Ιστορία Λογοτεχνία

Σπύρος Μελάς “Ο Κολοκοτρώνης στη Φιλική”

Ο Αναγνωσταράς, από τους καπεταναίους που είχαν ανέβει στην Πετρούπολη να γυρέψουν από τον Τσάρο μιστούς, που είχαν να λάβουν από τον καιρό που υπηρετούσαν στα Εφτάνησα, είχε γυρίσει τώρα μαζί με το Χρυσοσπάθη και το Δημητρακόπουλο, κατηχημένος στα μυστήρια της Φιλικής και σταλμένος να κατηχήσει κι άλλους. Είχαν βγει κρυφά στην Ύδρα κι αγνώριστοι μένανε στο σπίτι του Καλαβρυτινού Νικηφόρου Παμπούκη, που ήταν δάσκαλος στο υδραίικο σχολείο. Το πρώτο που σκέφτηκαν ήταν να μπάσουν στη Φιλική Εταιρεία τον Κολοκοτρώνη. Του ‘στειλαν πρόσκοπο τον Πάγκαλο. Ο Αναγνωσταράς του ‘χε δώσει για καλό και για κακό κι ένα γράμμα. Ο Κολοκοτρώνης τον θυμόταν κάπως. Ξαφνιάστηκε όμως, άμα τον είδε. Τον τράβηξε σ’ έναν εξοχικό περίπατο. Όταν άρχισε να του κάνει το συνηθισμένο ψάρεμα στους κατηχουμένους, ο Κολοκοτρώνης τον έκοψε ανυπόμονα:

– Πες μου τα όλα, μίλα ξάστερα! Δεν ταιριάζουν σ’ εμένα λόγια λοξά. Είναι χρόνια που προσμένω τέτοιο χαμπέρι.

 Του τα είπε όλα. Φως άστραψε μέσα του. Η ιδέα μιας πανελλήνιας συνωμοσίας, που να ενώνει πολιτικούς κι ιερωμένους, εμπόρους και ναυτικούς, οπλαρχηγούς και προεστούς -μιας συνωμοσίας, που θα χτυπούσε απ’ ολούθε και µ’ όλους τους τρόπους τον τύραννο, με δυνάμεις ελληνικές, χωρίς μάταιη ελπίδα για ξένη βοήθεια- του φαινόταν η μόνη σωτηρία. Είδε μπροστά του το δρόμο του λυτρωμού. Γύρεψε στη στιγμή να ορκιστεί.

– Εγώ, η οικογένειά μου, τ’ άρματά μου, το αίμα μου, ό,τι έχω, είναι για την Ελλάδα.

Τράβηξαν κάτω το δρόμο της Μπάχαλης με τις μύριες ομορφιές: Τριγυρισμένο από καρυδιές, ελιές, φοινικιές, κυπαρίσσια, κιτριές, λεμονιές, ζωσμένο πρασινάδα και λουλούδια είναι ένα εκκλησάκι, ο Άγιος Γεώργιος των Λατίνων. Δεν έχει καμιά σχέση με τους δυτικούς. Λατίνοι λέγονταν η οικογένεια που το ‘χτισε. Ήταν το αγαπημένο εκκλησάκι του Κολοκοτρώνη. Σ’ αυτό είχε βαφτίσει όσα παιδιά είχεν αποκτήσει στη Ζάκυνθο. Σ’ αυτό το εκκλησάκι τράβηξε ο Κολοκοτρώνης τον Πάγκαλο, για να δώσει μπροστά του το μεγάλο όρκο.

Ο παπάς ήταν δικός τους. Ήταν ο Ηπειρώτης Άνθιμος Αργυρόπουλος. Βρισκόταν πρόσφυγας στη Ζάκυνθο, κατατρεγμένος από τον Αλή πασά. Αυτός όρκιζε όλους τους φιλικούς και κρατούσε τακτικό αρχείο. Απάνω σ’ ένα σκεβρωμένο, παλιό εικονισματάκι με τρεις σβησμένες μορφές, έβαλε το πλατύ μεγάλο χέρι του ο ελευθερωτής των ραγιάδων να δώσει τον όρκο. Είναι γονατιστός, σκυμμένος μπροστά στο μεγαλείο της ιδέας. Το μεσόφωτο της εκκλησίτσας εξαϋλώνει τις τρεις μορφές. Κορμιά δεν υπάρχουν. Ψυχές λειτουργάνε. Μια μια ξαναγυρίζουν τις φοβερές λέξεις του όρκου οι αντίλαλοι απ’ όλες τις γωνιές, που ‘ναι γεμάτες σκοτάδι και μυστήριο. Και τις μεγαλώνουν, τις πληθαίνουν. Σαν να ‘ναι μπροστά όλα τα μαύρα κοπάδια των ραγιάδων και να ορκίζονται μαζί του. Ανήσυχοι φτερουγίζουν κάτω από το θόλο οι αντίλαλοι αυτοί σαν πουλιά, που γυρεύουν ανοιχτό διάβα να πετάξουν στην Ελλάδα, να κράξουν σε συναγερμό τα σύγνεφα της μεγάλης τρικυμίας. Ύστερα οι φράσεις για την πατρίδα κόβονται από στεναγμούς και αναφιλητά. Και τώρα σιωπή βαθιά και κατανυχτική.

Το μυστήριο έχει τελειώσει. Ο Κολοκοτρώνης γυρίζει αλλαγμένος στο σπίτι του. Πότε είναι αλαφρός, χαρούμενος, πετάει. Και πότε πέφτει άξαφνα σε συλλογή. Τον βλέπουν για πρώτη φορά, ύστερα από μήνες, να κοιτάζει να συγυρίζει τ’ άρματά του. Κατεβαίνει στο κατώγι και εξετάζει μη λείπει τίποτ’ από τη σέλα, την όμορφη, που ‘χει από το σύνταγμα του Δούκα της Υόρκης. Δεν είναι ήσυχος πια. Συνήθιζε να πηγαίνει ν’ ακούει το Μαρτελάο και τον Καλύβα, όταν έκαναν μάθημα. Τώρα του φαίνεται πως δεν λένε τίποτε. Ονειρεύεται ντουφέκι, σπαθί, μάχες, νίκες, θάνατο.

Μια μέρα είναι στην τάξη του Καλύβα. Τον ακούει που κάνει μάθημα. Απάνου στην έδρα είν’ ένα χοντρό βιβλίο -μια πολύτιμη έκδοση. Άξαφνα του φωνάζει:

– Τι τα μαθαίνεις αυτού τα παιδιά; Να, ετούτο να τα μάθεις! Και χύνεται στο βιβλίο και θέλει να σχίσει τα φύλλα του, για να δείξει σε δάσκαλο και μαθητές πώς φτιάνουν τα χαρτούτσα, τα φυσέκια της μπαρούτης για το ντουφέκι. Κι είδαν κι έπαθαν να γλιτώσουν το βιβλίο από τα χέρια του.[…]

Σπύρος Μελάς “Ο Γέρος του Μοριά” (απόσπασμα)

banner-article

Ροη ειδήσεων