Εδώ και ένα μήνα τα τρία κοινοβουλευτικά κόμματα που έχουν κυβερνήσει βρίσκονται σε έναν διαγκωνισμό για την πολιτική τους φυσιογνωμία, πέραν της τρέχουσας πολιτικής αντιπαράθεσης. Η αρχή έγινε με το Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ και ακολούθησε το Συνέδριο της ΝΔ η κάλπη του ΚΙΝΑΛ για το όνομα και ο κύκλος αυτός θα κλείσει με την κάλπη για την εκλογή προέδρου και Κεντρικής Επιτροπής στον ΣΥΡΙΖΑ στις 15 Μάϊου και το συνέδριο του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ πλέον στις 20 Μάϊου.
Κάθε κόμμα περιγράφει τον αντίπαλο με τα μελανότερα χρώματα ή έστω χτυπάει τα άλλα κόμματα στα «τρωτά» του σημεία κλπ προκειμένου να αναδείξει με ακόμη μεγαλύτερη ένταση αυτά που θεωρεί δική του υπεροχή και αρετές, ότι είναι το πιο προοδευτικό κόμμα, το πιο σύγχρονο, το πιο προσανατολισμό στην αποτελεσματικότητα και στην επίλυση των προβλημάτων με γνώμονα την κοινωνία, το πιο αναγεννημένο και αποκαθαρμένο από τα «λάθη» του παρελθόντος, και πάει λέγοντας.
Μέχρι ενός σημείου κατανοητά όλα αυτά, όχι ότι δεν υπάρχουν υπερβολές σε σχέση με το ρόλο τους και τα επιτεύγματά τους, που προδίδουν το αντίθετο απ’ ό,τι τα κόμματα ισχυρίζονται, δηλαδή απόσταση από την κοινωνία και από την πραγματικότητα.
Αυτό το τελευταίο, δηλαδή η απόσταση από την κοινωνία και την πραγματικότητα, είναι ένας βασικός λόγος για την απομαζικοποίηση των κομμάτων τα οποία αναγκάζονται να μαζεύουν στο «μαντρί» τους ψηφοφόρους κάθε τέσσερα χρόνια με όλο και πιο σκληρά και κινδυνολογικά διλήμματα. Απόσταση που δεν προκύπτει μόνο από γινάτι, εξουσιολαγνεία και άλλα φαινόμενα που γεννά η εξουσία, αλλά και από την ανάγκη να καμουφλαριστεί το γεγονός ότι βασικές κατευθυντήριες στην άσκηση πολιτικής προκύπτουν «αναγκαστικά» από την εγχώρια υλοποίηση των στρατηγικών που χαράζει η ΕΕ στην οποία η χώρα μας ανήκει αλλά και από την αμερικανική ηγεμονία στο δυτικό τουλάχιστον στρατόπεδο.
Τα τελευταία χρόνια, και ειδικά από τα μνημόνια και μετά η αίσθηση που υπάρχει στην κοινωνία είναι ότι πέρα από τη ρητορική και τις ιδεολογικές διαφορές που κι αυτές ενίοτε αποδεικνύονται ελαστικές ή έστω επιμέρους διαχειριστικές διαφορές, η πολιτική στα κρίσιμα, στο τέλος είναι περίπου ίδια, είτε με προοδευτική είτε με συντηρητική διακυβέρνηση. Στα καθημάς, μπορούμε να πούμε κάπως απλουστευτικά, η αίσθηση που υπάρχει είναι ότι ο προοδευτικός πόλος καθυστερεί ή φρενάρει δρομολογημένες εξελίξεις στα διάφορα κοινωνικά μέτωπα και τις επιταχύνει στα εθνικά ζητήματα ενώ ο συντηρητικός πόλος το αντίθετο. Κάπως έτσι (χωρίς να είναι η μοναδική αιτία που σαφώς είναι πιο σύνθετη), έχουν αποδυναμωθεί τα κόμματα ως οργανισμοί στην συνείδηση των πολιτών και μπαίνει στο κάδρο η λογική των κυβερνήσεων συνεργασίας, ως αναγκαστική και όχι οραματική επιλογή.
Ο Μητσοτάκης το Σαββατοκύριακο που πέρασε στο συνέδριο, προσπερνώντας μια δική του ταλάντευση, επιχείρησε να «αναστηλώσει» τη λογική της αυτοδυναμίας, ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ και ΚΙΝΑΛ τραβούν προς την αντίθετη πλευρά. Στην κάλπη θα δούμε ποιος είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα.