρακτικής, δεν είναι νομοθετημένη. Δεν έχει την ανάγκη υποστηρικτικού πλαισίου ή θεσμικής κατοχύρωσης, για να υφίσταται και να χρησιμοποιείται νόμιμα. Πόσοι μη γλωσσικοί κώδικες όμως δεν εμπίπτουν στους περιορισμούς και τις ασφαλιστικές δικλείδες, για παράδειγμα, της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων; Κατ’ επέκταση τα γλωσσικά μηνύματα επηρεάζονται από τις επικοινωνιακές περιστάσεις και απηχούν τα εκάστοτε ιστορικά συμφραζόμενα. Στα μη γλωσσικά συστήματα η μονολιθικότητα είναι δεδομένη και η όποια τεχνική εξελιξιμότητά τους δεν αφορά και δε «μεταφράζει» τον κόσμο· απλώς τον επισημαίνει ή και φευγαλέα τον απαθανατίζει. Σε ένα πολυτροπικό κείμενο οι συγκείμενες καθορίζουν τη φορμαλιστική του αυτοτέλεια. Η γλώσσα όμως το ταυτοποιεί και ενδεχομένως το ανασυσυσχετίζει.

Nathan Naven

            Τελικά ένα πολυτροπικό κείμενο, ως σύνθεση επιμέρους σημειωτικών συστημάτων, ουσιαστικά και τυπικά μονοτροπικών, δημιουργεί ένα νέο σημειολογικό περιβάλλον, καινότροπο και πολυσήμαντο. Ταυτόχρονα, ενεργοποιεί διαφορετικές προσλαμβάνουσες του δέκτη κατά την προσέγγιση και κατανόησή του. Το ίδιο το κείμενο είναι επιγέννημα συγκεκριμένων ψυχολογικών, κοινωνικών και πολιτισμικών προϋποθέσεων, εφόσον αυτές αποτελούν μέρος της ιδεολογικής υπερδομής μίας κοινωνίας.

            Η πολυτροπικότητα αποκτά οντότητα, επειδή αναπόφευκτα υφίσταται και λειτουργεί ως τμήμα ενός σημειολογικού περιβάλλοντος. Ως επιλογή ενταγμένη στο πλαίσιο μίας ευρύτερης επικοινωνιακής λειτουργίας είναι, εν κατακλείδι, μία σημειωτική πράξη, η οποία παράγει και αναπαράγει νοήματα[9]. Σε επίπεδο κειμενικής και συγκειμενικής λειτουργίας δύναται να διαμορφώνει αντιλήψεις, να αναδύει συγκεκριμένη ιδεολογία αλλά και να καταφάσκει ανάλογη υποκειμενικότητα. Το κείμενο συναιρεί λόγους και τρόπους. Στη διδακτική διαδικασία η διευρυμένη σημασία του καθίσταται πολυσχιδής. Οι μαθητές αντιλαμβάνονται, σε αξιολογική κλίμακα, τον πολυεπίπεδο χαρακτήρα του κειμένου και εκτιμούν την επικοινωνιακή του σημασία.

Andy Warholl

“Για τη Νέα Επικοινωνιακή Τάξη Πραγμάτων” (1) / γράφει ο Αριστοτέλης Παπαγεωργίου

 

[1]               Truchot (2002). Η παγκοσμιοποίηση επιβάλλει νέους όρους όχι μόνο στην αγορά εργασίας και τη διαχείριση των ανθρώπινων πόρων. Ως ιστορική αναγκαιότητα μετασχηματίζει το κοινωνικό γίγνεσθαι. Η προσαρμογή του ατόμου στις σύγχρονες εργασιακές συνθήκες ενεργοποιεί τη συναισθηματική αλλά και την κοινωνική του νοημοσύνη. Ο Daniel Goleman (1999 & 2006) αποδεικνύει ότι όσο η διοικητική ευθύνη των εργαζομένων αυξάνεται με την άνοδό τους στην ιεραρχική κλίμακα, τόσο και οι απαιτήσεις για δεξιότητες συναισθηματικής ετοιμότητας και κοινωνικής ευελιξίας πολλαπλασιάζονται. Διακρίνονται πέντε βασικές ικανότητες, οι οποίες απορρέουν από την εγρήγορση της συναισθηματικής νοημοσύνης. Πρόκειται για την αυτεπίγνωση και την αυτορρύθμιση, τα κίνητρα συμπεριφοράς, την ενσυναίσθηση και τελικά τις κοινωνικές δεξιότητες. Στην υφιστάμενη κοινωνική διάβρωση και τον ανεξέλεγκτο καταιονισμό των πληροφοριών αντιπαρατάσσεται η ανάπτυξη υγιών διαπροσωπικών σχέσεων. Διασφαλίζεται η απαραίτητη ευελιξία και (ανα)τροφοδοτείται η δημιουργική αλληλεπίδραση. Οι επιταγές της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας υπαγορεύουν την εμπέδωση ενός παγκοσμιοποιημένου νεοανθρωπισμού.                                       

