Life

Όλυμπος. Στο χιονισμένο “Λιβαδάκι” η Ορειβατική Ομάδα Βέροιας “Τοτός”

Περιγραφή:  Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος

Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος,  Αθανάσιος Συργιάννης, Αντώνιος Τολιόπουλος

 «Με τη σοφία που μάζεψα με τον καιρό, ανακάλυψα πως κάθε εμπειρία, είναι μια μορφή εξερεύνησης.»  (Ansel Adams, Αμερικανός φωτογράφος)

Κυριακή 17-03-2019.

Ξημέρωνε μια καινούργια μέρα.

Άρχιζε να χαράζει από νωρίς. Μάρτιος και οι μέρες μεγάλωναν αισθητά.

Πέρα στο βάθος και πάνω από τον ορεινό όγκο του Χορτιάτη η κιτρινοπορτοκαλί χρωματισμού μακρόστενη λωρίδα απομάκρυνε, από τη μια στιγμή στην άλλη, το σκούρο πέπλο της νύχτας.

Αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε και εμείς, τα μέλη της ορειβατικής ομάδας Βέροιας «Τοτός», για την  κυριακάτικη προγραμματισμένη εξόρμηση.

Μας περίμενε το «Μικρό σπίτι στο λιβάδι», έτσι συνηθίσαμε να αποκαλούμε το μικρό πέτρινο καταφύγιο Ανάγκης, που βρίσκεται στα 2.100 μέτρα υψόμετρο στη θέση «Λιβαδάκι» του Ολύμπου (φωτ. 1 και 2, παλαιότερες).

Τα ρολόγια δείχνανε 06.00 π.μ.. Ήταν η ώρα που ξεκινήσαμε από τη Βέροια για το Λιτόχωρο Πιερίας.

Ο ήλιος με τις πρώτες πρωινές ακτίνες του έδινε ζωντάνια στη Φύση. Όλα γύρω άρχιζαν να χρωματίζονται και να παίρνουν τη μορφή τους.

Και από τις δύο πλευρές της Εγνατίας Οδού το απερίγραπτης ομορφιάς «ρόζ χαλί», που όσο κυλούσαν τα λεπτά γινόταν ακόμη πιο έντονο, δεν μας άφηνε να απομακρύνουμε το βλέμμα μας από πάνω του και από τα χείλη μας να ακούγονται επιφωνήματα θαυμασμού.

Ήταν οι ανθισμένες ροδακινιές του Ημαθιώτικου κάμπου, που κάνανε τη διαφορά σε όλο το ανοιξιάτικο απέραντο τοπίο με τους σκορπισμένους οικισμούς και τα χωριά (φωτ. 3).

Στο Νομό Πιερίας, βγήκαμε από την Εθνική Οδό «Αθηνών-Θεσσαλονίκης» και ακολουθήσαμε τον ανηφορικό επαρχιακό ασφαλτόδρομο που οδηγούσε στο Λιτόχωρο.

Από κάποιο σημείο της οδικής διαδρομής, καταφέραμε να διακρίνουμε το χιονισμένο «Λιβαδάκι», τον κυριακάτικο προορισμό μας, που ξεχώριζε λίγο πιο πάνω από τα καταπράσινα δάση κωνοφόρων δένδρων (φωτ. 4)   

Δεν αργήσαμε να φτάσουμε στο Λιτόχωρο, την ημιορεινή κωμόπολη του Νομού Πιερίας, που απλώνεται στη «σκιά» του βουνού των θεών.

Ανηφορίζοντας τον κεντρικό δρόμο προσπεράσαμε, στα δεξιά μας, το Δημοτικό Πάρκο «Κατούνια» και όσο προχωρούσαμε βλέπαμε να ορθώνεται μπροστά μας και πάνω από τα σπίτια της κωμόπολης ο μαγευτικός και εντυπωσιακός όγκος του ψηλότερου βουνού της Ελλάδας (φωτ. 5).

Προσπεράσαμε την πινακίδα με τις ενδείξεις: «Όλυμπος – Ι.Μ. Αγ. Διονυσίου, στα δεξιά» και κατευθυνθήκαμε προς το Κέντρο.

Φτάνοντας στο χαρακτηριστικό πέτρινο καμπαναριό της εκκλησίας του Αγ. Νικολάου, που βρίσκεται στην Κεντρική Πλατεία, συνεχίσαμε ακολουθώντας την ένδειξη της πινακίδας: «Προς Αγ. Ιωάννη» (φωτ. 6).

