Life Περιβάλλον

Βέρμιο: Ανάβαση στο Ξηροβούνι από το ρέμα Καράντερε

Περιγραφή:      Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος

Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος, Αθανάσιος Συργιάννης

«Δεν θα σταματήσουμε να εξερευνούμε. Και το τέλος της εξερεύνησής μας θα είναι όταν θα φτάσουμε εκεί από όπου ξεκινήσαμε και θα ανακαλύψουμε το μέρος για πρώτη φορά

(T. S. Eliot, Βρετανός ποιητής)

Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος

Μάϊος. Μήνας των λουλουδιών, των αμέτρητων χρωμάτων και των λογής-λογής αρωμάτων.

Ξημέρωσε Κυριακή.

Στο ημερολόγιο έγραφε:  10-05-2020.

Δεν χρειάστηκα το ξυπνητήρι για να σηκωθώ στις 06.30΄ π.μ.

Με ξύπνησαν τα τιτιβίσματα τω…φλύαρων…σπουργητιών που, καθισμένα  στα κλαδιά των γύρω δένδρων, τιτίβισαν ασταμάτητα στο πρώτο φως της μέρας.

Κατευθύνθηκα προς το παράθυρο να τα δω και ωωωω!!!

Μία υπέροχη εικόνα «ξεδιπλώθηκε» έξω από το τζάμι.

Αντίκρισα έναν ουρανό με το πορτοκαλί χρωματισμό του και, πέρα στο βάθος, τον κίτρινο λαμπερό δίσκο του ήλιου, που είχε κάνει την εμφάνισή του χρωματίζοντας τα πάντα γύρω του.

Απερίγραπτη εικόνα, ασταμάτητη και η χορωδία των σπουργιτιών (φωτ. 1).

Θα μπορούσα να καθίσω για αρκετά λεπτά ακόμη κοντά στο παράθυρο και να απολαύσω ακόμη περισσότερο όλη αυτή την ομορφιά του συνόλου, αλλά με περίμενε το…καθήκον.

10 Μαίου, γιορτή της Μητέρας. Γιόρταζαν οι πολυαγαπημένες μάνες όλου του κόσμου.

«Τη μητρική την αγκαλιά σαν νιώθεις στο κορμί σου,

  σου γαληνεύει την καρδιά μαζί και την ψυχή σου…» ( παρμένο από άγνωστο )

Για μάς, τους λάτρεις της πεζοπορίας, γιόρταζε και η άλλη αγαπημένη μας Μητέρα. Εκείνη των κυριακάτικών μας εξορμήσεών, που την ονομάζουν Φύση (φωτ. 2).

Μάς περίμενε να την «τιμήσουμε», και Αυτήν, με την παρουσία μας και να βρεθούμε στην…αγκαλιά Της.

Στην αγκαλιά Της που, κάθε Κυριακή, ηρεμούμε, γαληνεύουμε, χαιρόμαστε, ξεχνάμε τους θορύβους της πόλης και απαλλαγμένοι από τις σκοτούρες της «τυποποιημένης» καθημερινότητας έχουμε όλο το χρόνο για τα «θέλω» μας, για τη δράση μας, για την εξερεύνηση και για μάθηση.

Άρχισα να ετοιμάζομαι για την προγραμματισμένη απόδρασή μου στο βουνό.

Με την απερίγραπτη εικόνα της ανατολής του ήλιου και με τους ήχους της…χοροδίας…των σπουργιτών, η ετοιμασία ήταν ευχάριστη.

Οι κινήσεις γνωστές: πρωϊνό,  τελευταία ματιά στο περιεχόμενο του σακιδίου και αναμονή της καθορισμένης ώρας του ραντεβού με τους υπόλοιπους συνοδοιπόρους της ορειβατικής ομάδας μας «Τοτός».

Τα λεπτά της ώρας κύλησαν γρήγορα.

Βρεθήκαμε.

Το Κυριακάτικο πρόγραμμα δεν άλλαξε σε τίποτα. Παρέμεινε όπως το είχαμε σχεδιάσει τις προηγούμενες μέρες.

Εξ’ άλλου οι επιλογές μας, λόγω του Covid-19, ήταν περιορισμένες.

Η απαγόρευση των μετακινήσεων εκτός νομού, εξ’ αιτίας της πανδημίας, δεν μάς «επέτρεψε» να βγούμε πέρα από την Ημαθία.