[2]              Στην αυτή συνεκδοχή κριτήριων εμπίπτει και η θέσπιση του Portfolio γλωσσών από το Συμβούλιο της Ευρώπης. Πρόκειται για ένα ευέλικτο και καινοτόμο εκπαιδευτικό πρόγραμμα, που αποσκοπεί στην προώθηση της πολυγλωσσίας και της πολυπολιτισμικότητας. Στην παιδαγωγική του διάσταση αναδεικνύει πρακτικές, που συμβάλλουν στην καταπολέμηση της επικοινωνιακής περιθωριοποίησης και του κοινωνικού αποκλεισμού. Στοχεύει στη διαμόρφωση αξιών, στάσεων και συμπεριφορών, που άπτονται της ιδιότητας του ενεργού πολίτη αλλά και στην αποδοχή μη οικείων γλωσσικών και πολιτισμικών κωδίκων. Ταυτόχρονα επιδιώκεται η δημιουργική αποτίμηση της ετερότητας, η ανάπτυξη κριτικής σκέψης και η υιοθέτηση στρατηγικών μεταγνωστικής αξιολόγησης. Εν κατακλείδι, προτάσσεται η καλλιέργεια δεξιοτήτων επικοινωνίας και αποτελεσματικής σύμπραξης στην επίλυση προβλημάτων και τη λήψη αποφάσεων. Η ένταξη αυτής της διαδικασίας (πολυ)γραμματισμού στη μαθησιακή πράξη παρέχει στον εκπαιδευτικό τη δυνατότητα να οργανώνει τη διδακτική του και να τη διαχειρίζεται ανάλογα με το κοινωνικό προφίλ, το ψυχικό και συναισθηματικό δυναμικό καθώς και τις πολιτισμικές ιδιαιτερότητες των μαθητών. Επιχειρείται η σύνδεση του γνωσιακού με το κοινωνικό αλλά και η ανάπτυξη δεξιοτήτων για το σχεδιασμό κειμενικών πρακτικών. Στην εφαρμογή του το ευρωπαϊκό portfolio  συμπεριλαμβάνει τρία στάδια: 1. Το Διαβατήριο Γλωσσών, όπου καταγράφονται έξι επίπεδα γλωσσομάθειας – πρβλ το ενιαίο πλαίσιο προγράμματος για τις εξετάσεις του Κρατικού Πιστοποιητικού Γλωσσομάθειας σήμερα. Οι στρατηγικές διερευνώνται με βάση τις  παραμέτρους: Κατανοώ (Ακού και Διαβάζω) – Μιλώ – Εκφράζομαι προφορικά σε συνεχή λόγο – Μετέχω στη διαμεσολαβητική λειτουργία. Οι βαθμίδες αξιολόγησης καλύπτουν το φάσμα από τη στοιχειώδη έως την άριστη γνώση μίας ευρωπαϊκής γλώσσας (Επίπεδα Α1 έως και C2 αντιστοίχως). 2. Το Γλωσσικό Βιογραφικό, που σχετίζεται με τη λειτουργική αξιοποίηση της ξένης γλώσσας στην καθημερινή ζωή και 3. Το Dossier, όπου ο μαθητής τεκμηριώνει τη γνωστική του εξέλιξη στις διάφορες γλώσσες. Σε σχέση με τη διαπολιτισμική συνείδηση, ο μαθητής σταδιακά δύναται να δομεί, να επεξεργάζεται και να «διαχειρίζεται» τα γλωσσικά του βιώματα, ώστε να τα αναγάγει σε διαύλους επικοινωνίας. Ο εκπαιδευτικός μετέχει γόνιμα στην όλη διαδικασία εμψυχώνοντας τον εκπαιδευόμενο – ως fascilitateur – και ενθαρρύνοντας τη μάθηση. Πρβλ σχετικά Καγκά (2003) αλλά και Cooble και Barlow (2005) όπου χαρακτηριστικά επισημαίνεται ότι by having reflection as part of the Portfolio process, students are asked to think about their needs, goals, weakness and strengths in language learningA good portfolio provides student information based on assessment tasks that reflect authentic activities used during classroom instruction”. Στη διδακτική του υλοποίηση το πρόγραμμα συνολικά εμμένει στη μέγιστη αξιοποίηση του αυθεντικού κειμενικού υλικού, επειδή προάγει αποφασιστικά τη δυναμική του γλωσσικού γραμματισμού. Τελικά διαπιστώνεται και εκτιμάται με σαφήνεια ότι “implemented appropriately, portfolio assessment with reflective element is a type of assessment that is continuous, collaborative, multidimensional, grounded in knowledge and authentic”. Βλ. σχετικά και την περιπτωσιολογία εφαρμογών, όπως παρατίθεται από τις Coomble & Barlow (2005).