Περάσαμε μέσα από τα στενά δρομάκια της κωμόπολης, καθώς και από τα σοκάκια του παλιού παραδοσιακού οικισμού με τα πέτρινα σπίτια και τις πολλές μικρές πλατειούλες του. Το πέρασμα προσεκτικό. Κάποια στιγμή βγήκαμε από τον λαβύρινθο της πυκνοκατοικημένης παραθεριστικής πόλης.

Στα 2,5 περίπου χιλιόμετρα μετά την έξοδο, και με κατεύθυνση πάντα προς το εξωκλήσι του «Αγ. Ιωάννη», στρίψαμε δεξιά σε ένα δασικό χωματόδρομο που οδηγούσε στη θέση με τοπωνυμία: «Σκανδαλιάρα». Τον ακολουθήσαμε.

Ήταν ένας ανηφορικός δασικός δρόμος, σε κάπως καλή κατάσταση, και με πολλά στροφηλίκια. Αδιαφορήσαμε για την ύπαρξή τους προσπαθώντας να δούμε και να θαυμάσουμε όσες περισσότερες εικόνες μπορούσαμε στο πέρασμά μας μέσα από τα καταπράσινα δάση του κομματιού εκείνου της περιοχής.

Διανύσαμε άλλα 4,5 περίπου χιλιόμετρα οδικής διαδρομής για να φτάσουμε στο ξύλινο ταμπλό, που μαρτυρούσε την ύπαρξη μονοπατιού. Συνολικά, χρειαστήκαμε να διανύσουμε μια απόσταση 100 χιλιομέτρων και να κάνουμε 1,5 ώρες χαλαρής οδήγησης για να φτάσουμε από τη Βέροια στο σημείο που βρίσκεται η είσοδος του μονοπατιού που θα ακολουθούσαμε.

Στα 750 μέτρα υψόμετρο και μέσα σε ένα καταπράσινο δασώδες τοπίο αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την κυριακάτικη δραστηριότητά μας.

Ο ουρανός καθαρός από σύννεφα και ο ήλιο με την ανοιξιάτικη ζεστασιά του φώτιζε τα πάντα γύρω μας.

Οι κινήσεις μας «τυποποιημένες»: Στα σακίδιά μας τα πλέον απαραίτητα → Ο Θανάσης με τον Αντώνη ενεργοποίησαν τα GPS → Συντονίσαμε τους ασυρμάτους μας και → αφού ετοιμαστήκαμε, φορτωθήκαμε τα σακίδια και ξεκινήσαμε.

Μπήκαμε σε μονοπάτι με μια οργιώδη μαγευτική βλάστηση, που στην είσοδό του, πέρα από το παλιό ξύλινο ταμπλό, είχε στο κορμό ενός δένδρου ένα κόκκινο μεταλλικό βέλος με την ένδειξη: «LIVADAKI 8,5 km» και λίγο πιο κάτω την χαρακτηριστική σήμανση: μία κόκκινη βούλα μέσα σε ένα λευκό πλαίσιο (φωτ. 7).

Η πορεία μας, από την αρχή της κιόλας, ανηφορική. Το μονοπάτι ευδιάκριτο και με πολύ καλή σήμανση. Περπατούσαμε «υπό σκιάν» και με την πρωϊνή δροσιά του δάσους έντονα αισθητή.

Οι επιφανειακές ρίζες των δένδρων με τους διάφορους παράξενους σχηματισμούς τους έχουν δημιουργήσει σκαλοπάτια, που μας βοηθούσαν στην ανηφορική πορεία μας, το ίδιο και οι διάφοροι σχηματισμοί στους βράχους στα βραχώδη κομμάτια της διαδρομής  (φωτ. 8 και 9).

Προχωρούσαμε. Δεν κάναμε παραπάνω από 15 λεπτά ανηφορικής πορείας και φτάσαμε στα 850 μέτρα υψόμετρο. Βρισκόμασταν στη θέση με τη τοπωνυμία «Ντελή» ( DELI ).

Στο σημείο υπάρχει ένα άλλο μονοπάτι, στα δεξιά, που οδηγεί στη θέση «Γκόλνα» (GOLNA), σύμφωνα με την ενδεικτική μεταλλική πινακίδα-βέλος (φωτ. 10).

