“Από τις σύγχρονες διδακτικές διαδικασίες: Η στρατηγική της μονολογικής – διαλεκτικής διδασκαλίας”(α’) γράφει ο Αρ. Παπαγεωργίου
Επισημάνσεις
Οι συνειδητές επιλογές που καθορίζονται από σταθερά κριτήρια αναφοράς, προκειμένου να επιτευχθεί συγκεκριμένος διδακτικός σκοπός συνιστούν τη στρατηγική της διδασκαλίας. Πρόκειται για μαθησιακές πρακτικές που αφορούν το “πώς” της διδακτικής. Οριοθετούν το παιδαγωγικό είναι με γνώμονα τα δεδομένα και τις εφαρμογές του διδακτικού γίγνεσθαι.
Υπό το πρίσμα αυτής της οπτικής επισημαίνεται ότι η στρατηγική της μονολογικής – διαλεκτικής διδασκαλίας είναι η πλέον εμπεδωμένη διδακτική διαδικασία στην ελληνική εκπαιδευτική πραγματικότητα. Κυριαρχεί με ποικίλες παραλλαγές και ο έλληνας εκπαιδευτικός είναι οικειωμένος με τις παραμέτρους και τη δυναμική της. Ως διδακτικό μοντέλο συναρτάται άμεσα με την παραδοσιακή δασκαλοκεντρική μέθοδο παρά τις ποιοτικές διαφοροποιήσεις που παρουσιάζει. Επιχειρεί να διερευνήσει τα ερεθίσματα που δυνητικά προσφέρει ο λόγος του δασκάλου στην καλλιέργεια της κριτικής σκέψης και της διαλεκτικής αντίληψης των μαθητών.
Αναμφίβολα η στρατηγική διδασκαλίας αποτελεί σκόπιμη διδακτική παρέμβαση. Συναρτάται από τη φύση του διδακτικού αντικειμένου, τις μαθησιακές δυνατότητες σε κάθε ηλικία, τις συνθήκες διεξαγωγής της διδασκαλίας και τα κριτήρια που την υποστηρίζουν. Άλλωστε οι σκοποί της αγωγής είναι συνυφασμένοι με τη δεσπόζουσα ιδεολογία που οι ιστορικές και οι κοινωνικές συντεταγμένες επιβάλλουν. Σήμερα όλα τα προτεινόμενα σχήματα των στρατηγικών διδασκαλίας συγκλίνουν στην ανάπτυξη και την τόνωση της δημιουργικής σκέψης των μαθητών. Εστιάζονται στην προσδοκία ώστε η ατομική εργατική μάθηση να προσανατολιστεί και να απολήξει στη συνεργατική μάθηση. Ο βασικός παιδαγωγικός σκοπός επομένως αποβλέπει στη δυνατότητα να καταστεί η μετωπική, δασκαλοκεντρική διδασκαλία σε μαθητοκεντρική.
Στα δεδομένα που καθορίζουν οι σύγχρονες διδακτικές διαδικασίες είναι αναγκαίο να ενταχθεί και η μονολογική – διαλεκτική στρατηγική. Τα κριτήρια και οι στόχοι της συνεξετάζονται στο μέτρο που δικαιώνουν μια ζωτική εκπαιδευτική προσέγγιση. Διερευνάται δηλαδή η συνεισφορά της σε επίπεδο μαθησιακής και μεταγνωστικής αξιολόγησης. Ασφαλώς δεν παραγνωρίζονται οι βελτιωτικές απόπειρες που μπορούν να εκσυγχρονίσουν τη διεξαγωγή της καθιστώντας την πιο αποτελεσματική.
Στην παρούσα εργασία επιχειρείται να δειχθεί το θεωρητικό υπόβαθρο του μονολόγου και του διαλόγου ως προς τα δομικά τους χαρακτηριστικά και τη διδακτική λειτουργικότητα. Επίσης σκιαγραφούνται οι παράμετροι που μεταβάλλουν τη θεωρία σε διδακτική πράξη. Τέλος αποπειράται η κριτική αξιολόγηση της στρατηγικής. Είναι σαφές ότι κατά την προεργασία, την εφαρμογή και τη συνολική αποτίμηση της όποιας διδακτικής διαδικασίας, ισχύει ρητά η πλατωνική αναζήτηση «πυνθάνομαι και ερωτώ αεί»…
Διδακτική χρήση – Λειτουργικότητα
Η μονολογική – διαλεκτική στρατηγική προσφέρεται κυρίως για τη διδασκαλία οργανωμένων γνώσεων (Ματσαγγούρας 1994, 285). Η γόνιμη σύζευξη, η αμοιβαία διαπλοκή του μονολόγου με το διάλογο λειτουργεί εποικοδομητικά, κυρίως όταν πρόκειται να μεταδοθούν γνώσεις που δε γίνονται κατανοητές με μια πρώτη προσέγγιση και δεν παρουσιάζονται ως μεμονωμένα στοιχεία. Η συγκεκριμένη στρατηγική συνδέεται με διδακτικά αντικείμενα που οργανικά καθορίζονται από δομική συνθετότητα και αιτιακή αλληλουχία.