Ο ιός, που «κυκλοφορούσε» έξω, μάς «κράτησε» στην…«έδρα» μας, στον πλούσιο από επιλογές τόπο μας (φωτ. 3).

Έφτασε η ώρα της αναχώρησης.

Μπήκαμε στα αυτοκίνητα, ακολουθώντας πιστά τις συμβουλές της επιστημονικής ομάδας για τον καρωνοϊό  και φύγαμε.

Όταν αφήναμε πίσω μας τη Βέροια, τα ρολόγια δείχνανε 08.00 π.μ.

Προορισμός μας το ‘‘Ρέμα Καράντερε’’. Ένα ρέμα του ορεινού όγκου του Βερμίου που κατεβαίνοντας από τα ψηλά χωρίζει περιοχές που βρίσκονται μεταξύ των ορεινών χωριών Ξηρολίβαδου και Κουμαριάς και τερματίζοντας καταλήγει κάπου κοντά στην περιοχή με το τοπωνύμιο ‘‘Βρομοπήγαδο’’.

Από τη βάση του «Καράντερε» θα ξεκινούσαμε την κυριακάτικη ανάβασή μας στο ‘‘Ξηροβούνι’’ (φωτ. 4).

Οι εντός Νομού οδικές αποστάσεις μικρές και η παρουσία του ορεινού όγκου του προορισμού μας, που ορθώνεται πάνω ακριβώς από την πρωτεύουσα της Ημαθίας, τις κάνει ακόμη πιο μικρότερες σε χιλιόμετρα (φωτ. 5).

Βγαίνοντας από την πόλη της Βέροιας και κατευθυνόμενοι προς το ορεινό χωριό της Κουμαριάς περάσαμε τη γέφυρα του χαρακτηριστικού ξηροπόταμου. Στη συνέχεια προσπεράσαμε τη διασταύρωση με το δρόμο που οδηγεί στο χωριό Ξηρολίβαδο και συνεχίζοντας, την οδική πορεία μας, το Ξενοδοχείο ‘‘Αγρόκτημα Καψάλη’’.

Μισό περίπου χιλιόμετρο μετά το ‘‘Αγρόκτημα’’, βγήκαμε από τον ασφαλτόδρομο και ακολουθήσαμε το χωμάτινο, στα αριστερά μας, που οδηγούσε στον πολύχωρο με την ονομασία ‘‘Πολυθέαση’’.

Στο σημείο της διασταύρωσης υπάρχει πινακίδα.

Προσπεράσαμε τις ιδιωτικές εγκαταστάσεις με τους κατάλληλα διαμορφωμένους χώρους αναψυχής, εστίασης, παιδικής χαράς και των διάφορων αθλητικών δραστηριοτήτων.

Ο πολύχωρος ήταν κλειστός λόγω των μέτρων περιορισμού της διασποράς του κορωνοϊού (φωτ. 6 και 7).

Προχωρήσαμε, οδικά, άλλο ένα χιλιόμετρο ακολουθώντας το χωματόδρομο.

Δεν απομακρυνθήκαμε πολύ από την ‘‘Πολυθέαση’’ και βρίσκοντας ένα ασφαλές σημείο παρκάραμε τα αυτοκίνητά μας.

Χρειαστήκαμε 1,5 χλμ από τη διασταύρωση και 12 συνολικά, για να βρεθούμε από τη Βέροια στα 670 μέτρα υψόμετρα.

Αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την ορειβατική μας δραστηριότητα σε μια περιοχή που θα πραγματοποιούσαμε «δικιά  μας» διαδρομή,  «χαράζοντας» ένα «δικό μας» μονοπάτι.

Ετοιμαζόμασταν δηλαδή για κάτι καινούργιο.

Ο ουρανός καθαρός, η θερμοκρασία στα υψηλά -για το Μάϊο μήνα- επίπεδα και ο ήλιος έκαιγε από πάνω μας.

Ήταν οι κατάλληλες συνθήκες για εξερεύνηση και για ανακάλυψη άγνωστων για μας περασμάτων στην ανηφορική πλαγιά προς την κορυφή

Τα σακίδια ελαφριά. Περιείχαν τα πολύ απαραίτητα για μια ανάβαση με θαυμάσιο καιρό.

Ετοιμαστήκαμε.

Ο Θανάσης ενεργοποίησε το GPS, για να «καταγράψει» την καινούργια διαδρομή.

