«Τα επίπεδα ανοσίας στον πληθυσμό ακόμα είναι πολύ χαμηλά», αναφέρει ο καθηγητής του LSE Ηλίας Μόσιαλος, σχολιάζοντας τα νεότερα δεδομένα γύρω από την εξέλιξη της πανδημίας αλλά και τη συζήτηση ως προς την «ανοσία της αγέλης».
Σε άρθρο του που δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή της Κυριακής, ο Ηλίας Μόσιαλος αναφέρει:
Ηλίας Μόσιαλος
«Τι σημαίνει η αύξηση του αριθμού των κρουσμάτων; Έξαρση ή δεύτερο κύμα; H πορεία της πανδημίας παραμένει αβέβαιη, αλλά γνωρίζουμε πώς θα τελειώσει: όταν η εξάπλωση του ιού αρχίζει να επιβραδύνεται, και τελικά σταματήσει εντελώς, επειδή αρκετά άτομα έχουν αναπτύξει ανοσία στον ιό. Τότε, είτε αυτό το σημείο επιτευχθεί από εμβόλιο, είτε επειδή μεγάλος αριθμός ατόμων ‘κόλλησε τον ιό’ και έχει ανοσία, λέμε πως ο πληθυσμός έχει αναπτύξει ‘ανοσία της αγέλης’.
Τα επίπεδα ανοσίας στον πληθυσμό ακόμα είναι πολύ χαμηλά. Όταν τα επίπεδα της ανοσίας στον πληθυσμό περάσουν ένα ορισμένο όριο, τότε η επιδημία θα αρχίσει να εξαφανίζεται επειδή θα υπάρχουν πολύ λίγοι άνθρωποι που δεν έχουν κολλήσει, ώστε να μολυνθούν και να συνεχίσει η αλυσίδα της διάδοσης. Το πιο πιθανό είναι αυτό το όριο να είναι το 60% του πληθυσμού. Το 60% είναι επίσης το όριο όπου θα μειωθούν οι εστίες αναζωπύρωσης – για παράδειγμα, ένας μολυσμένος επιβάτης που αποβιβάζεται από ένα κρουαζιερόπλοιο στο λιμάνι του Πειραιά- που θα έχει πλέον ανοσία της αγέλης- ίσως δημιουργήσει νέα εστία αλλά πολύ μικρής εμβέλειας.
Εύκολο ως τώρα, σωστά;
Όμως αυτό το όριο για να επιτευχθεί η ανοσία της αγέλης εξαρτάται από τον αριθμό των ατόμων που μπορεί να μολύνει κάθε φορέας. Και αυτό μπορεί να διαφέρει ανάλογα με την τοποθεσία διαμονής ή και την οικογενειακή κατάσταση. Ο μέσος φορεάς σε μια πολυκατοικία μπορεί να μολύνει πολύ περισσότερα άτομα από το μέσο φορέα σε αγροτικό περιβάλλον ή μια αραιοκατοικημένη περιοχή. Ένα άτομο με πολλές κοινωνικές συναναστροφές, θα μολύνει περισσότερους σε σύγκριση με ένα άτομο με μικρή κοινωνική δραστηριότητα.
Πολύ συχνά οι ειδικοί της δημόσιας υγείας, σκέφτονται την ανοσία της αγέλης στο πλαίσιο της εκστρατειών εμβολιασμού, που η βασική υπόθεση είναι πως ο καθένας έχει τις ίδιες πιθανότητες να προσβληθεί, να διαδώσει και να νοσήσει.
Αλλά λόγω,
• κοινωνικών συμπεριφορών ορισμένα άτομα εκτίθενται περισσότερο από άλλα,
• βιολογικών διαφορών αλλάζουν οι πιθανότητες να μολυνθούν ή να νοσήσουν σοβαρά κάποιοι.
Σε μια πανδημία -χωρίς εγγύηση ότι κάποιο εμβόλιο θα είναι διαθέσιμο σύντομα- η ετερογένεια στην ευαισθησία στη λοίμωξη αντανακλά στο απαιτούμενο πληθυσμιακό όριο επίτευξης της ανοσίας της αγέλης. Συνήθως η ετερογένεια μειώνει αυτό το απαιτούμενο πληθυσμιακό όριο, γιατί αρχικά ο ιός μολύνει ευπαθή άτομα και εξαπλώνεται γρήγορα. Αλλά για να εξαπλωθεί, ο ιός θα μολύνει και λιγότερο ευαίσθητα άτομα. Αυτό καθιστά δυσκολότερη την εξάπλωσή του, οπότε η επιδημία αυξάνεται πιο αργά από το αναμενόμενο σε σχέση με τον αρχικό ρυθμό διάδοσης του ιού.
Πολλοί ισχυρίζονται πως περίπου το 60% των πολιτών μιας χώρας θα χρειαστεί να εμβολιαστεί ή να έχει μολυνθεί από τον κορωνοϊό και να αναρρώσει, ώστε σταδιακά να σταματήσει η εξάπλωση της νόσου. Αλλά, θεωρούμε πως τα εμβόλια πρώτης γενιάς δεν θα είναι 100% αποτελεσματικά, θα είναι πιθανώς αποτελεσματικά κατά 40-50%. Επομένως, αν εμβολιαστεί το 70% είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν θα πετύχουμε ανοσία της αγέλης.