Στο φάσμα των σύνθετων γνωστικών πεδίων ανήκουν:
-
τα ακαδημαϊκά αντικείμενα και οι αφηρημένες έννοιες
Συμπεριλαμβάνονται πχ δυσερμήνευτα ζητήματα των θετικών επιστημών.
-
τα ιστορικά γεγονότα και οι κοινωνικοί συσχετισμοί
Η ερμηνευτική προσέγγιση και η αξιολογική τους κλιμάκωση, επειδή ακριβώς είναι πολυσήμαντη, προϋποθέτει διεξοδική ανάλυση και διαλεκτική αντιπαράθεση. Τα αντικείμενα ιστορικής υφής με αυτό το σύστημα διδάσκονται πληρέστερα.
-
τα μαθήματα στα οποία καταγράφονται και προβάλλονται κοινωνικές αξίες, στάσεις και συμπεριφορές
Η λογοτεχνία, η κοινωνιολογία, οι αρχές του δικαίου και των πολιτικών επιστημών απαιτούν ενδοσκόπηση και εμπεριστατωμένη κριτική. Τα πορίσματα αυτών των επιστημών συχνά είναι απότοκα συγκρουσιακών σχέσεων και ιδεολογικής ζύμωσης.
Η μονολογική – διαλεκτική διδασκαλία συνδέεται άρρηκτα με την παραδοσιακή αγωγή. Όμως παρουσιάζει και αισθητές διαφοροποιήσεις από τις μεθόδους τους. Η αποτελεσματικότερη λειτουργία της συγκεκριμένης στρατηγικής συνάδει πρωτίστως την προσαρμογή τους στις τρέχουσες παιδευτικές εξελίξεις.
Τα δομικά χαρακτηριστικά
Ο μονόλογος
Σύμφωνα με τη συντηρητική αντίληψη, η έννοια της διδασκαλίας ταυτίζεται αποκλειστικά με το μονόλογο του εκπαιδευτικού. Η γνώση εκλαμβάνεται ως ένα οργανωμένο σύστημα πληροφοριών ευρείας αποδοχής. Ο παραδοσιακός τύπος διδασκαλίας θεμελιώνεται στο διδακτικό μονόλογο και «αντικατοπτρίζει κοινωνικές καταστάσεις που αποζητούσαν σεβασμό στην κοινωνική ιεραρχία, προβάδισμα στη λογικοποίηση, αυστηρή οργάνωση και κλίμα σοβαροφάνειας και λογιότητας, παραδοχή δηλαδή της αυθεντίας ως της αρχής και του τέλους κάθε γνωστικής ενέργειας» (Φράγκος 1984, 417).
Η συγκεκριμένη διδακτική επιλογή κυριάρχησε στην παιδεία, καθώς αποκρυσταλλώθηκε ιστορικά στη συλλογική συνείδηση. Εξάλλου τη λογική αυτού του τύπου διδασκαλίας απηχούν απόψεις που ταύτισαν το δάσκαλο με το “φωτοδότη”, τον αποκλειστικό “μεταλαμπαδευτή” γνώσης.
Η μέθοδος του διδακτικού μονολόγου αμφισβητήθηκε έντονα ήδη από πολύ νωρίς. Η αποτελεσματικότητα της επέσυρε ποικίλες αποδοκιμασίες. Διαγνώστηκαν σοβαρά προβλήματα κατά τη διαδικασία της μάθησης. Τα μειονεκτήματα της συμπυκνώνονται στις ακόλουθες εκτιμήσεις:
-
Μετατρέπει τους μαθητές σε παθητικούς δέκτες των πληροφοριών που “εισπράττουν” κατά τη διδασκαλία.
