Το έθιμο Γκαλεάτα / Gãleata, που διασώζει πανάρχαιους συμβολισμούς, είναι το πρώτο που γινόταν την καλοκαιρινή περίοδο, 23-24 Ιούνη, του Αγιαννιού, όταν πια οι Βλάχοι κτηνοτρόφοι είχαν αφήσει τα χειμαδιά και όλα τα κοπάδια είχαν ανεβεί στα βουνά για να ξεκαλοκαιριάσουν.
Οι Άγγλοι ιστορικοί Wace-Thomson που μελέτησαν τους Βλάχους της Σαμαρίνας από το 1911 ως το1914 παρακολούθησαν το έθιμο και το αποτύπωσαν φωτογραφικά στο έργο τους . Στην Gãleata συνδυάζονται στοιχεία από δυο άλλα έθιμα, τον πανάρχαιο Κλήδονα και την Περπερούνα, που επίσης ήταν πολύ συχνό στους Βλάχους, ιδιαίτερα σε περιόδους ανομβρίας.
Έτσι , το έθιμο Gãleata από τη μια συνδέεται, για τις κοπέλες, με την πρόβλεψη της τύχης, το ριζικό τους, ενώ από την άλλη οι μιμητικές κινήσεις και τα δρώμενα μαγικού χαρακτήρα στοχεύουν στην πρόκληση της ευεργετικής βροχής.
Το έθιμο άρχιζε την παραμονή, 23 Ιούνη, όταν γινόταν η πρόσκληση και μαζεύονταν τα κορίτσια της γειτονιάς ή από το ίδιο σόι. Η πρόσκληση γινόταν από μια ηλικιωμένη γυναίκα, η οποία πρόσφατα, στη διάρκεια του χειμώνα, παντρεύοντας το γιο της, είχε γίνει πεθερά. Βέβαια, στο επίπεδο των συμβολισμών, η ηλικιωμένη γυναίκα συμβόλιζε τη μεγάλη μάνα γη (Παμμήτωρ Γα), τη majia, τη μάια, όπως την αποκαλούν οι Βλάχοι, τη θεά της γονιμότητας, ενώ η νεαρή κοπέλα ήταν η zina, η νεράιδα , η νύφη των νερών, της πηγής της ζωής.
Adunats-vã, adunats-vã featili,
featili shi suratili,
trã s’ adrãmu gãleata nostrâ,
gãleata a featilol, shi gâleata a nveastilor…
Μαζευτείτε κορίτσια, μαζευτείτε φίλες,
για να στολίσουμε την γκαλεάτα,
την γκαλεάτα των κοριτσιών, την γκαλεάτα των νυμφών…
Μετά το κάλεσμα, έστελναν μια νέα κοπέλα, της οποίας ζούσαν και οι δυο γονείς, να φέρει το «αμίλητο» νερό. Σαν ερχόταν η κοπέλα με το νερό, στόλιζαν παλιότερα τη γκαλεάτα, ένα κτηνοτροφικό σκεύος, αργότερα ένα γκιουμάκι, με ένα ειδικό λουλούδι, που και αυτό για αυτό το λόγο ονομαζόταν γκαλεάτα (lilitsia di gãleatã), και οι κοπέλες έριχναν μέσα η καθεμιά ένα ασημικό (βραχιόλι, δακτυλίδι κ.τ.λ.), τα ριζικάρια, γιατί από αυτά θα έβγαινε το ριζικό, η μοίρα κάθε μιας κοπέλας, ενώ τραγουδούσαν. Στο στόλισμα της γκαλεάτας πρωτοστατούσε η πιο έμπειρη και τηρούνταν το ίδιο εθιμοτυπικό, όπως ακριβώς όταν στολίζανε τη νύφη. Για αυτό και συχνά λέγανε τα ίδια τραγούδια.
Ταγιαννιός, γιαννιός ματάκια μ’,
iu va nji dornji asearã noaptea?
Sunu meru, sunu peru,
sunu aumbra di tsireshiu…
Ταγιαννιός, γιαννιός ματάκια μ’,
πού θα κοιμηθείς απόψε;
Κάτω από τη μηλιά, κάτω από την αχλαδιά,
κάτω από τη σκιά της κερασιάς…
Η στολισμένη γκαλεάτα τη νύχτα έμενε στο ύπαιθρο, κάτω από κάποιο δένδρο, για να τη δουν τα αστέρια και να έρθουν οι μοίρες να την ευλογήσουν.
Την άλλη μέρα, οι γυναίκες έχοντας την γκαλεάτα, πήγαιναν από βρύση σε βρύση, τραγουδώντας
-Ταγιαννιός, γιαννιός ματάκια μ’,
Cocaza sh-ma njicãza,
iu nchisishi di-nji ti adârashi?
-Anchisii la nοãlji frats,
noãlji frats, gionji ninsurats,
ninsurats, niisusits…
-Ταγιαννιός, γιαννιός ματάκια μ’,
όμορφη κόρη,
για πού κίνησες και στολίστηκες;
-Κίνησα για τα εννιά αδέλφια,
παλικάρια διαλεχτά,
διαλεχτά και ανύπαντρα
μήτε και αρραβωνιασμένα…
Και συνέχιζαν
–Ταγιαννιός, γιαννιός ματάκια μ’,
iu nji durnjishi aseãrâ noaptea ?