[3]              Το ζήτημα είναι σύνθετο. Όντως διαμορφώνεται σήμερα ένα νεοανθρωπιστικό ιδεώδες – αν και τα χαρακτηριστικά του προσιδιάζουν μάλλον στις επιταγές ενός θεωρήματος. Επιβάλλεται όμως μονοσήμαντα ως αναγκαστική συνθήκη. Συνεπώς πρόκειται για άνιση επιλογή, de facto υπαγορευμένη. Κατ’ επέκταση η όποια αποτελεσματικότητά του (πολιτική, κοινωνική, παιδευτική) είναι αμφιλεγόμενη∙ σταθερά επανελέγχεται και διακυβεύεται.

[4]              Gee (2000).

[5]              Ο Ong (1997, 194) πρώιμα υπογράμμισε τη μεγιστοποιημένη υπαγωγή της λέξης στην ηλεκτρονική τοπικότητα, η οποία βελτιώνει σημαντικά την αναλυτική γραμμικότητα, εφόσον κατ’ ουσίαν την καθιστά στιγμιαία! Είναι αξιοσημείωτη η θεώρησή του για τα νέα τυπογραφικά δεδομένα, που εγκαινιάζει η ηλεκτρομαγνητική γραφή. Αναπαράγονται «ομιλούντα» βιβλία, άρθρα, συνεντεύξεις, εν γένει κείμενα και μάλιστα σε πολλαπλασιασμένα μεγέθη κυκλοφορίας. Μολονότι δυνητικά το e-book συνιστά μία πνευματική επανάσταση, εντούτοις το συμβατικό βιβλίο δε θα εξαφανιστεί από καμία ηλεκτρονική συσκευή. Απεναντίας, η παράμετρος, που διαφοροποιείται δραματικά, αφορά στα σύγχρονα αναγνωστικά ήθη. Συνέπεται ότι «το νέο μέσο ενισχύει το παλιό, αλλά βέβαια το μετασχηματίζει διευκολύνοντας ένα νέο συνειδητά άτυπο ύφος, αφού ο τυπογραφικός (προφανώς και ο ηλεκτρονικός) άνθρωπος πιστεύει πως η προφορική συνομιλία πρέπει κανονικά να είναι άτυπη – ενώ ο προφορικός άνθρωπος πιστεύει ότι πρέπει να είναι τυπική».

[6]              Ο Kress υποστηρίζει ότι η πολυτροπικότητα είναι θεμελιώδες γνώρισμα κάθε κειμένου. Γενικότερα συνιστά το βασικό χαρακτηριστικό της επικοινωνίας σε οποιοδήποτε πλαίσιο, φραστικό, εικονικό ή ηχητικό : «Today, however,  in the age of digitization the different modes have technically become the same at some level of representation, and they can be operated by one multi-skilled person, using one interface, one mode of physical manipulation, so that he or she can ask, at every point:Shall I express this with sound or music?”, “Shall I say this visually or verbally?” and so on. Βλ και Kress & Van Leeuwen (2002, 3). Επικαλείται, παράλληλα, την πολυτροπικότητα και στη σημειολογία των έργων τέχνης. Ο γραμματισμός από διαφορετική εστία διάχυσης αφορά και το λόγο αλλά παράλληλα περιγράφει και κάθε μορφή ή μέσο αναπαράστασης.