Φορτωθήκαμε τα σακίδιά μας, πήραμε βαθιές ανάσες και ξεκινήσαμε.

Δεν αργήσαμε να μπούμε στο ρέμα. Τον χωμάτινο δρόμο τον αντικατέστησε μονοπάτι.

Βρεθήκαμε μέσα σε ένα καταπράσινο…φυτικό τούνελ.

Εκεί, δεν χρειαστήκαμε, πλέον, ομπρέλα για να προφυλαχτούμε από τον καυτό ήλιο.

Η γύρω μεικτή βλάστηση δημιουργούσε μια ευχάριστη σκιά.

Η πορεία μας ανηφορική και η κλίση του εδάφους ολοένα μεγάλωνε.

Το τοπίο «χρωματισμένο» με ελάχιστα χρώματα.

Το πράσινο του νεανικού φυλλώματος -της Άνοιξης- στα κλαδιά, το γκρίζο των κορμών των δένδρων και εκείνο των βράχων που προσπερνούσαμε και το καφετί των ξηρών πεσμένων φύλλων -του φθινοπώρου- που πατούσαμε, «χρωμάτιζαν» το όλο σκηνικό που αντικρίζαμε  στο πέρασμά μας ( φωτ. από 9 έως και 12).

Κάπου-κάπου συναντούσαμε κόκκινες κορδέλες, που ανέμιζαν κρεμασμένες στα κλαδιά των δένδρων.

Θα τις είχαν τοποθετήσει οι αναβάτες, μάλλον, των endure μοτοσικλετών για τη «σήμανση» της διαδρομής τους.

Το «μονοπάτι» της ρεματιάς ανηφορικό μεν, αλλά βατό.

Υπήρξαν, όμως, και σημεία -μετρήσαμε 4- με εμπόδια.

Πεσμένοι κορμοί μεγαλόσωμων  δένδρων «κόβανε» το μονοπάτι στα…δύο.

Το πέραμά τους απαιτούσε προσοχή για την αποφυγή ανεπιθύμητων τραυματισμών (φωτ. από 13 έως και 17).

Συνεχίζαμε.

Βρισκόμασταν ακόμη μέσα στο δροσερό…τούνελ.

Την ομορφιά του μεικτού δάσους το συμπλήρωνε το κελάηδισμα του πουλιού, που νομίζαμε πως μας ακολουθούσε μέχρι πάνω.

Συναντήσαμε δένδρα με χαραγμένα στους κορμούς τους διάφορα σύμβολα, ονόματα, ημερομηνίες.

Παρόμοιες εικόνες αντικρίζουμε και σε άλλες περιοχές και σε άλλους ορεινούς όγκους που ορειβατούμε (φωτ. 18).

«Τι είναι αυτά μπροστά μας, αρχηγέ;;;!!!» φώναξα κάποια στιγμή.

«Βρισκόμαστε μήπως σε εκθεσιακό χώρο με έργα αφηρημένης τέχνης;;!!» ρώτησα με, δήθεν, απορία τον Τοτό.

Βρεθήκαμε μπροστά σε σκουριασμένα ποδήλατα που τα είδαμε να κρέμονται στα δένδρα, λες και τα έχει τοποθετήσει εκεί κάποιο αόρατο χέρι.

Θα τα είχαν, φαίνεται, παρασύρει από το ορεινό χωριό του Ξηρολίβαδου τα ορμητικά νερά που, κάποτε, τρέχανε μέσα στο ρέμα και βρέθηκαν εκεί έτσι, «σκαλωμένα» στα κλαδιά των θάμνων (φωτ. 19 και 20).

Η ανηφορική πορεία μας στο ‘‘Ρέμα Καράντερε’’, με όλα τα εμπόδια που περάσαμε και όλες τις πιο πάνω εικόνες που αντικρίσαμε, κράτησε μία ώρα και 40 λεπτά.

Βγήκαμε σε ένα ξέφωτο και κοντά στο δασικό δρόμο που οδηγούσε στο χωριό Ξηρολίβαδο.

Βρεθήκαμε, ξαφνικά, «εκτεθειμένοι» στον καυτό ήλιο, χωρίς να έχουμε την…φυτική ομπρέλα…να μας προστατεύει πλέον και την ευχάριστη δροσιά της ρεματιάς να την έχουμε αφήσει πίσω μας.