–Sunu meru, sunu peru,
sunu aumbra di tsireshiu…
– Ταγιαννιός, γιαννιός ματάκια μ’,
πού κοιμήθηκες χθες βράδυ;
– Κάτω από τη μηλιά, κάτω από την αχλαδιά,
κάτω από τη σκιά της κερασιάς…
Στις βρύσες που επισκέπτονταν, πάντοτε σε πολλαπλάσιο του 3, 6, 9, έκαναν μιμητικές , μαγικές κινήσεις, για να προκαλέσουν βροχή που τόσο ανάγκη την είχαν οι κτηνοτρόφοι, μια και το χορτάρι, λόγω της εποχής, άρχιζε να στεγνώνει και να καίγεται.
– Umbli soarâ, vearsâ frate,
tr’ s’ dãmu apâ ali suratã,
tr’ s’ dãmu apâ ali cripatã.
– Nu niu foami, cã niu seati…
– Γέμισε αδελφή, άδειασε αδελφέ,
να δώσουμε νερό στην αγαπημένη,
να δώσουμε νερό στη σκασμένη
από τη ζέστη γη…
– Δεν πεινώ μα εγώ διψώ
Στη συνέχεια, άφηναν την γκαλεάτα στη μέση , συνήθως, της πλατείας του χωριού και έστηναν χορό γύρω από αυτήν. Η σειρά με την οποία χορεύουν είναι αυστηρά καθορισμένη. Ο χορός ξεκινούσε συνήθως με το παρακάτω τραγούδι, για το οποίο ο Vasili Tega, στο έργο το « Οι Βλάχοι όπως τους είδαν οι ξένοι περιηγητές», διασώζει τη μαρτυρία ενός Βοβουσιώτη κυρατζή ότι άκουσε αυτό το τραγούδι, το 1870, στο βλαχόφωνο ακόμη τότε Βραδέτο, στο Ζαγόρι, την ημέρα του Αγιαννιού.
A moi featã la fãntãnã, tsets-vã voi, cã io nu yinu,
tsets-vã voi, cã io nu yinu, dada amea mi isusi,
dada amea mi isusi, aualtari Dumãnicã,
aualtari Dumãnicã, optuli ca asãndzã,
optuli ca asãndzã, nelu shi culacu nji adusirã,
nelu shi culacu nji adusirã, shi tsintsi bairi di flurii,
tsintsi bairi di flurii, shi alti ahãnti di arubii.
Η αρραβωνιασμένη κόρη δεν ανταποκρίνεται στο κάλεσμα των φιλενάδων να πάνε στη βρύση. Και λέει στις φίλες της με χαρά ότι η μάνα της την αρραβώνιασε την Κυριακή που πέρασε και αναφέρει τα δώρα που της έφεραν, δαχτυλίδι, φλουριά, ρουμπίνια.
Στο τέλος, το γλέντι γενικευόταν. Άναβαν φωτιές, καίγανε τα μαγιάτικα στεφάνια, μικροί μεγάλοι περνούσαν πάνω από τις φωτιές. Και αργά, μετά από ξεθεωτικό γλέντι, οι γυναίκες με το ίδιο εθιμοτυπικό ξεστόλιζαν την γκαλεάτα, ενώ οι κοπέλες τραγουδούσαν:
S-nu tsã pararãu, gãleata soãrã,
cã multi shoputi nu alãgãmu ,
cã di vearã, ma s-bãnãmu ,
ma multi va ti alãgãmu…
Μη σου κακοφανεί, αδελφή γκαλεάτα,
που δε σε πήγαμε σε πολλές βρύσες,
γιατί του χρόνου το καλοκαίρι, αν είμαστε καλά,
θα σε πάμε σε πιο πολλές…
Η καθεμιά κοπέλα έπαιρνε λίγο νερό για να λούσει συμβολικά το κεφάλι της, για να περάσουν όλοι οι πόνοι, και διάλεγε το ανάθημά της. Με αυτό κάτω από το μαξιλάρι της το κάθε κορίτσι θα ζήσει στο όνειρο ό,τι επιθυμεί.
Το έθιμο ήδη από τη δεκαετία του ’60, καθώς διαφοροποιήθηκαν οι συνθήκες , έπαψε να λειτουργεί. Επιβιώνει σε ορισμένα βλαχοχώρια, όπως Σαμαρίνα, Περιβόλι-κυρίως στους κτηνοτρόφους- ή αναβιώνει από πολλούς Συλλόγους, όπως από το Σύλλογο Βλάχων Βέροιας .
—————————–
Πηγές:Τάκης Γκαλαΐτσης, Από τη ζωή των Βλάχων/Di tu bana Armãnjilor.
Νίκος Σιώκης, Ο Κλήδονας στους Βλάχους: η μετατροπή ενός δρώμενουσε πανηγύρι.
Ζωή Παπαζήση/Παπαθεοδώρου: Συνέντευξη.
Φωτογραφίες: Από εκδήλωση του Συλλόγου Βλάχων Βέροιας (Βέροια, Ιούνης 2003)