Στη διασταύρωση μονοπατιών δεν καθυστερήσαμε καθόλου. Φωτογραφίες και συνεχίσαμε. Η διαδρομή εξακολουθούσε να είναι φανταστική. Οι εικόνες που αντικρίζαμε μαγευτικές και εναλλάσσονταν σε κάθε μας βήμα. Περάσαμε μέσα από δάση με μεικτή πυκνή βλάστηση, μέσα από δάση οξιάς, καθώς και εκείνα με τα πανύψηλα μαυρόπευκα. Δεν έλειψαν και τα περάσματά μας μέσα απο δάση με έλατα.

Η πορεία μας μετά τη θέση «Ντελή» γινόταν, αρχικά, στην ανήλια πλαγιά του ορεινού όγκου με την ψυχρούλα στα τμήματα εκείνα να ήταν ακόμη πιο αισθητή. Συναντήσαμε και το πρώτο χιονάκι.

Η μαγεία του τοπίου που βλέπαμε, η ομορφιά των εικόνων που αντικρίζαμε, οι εναλλαγές της χλωρίδας όσο ανεβαίναμε, καθώς και εκείνες της μορφολογίας του εδάφους που περπατούσαμε βήμα-βήμα, δεν μπορούσαν να περάσουν έτσι…απαρατήρητα. Όλες τις παραπάνω εικόνες τις «αιχμαλωτίζαμε» στις μνήμες των ψηφιακών μας φωτογραφικών μηχανών  (φωτ. από 11 μέχρι και 15).

Μετά από μία ώρα συνεχούς ανηφορικής πορείας φτάσαμε σε ένα μικρό ξέφωτο που βρίσκεται στα 1.220 περίπου μέτρα υψόμετρο. Βρισκόμασταν στη θέση με τοπωνυμία «Κάτω Τσουκνίδα» (φωτ. 16 και 17).

Ολιγόλεπτη στάση. Υγρά, μπάρες δημητριακών, σοκολατάκια, ήταν τα απαραίτητα συμπληρώματα μετά από μια απαιτητική ανηφορική πορεία σε πλαγιά με μεγάλη κλίση. Φωτογραφίες και αφού ξαναφορτωθήκαμε τα σακίδιά μας ξεκινήσαμε για τη συνέχεια.

Δεν κάναμε παραπάνω από 20 λεπτά πορείας από το μικρό ξέφωτο και συναντήσαμε ένα δεύτερο, κάπως μεγαλύτερο, με μεταλλικούς πασσάλους περίφραξης που μαρτυρούσαν την αρχή, μάλλον, του Εθνικού Δρυμού.

Βρισκόμασταν στα 1.340 περίπου μέτρα υψόμετρο σε ένα χιονισμένο τοπίο και κοντά στη θέση με την τοπωνυμία «Άνω Τσουκνίδα» (φωτ. 18 και 19).

Ξαναμπήκαμε στην ανήλια πλαγιά. Η πορεία μας στο κομμάτι εκείνο της διαδρομής δεν κράτησε πολύ (φωτ. 20).

Ξαναβγήκαμε στο φώς. Βρεθήκαμε στην πλευρά που ο ήλιος με την ανοιξιάτικη ζεστασιά του δημιουργούσε ένα ευχάριστο κλίμα για τη συνέχεια. Πέρα από τη ζεστασιά του ήλιου, την προσπάθειά μας την αποζημίωνε και η θέα που μπορούσαμε πλέον να αντικρίσουμε από ψηλά.  Ο Θερμαϊκός, ο «Κίσσαβος ή Όσσα», τμήμα του κάμπου της Πιερίας κ.α. Όμορφες εικόνες (φωτ. από 21 έως και 24) .

Δεν κάναμε παραπάνω από μία ώρα και 40 λεπτά πορείας, από το τελευταίο ξέφωτο, και βρεθήκαμε στη θέση με την τοπωνυμία: «Πελεκούδια». Υπάρχει μια σχετική μεταλλική πινακίδα του Ε.Ο.Σ. Λιτοχώρου, που τη βρήκαμε διάτρητης από σφαίρες «κυνηγών-σκοπευτών» (φωτ. 25).