Μπροστά μας το δάσος των κωνοφόρων, που κυριαρχούσαν στην πλαγιά, με τα ελάχιστα φυλλοβόλα να κάνουν τη διαφορά στο τοπίο, «πνιγμένα» μέσα στα έλατα και τα μεγαλόσωμα πεύκα.

Σημάδια μονοπατιού δεν υπήρχαν και οι κόκκινες κορδέλες απουσίαζαν.

Από δώ και πέρα θα ξεκινούσαμε την εξερεύνησή μας, την ανακάλυψη του άγνωστου, την «χάραξη» της «δικιάς μας» διαδρομής.

Θα προχωρούσαμε ακολουθώντας τη σιγουριά της εμπειρίας του ακούραστου αρχηγού μας, που έχει «οργώσει» όλα σχεδόν τα βουνά, καθώς και τις υποδείξεις του Θανάση, που ανέλαβε να «συμβουλεύεται» τον ορειβατικό πλοηγό του (φωτ. 21 και 22).

Στα αριστερά μας, όπως ανεβαίναμε, ο δασικός δρόμος και στα δεξιά η πλαγιά με το πευκόδασος, που θα την ανηφορίζαμε για την κορυφή.

Ακολουθήσαμε αρχικά τον χωματόδρομο, με κατεύθυνση στα δεξιά. Εάν προχωρούσαμε στα αριστερά θα φτάναμε, μετά από κάποια λεπτά, στα πρώτα σπίτια του Ξηρολίβαδου.

Η πορεία μας στο χωμάτινο δρόμο σύντομη. Αποφασίσαμε να μη το συνεχίσουμε άλλο.

Από κάποιο σημείο του λοιπόν το εγκαταλείψαμε και μπήκαμε στο πυκνό πευκόδασος της πλαγιάς με τη μεγάλη κλίση (φωτ.23 και 24) .

. 24

Έχοντας για «σύμβουλό» μας το GPS, την εμπειρία του Τοτού και την εικόνα της πλαγιάς στο μυαλό μας, ανηφορίζαμε περνώντας ανάμεσα από τα ψηλόκορμα κωνοφόρα και τα θαμνώδη κέδρα.

Η ανάβαση απαιτητική. Απαιτούσε δύναμη στα πόδια και πολύ κουράγιο.

Προχωρούσαμε.

Η ταλαιπωρία της περιπλάνησης είχε διάρκεια 30 λεπτών.

Τα κωνοφόρα άρχισαν να αραιώνουν.

Βγαίναμε, επιτέλους, από το πυκνό δάσος.

Βρεθήκαμε  στο ξέφωτο της κορυφογραμμής.

Η θέα από ψηλά όλο ομορφιά. Ένα καταπληκτικό σκηνικό τοπίων «ξεδιπλώθηκε» γύρω μας, προκαλώντας τον θαυμασμό μας στο αντίκρισμά του.

Βλέπαμε τον Όλυμπο, τα Πιέρια, την απέναντι κορυφογραμμή του Βερμίου και τις δεκάδες κορυφές του: ‘‘Στουρνάρι’’ (υψ. 1.770 μ.),  ‘‘Μαγούλα’’ (υψ. 1.760 μ.), ‘‘Γυμνή Κορυφή’’ (υψ. 1.759 μ.), ‘‘Φαρμακόχωρτο’’,  ‘‘Αρσούμπασι’’ (υψ. 1.875 μ.) κ.α.

Κοιτάζοντας χαμηλά, βλέπαμε το Ξηρολίβαδο με την χαρακτηριστική λιμνούλα του και το φανταστικό καταπράσινο δάσος του.

Φάνηκε και η κορυφή του προορισμού μας (φωτ. 25, 26, 27).

Η παρουσία του…«Δράκου του Δάσους»…που «ήθελε» να μας..τρομάξει…με τον σχηματισμό του, μάς άφησε αδιάφορους. Η προσοχή μας ήταν στραμμένη στις ομορφιές της Άνοιξης

Εμείς, εκείνη τη στιγμή, χαιρόμασταν πιο πολύ το ανθοστολισμένο ξέφωτο. Η Μάνα Φύση γιόρταζε και έπρεπε να το χαρούμε.

Παντού η πολυχρωμία, που ομόρφυνε το τοπίο.

Μικροσκοπικές Ίριδες, μικρόσωμα βολβώδη, πρίμουλες και αμέτρητα άλλα πολύχρωμα λουλουδάκια που κάνανε τη διαφορά.