[7]              Ο Kress (2000, 118 και 2003) ως ένθερμος θιασώτης της πολυτροπικότητας, δεν προβαίνει απλώς σε διαπιστωτικές κρίσεις αλλά προτείνει και ένα ρηξικέλευθο σύστημα ανάγνωσης του κειμένου, των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, του κόσμου συνολικά… Στην απόπειρά του να πείσει ότι και η γλώσσα αλλάζει δραματικά δυνάμει της επιβολής των πολυτροπικών συγκειμένων (context), επικαλείται την εξέλιξη των σχολικών εγχειριδίων τα τελευταία πενήντα χρόνια. Η αναφορά του επικεντρώνεται στη γλώσσα των παλαιότερων και των σύγχρονων βρετανικών εγχειριδίων της φυσικής, όπου διαπιστώνει ένα βασικό γνώρισμα. Ενώ δηλαδή στο σχολικό βιβλίο της φυσικής πριν από σαράντα χρόνια οι προτάσεις αποτελούνταν από τέσσερις έως οκτώ φράσεις, στα σύγχρονα εγχειρίδια, τουλάχιστον σε αυτά που χρησιμοποιούνται στις περισσότερες χώρες της Δύσης, καμία πρόταση δεν υπερβαίνει τις δύο φράσεις. Ο Χαραλαμπόπουλος (2003, 399) πειστικά αντικρούει αυτές τις απόψεις ως μονολιθικές. Τα παραδείγματα του Kress για τα νέα εγχειρίδια της φυσικής δεν τεκμηριώνουν τη θέση του για σταδιακή μεταμόρφωση της ίδιας της γλώσσας. Εκείνο που αλλάζει φυσιολογικά μέσα στο χρόνο είναι τα γλωσσικά επίπεδα ύφους. Στα νέα εγχειρίδια η ενσωμάτωση εικόνων και σχεδίων στο κείμενο επιτρέπει την οικονομία των γλωσσικών μέσων και κατά συνέπεια τη συγκρότηση μίας διαφορετικής δομής. Αλλαγή της γλώσσας θα συνεπαγόταν π.χ η κατάργηση στην αγγλική των προτάσεων με τέσσερις έως οκτώ φράσεις και η χρήση προτάσεων που δε θα υπερέβαιναν τις δύο φράσεις. Και κάτι τέτοιο φυσικά δε συμβαίνει. Υπάρχουν βιβλία φυσικής ή άλλων επιστημών, που εξακολουθούν να έχουν τη δομή των παλαιότερων σχολικών εγχειριδίων. Αναπόφευκτα η πολυτροπική παράμετρος συνεκτιμάται. Παραμένει επίσης κεντρικό θέμα συζήτησης η υποκειμενικότητα, από την οποία εμφορείται. Η ψύχραιμη θεώρησή της είναι σαφώς επιτακτική. Ανάλογη προσέγγιση, σε πλαίσια επιστημονικής νηφαλιότητας, επιχειρούν και οι Χατζησαββίδης (2007) και Κουτσογιάννης (2003 αλλά και 2002-1). 

[8]              Βλ. και Χαραλαμπόπουλος (2003, 400). Συνεξετάζεται εδώ και το ζήτημα της προθετικότητας του πομπού, με θετική ή αρνητική επίδραση, που ένα πολυτροπικό κείμενο διευκολύνει. Για παράδειγμα, στην περίπτωση της διαφήμισης το οπτικό ερέθισμα είναι ισχυρότερο και η γλώσσα πιο κωδικοποιημένη, βρίθοντας συχνά από φρασεολογισμούς. Η διαφήμιση όμως προωθεί προϊόντα και ενδεχομένως γνωστοποιεί τα πλεονεκτήματά τους καθώς και τις ανάγκες που καλύπτουν. Εδώ η πειθώ ακολουθεί τους νόμους της αγοράς και σε αυτό το επικοινωνιακό πλαίσιο ο λόγος είναι σύντομος, άμεσος, κάποτε κραυγαλέος και οριακά επεξηγηματικός. Η προπαγάνδα, στην ευρύτερη σημασία της, εμφιλοχωρεί, όπως επίσης και σοφιστικές πρακτικές με τα γνώριμα παραπειστικά επακόλουθα. Τι γίνεται όμως στην περίπτωση κειμένων με πιο σοβαρές απαιτήσεις; Με συρρικνωμένη τη γλωσσική λειτουργία πόσο αποτελεσματικά εντοπίζεται  και διαβάζεται, ακόμη και από τον εγγράμματο, το δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης; Πόσο εύκολα πλέον αποκαλύπτεται η όποια (πολιτική, ακαδημαϊκή, αισθητική κ.ο.κ) απάτη; Πώς ελέγχεται η εξουσία, όταν δύσκολα πια γίνεται αντιληπτή η μεταλλαγμένη και εκμοντερνισμένη αλλά στη βάση της πάντα «ξύλινη» γλώσσα που χρησιμοποιεί; Πάντως όχι μόνο με τη δύναμη της εικόνας!