Το χιόνι στο σημείο πολύ και όσο ανεβαίναμε υψομετρικά γινόταν περισσότερο. Η ποιότητά του μέτρια. Υγρό επιφανειακά και παγωμένο βαθύτερα. Ο Αντώνης ανέλαβε το δύσκολο έργο της «δημιουργίας πατημάτων». Ακολουθούσαν οι υπόλοιποι της ομάδας. Και εγώ η «σκούπα», έτσι αποκαλούμε τον τελευταίο, πατούσα, ο τυχερός, στα έτοιμα «πατήματα» των προηγούμενων χωρίς να δυσκολεύομαι στα περάσματά μου. Ήταν η «αμοιβή» της «δημοσιογραφικής» μου κάλυψης της όλης κυριακάτικής μας δραστηριότητας.

Με τα πόδια μας να βυθίζονται μέσα στο χιόνι μέχρι τα 40 εκατοστά και τα μπατόν μέχρι και το ένα μέτρο, συνεχίζαμε την απαιτητική μας ανηφορική πορεία (φωτ. 26).

Από κάποιο σημείο και μετά δεν ακολουθήσαμε τη σήμανση του μονοπατιού, που συνέχιζε «ζιγκ-ζαγκ», αλλά ανηφορίσαμε την πλαγιά με τη μεγάλη κλίση για να «κόψουμε» διαδρομή. Μπορεί το εγχείρημά μας αυτό να απαιτούσε γερά πνευμόνια και πολύ κουράγιο, γλυτώναμε όμως έτσι ένα μεγάλο κομμάτι της διαδρομής με το πολύ χιόνι.

Αφού άντεχε ο προπορευόμενος Αντώνης «ανοίγοντας πατήματα», εμείς γιατί να μη το…εκμεταλλευόμασταν. «Χάρα στο κουράγιό του!!», έλεγα από μέσα μου. Όσο ανεβαίναμε υψομετρικά, τόσο πλησιάζαμε στις περιοχές του ρόμπολου και της προΑλπικής ζώνης.

Κάποια στιγμή,  το  δάσος άρχιζε να αραιώνει. Μπροστά μας πλέον μονάδες ελάτων και των «ακέφαλων» ρόμπολων. Από κάποιο σημείο καταφέραμε να αντικρίσουμε τις ψηλότερες κορυφές του βουνού των θεών, καθώς και την απέναντι κορυφογραμμή.

Η «Σκάλα», ο «Μύτικας» (υψ. 2.918 μ.), το «Στεφάνι» (υψ. 2.911 μ.), η «Τούμπα», ο «Πρ. Ηλίας» (υψ. 2.787 μ.), η «Σκούρτα» (υψ. 2.475 μ.), όλα μπροστά μας και χαμηλά ο δασοσκέπαστος «Μαυρόλογγος» (φωτ. 27, 28, 29).

Κοντεύαμε στο «Λιβαδάκι». Πλησιάζαμε στα 2.050 μέτρα υψόμετρο. Η θέα από ψηλά απερίγραπτη. Μία εικόνα…χιλιάδες λέξεις. Επιφωνήματα θαυμασμού στο αντίκρισμά της. Βλέποντας όλα εκείνα που αντικρίζαμε γύρω, δεν μπορούσαμε να μείνουμε αμέτοχοι. Ήμασταν μεν μονάδες στο ψηλότερο βουνό της Ελλάδος…αλλά είχαμε πολλούς ρόλους στον με πολλά ενδιαφέροντα ορεινό όγκο του.

Πέρα από περιπατητές-ορειβάτες, γίναμε για κάποιες ώρες: θεατές, θαυμαστές, φωτογράφοι, ζωγράφοι, ποιητές, δημιουργοί και τέλος…ένα συμπληρωματικό κομμάτι του όλου θαυμάσιου εκείνου σκηνικού.

Ο ήλιος από πάνω μας έκαιγε και εμείς αισθανόμασταν «μικροί θεοί» στο βουνό των θεών και κάτω από τα πόδια μας, εκεί πολύ χαμηλά, σαν να βλέπαμε τους «θνητούς» που αντιμετώπιζαν την καθημερινότητα των πόλεων Κατερίνης και Θεσσαλονίκης, του Λιτόχωρου, των σκόρπιων οικισμών και χωριών του κάμπου της Πιερίας. Και στον Θερμαϊκό κάποιους άλλους, που πάλευαν για το μεροκάματό τους στα ήρεμα νερά του Κόλπου. Όμορφο σενάριο για…σκηνοθεσία (φωτ. 30, 31, 32).

Οι τελευταίοι βράχοι και νάτο !! Βλέπαμε μπροστά μας το ολόλευκο, αυτή την εποχή, «Λιβαδάκι».