Κοντεύαμε στην κορυφή (φωτ. 28, 29, 30)

Φτάσαμε στον προορισμό μας.

Χρειαστήκαμε 3 ώρες και 25 λεπτά ανηφορικής πορείας για να βρεθούμε από σημείο που αφήσαμε τα αυτοκίνητά μας στα 1.805 μέτρα υψόμετρο της κορυφής με τοπωνύμιο «Ξηροβούνι».

Τόσος χρόνος χρειάστηκε για την περιπέτειά μας στο άγνωστο.

Όλα πήγαν καλά. Γνωρίσαμε άγνωστες, για μας, γωνιές της περιοχής, «χαράξαμε» μία «δικιά μας» διαδρομή, προσθέσαμε άλλη μία εμπειρία στο «ορειβατικό βιογραφικό» μας.

Στον ουρανό εμφανίστηκαν τα πρώτα συννεφάκια. Ήταν ό,τι χρειάζονταν εκείνη τη στιγμή, για την προστασία μας από τον ήλιο, στην γυμνή από ψηλή βλάστηση κορυφή (φωτ. 31, 32).

«Στρώσαμε» το…κυριακάτικο τραπέζι…μας και καθίσαμε να απολαύσουμε τα…καλούδια…που κουβαλήσαμε τόσες ώρες μαζί μας.

Με την καταπληκτική θέα από ψηλά, το σάντουϊτς, οι μπάρες δημητριακών, οι μπανάνες και τα υγρά με ηλεκτρολύτες ήταν ό,τι πρέπει μετά την απαιτητική ανάβαση των 3,5 περίπου ωρών.

Από τα 1.805 μέτρα υψόμετρο μπορέσαμε να διακρίνουμε την τεχνητή Λίμνη του Πολύφυτου Κοζάνης και να δούμε καλύτερα όλες σχεδόν τις κορυφές του ορεινού όγκου του Βερμίου.

Κάποια στιγμή εμφανίστηκε ένας νεαρός, ο Κωνσταντίνος.

Ανέβηκε στην κορυφή απο το κλασικό μονοπάτι.

Ο μικρός ορειβάτης μάς πληροφόρησε πως τον ακολουθούν και άλλοι της οικογένειας και συγγενείς.

Ερχόμενοι από το χωριό Νησέλι Αλεξάνδρειας θέλανε να ζήσουν την κυριακάτικη εμπειρία τους στο βουνό της Ημαθίας.

Φάνηκε και ο Δημήτρης (φωτ. 33)

Ακολούθησαν και οι υπόλοιποι: η 5χρονη Νιόβη και οι συνοδοί τους. «Οδηγός» τους στο βουνό ήταν ο θείος των παιδιών.

Έτσι εκεί, στο πουθενά, γίναμε, όλοι μαζί, μια όμορφη παρέα.

Συζητήσαμε μαζί τους, τούς «ξεναγήσαμε» δείχνοντας περιοχές και αναφέροντας τα τοπωνύμια της κάθε μιάς από αυτές.

Δείξανε ενδιαφέρον και πάνω από όλα την χαρά της πρωτόγνωρης εμπειρίας τους.

Η ώρα περνούσε. Έπρεπε να ξεκινήσουμε για την επιστροφή μας.

Αποφασίσαμε να κάνουμε διαφορετική διαδρομή επιστρέφοντας στη βάση. Μία διαδρομή που θα ήταν κατά πολύ μεγαλύτερη εκείνης της ανάβασης και θα απαιτούσε περισσότερο χρόνο πορείας.

Ξαναφορτωθήκαμε τα σακίδιά μας, χαιρετήσαμε τους μικρούς ορειβάτες και τους συνοδούς τους και ξεκινήσαμε. Μάς χαιρέτησαν χαμογελαστοί όλοι, εκτός από τη μικρούλα Νιόβη. Η 5χρονη, που ήταν κουρασμένη από την ανάβαση, προτίμησε να «χουχουλιάσει» στη βάση του τριγωνομετρικού της κορυφής (φωτ. 34).

Πήραμε , κατηφορίζοντας, το κλασικό μονοπάτι, που σε κάποιο σημείο του θα συναντούσε το Ευρωπαϊκό, το «Ε4».