-
Αδιαφορεί για τα ενδιαφέροντα των μαθητών, επειδή ακριβώς δεν τους παρέχει κίνητρα για την αποκάλυψη των δυνατοτήτων τους και την ανάπτυξη δημιουργικών δεξιοτήτων.
-
Επιβάλλει μονοσήμαντα τις απόψεις του εκπαιδευτικού.
Είναι γεγονός ότι όπου κυριαρχεί η παραδοσιακή μονολογική διδασκαλία το πνευματικό κλίμα χαρακτηρίζεται από την υπακοή και την υποχωρητικότητα των μαθητών «σε ό,τι λέει ο δάσκαλος» Μάλιστα οι όποιες αντιρρήσεις συνήθως διατυπώνονται με συναινετική παθητικότητα.
-
Η μονολογική μέθοδος διδασκαλίας εμφορείται από συντηρητισμό. Συντελεί στην αναπαραγωγή της κυρίαρχης ιδεολογίας. Η βασική επιδίωξη αυτού του συστήματος διδασκαλίας εστιάζεται στο να παράγει “επιστήμονες σε μικρογραφία” αμετάθετα προσκολλημένους σε παραδοσιακές αρχές και διαχρονικές αξίες (Φράγκος 1984, 419). Πάντα ελλοχεύει ο κίνδυνος να εκτραπεί η διδασκαλία προς τον άκαμπτο δογματισμό.
Η μονολογική διδασκαλία καθίσταται ατελέσφορη. Δεν προάγει το γόνιμο προβληματισμό, την κριτική σκέψη και τη δημιουργική φαντασία του μαθητή. Εντούτοις ο διδακτικός μονόλογος επιβιώνει στη σύγχρονη εκπαιδευτική πραγματικότητα. Είναι γεγονός ότι η μονολογική διδασκαλία σήμερα εφαρμόζεται συνολικά στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Εν μέρει βρίσκεται σε ισχύ σε συγκεκριμένους τομείς της μέσης εκπαιδευτικής βαθμίδας.
Αναντίρρητα σωρεύει μια σειρά από πλεονεκτήματα, οργανωτικά και λειτουργικά, που συντελούν στη διατήρηση του κατά τη διδακτική πράξη:
-
Πρωτίστως διασφαλίζει αισθητή οικονομία χρόνου
Επιτρέπει τη συμπύκνωση αρκετών γνώσεων, καθώς τις προσαρμόζει σε ευανάγνωστο οργανόγραμμα.
-
Παρουσιάζει σαφή ευελιξία
Εναρμονίζεται με τις απαιτήσεις και τις επιμέρους διαφοροποιήσεις των μαθησιακών αντικειμένων.
-
Διατηρεί επικαιρικό χαρακτήρα
Παρέχει στον εκπαιδευτικό τη δυνατότητα να συσχετίζει γόνιμα το διδακτικό αντικείμενο με ζητήματα ή αναφορές της τρέχουσας επικαιρότητας. Σε αυτήν του την απόπειρα ο τρόπος έκφρασης είναι άμεσος και αυθόρμητος.
-
Κατά παράδοση είναι η πλέον οικεία μέθοδος διδασκαλίας στον έλληνα εκπαιδευτικό. Η μονολογική διδασκαλία στη διάρθρωση και την εφαρμογή της είναι απλή και ευθύβολη.
Στη δασκαλοκεντρική μέθοδο ο μονόλογος μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε περιορισμένη έκταση και τελικά να καταστεί επωφελής. Εύστοχα έχει επισημανθεί ότι «στις δασκαλοκεντρικές μορφές διδασκαλίας ο μονόλογος είναι αναγκαίος για την εισαγωγή, την πληροφόρηση των μαθητών, τον προβληματισμό και την ανακεφαλαίωση, καθώς και για την περιγραφή και την καθοδήγηση της διδακτικής διαδικασίας. Στις περισσότερες από αυτές τις περιπτώσεις ο μονόλογος είναι βραχύς και συνήθως παρεμβάλλεται μεταξύ διαλογικών επεισοδίων» (Ματσαγγούρας 1994, 288). Συνεπώς η αναγκαιότητα της μονολογικής διδασκαλίας αφορά κυρίως στην περιγραφή και την πληροφόρηση.