Άρα, να σταματήσουν όσοι δεν ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες να παίρνουν μέτρα και να εκτεθούν στον ιό; Έτσι, ένα 30-40% του πληθυσμού -μάλλον- θα αποκτήσει ανοσία στους επόμενους μήνες. Επιπλέον, με ένα σχετικά αποτελεσματικό εμβόλιο θα ανέβει αυτό το 30-40% στο 60-80% του πληθυσμού, και λογικά θα αποκτήσουμε ανοσία της αγέλης πιο γρήγορα.
Όλα αυτά είναι πολύ εύκολο να αναπτυχθούν σε θεωρητικό επίπεδο. Στην πράξη όμως είναι πρακτικά αδύνατον να διαχωρίσουμε τους μη-ευπαθείς από τις ευπαθείς ομάδες, γιατί
• οι ευπαθείς αντιστοιχούν στο 35-45% των κατοίκων (ανάλογα με τη χώρα και τη δημογραφική της κατάσταση)
• περίπου το 40-50% των μη-ευπαθών συζούν σε οικογένειες με ευπαθή άτομα
• με δεδομένα ότι το ποσοστό των ασυμπτωματικών ασθενών είναι σημαντικό και πως η νόσος μεταδίδεται 2-3 ημέρες πριν εκδηλωθούν συμπτώματα, πως θα αποφευχθεί η μόλυνση των ευάλωτων στο οικογενειακό ή στο εργασιακό περιβάλλον;
Το λέω αυτό γιατί
α. δεν είναι δυνατόν να διαχωρίσουμε πλήρως το 35-45% του πληθυσμού
β. η μεγαλύτερη διασπορά της νόσου γίνεται εντός κλειστών χώρων και εντός της οικογένειας
Ας απαντήσουμε και διαφορετικά την ίδια ερώτηση. Θα είναι οι μη-ευάλωτοι ασφαλείς αν τους επιτραπεί να σταματήσουν να παίρνουν προφυλάξεις ώστε να ‘κολλήσουν’ και να συμβάλουν έτσι στην επίτευξη της ανοσίας της αγέλης; Όχι βέβαια.
Ορισμένοι αναφέρονται στα χαμηλά ποσοστά θνητότητας στους νεότερους. Αυτό είναι γνωστό από τον Ιανουάριο όμως, δεν είναι ΄νέο’. ΄Νέο΄ είναι, πως μεταξύ των ασθενών, κάποιοι θα αναπτύξουν μακροχρόνιο Covid (Long-Covid) (ίσως και κάποιοι ασυμπτωματικοί). Η νόσος COVID-19 είναι πολυσυστημική και κάποια προβλήματα μπορεί να παραμείνουν για χρόνια. Και αυτά επιμένουν σε όλους, όχι μόνο στους ευάλωτους. Δεν πρέπει να μας απασχολεί λοιπόν μόνο η θνητότητα, αλλά ακόμα περισσότερο οι μακροχρόνιες επιπτώσεις.
Οπότε, εάν δεν μπορέσουμε να διαχωρίσουμε πλήρως, ευπαθείς από μη-ευπαθείς, τότε δεν έχει νόημα να προτείνουμε στους νεότερους να τζογάρουν με ΄χαρτί’ την ηλικία τους.
Στην πράξη όμως, ακόμα και με αυστηρή εφαρμογή των μέτρων δημόσιας υγείας, ένα ποσοστό του πληθυσμού θα κολλήσει τον ιό, μέσα στους επόμενους μήνες. Αυτό προσπαθούμε να αποτρέψουμε αλλά δεν θα το αποφύγουμε. Αν το ποσοστό αυτό είναι περίπου 10% και δεν υπάρχει μεγάλη διασπορά στους ευπαθείς, τότε αυτό το ποσοστό θα προστεθεί στο 30-50% αυτών που θα αποκτήσουν ανοσία μέσω εμβολιασμού.
Αν επομένως ένα 40-60% του πληθυσμού αποκτήσει ανοσία θα είμαστε κοντά στην επίτευξη της ανοσίας της αγέλης. Είναι επίσης πιθανό να έχουμε περισσότερα από ένα εμβόλια. Αν έχουμε 2 εμβόλια για παράδειγμα, και το ένα είναι αποτελεσματικό για το 40% του πληθυσμού και το δεύτερο για ένα ακόμη 30%, τότε θεωρητικά το πρόβλημα λύνεται.
Γιατί θα έχουμε -πρακτικά μιλώντας- δυσκολίες; Γιατί θα πρέπει να εξετάσουμε τους εμβολιασθέντες και να δούμε εάν έχουν αναπτύξει αντισώματα. Αν όχι, θα τους προτείνουμε να κάνουν το δεύτερο εμβόλιο. Αυτή η διαδικασία είναι χρονοβόρα και ακριβή, δεδομένου ότι δεν αναφερόμαστε σε δειγματοληπτικούς ελέγχους αλλά στο σύνολο του πληθυσμού.
Υπάρχει άλλη λύση; Ναι, να κάνουμε και τα δύο εμβόλια: αρχικά το πρώτο και μετά από λίγες εβδομάδες το δεύτερο.
Συμπερασματικά, οι προτάσεις για να επιτευχθεί η ανοσία της αγέλης χωρίς εμβόλιο ενέχουν μεγάλο ποσοστό ρίσκου για τη δημόσια υγεία. Ρίσκου που μεταφράζεται σε ανθρώπινες ζωές. Η δημόσια υγεία δεν είναι ένα πείραμα μεγάλης εμβέλειας ή θεωρητικών ασκήσεων. Είναι ένα σύνολο πρακτικών παρεμβάσεων προστασίας και προαγωγής της υγείας μας.»