Κατεβαίνοντας, προσπεράσαμε κάποια από τα ορύγματα, που τα συναντά κανείς σκορπισμένα σε πολλά σημεία του ορεινού όγκου. Αμέτρητα ορύγματα και εκατοντάδες πολυβολεία, σημάδια πολέμων και μαχών στην περιοχή.

Συναντήσαμε και μία ομάδα νεαρών, που ανηφόριζαν εκείνη τη στιγμή για την κορυφή (φωτ. 35).

Κατεβαίναμε.

Η κατάβαση χωρίς φυσικά εμπόδια και χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία.

Ακολουθήσαμε τα κόκκινα σημάδια της σήμανσης του κλασικού μονοπατιού.

Δεν αργήσαμε να συναντήσουμε το Ευρωπαϊκό.

Αφήσαμε, λοιπόν, τα κόκκινα σημάδια  και ακολουθήσαμε τα άλλα,  της τριχρωμίας του «Ε4».

Η κατεύθυνσή μας στα αριστερά. Προορισμός μας το χωριό Ξηρολίβαδο.

Εάν πηγαίναμε στα δεξιά, το Ευρωπαϊκό μονοπάτι θα μας οδηγούσε στην περιοχή με το τοπωνύμιο ‘‘Καρα Τσαϊρ’’ και συνεχίζοντας στη βάση του ‘‘Αρσούμπασι’’, στη συνέχεια στις περιοχές που βρίσκονται κοντά στο Χιονοδρομικό της Νάουσας και πάει λέγοντας.

Η πορεία μας χαλαρή και ευχάριστη σε σχεδόν επίπεδο έδαφος.

Ακολουθούσαμε το χωματόδρομο που αντικατέστησε το μονοπάτι «Ε4».

Κοντεύαμε στο χαρακτηριστικό πευκόδασος του χωριού με τα μεγαλόσωμα κωνοφόρα.

Προσπερνούσαμε ανθοστολισμένα λιβάδια.

Η Φύση όταν «ζωγράφιζε» το ανοιξιάτικο σκηνικό στο τοπίο θα Τής στάξανε, φαίνεται, κάποιες πολύχρωμες σταγόνες από το πινέλο και πέφτοντας κάτω «χρωμάτιζαν» το πράσινο της εδαφοκάλυψης κάνοντας τη διαφορά.

Έτσι, το όλο σκηνικό σού προκαλούσε τον θαυμασμό στο αντίκρισμά του και σε «προσκαλούσε» να το συμπληρώσεις με την παρουσία σου «παίζοντας» το ρόλο του…μοντέλου φωτογράφησης (φωτ. από 36 έως και 39).

Φτάσαμε στο πευκόδασος του Ξηρολίβαδου. Κόσμος πολύς.

Μετά την άρση κάποιων μέτρων κατά της πανδημίας και αφού δόθηκε το «Οκ» στους «Μένουμε Σπίτι» να ανοίξουν, επιτέλους, τις…πόρτες εξόδου των σπιτιών τους…, ο κόσμος απέδρασε μετά απο 50 περίπου μέρες εγκλεισμού του. Κάποιοι επέλεξαν τις παραλίες και κάποιοι άλλοι προτίμησαν την εξοχή (φωτ. 40).

Δροσιστήκαμε στη βρύση του πευκόδασους με το τρεχούμενο νερό της και συνεχίσαμε.

Το χωμάτινο δρόμο το διαδέχτηκε πλέον ο ασφάλτινος, που οδηγούσε στο χωριό.

Τον ακολουθήσαμε.

Περπατούσαμε ακόμη πάνω στο Ευρωπαϊκό μονοπάτι «Ε4», που το αντικατέστησε ο ασφαλτόδρομος (φωτ. 41 και 42).

Φτάνοντας στη διασταύρωση με τον ανηφορικό χωμάτινο δρόμο , που συναντήσαμε στα δεξιά μας, εγκαταλείψαμε το «Ε4» και συνεχίσαμε για το χωριό.

Εάν ακολουθούσαμε τον χωματόδρομο, το Ευρωπαϊκό μονοπάτι θα μας οδηγούσε στην κορυφή ‘‘Ιμπιλί’’, στη συνέχειά του στη βάση της κορυφής ‘‘Φούρκα’’, μετά στο ορεινό χωριό Καστανιά με τη Μονή της Παναγίας Σουμελά και πάει λέγοντας (φωτ. 43).