Ο περιγραφικός μονόλογος συνδέεται με αντικείμενα που παρουσιάζουν στατικότητα. Η καταλληλότητά του έγκειται στην περιγραφή προσώπων, στην εξεικόνιση καταστάσεων ή και στην ανάλυση εννοιών. Για να επιτευχθούν οι στόχοι του πρέπει καταρχάς ο λόγος του εκπαιδευτικού να είναι λιτός, σαφής και άμεσος. Είναι αναγκαίο η περιγραφική απόδοση των αντικειμένων να διέπεται από ζωντάνια, εμφατικότητα και παραστατικότητα. Προς την κατεύθυνση αυτή η διδασκαλία πρέπει είτε να οργανώνεται και να μεθοδεύεται με βάση ένα παραγωγικό σχήμα είτε το διδασκόμενο αντικείμενο να παρουσιάζεται με βάση έναν επαγωγικό μηχανισμό (εξελικτική κλιμάκωση των εννοιών).
Ο πληροφοριακός μονόλογος είναι πιο σύνθετος και απαιτητικός, εφόσον επικεντρώνεται στην παρουσίαση γεγονότων και δραστηριοτήτων (π.χ. ιστορικές πραγματικότητες, χημικές αντιδράσεις, φαινόμενα κοινωνικής παθογένειας κ.α). Αναφέρεται σε καταστάσεις δυναμικές που καθορίζονται από σαφή αιτιότητα. Με τη διοχέτευση πληροφοριών ο εκπαιδευτικός καλείται να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του μαθητή, προάγοντας την κριτική και ερμηνευτική του ικανότητα. Η προσεγμένη όσο και ελκυστική διατύπωση – κάποτε και η εντυπωσιακή φρασεολογία – οι ορθολογιστικές συσχετίσεις των εννοιών, η εκφραστικότητα στην αφήγηση λειτουργούν ως καθοριστικές προϋποθέσεις για την επίτευξη του συγκεκριμένου σκοπού.
Η δραματικότητα αποτελεί κύριο χαρακτηριστικό της μονολογικής διδασκαλίας. Ο εκπαιδευτικός συχνά αισθάνεται ότι η διδακτική πράξη εμπεριέχει διάχυτη θεατρικότητα. Οι μαθητές λειτουργούν ως το ακροατήριο του και πρέπει ανά πάσα στιγμή ο ίδιος να βρίσκεται σε κατάσταση ετοιμότητας. Οφείλει να αναπτύξει διαδραστική σχέση επικοινωνίας με το «κοινό» του, να το κατευθύνει, να το γοητεύσει και – το σημαντικότερο – να το πείσει! Ιδωμένη υπό αυτό το πρίσμα, η διδασκαλία αποκτά τη βαρύτητα θεατρικής ερμηνείας, μεταβάλλεται σε ζωντανό δρώμενο και αποφεύγεται η διαδικασία της μονότονης και στείρας παράθεσης πληροφοριών. Το διακριτικό και έξυπνο χιούμορ, ο ελεγχόμενος αυθορμητισμός, η γόνιμη χρήση των εξωγλωσσικών αλλά και παραγλωσσικών στοιχείων της ομιλίας είναι τα θεμελιακά γνωρίσματα της δραματικότητας που ενδυναμώνουν τη μονολογική μορφή της διδασκαλίας, τονώνουν συναισθηματικά αλλά και διεγείρουν το ενδιαφέρον των μαθητών.
Ο μονόλογος λειτουργεί κατά τη διδακτική διαδικασία ως ένα σύντομο, παρέμβλητο, τμήμα μεταξύ διαλογικών επεισοδίων. Τόσο η περιγραφή, όσο και η πληροφόρηση πρέπει να οργανώνονται εξελικτικά από εσωτερική συνοχή. Ο εκπαιδευτικός οφείλει να βοηθά το μαθητή στην αποσαφήνιση των εννοιών χρησιμοποιώντας λόγο απλό – όχι όμως απλοϊκό – βραχύ και ευανάγνωστο. Τα επιμέρους θέματα γίνονται κατανοητά στην προσέγγιση τους και αποφεύγεται η αποσπασματικότητα. Με δεδομένες αυτές τις προδιαγραφές, ο μονόλογος δομείται σε στέρεες βάσεις, καθίσταται εποικοδομητικός και προετοιμάζει δημιουργικά τη διαλεκτική επεξεργασία του υλικού διδασκαλίας.
—————–
Σημείωση Φαρέτρας: Το β’ μέρος της εργασίας θα αναρτηθεί την Κυριακή 2 Δεκεμβρίου.