Το «μικρό σπίτι στο λιβάδι», όμως;;!! Μάταια ψάχναμε το μικρό πέτρινο Καταφύγιο Ανάγκης του ΕΟΣ Λιτόχωρου στο μεγάλο πλάτωμα. Το είχε…«καταπιεί»…, κυριολεκτικά, το πολύ χιόνι!!

Μετά από μεγάλη προσπάθεια καταφέραμε να διακρίνουμε, κάπου στο βάθος, και μεταξύ των μεμονωμένων χαμηλόκορμων κωνοφόρων τη μαύρη καπνοδόχο που προεξείχε από το χιόνι (φωτ. 33).

Φτάσαμε. Μετά από μία πολύ απαιτητική ανηφορική πορεία 5 ωρών και 20 λεπτών φτάσαμε, επιτέλους, στο σημείο με το «βυθισμένο» μέσα στο χιόνι καταφύγιο.

Αποφασίσαμε να καθίσουμε στο τσιμεντένιο κομμάτι της σκεπής που προεξείχε. Υπολογίσαμε ότι το  χιόνι έπρεπε να ήταν πάνω από 1,5 μέτρο, για να καλύψει ολόκληρη την πόρτα εισόδου. Η τσιμεντένια βροχοδεξαμενή που βρίσκεται λίγο πιο πέρα από τον οικίσκο δεν φαινόταν καθόλου.

Ξεφορτωθήκαμε τα σακίδιά μας και δίπλα στην καπνισμένη καπνοδόχο «στρώσαμε» το…κυριακάτικο τραπέζι μας. Ζούσαμε εκείνη τη στιγμή μια πρωτόγνωρη εμπειρία !! (φωτ. από 34 έως και 38. Η φωτ. 37 την παραθέτω για τον υπολογισμό της ποσότητας του χιονιού που βρήκαμε στην περιοχή).

Τα 40 λεπτά ξεκούρασης ήταν υπεραρκετά. Μια ολιγόλεπτη σύσκεψη και αποφασίσαμε να μη συνεχίσουμε προς τις κορυφές: «Σημαιοφόρος»→«Πάγος»→«Καλόγερος», γιατί το πολύ χιόνι θα μας κούραζε και θα μας καθυστερούσε πολύ. Έτσι, καταλήξαμε να πάρουμε το μονοπάτι της επιστροφής.

Φωτογραφίες. Μία τελευταία ματιά στο γύρω τοπίο. Ξαναφορτωθήκαμε τα σακίδιά μας και ξεκινήσαμε. Το μονοπάτι της επιστροφής γνωστό, το περπατήσαμε ανηφορίζοντας. Οι εικόνες γνώριμες, τις βλέπαμε, όμως αυτή τη φορά, από άλλη οπτική γωνία και με διαφορετικό φωτισμό (φωτ. από 39 έως και 47).

Η επιστροφή μας: «Λιβαδάκι» → «Πελεκούδια» → «Άνω Τσουκνίδα»→«Κάτω Τσουκνίδα» →«Ντελή» → είσοδος μονοπατιού, δεν κράτησε παραπάνω από 4 ώρες.

Φτάνοντας στο αυτοκίνητο αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την επιστροφή μας στη Βέροια.

Στο σημείο αυτό είχε φτάσει στο τέλος της άλλη μια κυριακάτικη δραστηριότητά μας με αμέτρητες όμορφες εικόνες «αποτυπωμένες» σε μια γωνιά του μυαλού και εκατοντάδες άλλες «αιχμάλωτες» στις μνήμες των ψηφιακών μας μηχανών.

Το δίδαγμα της κυριακάτικής μας δραστηριότητας:

«Το οξυγόνο κρατάει ζωντανό το σώμα. Τα συναισθήματα κρατούν ζωντανή την ψυχή.”   (Antonio Cumetta)

Απολογισμός :

Διαδρομή: Είσοδος μονοπατιού στα 750 μέτρα υψόμετρο→«Ντελή»→«Κάτω Τσουκνίδα→

«Άνω Τσουκνίδα» → «Πελεκούδια» → «Λιβαδάκι» (υψ. 2.100 μ.)→ επιστροφή

Υψομετρική  διαφορά : 1.395 μ. ( με τα ανεβοκατεβάσματα. Στοιχεία GPS).

Χρόνος :      10 ώρες ( συνολικός χρόνος )

Απόσταση:  21,4 χλμ.

banner-article

Ροη ειδήσεων