Φτάνοντας στα πρώτα σπίτια του Ξηρολίβαδου, βγήκαμε απο τον κεντρικό ασφαλτόδρομο και ακολουθήσαμε εκείνον, στα αριστερά μας, που οδηγούσε σε δασικό χωμάτινο.

Δεν απομακρυνθήκαμε πολύ από το ορεινό χωριό και συναντήσαμε τα…μανεκέν…της περιοχής. Η απρόσμενη παρουσία μας τα ξάφνιασε. Αγελάδες μαύρες, καφετί, με λευκές…πιτσιλιές, άφησαν για λίγο το καταπράσινο χορταράκι του χορτολίβαδου και παρακολουθούσαν την κάθε κίνησή μας με τα τρομαγμένα ομορφούλικα μικρά τους (φωτ. 44).

Η πορεία μας πάνω στο δασικό δρόμο σύντομη.

Τον εγκαταλείψαμε μπαίνοντας στο κατηφορικό μονοπάτι, που συναντήσαμε στα δεξιά μας.

Στο σημείο υπήρχαν κόκκινες κορδέλες που ανέμιζαν κρεμασμένες στα κλαδιά των δένδρων οξυάς.

Μπήκαμε στο πανέμορφο και δροσερό φυτικό…τούνελ που μας οδηγούσε στο ‘‘Ρέμα Καράντερα’’.

Η πορεία μας κατηφορική και ευχάριστη. Άρχισαν να ακούγονται και τα τιτιβίσματα των πουλιών που διέκοπταν τη σιωπή του καταπράσινου δάσους.

Δεν αργήσαμε να συναντήσουμε και τα γνώριμα περάσματα που τα περάσαμε ανηφορίζοντας.

Πεσμένοι κορμοί που «κόβανε» το μονοπάτι στα δύο, «γαντζωμένα» στα κλαδιά των θάμνων ποδήλατα, κορμοί με χαραγμένα σύμβολα-σχήματα…κ.α.

Εικόνες δηλαδή που αντικρίσαμε ώρες νωρίτερα ανεβαίνοντας τη ρεματιά (φωτ. από 45 έως και 49).

Κοντεύαμε στα αυτοκίνητα.

Χρειαστήκαμε 3 ώρες και 25 λεπτά κατηφορικής πορείας για να φτάσουμε στη βάση.

Φτάνοντας στα αυτοκίνητα αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την επιστροφή μας στη Βέροια.

Στο σημείο αυτό έφτανε στο τέλος της μία ακόμη κυριακάτικη δραστηριότητά μας στο βουνό.

Μία δραστηριότητα που περιελάμβανε καινούργιες εμπειρίες, που προστέθηκαν στο «ορειβατικό βιογραφικό» μας.

Εξερεύνηση, γνωριμία με το άγνωστο, χάραξη «δικιάς μας» διαδρομής κ.α.

Αφού ετοιμαστήκαμε, αναχωρήσαμε για τη ‘‘Βασίλισσα του Βορά’’, την όμορφη πρωτεύουσα της Ημαθίας, με γεμάτες τις…μπαταρίες…μας και έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε την άχαρη καθημερινότητα της βδομάδας που θα μας ξημέρωνε.

Η διαδρομή που «αποτυπώθηκε» στο GPS του Θανάση και την πραγματοποιήσαμε με επιτυχία είναι (φωτ. 50):

«Με τη σοφία που μάζεψα με τον καιρό, ανακάλυψα πως κάθε εμπειρία, είναι μια μορφή εξερεύνησης.»  (Ansel Adams, Αμερικανός φωτογράφος)

Απολογισμός :

Διαδρομή: Θέση λίγο μετά την «Πολυθέαση» (υψ. 670 μ.) – «Ρέμα Καράντερε» – «δικό μας» μονοπάτι – κορυφή «Ξηροβούνι » (υψ. 1.805 μ.) – κλασικό μονοπάτι – μονοπάτι «Ε4» – χωριό Ξηρολίβαδο – «δικό μας» μονοπάτι – «Ρέμα Καράντερε» – ΙΧ

Υψομετρική  διαφορά : 1.190 μ. ( με τα ανεβοκατεβάσματα. Στοιχεία GPS).

Χρόνος :      7 ώρες και 29 λεπτά ( συνολικός χρόνος )

Απόσταση:  23 χλμ.

banner-article

Ροη ειδήσεων