[9]              Η πολυτροπική θεωρία βασίζεται στη διττή διάκριση ανάμεσα στο περιεχόμενο (content) και την έκφραση (expression) της επικοινωνίας. Συγκεκριμένα το περιεχόμενο διαστρωματώνεται σε δύο επιμέρους επίπεδα (strata), το λόγο (discourse) και το σχέδιο (design)∙ αντιστοίχως η έκφραση αρθρώνεται στην παραγωγή του λόγου (production) και τη διανομή του (distribution). Το design χρησιμοποιεί τους συνδυασμούς των σημειωτικών τρόπων, για να πραγματώσει το  λόγο στο πλαίσιο μίας επικοινωνιακής συνθήκης. Η production συνιστά την υλική άρθρωση του σημειωτικού προϊόντος. Αναφέρεται δηλαδή στην οργάνωση της έκφρασης με υλικά μέσα. Αντιστοίχως, η distribution αποτελεί το τελευταίο στρώμα στο επίπεδο της έκφρασης και επί της ουσίας δεν προσθέτει κάποιο νόημα στα σημειωτικά προϊόντα. Απλώς υφίσταται ως λειτουργία για τη διατήρηση και τη διανομή τους. Εντούτοις είναι δυνατό τα μέσα διανομής να καταστούν υπό προϋποθέσεις και μέσα παραγωγής. Η αναλογία θυμίζει τη διάσταση ανάμεσα στο ρυθμό και τη μελωδία. Ο ρυθμός είναι διαδραστικός, καθώς «βγαίνει» στο προσκήνιο, ενώ η μελωδία είναι «προϊόν» ατομικής έκφρασης. Οι Kress και Van Leeuwen (2001, 4 και 21) καταχωρίζουν τους λόγους ως «κοινωνικά κατασκευασμένες γνώσεις αναφορικά με την όποια πτυχή της πραγματικότητας». Δομούνται και αναπτύσσονται σε συγκεκριμένα κοινωνικά συγκείμενα, με εύρος μεγαλύτερο (πχ η Ευρώπη) ή μικρότερο (πχ η οικογένεια). Η προσέγγιση αυτή είναι συναφής με τη θεωρία των «ειδών λόγου». Θεμελιώνεται στη λογική της ανάλυσης του λόγου και υπαγορεύεται από την ευρύτερη θέαση της γλώσσας ως κοινωνικού και πολιτισμικού φαινομένου. Οι γνώσεις αναπτύσσονται – εγγράφονται σε συγκεκριμένα κοινωνικά περικείμενα, ενώ για κάθε πτυχή της πραγματικότητας διατίθενται διαφορετικοί και εναλλακτικοί λόγοι∙ μάλιστα χρησιμοποιούνται κάθε φορά όσοι κρίνονται ως οι πλέον κατάλληλοι για κάθε περίσταση επικοινωνίας. Συνεπώς, η σύνδεση των λόγων με την εκάστοτε κοινωνική πρακτική, που τους νομιμοποιεί, καθίσταται άρρηκτη. Ταυτόχρονα αναγνωρίζεται και η διηνεκής «ιστορικότητα» των λόγων: η μεταβολή των κοινωνικών πρακτικών οδηγεί και στην κατοχύρωση νέων λόγων. Το αποφασιστικό κριτήριο αφορά εδώ το λειτουργικό τους αντίκρισμα, τη φέρουσα αλλά και τη φερόμενη αποτελεσματικότητα των σημαινόντων τους. Πρβλ σχετικά και Martin & Mathiessen (1991). 

banner-article

Δημοφιλή άρθρα

  • Εβδομάδας